Μια πρώτη επαφή με την ποίηση της Βακαλό αρκεί για να διαπιστώσει κανείς το πόσο συχνά αυτή διασταυρώνεται με τον κόσμο των παιδιών και των εφήβων. Σε τί συνίσταται όμως ο κόσμος αυτός γενικά και ποια χαρακτηριστικά του αξιοποιούνται από την ποιήτρια, ειδικότερα; Με άλλα λόγια —και παραφράζοντας τον παράξενο καταληκτικό στίχο, «Η επικράτεια δόθηκε στο παιδί με το μεγάλο κεφάλι», του ποιήματος «Η λύση», με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας (1990)—[1], πώς συγκροτείται, πώς οριοθετείται και, εν τέλει, πώς νοηματοδοτείται η επικράτεια του παιδιού ως ιδιαίτερος, δυναμικός και φορτισμένος τόπος στο ποιητικό σύμπαν της Βακαλό; Αν λάβουμε υπ’ όψη δε την ετυμολογική συνάφεια της λέξης «επικράτεια» με το ρήμα «επικρατώ», αν διαστείλουμε το κυριολεκτικό, γεωγραφικό νόημά της και, κατόπιν, τη συσχετίσουμε με τον τίτλο του ποιήματος στο οποίο απαντάται και με την τοποθέτηση της στο τέλος τόσο του ποιήματος όσο και της συλλογής, καταλήγουμε σε ένα τελευταίο, αλλά πάντως κρίσιμο, ερώτημα: γιατί η επικράτηση του παιδιού προτείνεται τελικά ως πιθανή «λύση»;
Η παιδική και η εφηβική ηλικία, μπορούν να θεωρηθούν αλληλένδετες με την ενήλικη ζωή, στον βαθμό που την προετοιμάζουν, τη διαμορφώνουν και, κάποτε, την καθορίζουν˙ εντούτοις, από μια άλλη οπτική, η ουσία των παιδικών χρόνων και της εφηβείας ερείδεται ακριβώς στο ότι αποτελούν πεδία αυτόνομα, περίκλειστα, αποκομμένα από τον κόσμο των ενηλίκων, ενώ η σταδιακή επίτευξη επικοινωνίας μεταξύ των κόσμων αυτών φανερώνει ότι η ενηλικίωση και η απώλεια της παιδικότητας έχουν πια πάρει τον αναπόδραστο δρόμο τους. Αψευδείς μάρτυρες του ερμητικού χαρακτήρα του παιδικού/εφηβικού σύμπαντος, οι αισθήσεις και η γλώσσα, που σε αυτή την πρώιμη φάση φέρουν ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, συμβάλλουν στην εξοικείωση των νεαρών ατόμων με τον κόσμο που τα περιβάλλει, εξασφαλίζοντάς τους έναν τρόπο αντίληψης και υποδοχής των ποικίλων ερεθισμάτων μοναδικό και ενδεικτικό της ηλικίας τους.
Έτσι, τα παιδιά, κατά την επαφή τους με τον κόσμο και τις διάφορες πρωτόγνωρες —ακόμα— εμπειρίες, γοητεύονται από τα σχήματα, τα χρώματα, την κίνηση, τους ήχους, και ενεργοποιούν το σύνολο των αισθήσεών τους, την αφή, τη γεύση, την όσφρηση, την ακοή, την όραση, οι οποίες, λόγω της θεμελιώδους λειτουργίας που επιτελούν σε αυτή την πρώιμη κατάσταση ανοικείωσης, βρίσκονται σε εγρήγορση και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και ευερέθιστες. Αργότερα, όταν επέλθει η σχετική γνωριμία και η εξοικείωση με τον κόσμο, η κινητοποίηση των αισθήσεων μετριάζεται υπό την επίδραση της συνήθειας και της τάσης για εξορθολογισμό.
Η γλώσσα πάλι, ενώ άλλοτε διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων και δημιουργεί προϋποθέσεις σύγκλισής τους, πολύ συχνά απομακρύνει τους μεν από τους δε, συμβάλλοντας στην περαιτέρω περιχαράκωσή τους εντός των πεδίων που οριοθετούνται από τη διαφορετική ηλικία και προκαλώντας καταστάσεις αμοιβαίας ασυνεννοησίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ασυνεννοησίας αυτής είναι η αδυναμία των παιδιών να κατανοήσουν λέξεις που χρησιμοποιούν οι ενήλικες, οι συζητήσεις μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, κατά τις οποίες το παιδί φαινομενικά μόνο ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις ή τις προτροπές που δέχεται, ενώ στην πραγματικότητα, απλώς αναπτύσσει έναν ανερμάτιστο μονόλογο, η ατελής και συχνά ακατάληπτη ομιλία των μικρών παιδιών,[2] καθώς και οι νεολογισμοί, η αργκό —το ιδιόλεκτο εν γένει— των εφήβων, το οποίο πολλές φορές είναι ακατανόητο για τους μεγαλύτερους ή ακόμα και κατακριτέο. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι το λατινικό επίθετο «infans-ntis», εκτός από τον «νήπιο», δηλώνει και τον «άλαλο», τον «άφωνο», τον «άγλωσσο», τον «άπειρο του λέγειν».[3] Από αυτές τις προκαταρτικές παρατηρήσεις, γίνεται φανερό ότι η πρόσληψη της παιδικής κατάστασης από τους ενηλίκους είναι οπωσδήποτε αμφίθυμη και κυμαίνεται από την υποτίμηση ή τη συγκατάβαση ώς την απόλυτη εξύψωση και εξιδανίκευση. Το μείζον αυτό θέμα απασχόλησε τη δυτική φιλοσοφική σκέψη και λογοτεχνία ήδη από την αρχαιότητα˙ εδώ, θα αρκεστούμε σε μια αδρή έκθεση των κυριότερων σχετικών θεωρήσεων. Έτσι, στο φιλοσοφικό σύστημα του Αριστοτέλη, το παιδί θεωρείται άνθρωπος ατελής, που μόνο μέσα από την κατάλληλη παιδεία μπορεί να εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο και χρηστό πολίτη. Αργότερα, στην αυγουστίνεια (αλλά και γενικότερα στη χριστιανική) θεολογία, το παιδί εμφανίζεται στιγματισμένο από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η γέννησή του, θεμελιακή αμαρτία, θεωρείται ότι σηματοδοτεί την έλευσή του στον μεταπτωτικό κόσμο της φθοράς και ότι ανατροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο ζωής - θανάτου. Στον αντίποδα αυτής της χριστιανικής ερμηνείας, από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και έως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου, ο Rousseau και, υπό την επίδρασή του, οι Άγγλοι ρομαντικοί Blake, Wordsworth και Coleridge απορρίπτουν το σχήμα του εγγενούς προπατορικού αμαρτήματος και τάσσονται υπέρ της έμφυτης αθωότητας του παιδιού. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ανακάλυψη ενός ιδιαίτερου υπαρκτικού νοήματος στην παιδική ηλικία εντασσόταν στην ευρύτερη επιδίωξη των διανοητών αυτών για αποκατάσταση της σχέσης του σύγχρονου, αλλοτριωμένου —κατά τη γνώμη τους— ανθρώπου με τον αρχέγονο, φυσικό εαυτό του˙ προέκυψε δε ως αντίδραση στον υλιστικό, τεχνολογικό και ωφελιμιστικό προσανατολισμό της εποχής του Διαφωτισμού αλλά και της εποχής τους, εξαιτίας του οποίου, το άτομο αποκοπτόταν βίαια από την, ορμέμφυτή του, συναισθηματική και αισθητηριακή προσέγγιση του κόσμου και ωθούνταν προς μια λογική θεώρηση των πάντων, έξωθεν επιβεβλημένη. Έτσι, ο Rousseau αναγνώριζε στο παιδί αυθύπαρκτη αξία, καθώς γεννιόταν προικισμένο με τη φυσική αθωότητα και τη φυσική χάρη, γνωρίσματα που προοδευτικά εκφυλίζονταν λόγω της παρέμβασης των ενηλίκων και των θεσμών τους (της οικογένειας, της αυστηρής εκπαίδευσης, της τιμωρητικής θρησκείας κτλ.).
Η οπτική αυτή επιβίωσε και στους Άγγλους ρομαντικούς, οι οποίοι, μάλιστα, έσπευσαν να διαμορφώσουν μια σχέση ενότητας και ταύτισης με το παιδί, στη βάση κοινών αισθημάτων φόβου, ανασφάλειας και σύγχυσης εν μέσω ενός κόσμου άξενου, ανοίκειου και ακατανόητου. Στη συλλογή του Blake Songs of Innocence (1789), που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα (1794) επαυξημένη ως Songs of Innocence and of Experience, αποτυπώνεται η πίστη του ποιητή στην παιδική αθωότητα και η πριμοδότηση του υποκειμενισμού ως μεθόδου αντίληψης της ζωής (εν αντιθέσει προς την αντικειμενικότητα της λογικής και της επιστήμης), έτσι όπως αυτός εξασφαλίζεται μέσα από αμιγώς εσωτερικές διεργασίες, όπως η φαντασία, η ενόραση, το συναίσθημα. Οι διεργασίες αυτές, ως κατεξοχήν φυσικές τάσεις, είναι ακμαίες στο παιδί και συνιστούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, ωστόσο, τείνουν να αμβλύνονται κατά την ενηλικίωση και τη συνακόλουθη έκθεση στην εμπειρία της οργανωμένης κοινωνίας. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί και που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την παρούσα εργασία είναι ότι για τον Blake, η εμπειρία, η ωρίμανση και η καταλλαγή των αντιτιθέμενων δυνάμεων (του αυθορμητισμού και του εξαναγκασμού, βλ. και τον υπότιτλο της συλλογής του 1794, Shewing the Two Contrary States of the Human Soul) μπορούν, τελικά, να λειτουργήσουν ως εφαλτήρια για μια ανανεωμένη προσέγγιση της παιδικότητας και μια αναγέννηση του εαυτού.
Ο Wordsworth απέρριψε την εγγενή παιδική αθωότητα ως έννοια που δεν υφίσταται καν, εντόπισε, εντούτοις, μια ιδιότυπη φυσική σοφία στο παιδί, η οποία στηρίζεται στη φαντασία, τις αισθήσεις και τον αυθορμητισμό του και η οποία είναι κρίσιμη για την κατοπινή επίτευξη της αυτογνωσίας και της προσωπικής ολοκλήρωσης. Η θέση του αυτή αντανακλάται στον περίφημο στίχο «The child is father of the man» από το ποίημα της ωριμότητάς του, «Ode: Intimations of Immortality From Recollections of Early Childhood» (δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1807 σε συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του). Ως κεντρικές στον ποιητικό και θεωρητικό λόγο του Wordsworth αναδεικνύονται, τελικά, οι έννοιες της εξέλιξης και της αύξησης, οι οποίες αφενός αποδυναμώνουν τα έμφυτα παιδικά χαρακτηριστικά, αφετέρου τα μεταβάλλουν ποιοτικά, έτσι ώστε να τα καταστήσουν οργανικά μέρη του ώριμου στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος. Για τον Coleridge πάλι, η Φαντασία και η Λογική, βασικές προϋποθέσεις για την πολυπόθητη συνεκτική ερμηνεία του εαυτού και της ζωής, βρίσκονται έμφυτες στον άνθρωπο, ανθίζουν κατά την παιδική ηλικία, αλλά πλήττονται βάναυσα μέσα από την ακατάλληλη εκπαίδευση που αποσκοπεί στην επισώρευση γνώσεων και στη μηχανιστική κατανόηση του κόσμου. Μέσα από την εκπαίδευση αυτού του τύπου —που για τον Coleridge προωθούνταν από τα παιδαγωγικά συστήματα του 18ου αιώνα—, νεκρώνονταν τα φυσικά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά της διαίσθησης, της φαντασίας, των αισθήσεων και προκαλούνταν αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον παιδικό και τον ενήλικο εαυτό. Ζητούμενο, λοιπόν, ήταν, κατά τον ποιητή, η διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα μεριμνούσε για την ομαλή και ωφέλιμη ενηλικίωση˙ δηλαδή, για την επιδέξια ανάσυρση και εξαγωγή (βλ. και το ρήμα «e - duco» > «educatio») των πηγαίων ροπών του παιδιού και τη μετάπλασή τους στις ζωτικές πνευματικές δυνάμεις του ενηλίκου.[4]
Στη λογοτεχνία των μέσων και του τέλους του 19ου αιώνα, η ιδέα της εγγενούς παιδικής αθωότητας στράφηκε προς μια νέα, απαισιόδοξη κατεύθυνση: πρόκειται πια για μια ιδιότητα που, σε αντίθεση με ό,τι είδαμε να πρεσβεύουν οι ρομαντικοί, είναι πεπερασμένη και ανεπανάληπτη και, ως τέτοια, δεν μπορεί να συνδιαμορφώσει μαζί με την εμπειρία το ώριμο, στοχαστικό και δημιουργικό πνεύμα. Για τους συγγραφείς των χρόνων αυτών, η παιδική αθωότητα είναι καταδικασμένη να χαθεί μαζί με την παιδική ηλικία˙ ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί είναι ο πρόωρος θάνατος, έτσι ώστε το παιδί να μείνει για πάντα παιδί («puer aeturnus»).[5] Τέλος, στον 20ό αιώνα, μοντερνιστές συγγραφείς, όπως ο Lawrence και η Woolf, πλησίασαν προς τη ρομαντική αντίληψη περί παιδικής ηλικίας, στον βαθμό που ανίχνευσαν στο παιδί οξυμένη αντίληψη και φαντασία, αισθητηριακή εγρήγορση και δημιουργικές δυνατότητες. Ιδιαίτερα γόνιμη για τη στάση τους στο θέμα αυτό στάθηκε η επίδραση που δέχτηκαν από τις σχετικές έρευνες του Freud, ο οποίος, αποσυνδέοντας το παιδί από τις φορτισμένες συνδηλώσεις του ως εκ γενετής φορέα του προπατορικού αμαρτήματος ή της αθωότητας, αναγνώρισε τη βαρύνουσα σημασία της μελέτης του παιδικού τρόπου σκέψης για τη βαθύτερη κατανόηση του υποσυνειδήτου του ενήλικα.[6]
Σε ό,τι αφορά τη Βακαλό, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τρεις κυρίως τρόπους με τους οποίους η παιδική/εφηβική ηλικία εμφανίζεται στα ποιήματά της: πρώτον, μέσα από στίχους που ξεπροβάλλουν αναπάντεχα σε κάποια ποιήματα και παραπέμπουν σε ρυθμικά παιδικά τραγούδια (π.χ. «Ο αδελφός μου ο κοντούλης/Με το κόκκινο βρακί/Εδώ πηγαίνει εκεί πατεί/Μάτια μύτη στόμα έχει/Κάνε κι ένα στρογγυλό/Γύρω γύρω βάλ’ το αυτό/Πάτησέ το και πετώ/Κι αν σε πιάσω, έχασες»)˙[7] δεύτερον, μέσα από αναφορές σε μοτίβα και τόπους του παιδικού παραμυθιού (π.χ. λύκος - αρνί, μάγισσες σε σκούπες)[8] ή μέσα από τη χρήση στερεότυπων φράσεων του παραμυθιού, οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση ότι το ίδιο το ποίημα εγκιβωτίζει κάποιο παραμύθι (π.χ. «Στο χωριό της η γιαγιά, μια φορά,/πείνα που είχε πέσει/—παραμύθι για τους λύκους/Πάλι αρχινά—»,[9] «Θα σας πω πώς έγινε/Έτσι είναι η σειρά/[…]/Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας»,[10] βλ. και τον τίτλο του ποιήματος «Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια»)˙[11] τρίτον, μέσα από τον συμφυρμό των χρονικών επιπέδων με αφετηρία και επίκεντρο τις οικογενειακές αναμνήσεις (βλ. ιδίως τη συλλογή με τον εύγλωττο τίτλο Γενεαλογία, όπου και επαναλαμβανόμενες αναφορές στο πατρικό σπίτι και στα μέλη της οικογένειας — μητέρα, πατέρας, αδελφός, γιαγιά, παππούς).
Ιδίως στις συλλογές Γενεαλογία και Του κόσμου, η παιδική ηλικία και η εφηβεία φαίνεται να αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς του ποιητικού υποκειμένου, ενώ συνυπάρχουν και οι τρεις παραπάνω τρόποι σήμανσής τους, γεγονός που καθιστά τα έργα αυτά κομβικά για τον προβληματισμό μας.[12] Επανερχόμενα θέματα στα ποιήματα των συγκεκριμένων συλλογών είναι η μνήμη, το βίωμα, το τραύμα (σωματικό και ψυχικό), η σύγκριση παρελθόντος - παρόντος, η επίγνωση που κερδίζεται με την εμπειρία και τη μετατόπιση της προοπτικής, θέματα, δηλαδή, που περιστρέφονται γύρω από την έννοια του χρόνου και προϋποθέτουν τη στοχαστική και αναστοχαστική κίνηση του ατόμου μέσα σε αυτόν. Για την ανάδειξη των θεμάτων αυτών αξιοποιούνται η παιδική γλώσσα, αφελής, απλή και συχνά ατίθαση και ανακόλουθη, η παιδική εντύπωση και φαντασία που συνήθως λειτουργούν διασταλτικά, καθώς και διάφορα οικεία στιγμιότυπα από την εφηβεία. Προβαίνοντας σε μια πρώτη γενική διαπίστωση, παρατηρούμε ότι στη Γενεαλογία, το ποιητικό υποκείμενο, υιοθετώντας τα παραπάνω παιδικά/εφηβικά χαρακτηριστικά, αναμετράται με το οικογενειακό παρελθόν και με τη συνειδητοποίηση γενικότερων αληθειών για τη ζωή, ενώ στη συλλογή Του κόσμου, οι προσωπικές, ιδιωτικές αναφορές (όχι μόνο της προηγούμενης συλλογής, αλλά και άλλων, προγενέστερων, όπως π.χ. του Δάσους, 1954) τοποθετούνται σε μια περισσότερο διευρυμένη, περισσότερο κοινωνική προοπτική ή επανέρχονται αναθεωρημένες, διηθημένες από την παρέλευση του χρόνου και τη συνακόλουθη πύκνωση της εμπειρίας. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε. Ειδικά στη Γενεαλογία, ξεχωριστή θέση φαίνεται να κατέχουν οι γενάρχες της οικογένειας, η γιαγιά και ο παππούς, η μητέρα και ο πατέρας. Τα πρόσωπα αυτά παρουσιάζονται διαμεσολαβημένα από τις παιδικές αναμνήσεις, την παιδική φαντασία, την εντύπωση και το στίγμα που άφησαν στο ποιητικό υποκείμενο μέσα από τις πράξεις και τις διηγήσεις τους. Συνήθως, περιγράφονται με όρους φυσικούς, απολύτως ενταγμένοι στη φύση, καταλήγοντας ξενιστές και προστάτες όχι μόνο του ποιητικού υποκειμένου και των υπόλοιπων παιδιών της οικογένειας, αλλά και άλλων ειδών, πουλιών, φυτών, λουλουδιών. Χαρακτηριστικοί από αυτή την άποψη είναι οι παρακάτω στίχοι, οι οποίοι αξίζει να προσεχτούν, μεταξύ άλλων, και για το παιδικό αφελές ύφος τους, καθώς και για τη ρυθμικότητά τους που θυμίζει παιδικό τραγούδι ή ποίημα: «Φορούσα ένα καπέλο/Στο γύρο του λουλούδια/Και πάνω στην κορφή του ένα πουλί/Απ’ το πουλί κρεμόντανε άλλο κλαδί/Και στο κλαδί λουλούδια/Στην άκρη του φωλιά/Καθόταν στο λαιμό μου/Κι είχε πουλιά και κει»˙[13] «Ο παππούς κοιμόντανε μ’ ανοιχτό το στόμα/Κι η τραγουδίστρια ένα πουλί/Στου παππού το στόμα/Που ήταν σαν πηγάδι/Όλο ένα σκοτάδι/Είχε κι ένα ράμφος/Κίτρινο μεγάλο/Πόσο θα μακραίνει/Όσο να πεθάνει;/Να ήταν κουκουβάγια;˙[14] «Η μητέρα μου το δέντρο στ’ απλωτά της τα κλαδιά είχε κι/έκρυβε πουλιά», «Ο πατέρας-ποταμός».[15] Σε αυτή την ταύτιση των γεννητόρων με το φυσικό περιβάλλον υπόκειται το επανερχόμενο, στην ποίηση της Βακαλό, ζητούμενο της αποκατάστασης της ενότητας του ανθρώπου με τη φύση, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, ενότητας που διερράγη υπό το βάρος του πολιτισμού, του ορθολογισμού, της έννοιας της προόδου και των κοινωνικών συμβάσεων.
Ακόμα, στις δύο αυτές συλλογές, μέσα από το πρίσμα της παιδικότητας, το ποιητικό υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με τη συνειδητοποίηση της σκληρότητας της ζωής και της βαναυσότητας που συχνά διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι, σε ποιήματα όπως «Το δικαστήριο των λύκων» και το «Με λογάκια παιδικά ποιήματα Μαρξιστικά»,[16] οι τρόποι του παραμυθιού και του ρυθμικού, παιγνιώδους τραγουδιού αντίστοιχα εκφράζουν τις πιο άβολες διαπιστώσεις για την κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων: