Η Ελένη Βακαλό, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, παραμένει ως και σήμερα αδίκως αποσιωπημένη. Αν και μέλος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, η ποιήτρια διαφοροποιήθηκε ριζικά από τους συγχρόνους της και αρνούμενη να ασκηθεί σε μία ποίηση πολιτικών και κοινωνικών κατευθύνσεων, καλλιέργησε έναν ποιητικό λόγο που ήταν και παραμένει ρηξικέλευθος. Προσεγγίζοντας από μία χρονική απόσταση το έργο της διαπιστώνουμε ότι το βασικό γνώρισμα της ιδιάζουσας αυτής ποιητικής γραφής είναι η επικινδυνότητά της. Η δημιουργός αποφασίζοντας να κάνει πράξη τον στίχο «Ο τρόπος μας να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές», αρνήθηκε τη νοηματική ευκολία και επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου η γλώσσα εξακτινώνεται, ώστε να επιτρέψει την ύπαρξη πολλαπλών αναγνώσεων της ίδιας ποιητικής δράσης, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος τέτοιες συνθέσεις να μην γίνουν αποδεκτές αλλά ούτε και κατανοητές από το ευρύ αναγνωστικό και κριτικό κοινό.[1] Και πράγματι, οι στίχοι της κατηγορήθηκαν για νοηματική ασάφεια και σκοτεινότητα, ενώ μέχρι και σήμερα το έργο της χαρακτηρίζεται συχνά ως δύσκολο, απαιτητικό και γεμάτο συνθέσεις που αντιστέκονται στην ερμηνεία. Η απουσία συγκροτημένου κριτικού λόγου για την ποίησή της επιβεβαιώνει αυτούς τους άδικους και βεβιασμένους χαρακτηρισμούς, ενώ είναι δηλωτική της αμηχανίας ή και της ανικανότητας της ίδιας της κριτικής για επιστημολογική αναδίπλωση, ώστε να προσεγγίσει ερμηνευτικά τον οριακό λόγο της Βακαλό, έναν λόγο που «αιφνιδιάζει κανόνες ποιητικότητας και ποιητικής»,[2] και ακριβώς επειδή ανασυνθέτει ρεύματα σκέψης και λογοτεχνικής παράδοσης, τίθεται εκτός των κλασικών κατατάξεων.[3]
Η περίπτωση της Βακαλό ξεχωρίζει στα ελληνικά γράμματα και για ένα ακόμη χαρακτηριστικό της: κατόρθωσε να επαναπροσδιορίσει όχι μόνο τον ποιητικό λόγο αλλά και τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας ποιήτριας στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Τοποθετώντας η ίδια μία τομή στην ποιητική της δημιουργία και αποκηρύσσοντας με περίσσιο θάρρος τις πρώτες της συλλογές, αντιδρά όχι σιωπηλά, αλλά εκκωφαντικά σε έμφυλες διακρίσεις και αρνείται να ασκηθεί σε μία «ποίηση γυναικεία, να μιλήση με γλώσσα γυναικεία, να δείξη πως αυτό που νοιώθει το νοιώθει σα γυναίκα […]».[4] Επιλέγει συνειδητά να μην προσδιορίζεται από όσα γνωρίσματα ακολουθούν τη «γυναικεία έκφραση», στάση που σηματοδοτείται από την αποστροφή της για τον λυρισμό, ο οποίος θεωρεί πως «έγινε ξαφνικά συνώνυμο [...] της συναισθηματολογίας».[5] Για τον λόγο αυτό τοποθετεί τους στίχους της πριν από τον λυρισμό, επανακαθορίζει τη φόρμα, αποδομεί τους συντακτικούς κανόνες, την ίδια στιγμή που οι λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες και έχοντας το δικό τους βάρος και τη δική τους λειτουργία μετέχουν αποφασιστικά σε μία συνεχή διαδικασία (αυτο)αναίρεσης και επανακαθορισμού, ώστε να επιτευχθεί η ποιητική κατασκευή ενός κόσμου που βρίσκεται σε «υποτιθέμενη ανταπόκριση με έναν κόσμο πραγμάτων»·[6] να ανακαλυφθεί και να αποδοθεί τελικά «το άλλο του πράγματος».
Ωστόσο, σε μία ποίηση που δεν «αισθηματολογεί»,[7] τα συναισθήματα είναι συνεχώς παρόντα. Ανάμεσα τους ο έρωτας. Αποφεύγοντας τις συναισθηματικές εξάρσεις, διακατεχόμενη πάντα από ένα αυστηρό εσωτερικό μέτρο, μετουσιώνει κάθε τόσο το ερωτικό συναίσθημα σε κάτι διαφορετικό, συνδέοντάς το με ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες ψυχικές διεργασίες. Στόχος του άρθρου είναι η περιπλάνησή μας στις συνθέσεις της δημιουργού και η προσπάθεια να αντιληφθούμε τη θέση και τις μεταμορφώσεις του «θαυμάσιου όσο και μιαρού» έρωτα σε ένα ποιητικό τοπίο που συνεχώς αποδομεί και αναδομεί έννοιες, αισθήσεις και αισθήματα. Σεβόμενοι την επιθυμία της Βακαλό να αποκηρύξει τις πρώτες ποιητικές συλλογές της, το άρθρο θα εστιάσει μόνο σε όσα ποιήματα απαρτίζουν τη συγκεντρωτική έκδοση του 1995, Το άλλο του πράγματος. Ποίηση 1954-1994.[8]
Το άλλο του έρωτα
Εξετάζοντας το σύνολο της ποιητικής γραφής της Βακαλό παρατηρούμε μία ριζική μετατόπιση στον τρόπο νοηματοδότησης του έρωτα μεταξύ των τριών πρώτων ποιητικών της συλλογών και της μετέπειτα παραγωγής της, όπου ο έρωτας σταματά να περιστρέφεται και να υπηρετεί τη θηλυκή φύση και τη μητρότητα και συμβάλλει στη διεύρυνση των νοητικών και γνωσιακών οριζόντων των υποκειμένων, ενώ διευκολύνει και την εισχώρησή τους σε βαθύτερα επίπεδα του συνειδητού και του ασυνείδητου κόσμου. Παράλληλα, προσφέρει στο άτομο την ώθηση να υπερνικήσει προσωπικά συναισθηματικά εμπόδια και ανασφάλειες, ενώ η απουσία του μετατρέπει το σώμα σε ένα άμορφο «σχήμα που αρχίζει πια κούφιο να μένει» (Του κόσμου, σ. 169). Ακόμη, το ερωτικό συναίσθημα δεν περιγράφεται με τρόπο εξιδανικευτικό ή μονοδιάστατο, αλλά σε σύμφυση με άλλες ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις. Συχνά αντιπαραβάλλεται ή άλλοτε πάλι συμπλέκεται με αντικρουόμενα ή σύντονα συναισθήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανατρεπτικού, αλλά βαθιά ανθρώπινου και ρεαλιστικού μίγματος συναισθημάτων που απαντάται στους στίχους της Βακαλό αποτελεί η συχνή επιστροφή του ποιητικού της λόγου σε δύο πρωτογενή αισθήματα, τον έρωτα και τον φόβο, με τη σύζευξή τους να συνιστά έναν εύσχημο και γόνιμο τρόπο διείσδυσης σε θεμελιακές και «επικίνδυνες» αλήθειες για τη ζωή και τον άνθρωπο.[9] Άλλωστε, ο φόβος έχει εξέχουσα θέση στην ποιητική της εργογραφία, μιας και η δημιουργός επιδίδεται σε μία επίπονη προσπάθεια να επαναφέρει στη συλλογική μνήμη την αξία του φόβου για την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία, καθώς ανήσυχη παρατηρεί ότι ο πολιτισμένος άνθρωπος έχοντας χάσει το ένστικτο του φόβου, το βασικό εκείνο ένστικτο που θα τον κατηύθυνε στη γνωριμία της γεμάτης κινδύνους ζωής, μοιάζει πια περισσότερο ευάλωτος κι ανυπεράσπιστος από τα ζώα.[10]
Οι πολλαπλές σημάνσεις του έρωτα και τα αντιφατικά συναισθήματα που δημιουργεί η γέννησή του στο υποκείμενο αποτυπώνονται ανάγλυφα μέσα από το ερωτικό κυνήγι κατάκτησης που φιλοξενείται σε σύνθεση της συλλογής Το δάσος (σ. 22). Οι στιγμές λίγο πριν την επικείμενη υποταγή βρίσκουν το ποιητικό υποκείμενο σε έντονη συναισθηματική φόρτιση και κυριευμένο από τρόμο και αγωνία για όσα θα ακολουθήσουν («Και το αίμα συμμετρικά αρχίζει να υψώνεται| Αντίηχος των γεγονότων που θά ’ρθουν»). Ωστόσο, όσο κι αν «πριν απ’ τη σύγκρουση» σε μία βεβιασμένη και απέλπιδα προσπάθεια «Με βήματα μικρά τραβιέ[τ]αι» επιχειρώντας έτσι να ξεφύγει, παράλληλα βιώνει και απολαμβάνει τη γλυκιά αρμονία «του φόβου αυτής της στιγμής». Και η αμφιθυμία που προκαλεί ο έρωτας συνεχίζεται, όταν στους τελευταίους στίχους ο φόβος θα διασταυρωθεί με την έλξη και τη ζωώδη ερωτική επιθυμία, με τις δύο τελευταίες συναισθηματικές καταστάσεις να επικρατούν κάθε αρνητικού και ανασταλτικού συναισθήματος («Με φώναζε με φωνή αγριμιού μες στη νύχτα| Με ζητούσε| Ωχ έλα, έλα»). Ακόμη, ο τελευταίος στίχος («Ωχ έλα, έλα») θα μπορούσε να αναγνωστεί και ως η απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στον θηρευτή, που έχοντας καταφέρει να διαχειριστεί τους φόβους και τις αναστολές του είναι έτοιμο να ενδώσει στην ερωτική επιθυμία. Η περιγραφόμενη μάχη της σύνθεσης δεν είναι παρά μία διπλή μάχη επικράτησης: του ενός συντρόφου απέναντι στον άλλο και ταυτόχρονα του έρωτα και της επιθυμίας έναντι του φόβου και της ανασφάλειας που προκαλεί η σωματική και συναισθηματική παράδοση.
Ακόμη, ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τις πολλαπλές, τις αμφιθυμικές και αμφίσημες ερωτικές αναπαραστάσεις στην ποίηση της Βακαλό αντλούμε και από την επόμενη σύνθεση της συλλογής Περιγραφή του σώματος (σ. 65).