Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Kατοχής και του Εμφυλίου, οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στράφηκαν με όλες τους τις δυνάμεις προς έναν πρωτίστως στόχο, που δεν είναι άλλος από τη διαισθητική (όπως συμβαίνει πάντοτε στην ποίηση) διερεύνηση των συλλογικών παθών. Αποθαρρημένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης, ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο, και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες ένιωσαν να βαραίνουν στους ώμους τους, πολλοί πρώτοι μεταπολεμικοί, από τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Δημήτρη Δούκαρη, τον Πάνο Θασίτη και τον Μιχάλη Κατσαρό μέχρι τον Κλείτο Κύρου, τον Θανάση Κωσταβάρα, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Γιώργη Παυλόπουλο και τον Τάκη Σινόπουλο, δεν δίστασαν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη δια βίου ακύρωση του ψυχισμού των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά σχηματίστηκαν κι άλλες, εντελώς διαφορετικές και σαφώς ατομικότερες τάσεις: από τις φωνές του υπαρξιακού, του μεταφυσικού και του ερωτικού άγχους του Σταύρου Βαβούρη, της Όλγας Βότση, του Γιώργου Γεραλή, του Μηνά Δημάκη, του Άρη Δικταίου και του Νίκου Καρούζου και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό του Τάκη Βαρβιτσιώτη ώς τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες της Μαντώς Αραβαντινού, του Νάνου Βαλαωρίτη, του Έκτορα Κακναβάτου, του Γιώργου Λίκου, του Δ. Π. Παπαδίτσα και του Μίλτου Σαχτούρη, αλλά και μέχρι την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής του Ε.Χ. Γονατά, του Νίκου Φωκά και της Ελένης Βακαλό.
Η θέση της Βακαλό στη γραμμή την οποία χαράσσουν οι μεταπολεμικοί ποιητές είναι η θέση που καταλαμβάνει και στο μικροδιάγγραμμα το οποίο προηγήθηκε: από τον μεγάλο κύκλο της συλλογικής εμπειρίας προς τον μικρότερο κύκλο της εξατομίκευσης, καθώς και προς τον εσωτερικό πυρήνα της υπαρξιακής αναζήτησης.[1] Εν συνεχεία η Βακαλό θα οδεύσει προς το ακόμα πιο εσωστρεφές τοπίο μεταϋπερρεαλιστικού[2] και του κρυπτικού, αν όχι και ακατανόητου ποιητικού λόγου[3] – ένας λόγος της σιωπής, όπως θα τον δούμε να καταλήγει στην περίπτωσή της. Πολυάριθμες οι συλλογές της μέσα στα πενήντα και πλέον χρόνια της ποιητικής της παραγωγής: Θέμα και Παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία (1948), Στη μορφή των θεωρημάτων (1951), Το δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της ηλικίας (1958), Περιγραφή του σώματος (1959), Η έννοια των τυφλών. (1962), Ο τρόπος να κινδυνεύομε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Οι παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας (1984), Γεγονότα και ιστορίες της Κυρά – Ροδαλίνας (1990), Το άλλο του πράγματος, (1995) και Επιλεγόμενα. (1997). Παρακολουθώντας το έργο της Βακαλό κατά την εξέλιξή του, η κριτική έχει επισημάνει εύστοχα βασικές θεματικές παραμέτρους και λειτουργίες, όπως η ενέργεια του σώματος και των αισθήσεων και η επιμονή στη διάπλαση της καλλιτεχνικής μορφής[4] ή η ποιητική της τυφλότητας και η υπέρβαση της δυϊστικής διάκρισης ανάμεσα σε σώμα και νόηση.[5]
Κοιτάζοντας τα χαρτιά μου, βρήκα μια κριτική την οποία έγραψα στο Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη όταν κυκλοφόρησαν τα Επιλεγόμενα, το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Βακαλό. Διατρέχοντας εκ νέου, για το αφιέρωμα του Χάρτη, τη δουλειά της, διαπιστώνω πως κριτικές παρατηρήσεις σαν τις προηγούμενες ισχύουν εν πολλοίς και για τα Επιλεγόμενα. Διόλου τυχαίο, φυσικά, όπως διόλου τυχαίος δεν είναι και ο τίτλος, αφού η εξόδια συλλογή της Βακαλό συνοψίζει, και ταυτοχρόνως αναδιατάσσει, όλα τα βασικά μοτίβα που καθόρισαν την ποίησή της, οδηγώντας την από τον μεταϋπερρεαλισμό και την κρυπτικότητα στον λόγο της σιωπής. Πώς να εκλάβει κανείς όντως τον τίτλο της; Τι σημαίνει άραγε ακριβώς εν προκειμένω επιλεγόμενα; Επιλεγόμενα σε μιαν ούτως ή άλλως λιτή και προς τα ένδον στραμμένη ποίηση, που λειτουργούν δίκην υστερογράφου; Επιλεγόμενα σε μιαν εν γένει περιπέτεια της γραφής, την οποία έζησε επί δεκαετίες, και υπό διπλή ιδιότητα (ως δημιουργός και ως κριτικός), η ποιήτρια; Ή μήπως έχουμε να κάνουμε με ειρωνικά διατυπωμένα επιλεγόμενα, ως υπόδειξη ενός είδους καινούργιας αρχής;
Η Βακαλό δεν θα μας δώσει εύκολα τα κλειδιά για την απάντηση. Ο κρυπτικός της λόγος (είτε όταν θεμελιώνεται σε έντονα σκιασμένα σύμβολα, είτε, το αντίθετο, όταν γυμνώνεται παντελώς από συμβολικές ή μεταφορικές ενδείξεις) κινείται σε λοξή γραμμή από στίχο σε στίχο, παίζει συνεχώς με τις προσδοκίες του αναγνώστη, τις οποίες σπανίως επιβεβαιώνει, και στηρίζεται πάντοτε σε ένα διαφεύγον στοιχείο - σ’ ένα εσκεμμένα εκκρεμές νόημα, που έλκει την καταγωγή του από την ποιητική της σιωπής (ας θυμηθούμε τώρα και την ποιητική της τυφλότητας):
[1] Για «εσωτερική ευρυχωρία» μιλάει η Ευτυχία Παναγιώτου, «Για την Ελένη Βακαλό (και τη Ροδαλίνα), Ποιητές στη σκιά, επιμέλεια, Γιώργος Μπλάνας, Γαβριηλίδης, 2012.
[2] Για τον μεταϋπερρεαλισμό της Βακαλό, βλ. Νόρα Αναγνωστάκη «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», Μαγικές εικόνες, Νεφέλη 1980 (το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1961).
[3] Βλ. την παρατήρηση της Άντειας Φραντζή, Έμενε ποίημα, Νεφέλη, 2005.
[4] Βλ. Μαρία Κακαβούλια, Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη, 2004.
[5] Βλ. Δέσποινα Ασιατίδου, Η ποίηση ως πράγμα. Μελέτη για την ποίηση της Ελένης Βακαλό, Γαβριηλίδης, 2006.