Ήταν όμορφα γερασμένο το σπίτι της Ελένης Βακαλό – της Δέσποινας Αγγελίνας (έτσι θέλω να την αποκαλέσω), εκεί, στην Πλατεία Παπαδιαμάντη. Έτσι γερνούν τα σπίτια που στεγάζουν έντονη, γεμάτη καταχρήσεις, εσωτερική ζωή, σκέφτηκα εκείνο το αποθησαυρισμένο απόγευμα της δεκαετίας του ’70, τότε που ο Μ. Μ. με είχε φέρει να γνωρίσω την ποιήτρια.
Ήμουν πολύ συνεσταλμένη, άγαρμπα συνεσταλμένη – τη θαύμαζα. Είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω τον άνθρωπο που έκανε αυτού του είδους την ποίηση, την καθαρή σαν νεράκι: μια ποίηση γυναικεία που όμως δε φοβόταν αυτόν, τον τόσο κακά φορτισμένο όρο – ο οποίος παρέπεμπε ακόμα σε άκρατους συναισθηματισμούς και σε «δεύτερη ποιότητα».
Σήμερα, η διάκριση ανδρικής και γυναικείας ποίησης ακούγεται παράξενη, τότε όμως ήταν υπαρκτή – και πολλές φορές δικαιολογημένη. Και βέβαια, δεν μπορούσε παρά να είναι και ανασχετική για μια γυναίκα, όση δύναμη κι αν είχε μέσα της.
(Οιηματίες του λόγου, εμποδίζει τη γλώσσα μου το γένος / που ανήκω / παραδέχεται κι η ίδια η Ε.Β. πολύ αργότερα.)
Η ποιήτρια λοιπόν, είχε εμφανιστεί σε εποχή αχάριστη και για ποιητές και για γυναίκες, και πολύ περισσότερο για ποιητές-γυναίκες. Η θηλυκότητα δεν «πουλούσε» καθόλου, κι όμως εκείνη τολμούσε να είναι θηλυκή: Η ποίησή της ήταν κοριτσίστικα τρελούτσικη, ευαίσθητη, λεπτοφυής, δροσερή, αλλά και ιοβόλος.
Χαρακτηριζόταν «σουρεαλιστική». Ο σουρεαλισμός είναι μάλλον άφυλος. Μα εγώ, με την τάση μου να εικονοποιώ τα πάντα για να μπορέσω να τα συλλάβω, του έδινα ένα πρόσωπο κοριτσιού του Μοντιλιάνι, μακρουλό, με μίσχο λαιμό και μάτια στραμμένα προς τα μέσα. Ή μήπως το πρόσωπο της Ελένης Βακαλό;
Η ποιήτρια ήταν κατά τ’ άλλα μια δυναμική προσωπικότητα, μια λαμπερή παρουσία. Αλλά η ποιητική της πλευρά θα παρέμενε καιρό μισοκρυμμένη σε φυσικές και τεχνητές σκιές: τη σκιά της δικής της σεμνότητας, τη σκιά του ζωγράφου συζύγου και τη σκιά μιας επίκτητης ιδιότητάς της, πολύ σημαντικής επίσης: την της αδέκαστης, οξυδερκούς τεχνοκριτικού.
Λίγα πράγματα ήξερα τότε γι’ αυτήν, περισσότερα ένιωθα. Θυμάμαι, μου είχαν εντυπωθεί στίχοι της από Το Δάσος:
Με φώναζε φωνή αγριμιού μέσα στη νύχτα / Με ζητούσε / Ωχ έλα, έλα.
(Δεν ήμουν αμερόληπτη – κι εγώ, ως θήραμα, άκουγα το ίδιο κάλεσμα.)
Είχα νιώσει πάντως πως ολόκληρη την ποίησή της τη διέτρεχε η ποιητικότητα: ούτε ένα σημείο στεγνό δεν έβρισκες, παντού πράσινοι στίχοι γεμάτοι σπόρους, στίχοι που έδιναν την αίσθηση των πραγμάτων, την πέρα από τη φυσική τους υπόσταση, το όνομα, τις ιδιότητες και τη διατύπωσή τους.
Την ίδια την ποιήτρια την είχα φανταστεί σαν μια δύναμη αμαζόνα – ή μάλλον σαν μια καθαρόαιμη κένταυρο, να περιπλανιέται σε μυστικούς τόπους χαρμολύπης με δάση και θάλασσα και θηρία και μικρόκοσμο, ενωμένη με τα πάντα ως τη μέση, ελεύθερη, έκπληκτη και φιλοπερίεργη απ’ το κεφάλι και πάνω.
Με τέτοιες εικόνες στο μυαλό εκείνο το απόγευμα, από ντροπή, δεν είχα ανοίξει σχεδόν καθόλου το στόμα μου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνώρισα κι άλλα από τα ποιητικά της πρόσωπα, αυτά που η ίδια συχνάλλαζε για να διασκεδάσει μια πολύ μοναχική εσωτερική διαδρομή:
Εκτός από την κυνηγέτιδα–θήραμα, την κηπουρό και την παρατηρήτρια πουλιών, ψαριών και θηρίων, είδα και την ξορκίστρα στη βάσκανο μοίρα, είδα και το μεγαλύτερο κορίτσι που παίζει με τα πιο μικρά παιδιά και προσέχει τους γέροντες, είδα και την κυρά Ροδαλίνα που σε μεγάλο έρωτα έπεσε κάποτε με το στοιχειό Ισίδωρος, την κυρά Ροδαλίνα την θεατρίνα των σκοτεινών χρόνων που διώχτηκε.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθώ να την ντρέπομαι.
Θα ήθελα πολύ να της πάρω μια συνέντευξη, αλλά ξέρω πως δε θα ξέρω τι να τη ρωτήσω.
Γι’ αυτό, για να κρύψω την αδυναμία μου, αποφασίζω να καταφύγω σ’ ένα τέχνασμα: Να «παίξω» μαζί της, κατά τον δικό της παιγνιώδη και σουρεαλιστικό τρόπο να συνομιλήσω όχι μ’ εκείνη, αλλά, ερήμην της, κατευθείαν με τα οικεία και συγγενή ποιήματα της, απευθύνοντάς τους βέβαια πρωθύστερες ερωτήσεις – μια που ήδη από μόνα τους έχουν απαντήσει σ’ όλα τα περί την ποίηση.