Η τριπλή προσφορά

Η Ελένη Βακαλό με τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο (1997)
Η Ελένη Βακαλό με τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο (1997)


Τα πράγματα στον καθρέφτη
Δεν είναι πράγματα
Στη γλώσσα μας το ίδιο.

Αυ­τοί οι στί­χοι, από την τε­λευ­ταία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Ελέ­νης Βα­κα­λό (Επι­λε­γό­με­να, 1997), εκ­φρά­ζουν μια δια­πί­στω­ση, με­τά από δη­μιουρ­γι­κή δου­λειά μι­σού αιώ­να, που ανα­δει­κνύ­ει πως στον πυ­ρή­να του το ποι­η­τι­κό της έρ­γο εί­ναι ένας αγώ­νας να ανα­πλά­σει (όχι να ανα­πα­ρα­στή­σει) το πράγ­μα μέ­σω της γλώσ­σας. Την ίδια έγνοια εί­χε δια­τυ­πώ­σει και στο ξε­κί­νη­μα της πο­ρεί­ας της, πε­ρί­που 45 χρό­νια πριν, όπως την βρή­κα σε μια επι­στο­λή της προς τον πα­τέ­ρα μου, τον συγ­γρα­φέα Θ.Δ. Φρα­γκό­που­λο, (1-8-1953), όπου ανα­πτύσ­σει τη δι­κή της αντί­λη­ψη για την ποί­η­ση. Στα­χυο­λο­γώ με­ρι­κές φρά­σεις:

Κανένα πράγμα δεν ήταν μονάχα το όνομά του, η έννοια του ή η ιδέα του. Για εμάς η ποιητική μας ειλικρίνεια είναι στο να δώσουμε τον τρόπο του με τον τρόπο μας. Όμως στην ποίηση δεν είναι να το περιγράφεις, είναι να το δίνεις, να οικοδομείς ξανά αυτό το σώμα με μιαν άλλη ύλη.
Αν πούμε ωραία πράγματα ή αν τα πούμε ωραία, είναι άλλη υπόθεση και δεν μπορεί να συγχέεται με την λειτουργία την ποιητική.

Δεν ξέ­ρω αν συ­γκρί­νω πράγ­μα­τα ανό­μοια, αλ­λά δια­κρί­νω εν τω βά­θει μια συγ­γέ­νεια με την προ­τρο­πή του Ρίλ­κε στην έβδο­μη Ελε­γεία του Ντουί­νο:

Εξύμνησε στον Άγγελο τον κόσμο μας, όχι το άρρητο, αυτόν
δεν μπορείς να τον θαμπώσεις με μεγαλόπνοες συγκινήσεις […]
Γι’ αυτό δείξε του κάποιο απλό πράγμα που έπλασε η μια γενιά μετά την άλλη,
ώσπου να ζει στα χέρια και στα μάτια μας σαν κομμάτι του εαυτού μας.
Πες του πράγματα.

Βέ­βαια, η ποι­η­τι­κή ει­λι­κρί­νεια – όπως την αντι­λαμ­βά­νε­ται η Βα­κα­λό – εί­ναι ανε­λέ­η­τη. Το εγ­χεί­ρη­μα δεν μπο­ρεί να ευο­δω­θεί:

Θανατηφόρα η λέξη
Το πράγμα ακύρωσε

Το κορίτσι φεύγει.

Αυ­τή εί­ναι η κα­τα­λη­κτι­κή (και κα­τα­πλη­κτι­κή) δή­λω­ση, στο τέ­λος των Επι­λε­γο­μέ­νων, με τα οποία, όπως έλε­γε, «έκλει­νε τους λο­γα­ρια­σμούς της με την ποί­η­ση». Η γλώσ­σα, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, εί­ναι τε­λι­κά το άλ­λο του πράγ­μα­τος. Το πέ­ρα­σμα από τη γλώσ­σα στα πράγ­μα­τα, δεν μπο­ρεί να τε­λε­σφο­ρή­σει. Και «το κο­ρί­τσι φεύ­γει».

Όμως, αν το τε­λι­κό δια ταύ­τα πα­ρα­μέ­νει άπια­στο, αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι ο αγώ­νας για την σύλ­λη­ψη και την γέν­νη­ση του ποι­ή­μα­τος εί­ναι μά­ταιος. Όλη η με­γά­λη ποί­η­ση μας λέ­ει ότι εκεί έγκει­ται το έρ­γο. Όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί η Άντεια Φραν­τζή στη με­λέ­τη της με τί­τλο Έμε­νε Ποί­η­μα: «Στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό δια­πι­στώ­νου­με ότι, μέ­σα από ποι­κί­λες δια­δρο­μές εκεί­νο που πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό και διαρ­κώς επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο, δη­λα­δή κα­τ’ ου­σί­αν αιώ­νιο, εί­ναι το ποί­η­μα: τα βιώ­μα­τα και η κα­τα­σκευα­στι­κή δια­δι­κα­σία που τα με­τα­μορ­φώ­νει σε τέ­χνη».

Ναι, προ πά­ντων ας μην πού­με ότι η όλη προ­σπά­θεια της Ελέ­νης Βα­κα­λό ήταν χω­ρίς αντα­μοι­βή.
Για­τί στην πο­ρεία μάς έδω­σε μια ιδιαί­τε­ρη κα­τά­θε­ση, μια φω­νή που ξε­χώ­ρι­ζε ανά­με­σα στους δη­μιουρ­γούς τής λε­γό­με­νης πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Ξε­χώ­ρι­ζε για­τί δεν έμοια­ζε με τις υπό­λοι­πες. Δεν θρη­νού­σε για τα δει­νά της ιστο­ρί­ας, δεν μι­λού­σε για την μοί­ρα του τό­που, δεν υμνο­λο­γού­σε τα κάλ­λη του το­πί­ου, θε­μα­τι­κές συ­νη­θι­σμέ­νες στα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, και επι­πλέ­ον απέ­φευ­γε τις ανα­φο­ρές στη μυ­θο­λο­γία και την αρ­χαία γραμ­μα­τεία, που ήταν ένας από τους προ­σφι­λείς τρό­πους για να μι­λή­σει κα­νείς αλ­λη­γο­ρι­κά. Ού­τε εί­χε την οί­η­ση, ή τη διά­θε­ση για πα­ρα­λο­γι­σμούς και αστεϊ­σμούς, ή τον πε­σι­μι­σμό των όσων ακο­λου­θού­σαν τους σου­ρε­α­λι­στι­κούς δρό­μους. Δη­λα­δή δεν θα μπο­ρού­σες να εντο­πί­σεις την Βα­κα­λό στα πε­δία επί­δρα­σης των με­γά­λων και διε­θνώς ανα­γνω­ρι­σμέ­νων της ποί­η­σής μας εκεί­νον τον και­ρό, όπως του Σε­φέ­ρη, του Ρί­τσου, του Ελύ­τη, ή του Εμπει­ρί­κου.

Στην ποί­η­σή της συ­να­ντά­με ένα ακραία προ­σω­πι­κό ύφος και συ­χνά μια θε­μα­τι­κή που κλεί­νε­ται ερ­μη­τι­κά στο ατο­μι­κό κι ο κώ­δι­κας μοιά­ζει δύ­σκο­λο να σπά­σει. Αυ­τό γί­νε­ται έντο­να αι­σθη­τό σε ένα ποί­η­μα, από τα πιο προ­βε­βλη­μέ­να της, στο «πρώ­το επει­σό­διο» της πρώ­της ώρι­μης συλ­λο­γής της, Το Δά­σος (1954): το γνω­στό Το μά­τι του πα­τέ­ρα μου, ένα ποί­η­μα στο οποίο θα επα­νέλ­θει η ίδια εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με ση­μειώ­σεις που πε­ρισ­σό­τε­ρο το πε­ρι­πλέ­κουν πα­ρά το απο­σα­φη­νί­ζουν. Έχει εν­δια­φέ­ρον ο επί­λο­γος στο αρ­χι­κό ποί­η­μα, που στο ξε­κί­νη­μα της δια­δρο­μής της, έχει, θα έλε­γε κα­νείς, προ­γραμ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα:

Αυ­τό το ποί­η­μα / δεν εί­ναι για να το δια­βά­σουν / όσοι δεν μ’ αγα­πού­νε / ακό­μη / κι από κεί­νους / που δεν θα με ξέ­ρουν / αν δεν πι­στεύ­ου­νε πως υπήρ­ξα / σαν / και κεί­νους.

Με το Δά­σος ξε­κι­νά η πιο δη­μιουρ­γι­κή φά­ση της ποι­η­τι­κής δια­δρο­μής τής Βα­κα­λό, που πε­ρι­λαμ­βά­νει την Τοι­χο­γρα­φία/Φυ­τι­κή Αγω­γή (1956), τα Ημε­ρο­λό­για της Ηλι­κί­ας (1958), την Πε­ρι­γρα­φή του Σώ­μα­τος (1959), την Έν­νοια των Τυ­φλών (1962) και τον Τρό­πο να Κιν­δυ­νεύ­ο­με (1966), συλ­λο­γές που συ­να­πο­τε­λούν την με­γά­λη ενό­τη­τα με τί­τλο Πριν τον Λυ­ρι­σμό, που θα εκ­δο­θεί σε ξε­χω­ρι­στό τό­μο το 1981.

Μέ­σα από αυ­τές τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, σε μια πε­ρί­ο­δο έντο­νης και γό­νι­μης δρα­στη­ριό­τη­τας στο πε­δίο των γραμ­μά­των και των τε­χνών στην Ελ­λά­δα, η Βα­κα­λό αφή­νει το απο­τύ­πω­μά της ως μια ση­μα­ντι­κή ποι­ή­τρια, δη­λα­δή μια γυ­ναί­κα-ποι­η­τής, με μια πα­ρά­τολ­μη διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα σ’ εκεί­νο που θα ονο­μά­ζα­με ψυ­χι­κή σφαί­ρα. Πλά­θει μια προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία, που από μια σκο­πιά εί­ναι πα­λαιό­τε­ρη από τους μύ­θους-τρο­φο­δό­τες της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας, αλ­λά και ταυ­το­χρό­νως από­λυ­τα σύγ­χρο­νη. Σί­γου­ρα, σε πολ­λά ση­μεία της ει­κο­νο­λο­γί­ας της ο κρι­τι­κός μπο­ρεί να εντο­πί­σει ίχνη σου­ρε­α­λι­στι­κών επιρ­ρο­ών, μα στα ελ­λη­νι­κά δεν εί­χα­με μά­θει να μι­λά­με μια γλώσ­σα που να εγεί­ρει ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά με το φύ­λο και το σώ­μα κα­τ’ αυ­τό τον τρό­πο. Ποιόν τρό­πο; Τη γλώσ­σα της την έχουν πει δύ­σκο­λη κι εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε πυ­κνή, αν όχι και τρα­χιά – αλ­λά εί­ναι από­λυ­τα ελεγ­χό­με­νη. Φαί­νε­ται δύ­στρο­πη, αλ­λά τε­λι­κά ο από­η­χος, σαν το με­τεί­κα­σμα της μορ­φής, ανα­δει­κνύ­ει μια κα­θο­μι­λού­με­νη απλό­τη­τα, όπως σ’ ένα δι­σέ­λι­δο στην Πε­ρι­γρα­φή του Σώ­μα­τος (1959). Στη μέ­ση της σε­λί­δας αρι­στε­ρά μας λέ­ει:

«Προ­λε­γό­με­να του αε­τώ­μα­τος των κε­νταύ­ρων»

Θα ήταν ίσως τί­τλος κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος για το ποί­η­μα αυ­τό

Και αντι­κρι­στά, δε­ξιά:

Το με­γά­λο άσμα που αρ­χί­ζει ονο­μά­ζο­ντας τα πράγ­μα­τα

Και πιο χα­μη­λά:

Ως πό­τε τα σώ­μα­τα μπο­ρούν να μην έχουν ντρο­πή
Τον τρό­πο της ύπαρ­ξης κα­θο­ρί­ζει ο τρό­πος της ηδο­νής

Ανέ­φε­ρα πιο πά­νω ότι στην ποί­η­σή της δεν θα βρού­με την τά­ση προς το χιού­μορ και τον πα­ρα­λο­γι­σμό, που συ­να­ντά­με αρ­κε­τά συ­χνά στους σου­ρε­α­λι­στές συγ­γρα­φείς, κι ίσως κά­ποιοι δια­φω­νή­σουν και δεί­ξουν προς την περ­σό­να της κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας [Πα­λά­βρες της Κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας (1984), Γε­γο­νό­τα και Ιστο­ρί­ες της Κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας (1990)]. Ναι, οι Πα­λά­βρες και οι Ιστο­ρί­ες εί­ναι ίσως το έρ­γο με το πιο ανά­λα­φρο τέ­μπο, με στί­χο ως επί το πλεί­στον ολι­γο­σύλ­λα­βο και ρυθ­μι­κό, έρ­γο που συ­χνά πα­ρω­δεί άλ­λα ύφη και πα­ρα­πέ­μπει σε μεί­ζο­νες συγ­γρα­φείς, με διά­θε­ση ευ­τρά­πε­λη και παι­γνιώ­δη – αλ­λά δεν θα έλε­γα ότι διέ­πε­ται από χιού­μορ. Εί­ναι σκω­πτι­κό, σαρ­κα­στι­κό και ει­ρω­νι­κό, αλ­λά πρό­κει­ται για μια μα­νιέ­ρα που επι­τρέ­πει στη ποι­ή­τρια να μι­λή­σει για εκεί­να τα σο­βα­ρά που έχει να πει. Εί­ναι ένα έρ­γο με­γά­λης ωρι­μό­τη­τας που διε­ρευ­νά το βί­ω­μα της γυ­ναι­κεί­ας ύπαρ­ξης στον κό­σμο, επι­λέ­γο­ντας έναν τρό­πο δι­ή­γη­σης που μοιά­ζει με πα­ρα­μύ­θι. Έτσι, μο­λο­νό­τι απο­τε­λεί μια εξε­ρεύ­νη­ση δια­φο­ρε­τι­κών ποι­η­τι­κών τό­πων, η βα­σι­κή ποι­η­τι­κή της πα­ρα­μέ­νει η ίδια, σαν πα­ραλ­λα­γή στο κε­ντρι­κό της θέ­μα.

Πι­στεύω, βέ­βαια, ότι θα δια­φω­νού­σε αν λέ­γα­με ότι η ποι­η­τι­κή της πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ένα «θέ­μα», κι ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο αν χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με την γρα­φή της «γυ­ναι­κεία» ή φε­μι­νι­στι­κή, αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε δεν μπο­ρεί κα­νείς να μην προ­σλά­βει την φω­νή της ως μια γυ­ναι­κεία φω­νή που, κά­θε τό­σο, όπως έχω ανα­φέ­ρει και αλ­λού, ανα­δύ­ε­ται ταυ­τό­χρο­να εύ­θραυ­στη και σφο­δρή, συ­χνά με επι­γραμ­μα­τι­κή λι­τό­τη­τα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα αυ­τό το ελά­χι­στο ποί­η­μα από τη Γε­νε­α­λο­γία (1971):

Ευ­χή στην κο­πέ­λα
Αγκα­λια­σμέ­νη στον ύπνο της να εί­ναι


Στην πρώ­τη έκ­δο­ση της συλ­λο­γής αυ­τής (που απο­τε­λεί το πρώ­το από τα μέ­ρη που απαρ­τί­ζουν τη δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα του έρ­γου της Βα­κα­λό με τί­τλο Τα Κοι­νά) το ποί­η­μα αυ­τό, τί­τλος και στί­χος, κα­τα­λαμ­βά­νει μια ολό­κλη­ρη σε­λί­δα. Δεν συμ­βαί­νει το ίδιο και στην συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του έρ­γου της από το 1954 ως το 1994 με τί­τλο Το Άλ­λο του Πράγ­μα­τος.

Αξί­ζει να πα­ρα­τη­ρη­θεί ότι οι πρώ­τες εκ­δό­σεις των ποι­η­μά­των της ενό­τη­τας Πριν από το Λυ­ρι­σμό μα­ζί με την συλ­λο­γή με την οποία πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε το 1945 (Θέ­μα και Πα­ραλ­λα­γές), πε­ρι­λαμ­βά­νουν σχέ­δια του συ­ζύ­γου της, του ζω­γρά­φου και σκη­νο­γρά­φου Γιώρ­γου Βα­κα­λό, και πα­ρου­σιά­ζο­νται με μια προ­σεγ­μέ­νη διά­τα­ξη στη σε­λί­δα. Η φρο­ντί­δα αυ­τή της σε­λι­δο­ποί­η­σης συ­νε­χί­ζε­ται (χω­ρίς όμως σχέ­δια) και στις πρώ­τες, δυ­σεύ­ρε­τες πια, εκ­δό­σεις της Γε­νε­α­λο­γί­ας και της επό­με­νης συλ­λο­γής με τί­τλο Του Κό­σμου.

Αυ­τό ση­μαί­νει ότι τα βι­βλία τής ποί­η­σης της Βα­κα­λό εί­ναι κα­τά ένα τρό­πο αντι­κεί­με­να, ει­κα­στι­κά αντι­κεί­με­να – πράγ­μα­τα. Και εί­ναι γνω­στό ότι η ίδια εί­χε ασχο­λη­θεί με όλες τις λε­πτο­μέ­ρειες της σε­λι­δο­ποί­η­σης των εκ­δό­σε­ων εκεί­νων και έδι­νε πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες οδη­γί­ες στους τυ­πο­γρά­φους.

Όπως έχει ση­μειώ­σει και η με­τα­φρά­στρια στα αγ­γλι­κά του έρ­γου της Κά­ρεν Έμ­με­ριχ, που με­λέ­τη­σε και το προ­σω­πι­κό αρ­χείο της Βα­κα­λό στο Princeton, «αυ­τή η προ­σή­λω­ση της Βα­κα­λό στην οπτι­κή και υλι­κή διά­στα­ση της ποί­η­σης δεν θα προ­κα­λέ­σει έκ­πλη­ξη σ’ αυ­τούς που ήδη γνω­ρί­ζουν τη συ­νει­σφο­ρά της στον το­μέα της τέ­χνης: το έρ­γο της ως κρι­τι­κού και ιστο­ρι­κού της τέ­χνης, και από την άλ­λη ως συ­νι­δρύ­τριας, μα­ζί με τον άν­δρα της, το ζω­γρά­φο Γιώρ­γο Βα­κα­λό, της ομώ­νυ­μης σχο­λής (Σχο­λή Βα­κα­λό), όπου δί­δα­σκε για πολ­λά χρό­νια».

Κι αυ­τό μας φέρ­νει στις άλ­λες δύο, πέ­ραν της ποί­η­σης, πλευ­ρές της προ­σφο­ράς τής Ελέ­νης Βα­κα­λό: σ’ εκεί­νη του κρι­τι­κού και θε­ω­ρη­τι­κού της τέ­χνης και σ’ εκεί­νη του δα­σκά­λου (συγ­χω­ρεί­στε τα αρ­σε­νι­κά ου­σια­στι­κά, αλ­λά έτσι μι­λά­με ακό­μα στα ελ­λη­νι­κά).

Κι εδώ πά­λι συ­να­ντά­με το μο­τί­βο του «ξε­χω­ρι­στού», που δεν εντάσ­σε­ται στις συ­νή­θεις ομα­δο­ποι­ή­σεις. Συ­να­ντά­με έναν δο­κι­μια­κό λό­γο που με με­γά­λη οξυ­δέρ­κεια συλ­λαμ­βά­νει το γί­γνε­σθαι στην τέ­χνη, τό­σο στη δια­χρο­νία όσο και στην συγ­χρο­νία, αλ­λά «αρ­νεί­ται» να συ­γκρο­τή­σει μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη συ­στη­μα­τι­κή θε­ω­ρία ή να εντα­χθεί σε κά­ποια από τα διε­θνή ρεύ­μα­τα σκέ­ψης. Δια­τυ­πώ­νει πρω­το­γε­νώς μια θε­ω­ρία της πρό­σλη­ψης, την ίδια πε­ρί­που επο­χή με τον Jauss και προ­λέ­γει – ήδη από τα τέ­λη του 60 – αρ­κε­τά από εκεί­να που έμελ­λε να συ­γκρο­τη­θούν ως new Art History τη δε­κα­ε­τία του 1980. Όμως επι­μέ­νει στη δο­κι­μια­κή γρα­φή και απο­φεύ­γει το «πα­νε­πι­στη­μια­κό» ύφος δια­τη­ρώ­ντας την φρε­σκά­δα τής πρω­το­γε­νούς πα­ρα­τή­ρη­σης και την αμε­σό­τη­τα της επι­κοι­νω­νί­ας με τον ανα­γνώ­στη. Ο λό­γος της ο δο­κι­μια­κός εί­ναι απλός και σε πρώ­τη μα­τιά φαί­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κός από τις ανα­πά­ντε­χες τρο­πές της ποι­η­τι­κής γρα­φής της. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα το τε­λευ­ταίο θε­ω­ρη­τι­κό δο­κί­μιό της για την τέ­χνη, το Μο­ντέρ­νο-Με­τα­μο­ντέρ­νο (2000), όπου κα­τα­γρά­φει τη με­τά­βα­ση στη νέα επο­χή της τέ­χνης με μια λι­τή σα­φή­νεια, ολωσ­διό­λου αντί­θε­τη προς το πε­ρι­πε­πλεγ­μέ­νο ύφος της με­τα­μο­ντέρ­νας λο­γιο­σύ­νης. Μα το ίδιο θα δού­με και σε πρω­ι­μό­τε­ρα γρα­πτά της, όπως στα 12 μα­θή­μα­τα για τη σύγ­χρο­νη τέ­χνη στην γκα­λε­ρί Ώρα (1970), όπου στις δύο πρώ­τες προ­τά­σεις της πρώ­της διά­λε­ξης συ­μπυ­κνώ­νει, με πο­λύ απλά λό­για, μια ολό­κλη­ρη θε­ώ­ρη­ση της μο­ντέρ­νας τέ­χνης και της σχέ­σης της με το κοι­νό.

Όμως, αν ο λό­γος της Ελέ­νης Βα­κα­λό εί­ναι απλός, αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι εί­ναι εύ­κο­λος. Οι λέ­ξεις της εί­ναι σαν το από­σταγ­μα μιας σύν­θε­της και βα­θιάς επε­ξερ­γα­σί­ας και χρειά­ζε­ται προ­σε­κτι­κή ανά­γνω­ση, ενώ η μία φρά­ση οδη­γεί στη άλ­λη με μια λο­γι­κή συ­νέ­πεια. Έτσι ο λό­γος της απο­κτά μια γοη­τεία, κα­θώς σύ­ντο­μα ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι πε­ριέ­χει ένα νοη­μα­τι­κό πλού­το, σαν αυ­τόν που συ­να­ντά­με στα επι­γράμ­μα­τα. Όμως εί­ναι ταυ­τό­χρο­να συ­νο­μι­λη­τι­κός, κου­βε­ντια­στός θα έλε­γα, και το γρα­πτό της κεί­με­νο δεν απεί­χε πο­λύ από τον προ­φο­ρι­κό της λό­γο, ο οποί­ος έβγαι­νε με μια εντυ­πω­σια­κή συ­γκρό­τη­ση.

Ωστό­σο θα ήθε­λα να στα­θώ στην απου­σία ενός ολο­κλη­ρω­μέ­νου θε­ω­ρη­τι­κού συ­στή­μα­τος, που πι­στεύω ότι απο­τε­λεί τον πυ­ρή­να της πη­γαί­ας σκέ­ψης της. Μπο­ρεί να ακού­γε­ται σαν οξύ­μω­ρο ή σαν ευ­φυο­λό­γη­μα, αλ­λά ήταν ακρι­βώς αυ­τό που τη δια­φύ­λα­ξε από το με­γά­λο ελάτ­τω­μα των θε­ω­ρη­τι­κών της τέ­χνης στις μέ­ρες μας: να αξιο­λο­γούν την τέ­χνη σύμ­φω­να με εκεί­νο που ίδιοι θε­ω­ρούν ότι οφεί­λει να κά­νει η τέ­χνη. Αυ­τό, προ­σω­πι­κά, δεν το κα­τά­λα­βα πα­ρά μό­νο στην τε­λευ­ταία μας συ­νά­ντη­ση. Μέ­χρι τό­τε ομο­λο­γώ θε­ω­ρού­σα ότι κά­τι έλει­πε από το «σχή­μα» της θε­ώ­ρη­σής της. Σ’ εκεί­νη τη συ­νά­ντη­ση μα­ζί με άλ­λους συ­νερ­γά­τες της Σχο­λής, λί­γους μό­νο μή­νες πριν το τέ­λος της ζω­ής της, με πνεύ­μα πά­ντα διαυ­γές και ζη­τώ­ντας κά­ποια στιγ­μή κι ένα τσι­γά­ρο, τον αχώ­ρι­στο φί­λο της, με έκα­νε να κα­τα­λά­βω. Πα­ρα­θέ­τω εδώ δύο φρά­σεις από την απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση εκεί­νης της συ­ζή­τη­σης:

«Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσομε σήμερα την Τέχνη; Όταν σήμερα δεν μπορούμε να ανατρέχομε, γιατί όλα έχουν ξεπατωθεί… και το ξεπάτωμα αυτό είναι συνεισφορά της εποχής μας, είναι το μεγάλο ερωτηματικό. Βάζουν ένα μεγάλο ερωτηματικό αυτή τη στιγμή οι νέοι άνθρωποι, πολύ μεγάλο, αμφισβητούν αν είναι καν ο άνθρωπος ο άνθρωπος που ξέραμε. Κάνει κακά του ο άνθρωπος, σου λέει… […]

»Ο ρομαντισμός και ο μοντερνισμός είχανε ένα άλλο πράγμα πολύ σημαντικό, που αυτό δεν μπορείς να το παραβλέψεις: ότι πιστεύανε στο μέλλον του ανθρώπου και προετοιμάζανε το μέλλον του ανθρώπου. Αυτήν τη στιγμή δεν προετοιμάζεται το μέλλον, απλώς τίθεται ένα ερωτηματικό. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό να ενισχυθεί. Για ποιο λόγο; Γιατί απ’ αυτό το ερωτηματικό θα βγει ό,τι βγει. Δεν ξέρω τι διάολος θα βγει, αλλά ότι βγει θα βγει από αυτό το ερωτηματικό – κι ας είναι αυτή η μόνη συνεισφορά που κάνει το μεταμοντέρνο».

«Ας εί­ναι το ξε­πά­τω­μα ή μό­νη συμ­βο­λή» της τέ­χνης σή­με­ρα. Μια τέ­τοια κου­βέ­ντα δεν λέ­γε­ται εύ­κο­λα και μά­λι­στα από κά­ποιον στο τέ­λος του βί­ου του, που ίσως πά­λε­ψε στη ζωή του για αξί­ες και όχι μό­νο στην τέ­χνη. Μα αν εί­ναι δύ­σκο­λο να δε­χτεί κα­νείς κά­τι τέ­τοιο, μπο­ρεί να απο­δει­χτεί φρε­νών επί­σκο­πον, για να δα­νει­στού­με μια φρά­ση απ’ τον Αι­σχύ­λο.

Ας τα σκε­φτού­με αυ­τά, που μας οδη­γούν σ’ ένα δρό­μο ανά­με­σα στις συ­μπλη­γά­δες της σύγ­χρο­νης κρι­τι­κής, ανά­με­σα στη γκρί­νια για την πο­λι­τι­σμι­κή έκ­πτω­ση και τη χα­ζο­χα­ρού­με­νη απο­δο­χή της κουλ­τού­ρας που μας σερ­βί­ρε­ται, κι ας ανα­λο­γι­στού­με εκεί­νο που μπο­ρεί να μας δι­δά­ξει ως προς την από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση της στά­σης μας.

Εκεί­νο που μπο­ρεί να μας δι­δά­ξει. Η φρά­ση αυ­τή μας φέρ­νει σ’ αυ­τό που ήταν ίσως η λι­γό­τε­ρο προ­βε­βλη­μέ­νη συ­νει­σφο­ρά της Ελέ­νης Βα­κα­λό: στην εκ­παί­δευ­ση, όπου και εκεί λει­τουρ­γεί έκ­κε­ντρα, ορ­γα­νώ­νο­ντας το 1958 (μα­ζί με τον σύ­ζυ­γό της και τους Τέ­τση και Φραν­τζι­σκά­κη) μια σχο­λή στις «πα­ρυ­φές» του συ­στή­μα­τος, στην οποία σπού­δα­σαν πολ­λοί έλ­λη­νες καλ­λι­τέ­χνες και σχε­δια­στές, που διέ­πρε­ψαν και δια­πρέ­πουν.

Στις πρώ­ι­μες ανα­ζη­τή­σεις της στη θε­ω­ρία και την ψυ­χο­λο­γία της τέ­χνης, συ­να­ντά­ται στο Πα­ρί­σι με τον ακα­δη­μαϊ­κό Ρε­νέ Ουίγκ (René Huyghe), συγ­γρα­φέα του βι­βλί­ου Διά­λο­γος με το Ορα­τό (Dialogue avec le Visible, 1955) και απο­κρυ­σταλ­λώ­νει από νω­ρίς κά­ποιες και­νο­τό­μες για την Ελ­λά­δα ιδέ­ες για την δι­δα­κτι­κή της «οπτι­κής αντί­λη­ψης», ως βά­ση για την ανά­γνω­ση και κα­τα­νό­η­ση του ει­κα­στι­κού έρ­γου.

Και­νο­τό­μα για την επο­χή της ήταν όσα επε­δί­ω­ξε και στην δι­δα­σκα­λία της ιστο­ρία της τέ­χνης, όπου όπως έχει ση­μειώ­σει ο Αντώ­νης Κω­τί­δης «εστί­α­σε την προ­σο­χή πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στις τρο­πές του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού δια­χρο­νι­κά και τις προ­βο­λές τους στην τέ­χνη των διά­φο­ρων επο­χών και των κοι­νω­νιών τους, κι ακό­μα στην αι­σθη­τι­κή ανά­λυ­ση, από όσο στα ονό­μα­τα και τις ημε­ρο­μη­νί­ες. Αυ­τή την αντί­λη­ψη την κρά­τη­σε και στα βι­βλία της κα­λύ­πτο­ντας έτσι ένα έλ­λειμ­μα στην ιστο­ριο­γρα­φία της τέ­χνης που στην Ελ­λά­δα, όπως και στο εξω­τε­ρι­κό, εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­γρα­φι­κή από όσο κρι­τι­κή».

Βέ­βαια, όλη της η συμ­βο­λή στον λό­γο πε­ρί τέ­χνης ήταν παι­δευ­τι­κή. Όπως ήδη ανα­φέ­ρα­με, στo Καλ­λι­τε­χνι­κό Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο «Ώρα» του Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν, που απο­τέ­λε­σε ένα ανε­πα­νά­λη­πτο «φυ­τώ­ριο» νέ­ων καλ­λι­τε­χνών, πα­ρου­σί­α­σε το 1970 τα 12 μα­θή­μα­τα για τη σύγ­χρο­νη τέ­χνη, και εκεί εξέ­δω­σε το 1975 την ‘Έν­νοια των Μορ­φών

που πα­ρου­σιά­ζει μια μέ­θο­δο ανά­γνω­σης της ει­κό­νας. Συ­νο­λι­κό­τε­ρα η συ­νερ­γα­σία της και με τις άλ­λες δύο ιστο­ρι­κές γκα­λε­ρί της Αθή­νας, τον «Ζυ­γό» του Φραν­τζή Φραν­τζι­σκά­κη και τις «Νέ­ες Μορ­φές» της Τζού­λιας Δη­μα­κο­πού­λου λει­τούρ­γη­σε μέ­σα σ’ ένα πε­δίο δια­παι­δα­γω­γη­τι­κό ως προς την πρό­σλη­ψη της μο­ντέρ­νας τέ­χνης στην Ελ­λά­δα. Τη σκέ­ψη της για τη δύ­σκο­λη σχέ­ση ανά­με­σα στο ευ­ρύ κοι­νό και την μο­ντέρ­να τέ­χνη, η Βα­κα­λό συ­νό­ψι­σε σε ένα κεί­με­νο στο πρώ­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού Κρι­τι­κή του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, το 1959, το οποίο μέ­σα σε ένα κλί­μα όπου όχι μό­νο το ευ­ρύ κοι­νό και οι συ­ντη­ρη­τι­κοί πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, αλ­λά και με­γά­λο μέ­ρος της λε­γό­με­νης «προ­ο­δευ­τι­κής δια­νό­η­σης» έβλε­πε με κα­χυ­πο­ψία τις νέ­ες τά­σεις της τέ­χνης, κα­τα­λή­γει σ’ ένα συ­μπέ­ρα­σμα που εί­ναι ακό­μη πιο επί­και­ρο εξή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα:

Συμβαίνει τούτο το παράδοξο σήμερα: κατ’ εξοχήν λόγια σκέψη, σκέψη που αρνιέται κάθε ζωντανή μετακίνηση από τους τύπους, να είναι η σκέψη του πλήθους.

Θα χρεια­ζό­ταν ίσως πο­λύς χώ­ρος για την πα­ρου­σί­α­ση του συ­νο­λι­κού έρ­γου της Ελέ­νης Βα­κα­λό σε όλους τους το­μείς στους οποί­ους δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε. Βέ­βαια το έρ­γο αυ­τό, πρω­τί­στως το ποι­η­τι­κό, έχει βρει άξιους με­λε­τη­τές, αλ­λά και με­τα­φρα­στές σε ξέ­νες γλώσ­σες. Αν θέ­λα­με να συ­μπυ­κνώ­σου­με την πα­ρου­σία της στην πνευ­μα­τι­κή ζωή της χώ­ρας μας, θα λέ­γα­με ότι και στους τρεις το­μείς της δρα­στη­ριό­τη­τάς της, στην τρι­πλή προ­σφο­ρά της, η Ελέ­νη Βα­κα­λό έτυ­χε «επί­ση­μης» ανα­γνώ­ρι­σης: Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης 1991, Βρα­βείο Δο­κι­μί­ου της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών 1997, επί­τι­μη δι­δά­κτωρ του ΑΠΘ 1998 και του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Derby 1999. Όμως, όπως φαί­νε­ται και από τις χρο­νο­λο­γί­ες, η ανα­γνώ­ρι­ση ήρ­θε αρ­γά. Για το βρα­βείο ποί­η­σης την θυ­μά­μαι να λέ­ει, μι­σο­α­στεία μι­σο­σο­βα­ρά : «τώ­ρα πια δεν με φο­βού­νται».

Γι­’αυ­τό θα τολ­μού­σα να πω ότι η πο­λυ­σύν­θε­τη δια­δρο­μή της εμπε­ριέ­χει και ένα δι­δα­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, κα­θώς η Ελέ­νη Βα­κα­λό λει­τούρ­γη­σε διτ­τά: Η δύ­να­μη του έρ­γου της έκα­νε αι­σθη­τή την συ­νει­σφο­ρά της στο κέ­ντρο των εξε­λί­ξε­ων, αλ­λά η ίδια έστε­κε στις πα­ρυ­φές. Χω­ρίς να απέ­χει από το «σύ­στη­μα» δεν εντά­χθη­κε ωστό­σο στους θε­σμούς.

Ήταν όντως μια ξε­χω­ρι­στή πε­ρί­πτω­ση, που το έρ­γο της έχει ακό­μα πολ­λά να μας πει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: