Επιστολή αναγνώστη

Επιστολή αναγνώστη

Ωραίο, δε λέω, το κεί­με­νο της κυ­ρί­ας Αν­θού­λας Δα­νι­ήλ στο τεύ­χος 23 για τις πε­ρι­πέ­τειες του πί­να­κα του Ντα Βίν­τσι, αλ­λά εξί­σου ελ­λι­πές με το χα­μό­γε­λο της Τζο­κό­ντας.
Και πώς να μην εί­ναι, λέω, αφού τη­ρεί αι­νιγ­μα­τι­κή σι­γή γύ­ρω από μια ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στην πα­γκό­σμια μο­να­λι­ζο­λο­γία, τη δια­τρι­βή του Ερ­βέ Λε Τε­λιέ [Hervé Le Tellier (γενν. 1957)] Joconde jusqu’à 100 ([Έκ­δο­ση εκτός λα­θρε­μπο­ρί­ου του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Σο­μα­λί­ας, Τμή­μα Ου­λι­πια­νών Σπου­δών (1998)].
Στο βι­βλίο αυ­τό, μπο­ρώ να πω, ο επί­μο­νος φι­λο­παίγ­μων πα­ρα­θέ­τει 99 (όσες και οι Ασκή­σεις ύφους του Ρε­μόν Κε­νό) από­ψεις για την Τζο­κό­ντα, όπως θα μπο­ρού­σε να έχουν δια­τυ­πω­θεί από διά­φο­ρους τυ­χάρ­πα­στους της Ιστο­ρί­ας, της λο­γο­τε­χνί­ας, της ζω­γρα­φι­κής κ.λπ. Το βι­βλίο απο­δό­θη­κε στα ελ­λη­νι­κά από κά­ποιον Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη, ο οποί­ος, στο τέ­λος, ομο­λο­γεί θρα­σύ­τα­τα ότι, αδυ­να­τώ­ντας να με­τα­φρά­σει δέ­κα από αυ­τές τις από­ψεις, τις αντι­κα­τέ­στη­σε με δι­κές του, φρο­ντί­ζο­ντας ν’ αφή­σει και μία σε­λί­δα κε­νή για να κα­τα­θέ­σει ο ανα­γνώ­στης την άπο­ψή του (Ερ­βέ Λε Τε­λιέ, 99 + 1 από­ψεις για την Τζο­κό­ντα, εκδ. opera, 2000).
Κα­λό εί­ναι, θα ’λε­γα, να πα­ρα­θέ­σω κά­ποιες απ’ αυ­τές τις από­ψεις, ελ­πί­ζο­ντας ότι η συ­νερ­γά­τις σας δε θα πέ­σει αυ­το­βού­λως στο λάκ­κο των λε­ο­νάρ­ντων.

Η άποψη της Αλίκης μέσα απ’ τον καθρέφτη

Joconwocky

Nυχτόλαμψε στην ώρα του, και τα μυξοσπλαχτούνια
γουρδούλιζαν και στρίβωναν και σκλουβανοχτυπιόντα΄,
κι εκεί που χλιμακώθηκαν τ’ αφκά και τα ζιγκούνια,
να σου παρδογκρισώθηκε κι η δύσπλαχτη η Τζοκόντα.


Η άποψη του Ζακ Πρεβέρ

Ήταν ωραία στη Φλωρεντία εκείνο το πρωί.
Ένας ζωγράφιζε.
Έλα, είπε το παιδί,
θα παίξουμε κρυφτό.
– Εντάξει, είπε ο ζωγράφος,
τρέξε να κρυφτείς.
Έτριψε το μούσι του,
πρόσθεσε ένα αίνιγμα στον πίνακα,
άφησε κάτω το πινέλο,
έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια του
κι έκλαψε.


Η άποψη του στοχαστή

–  Τι σκέφτεσαι;
– Σκέφτομαι πως είσαι σαν την Τζοκόντα: δίνεις την εντύπωση ότι αγναντεύεις ένα τοπίο, αλλά το τοπίο είναι πίσω σου.


    Η άποψη του Ζακ-Ιβ Κουστό

    Αυτή τη στιγμή, η Μόνα Λίζα ανεβαίνει στο κατάστρωμα του “Calypso”. Φοράει ακόμα το θερμικό κολάν καταδύσεων από μαύρο μετάξι και το προστατευτικό της πέπλο. Τόσο ο Φάλκο όσο κι εγώ πιστεύουμε ότι η Μόνα Λίζα βιάστηκε να βγει στην επιφάνεια, χωρίς να πάρει τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ο Φάλκο τη ρωτάει πώς αισθάνεται. Εκείνη δεν του απαντάει, αλλά έχει αυτό το αινιγματικό χαμόγελο, χαρακτηριστικό της ασθένειας των δυτών.


    Η άποψη της μαμάς

    Η Μόνα μου, που λέτε, όταν ήταν μικρή δεν έτρωγε τίποτα – μα όταν σας λέω τίποτα, τίποτα! Την Παναγία των Βράχων μάς έβγαζε για να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της! Ακόμα κι εκείνα τα τυράκια που της άρεσαν στην αρχή… αυτά με την αγελάδα που γελά… ε, έπαψαν να της αρέσουν. Και δώσ’ του εγώ κι ο πατέρας της: «Έλα μια κουταλιά για τον Λεούλη σου!», «Έλα κάνε τη χάρη στον θείο Φραγκίσκο!». Τίποτα: σταύρωνε τα χέρια της, έσφιγγε τα χείλη της, κι αυτό ήταν… Κανένα μου παιδί δεν ήταν πιο ανοργασμικό…
    – «Ανορεξικό», θέλετε να πείτε.
    – Ξέρω ’γώ πώς τα λέτε εσείς οι Μέδικοι…


    Η άποψη του τραγουδοποιού

    Βαρύς βαρύς κι απελπισμένος,
    στους δρόμους γύρναγα ρωτώντας
    πού είναι το σπίτι της Τζοκόντας
    που μου το έπαιξε παρθένος.

    (ρεφρέν)

    Τι θα ’χα και τι θα ’χανα
    κάνοντας τέτοια ανοίγματα!
    Καιρός φέρνει τα λάχανα,
    καιρός και τα αινίγματα.

    Ξόδεψα τη ζωή μου αβέρτα,
    για σένα πάντοτε στην πρίζα,
    μα εσύ, κακούργα Μόνα Λίζα,
    κάνεις στο Λούβρο σούρτα-φέρτα.

    (ρεφρέν – παραλλαγή)

    Με πιάνουνε τα χάχανα
    με τέτοια παραδείγματα!

    Καιρός φέρνει τα λάχανα,
    καιρός και τα αινίγματα.

    Τέ­λος, πα­ρα­θέ­τω και δύο από τις δέ­κα από­ψεις που συ­νέ­γρα­ψε ο (με πολ­λά απω­θη­μέ­να ποι­η­τή) με­τα­φρα­στής:

    Η άποψη του δημοτικού ποιητή

    – Μόνα μου, τα χεράκια σου τι τα κρατάς πλεγμένα;
    Και τι έχεις μάτι πονηρό και χαμογέλιο πλάνο;
    Μη φταίει που σε μπογιάτισε κείνος ο μπαγαπόντης
    και μου ’μεινες σαν κόκαλο και τ’ αλατιού κολόνα;
    – Δεν έχω μάτι πονηρό, αφέντη μου και κύρη,
    κι ούτε τα χείλια μου μαθές ανοίγουν και γελούνε.
    Μόν’ θλίβομαι η καψερή που κειός ο αλλοπαρμένος
    εμένανε ζουγράφιζε μα ο νους του φτεροκόπα’
    σε πλοία και σε λυκόπτερα και σε πετούμενα άλλα…

    Η άποψη του tango argentino

    Κάλλιο στον Άρνο να ρεμβάζεις παρά να
    γυρνάς με τα γκαουτσόπουλα στον Παρανά

    Εύ­χο­μαι η πα­ρού­σα επι­στο­λή μου να βοη­θή­σει τό­σο τη συ­νερ­γά­τι­δά σας ώστε να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τη βα­ρύ­τη­τα της πα­ρά­λει­ψής της, όσο και το πε­ριο­δι­κό σας ώστε να μπο­ρέ­σει ν’ απο­κα­τα­στή­σει το κύ­ρος του.
    Σας δί­νω τα στοι­χεία μου και πα­ρα­κα­λώ να τα έχε­τε πά­ντα στη διά­θε­σή μου.

    Αντώ­νης Ιω­άν­νου
    Ιου­λια­νής και Αγί­ας Ει­ρή­νης 23,
    Δάφ­νη.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: