————————————
Μετάφραση:
Χριστίνα Μπατσίλα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χρύσα Παπανικολάου, Ναυσικά Πέτκου
Επιμέλεια:
Ιφιγένεια Ντούμη
————————————
Το χάρτινο τριαντάφυλλο
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Το χάρτινο τριαντάφυλλο μιας ιδιοφυΐας
«Αγαπητέ μου, είμαι πολύ στεναχωρημένος. Χθες έβγαλα στο σφυρί το ρολόι μου. Τώρα, δεν ξέρω τι ώρα ακριβώς θα πεθάνω». ————Μπάγε-Ινκλάν
Ο Ραμόν Χοσέ Σιμόν Μπάγε Πένια αποφάσισε από πολύ νωρίς στη ζωή του δύο πράγματα: να αφιερωθεί, ψυχή τε και σώματι, στη λογοτεχνία και να γίνει ο εν ζωή λογοτεχνικός ήρωας του ίδιου του τού έργου. Η πρώτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση ήταν να αλλάξει το όνομά του, το όνομα του «χαρακτήρα» του, αρχικά (στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων) σε Ραμόν δελ Μπάγε δε λα Πένια, για να υιοθετήσει τελικά το σαφώς πιο στομφώδες: Ραμόν Μαρία δελ Μπάγε-Ινκλάν.
Ο Ραμόν Μαρία δελ Μπάγε-Ινκλάν (Ramόn María del Valle-Inclán) έγραψε πολύ και έγραψε τα πάντα (όπως θα δούμε αναλυτικά στην πλήρη εργοβιογραφία του που συντάξαμε): μυθιστορήματα, δοκίμια, ποίηση, διηγήματα, χρονικά, δημοσιογραφικά άρθρα… Η ζωή του, όμως, ήταν αφιερωμένη στο θέατρο· έγραψε θεατρικά έργα, παντρεύτηκε ηθοποιό, βιοποριζόταν μέσω της κριτικής θεατρικών παραστάσεων και, ταυτόχρονα, αρεσκόταν να συγκρούεται, πολλές φορές με βιαιότητα, με το συντηρητικό θεατρικό κατεστημένο της Ισπανίας στις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή με το ρεαλιστικό, φολκλορικό, εμπορικό, μεγαλοαστικό θέατρο συγγραφέων, όπως ο Χαθίντο Μπεναβέντε ή τα αδέλφια Σεραφίν και Χοακίν Άλβαρεθ Κιντέρο. Άλλωστε μέσω των θεατρικών του έργων θα φτάσει στην κορύφωση του προσωπικού λογοτεχνικού ύφους του, στο περίφημο εσπερπέντο [esperpento], που θα πει σάτιρα πικρή και ανελέητη, ποιητική βαρβαρότητα, λυτρωτική ασχήμια και παραλογισμός.
Όλα τα προαναφερθέντα ακραία, καυστικά, σαρωτικά, εκρηκτικά «υλικά» του εσπερπέντο (επίθετα που χαρακτηρίζουν και τον ίδιο τον δημιουργό του) τα συναντάμε για πρώτη φορά το 1920 στο εμβληματικό Luces de boemia –το οποίο «αξιώθηκε» να κάνει πρεμιέρα επί σκηνής πενήντα ολόκληρα χρόνια αργότερα, το 1970, γεγονός το οποίο προφανώς οφείλεται (και) στην ταραχώδη σχέση την οποία είχε ο συγγραφέας με το θεατρικό περιβάλλον της εποχής του– που εγκαινίασε την πιο θεατρικά γόνιμη δεκαετία στη ζωή του Μπάγε-Ινκλάν. Στα μέσα εκείνης της δεκαετίας, το 1924, ο Μπάγε-Ινκλάν γράφει Το χάρτινο τριαντάφυλλο το οποίο δημοσιεύθηκε μαζί με ένα ακόμα μονόπρακτο, το La cabeza del Bautista, με τον κοινό υπότιτλο «Novelas macabras» [Μακάβρια μυθιστορήματα].* To 1927, τα δύο αυτά μονόπρακτα εμφανίζονται, με νέο υπότιτλο: «Melodramas para marionetas» [Μελοδράματα για μαριονέτες], στον τόμο με γενικό τίτλο El retablo de la avaricia, la lujuria y la muerte [Ρετάμπλ απληστίας, λαγνείας και θανάτου] στον οποίο επίσης συμπεριλαμβάνονται τρία ακόμα σύντομα θεατρικά έργα (Εl embrujado, Sacrilegio
και Ligazón).
Το χάρτινο τριαντάφυλλο αποτελεί γνήσιο τέκνο του εσπερπέντο: ενδοοικογενειακή βία, χυδαιότητα, απληστία, ακραία φτώχεια, δεισιδαιμονία, αλκοολισμός, χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας, θάνατος. Ο συγγραφέας δεν νιώθει και, φυσικά, δεν δείχνει οίκτο για τους ήρωές του γιατί, όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε η Ιουλία Ιατρίδη στον πρόλογο της ελληνικής μετάφρασης του Divinas palabras (Θεϊκά λόγια,εκδ. Δωδώνη, β′ έκδοση, 1980): «ο ίδιος έχει καταλήξει να μην αισθάνεται κανένα είδος οίκτου για τον εαυτό του» (σελ. 50).
Το εν λόγω μονόπρακτο πρωτοπαίχτηκε στην Ισπανία το 1967 (δεκαετίες έπειτα από το θάνατό του, όπως άλλωστε τα περισσότερα θεατρικά έργα του) σε σκηνοθεσία Χοσέ Λουίς Αλόνσο Μανιές. Ακολούθησαν αρκετές άλλες εκδοχές, το 1977, το 1985, το 1995, το 2005 και το 2009, πάντα με εξαιρετικές και εξαιρετικούς ηθοποιούς (Κάρμεν Μάτσι, Λόλα Ντουένιας, Πέπε Σάντσο, Μαρθιάλ Άλβαρεθ κ.ά.) στην ερμηνεία των κύριων ρόλων.
«Αν ήξερα, αν ψυχανεμιζόμουν πώς θα είναι η λογοτεχνία το 2000, θα την έγραφα από τώρα», είχε δηλώσει ο Μπάγε-Ινκλάν στην εφημερίδα Ahora στις 21 Φεβρουαρίου του 1932. Αυτές οι λέξεις σκιαγραφούν απόλυτα την καλλιτεχνική προσωπικότητα και τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες/ανησυχίες ενός δημιουργού που ήταν πολύ μπροστά από τον καιρό του. Η ομαδική μετάφραση του Χάρτινου τριαντάφυλλου που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, αποτελεί ένα πολύ μικρό βήμα προκειμένου να γίνει γνωστό στην Ελλάδα το πολυσχιδές έργο του σπουδαιότερου, μα τόσο παραγνωρισμένου, ακόμα και στην πατρίδα του, ισπανού συγγραφέα του 20ού αιώνα, με την ευχή να δούμε κάποτε σε κάποια ελληνική σκηνή έστω και ένα από τα εσπερπεντικά αριστουργήματά του.
* Αυτόν τον υπότιτλο υιοθέτησε η μεταφραστική ομάδα για την παρούσα μετάφραση, βασιζόμενη στην εκδοχή του έργου που εμφανίζεται στην πρόσφατη πεντάτομη έκδοση με τα άπαντα του συγγραφέα στην Ισπανία. Το La rosa de papel περιέχεται στον 5ο τόμο: Valle-Inclán. Obras completas V (Teatro y Poesía), Biblioteca Castro, Μαδρίτη 2018, σσ. 333-349.
Ραμόν Μαρία δελ Μπάγε-Ινκλάν
Το χάρτινο τριαντάφυλλο
Μ Α Κ Α Β Ρ Ι Ο Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α
————————————
Χαρακτήρες
Η Κρεβατωμένη |
Ο Μαγαζάτορας |
Σιμεόν Χουλέπε |
Μια Γριά |
Η Μούσα |
Η Κλάψω |
Η Δίσα |
Χορός από πιτσιρίκια |
Η Γειτόνισσα |
Φωνές από το δρόμο |
Λεουδοβίνα η Ταβερνιάρισσα |
Η Συμπεθέρα |
ΠΡΑΞΗ ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Χλωμά φώτα του πρωινού. Κρύο, βροχή, χιονοθύελλα. Σε ένα σταυροδρόμι βρίσκεται το σιδεράδικο του Σιμεόν Χουλέπε. Ο Σιμεόν συνδυάζει το επάγγελμά του στο αμόνι με τα καθήκοντά του ως μέλος μιας χορωδίας και ως κουρέας αποθανόντων. Πελιδνός, μες στη μουντζούρα, με βήχα αλκοολικού και τρίχωμα αναρχικού, είναι ρήτορας της ταβέρνας και ο πιο φανατικός σεχταριστής του τσίπουρου με γλυκάνισο. Ο Σιμεόν Χουλέπε, με έναν παράξενο αέρα, με μια μελαγχολία νεκροθάφτη ή δήμιου, έχει ήδη κατεβάσει τέσσερα ποτηράκια. Λιώνει σίδερο. Μια γυναίκα αποκαμωμένη, καθώς ανασηκώνεται στο παλιοκρέβατο, βογκάει με τα χέρια της στα αφτιά.
——————————
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Με σκοτώνεις, ιερόσυλε! Θα σπάσει το κεφάλι μου, σταμάτα αυτό το αναθεματισμένο σφυροκόπημα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Με τη δουλειά ξανανιώνει ο άντρας!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Μπεκρούλιακα! Σήμερα θυμήθηκες να δουλέψεις, που με βλέπεις να πεθαίνω, αλλιώς θα ’σουν στην ταβέρνα.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Η συκοφαντία εμένα δεν με αγγίζει.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Θεέ μου, πάρε με από τούτο τον κόσμο!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Πού τέτοια τύχη!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Εγκληματία!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Πολύ εγκληματίας, αλλά σου καλάρεσα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Μόνο για να κοροϊδεύεις τον κόσμο είσαι!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Φλοριανίτα, πρόσεξε γιατί θα υπάρξουν συνέπειες!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Είσαι κακός χριστιανός!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Ούτε καλός ούτε κακός.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Κακορίζικε!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Να φεύγω καλύτερα, για να μην σ’ τις βρέξω.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Στάσου!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Μην με ζαλίζεις!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Άκου δω!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κοίτα να δεις που κουφάθηκα ξαφνικά.
Ο Χουλέπε φορώντας στραβά το κασκέτο του κατευθύνεται προς την πόρτα. Ο κρύος άνεμος σαρώνει τη λερή κουρτίνα βροχής που πέφτει με δύναμη στο κατώφλι. Η Κρεβατωμένη ανακάθεται με βογκητά.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Άκου!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Τι θες πάλι;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Σύρε να φέρεις τη Θεία Κοινωνία. Στάσου. Σ’ αυτό το κουβάρι από ρετάλια έχω ράψει εφτά χιλιάδες ρεάλια.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δεν θα ’ταν κι άσχημα.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Τόση δουλειά για να τα μαζέψω! Μούλιασα σ’ αυτούς τους δρόμους! Μου ’φαγαν τη ζωή!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κόψε το μελόδραμα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Έτσι μου το ξεπληρώνεις!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δεν υπάρχει ελπίδα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Όσα μάζεψα με τον ιδρώτα μου, εσύ θα τα κάνεις κρασιά στην ταβέρνα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Για να το δω αυτό το κουβάρι!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Ασ’ το κάτω! Στάσου! Άγγιξέ το, εντάξει… Αλλά μην το πάρεις μαζί σου. Δικό σου θα γίνει. Περίμενε να κλείσω τα μάτια μου πρώτα. Άγγιξέ το όμως.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Ε, λοιπόν μοιάζει με χρήμα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Εφτά χιλιάδες ρεάλια! Πόση δουλειά!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Είσαι πραγματικά μια ηρωίδα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Μην το παίρνεις μαζί σου. Δεν θα περιμένεις πολύ ακόμα. Πιάσ’ το, πιάσ’ το όσο θες.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Τα έχεις μετρήσει σωστά;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Εφτά χιλιάδες δουλειές!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δεν έχεις κάνει κανά λάθος;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Μετρημένα και ξαναμετρημένα τα ’χω όλα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Είναι αληθινά χαρτονομίσματα;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Ηρωίδα! Δεν πάει πιο πάνω. Μια ηρωίδα πρώτης τάξεως!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Σιμεόν, κοίτα να φροντίσεις τα παιδιά και να μην σπαταλήσεις τον ιδρώτα μου στην ταβέρνα.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Εδώ κάνεις λάθος.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Σε ξέρω καλά, Σιμεόν Χουλέπε!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κι εγώ ξέρω καλά τις υποχρεώσεις μου.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Ό,τι ξοδεύεις στο πιοτό απ’ τα παιδιά σου το κλέβεις. Να ’σαι καλός άνθρωπος!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Σ’ αυτό κανείς δεν μου παραβγαίνει.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Μην μ’ αφήνεις χωρίς να κοινωνήσω!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Θα έχεις όση Κοινωνία θέλεις. Τόση και παραπάνω αξίζεις. Μα πόσο αμφιβάλλεις πια! Εγώ σέβομαι το φανατισμό του πάσα ένα.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Θα βγάλεις το κασκέτο σου όταν εισέλθει ο Βασιλεύς των Ουρανών.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Έχω τρόπους και με το παραπάνω, Φλοριάνα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Πέρνα απ’ τη θεία Πέπα! Πες της να έρθει να πλύνει το πρόσωπο των παιδιών και να τα ντύσει με καινούρια ρούχα. Αγγελούδια μου, πόσο μόνα θα μείνουν στον κόσμο!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Φλοριάνα, με εκνευρίζεις με την παθητικότητά σου! Μιλάς λες και είσαι ήδη νεκρή! Κακώς!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Πήγαινε για τη Θεία Κοινωνία.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δεν έφτασε ακόμα η ώρα σου. Πού έβαλες το κουβάρι με το παραδάκι;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Κάθομαι πάνω του. Βιάσου. Σιμεόν. Θέλω να τελειώνω με τις δουλειές.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Σωστή ηρωίδα!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Βιάσου.
Ο Χουλέπε φτιάχνει το κασκέτο του και φεύγει σεινάμενος λυγάμενος. Όταν σβήνει ο ήχος των βημάτων, η πονεμένη ανακάθεται έχοντας στην αγκαλιά της το κουβάρι με τα χρήματα. Φοράει νυχτικιά και κουτσαίνοντας ανεβαίνει τα σκαλάκια της σοφίτας. Ακούγεται να πονάει και κάθε φορά που παραπατάει κάνει παύση στο ξύλινο πάτωμα της σοφίτας. Παγωμένη και μαζεμένη, ξαναεμφανίζεται στη σκάλα. Σχεδόν σέρνοντας το κορμί της, φτάνει στο παλιοκρέβατο και σκεπάζεται με τις μπαλωμένες κουβέρτες. Προσεκτική και κατάκοπη, με το πρόσωπό της να διαγράφεται πάνω σε έναν σωρό από πατσαβούρια, μετράει τα σανίδια στο πάτωμα. Στο μυαλό της σημειώνει την κρυψώνα στην οποία έκρυψε το θησαυρό. Δύο κουτσομπόλες γειτόνισσες, γκριζωπές φιγούρες που τις έχουν σκεπάσει σταγόνες ψιλόβροχου, μπαίνουν από την πόρτα ξαφνικά, σχολιάζοντας την επιδείνωση
του καιρού, τρέμοντας, επειδή τα φτηνιάρικα μεσοφόρια τους έχουν μουσκέψει. Απ’ έξω ακούγεται νταβαντούρι από παιδιά που σέρνουν ένα καζάνι και μπαίνει μυρωδιά από ψητή σαρδέλα. Η Μούσα και η Δίσα –η Πεπίνια Μους και η Χουάνα Δις– είναι οι γειτόνισσες που μόλις μπήκαν.
Η ΜΟΥΣΑ: Καλά κάνεις και κάθεσαι στο αχυρόστρωμα, Φλοριάνα. Πώς πας από διάθεση;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Ξεψυχάω!
Η ΜΟΥΣΑ: Ναι, δεν φαίνεσαι καλά!
Η ΔΙΣΑ: Κι ο γιατρός δεν σου ’γραψε καμιά συνταγή;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Η συνταγή του ήταν να με ετοιμάσουν.
Η ΜΟΥΣΑ: Μην φωνάξεις τον γιατρό, Φλοριάνα. Άμα θες να σπαταλήσεις τα λεφτουδάκια σου, ζήτα να κάνουν μια λειτουργία για τον Άγιο Μπλας. Μεγαλύτερο καλό θα σου κάνει απ’ το να τα χαραμίσεις στον γιατρό και το φαρμακείο!
Η ΔΙΣΑ: Ποτέ δεν βλάπτει να έχεις ενημερώσει τον γιατρό. Γιατί αλλιώς, για δες τι έγινε όταν αυτοκτόνησε η θεία Κρούθες! Ο γιατρός αρνήθηκε να δώσει πιστοποιητικό, κι αυτό έφερε μεγαλύτερα έξοδα, γιατί μπήκε στη μέση το δικαστήριο.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Άμα βάλει κανά σπίτι στο μάτι ο δικαστής δεν θέλει και πολύ.
Η ΜΟΥΣΑ: Κι εσύ, έτσι που ξεψυχάς, δεν έχεις σκοπό να τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς της ψυχής σου;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Πήγε ο Σιμεόν να φέρει τη Θεία Κοινωνία.
Η ΔΙΣΑ: Έχεις εξομολογηθεί;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Από ψες το απόγεμα. Έκλεισα τους λογαριασμούς μου και σε τούτο και στον άλλο κόσμο.
Η ΜΟΥΣΑ: Πολύ καλά προετοιμασμένη σε βρίσκω!
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Υπακούω στην απόφαση του Κυρίου.
Η ΜΟΥΣΑ: Αξιέπαινη είναι τέτοια συμμόρφωση! Ακόμα και αν δεν έφτασε τελικά η ώρα σου, καλά κάνεις και είσαι προετοιμασμένη, Φλοριάνα.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Σβήνω!
Η ΔΙΣΑ: Δεν πίνεις λίγο νεράκι;
Η ΜΟΥΣΑ: Μια σταλιά τσιπουράκι θα σε ζεστάνει.
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Διώξτε το γατί απ’ το κρεβάτι μου!
Η ΔΙΣΑ: Πού το βλέπεις το γατί;
Η ΜΟΥΣΑ: Είναι σε ντελίριο, Δίσα. Τα μάτια της έχουν ήδη περάσει από την άλλη, δεν τη βλέπεις;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Διώξτε αυτό το γατί!
Σ’ αυτό το σημείο έρχεται απέξω ο Σιμεόν Χουλέπε, το κασκέτο στραβά φορεμένο, παραπατώντας, όπως οι μεθυσμένοι. Χτυπάει το πόδι στο πάτωμα βλέποντας τις κουτσομπόλες και τραβάει τα μαλλιά του.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Για όνομα! Απομακρυνθείτε αμέσως! Ψηλά τα χέρια.
Η ΜΟΥΣΑ: Σταμάτα να κάνεις φασαρία, μπεκρούλιακα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Απομακρυνθείτε τριάντα βήματα απ’ το κρεβάτι!
Ο Σιμεόν Χουλέπε βγάζει απ’ το στέρνο του ένα χωνί με λουκουμάδες και με απανωτά παραπατήματα το δίνει στα σκελετωμένα χέρια που προβάλλουν από τις μπαλωμένες κουβέρτες.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Φλοριάνα, μπορείς να μου πεις τι δουλειά έχουν εδώ αυτές οι αχαΐρευτες;
Η ΚΡΕΒΑΤΩΜΕΝΗ: Διώξε αυτό το γατί!
Η ΜΟΥΣΑ: Σε φτύνει με αυτά τα λόγια.
Ο Χουλέπε, με τα χέρια στις κουβέρτες, ψαχουλεύει κάτω από το εξασθενημένο φάντασμα, που υποφέρει με ρόγχους. Ο Χουλέπε σηκώνεται, τινάζοντας τη μαλλούρα του.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Το κέρατό μου! Να πάρει η οργή! Κλείστε αμέσως αυτές τις πόρτες. Nα φανερωθούν τα κλεμμένα, μεγαλοπρεπέστατες κλέφτρες! Ο ιδρώτας αυτής της ηρωίδας, το ψωμί των βλασταριών μου.
Η ΜΟΥΣΑ: Πιωμένος ήρθες πάλι!
Η ΔΙΣΑ: Εσύ είσαι ο κλέφτης, μην μας πιάνεις στο στόμα σου.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Εφτά χιλιάδες ρεάλια, ραμμένα σ’ ένα κουβάρι. Ποια τα ’κλεψε;
Η ΜΟΥΣΑ: Σε κουβάρι! Και πόσα είπες;
ΧΟΥΛΕΠΕ: Εφτά χιλιάδες ρεάλια!
Η ΜΟΥΣΑ: Θα ’θελες!
Η ΔΙΣΑ: Μεθύστακα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Εφτά χιλιάδες ρεάλια σε χαρτονομίσματα των εκατό.
Η ΜΟΥΣΑ: Πότε κέρδισες το λαχείο, Σιμεόν;
Η ΔΙΣΑ: Πού είδες εσύ εφτά χιλιάδες ρεάλια; Ζωγραφιστά;
ΧΟΥΛΕΠΕ: Nα πάρει! Οικονομίες και στερήσεις τούτης εδώ της υποδειγματικής οσίας. Φλοριανίτα, απάντησε σ’ αυτές τις αχαΐρευτες με μια άσεμνη χειρονομία.
Η ΔΙΣΑ: Φλοριάνα, γλίτωσέ μας από τις υποψίες. Πες εσύ αν ακουμπήσαμε το στρώμα.
Η ΜΟΥΣΑ: Αφήστε την ήσυχη στον λήθαργό της. Όπως τη βλέπω, δεν μπορεί πλέον να μιλήσει.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Να επιστρέψετε αμέσως τα κλεμμένα.
Με στόμφο, η Πεπίνια δε Μους σκύβει πάνω από το παλιοκρέβατο, πιάνει τα άκαμπτα χέρια, καρφωμένα στο χωνί με τους λουκουμάδες. Αντιδρά, κουνάει το ένα χέρι στον αέρα, σαν σκελετωμένη φτερούγα
Η ΜΟΥΣΑ: Βγάλε το κασκέτο σου και γονάτισε, Σιμεόν Χουλέπε.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δηλαδή;
Η ΜΟΥΣΑ: Τετέλεσται!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Ένας άγγελος που χάθηκε.
Η ΔΙΣΑ: Είναι ήδη κρύα. Εγώ νομίζω ότι πέθανε όταν είδε να ’ρχεται αυτό το δηλητήριο. Εκείνος ο μεγάλος αναστεναγμός ήταν που της βγήκε η ψυχή.
Ο Σιμεόν βγάζει το κασκέτο του. Η ατμόσφαιρα είναι μελοδραματική. Κοιτάζοντας, με το κεφάλι λοξά, χωρίς να χάσει στιγμή από τα μάτια του τις κουτσομπόλες, πάει και κλείνει την πόρτα. Σκοντάφτει και στηρίζεται στον τοίχο και βάζει το κλειδί στη ζώνη του.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Θα ψάξω για το κουβάρι. Αν δεν βρεθεί, θα σας πυροβολήσω και θα φάω τα σωθικά σας.
Η ΔΙΣΑ: Ξέχνα το αυτό, μεθύστακα του κερατά. Σεβάσου τη νεκρή.
Η ΜΟΥΣΑ: Άσε με να κάνω το καθήκον μου, να προσευχηθώ για την ψυχή της μακαρίτισσας, Χουλέπε.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Αν δεν εμφανιστεί το κουβάρι, θα σας σφάξω.
Ο Σιμεόν ψαχουλεύει μέσα στις κουβέρτες, βυθίζει στο αχυρόστρωμα την αγωνιώδη χλωμάδα των μουτζουρωμένων χεριών του, μετακινεί το σώμα της νεκρής.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Να πάρει! Τίποτα δεν έχει εδώ. Ετοιμαστείτε να πεθάνετε, παλιοκλέφτρες, αχαΐρευτες.
Η ΔΙΣΑ: Να σου κοπεί η γλώσσα, παλιομεθύστακα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Να προσευχηθούμε στον Κύριο.
Η ΜΟΥΣΑ: Πρόσεξε καλά, ακόλαστε!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κλέφτρες!
Η ΔΙΣΑ: Αυτός είναι ο πόνος σου, Αντίχριστε!
Η ΜΟΥΣΑ: Αυτό που δεν είχες, εδώ θα το βρεις. Ελάτε να σηκώσουμε τη μακαρίτισσα από το παλιοκρέβατο.
Σηκώνουν το νεκρό σώμα στον αέρα και λύνεται ο ισχνός κόμπος των χεριών της, αφήνοντας να πέσει κάτω το χωνί με τους λουκουμάδες. Η χλωμάδα των δαχτύλων τονίζει ακόμα πιο έντονα τα ταλαιπωρημένα νύχια. Από την κοντή νυχτικιά βγαίνουν τα πόδια, διπλωμένα σαν σπασμένα κεριά.
Η ΔΙΣΑ: Πού να την ακουμπήσουμε; Στο πάτωμα μου φαίνεται ασέβεια.
Η ΜΟΥΣΑ: Ας την βάλουμε πάνω στον πάγκο.
Αφήνουν το σώμα της μακαρίτισσας στηριγμένο στον τοίχο, σε έναν πάγκο κουτσό και στενό. Ο Χουλέπε σηκώνει το παλιοκρέβατο, χτυπάει το αχυρόστρωμα, κουνάει τα μπαλωμένα κουρέλια.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Τίποτα! Τίποτα! Τίποτα! Το ’κλεψαν. Το ’κλεψαν με δόλο. Να πεθάνετε, σας καταριέμαι, αχαΐρευτες.
Η ΔΙΣΑ: Θεέ μου! Γειτόνοι, τρεχάτε! Στο σπίτι του Χουλέπε! Θα μας κόψει το λαρύγγι ο αιμοβόρος!
H MOYΣΑ: Το νου σου, Χουλέπε, μην πιάσω καμιά σιδερόβεργα!
Πάνω στη μάχη ανάμεσα στις κουτσομπόλες και τον μεθύστακα, η μακαρίτισσα γλιστράει από τον πάγκο και πέφτει μπρούμυτα, με τη νυχτικιά κολλημένη στον πισινό. Στη σκάλα της σοφίτας, στα ψηλά του παταριού, εμφανίζονται τρία παιδιά γυμνά, κολλημένα το ένα πάνω στ’ άλλο κάτω από μια κουβέρτα. Mε βρόμικα μαλλιά, στόματα που κλαίνε, μάτια σφιγμένα.
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Αχ μανούλα μου! Μανούλα μου! Μανούλα μου!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Μπροστά στα αθώα μάτια σας θα δαγκώσω το λαιμό αυτών των αχρείων γυναικών.
Οι κουτσομπόλες, η καθεμιά στη γωνιά της, περιμένουν προετοιμασμένες. Η Πεπίνια δε Μους κραδαίνει έναν μεγάλο κασμά. Η Χουάνα Δις σηκώνει το σφυρί από το αμόνι.
Η ΔΙΣΑ: Έλα λοιπόν, παλιομεθύστακα! Έλα, θα σου βγάλω το μεδούλι.
Η ΜΟΥΣΑ: Είμαι η Πέπα Μους, θα σ’ το καρφώσω στο στήθος.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Με ’κλεψαν! Με ’κλεψαν! Με ’κλεψαν!
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Μανούλα! Μανούλα! Μανούλα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δεν σας συγκινεί η ορφάνια αυτών των παιδιών; Το κέρατό μου! Θα το πληρώσετε με τη ζωή σας!
Ανοίγει ένα μπαουλάκι που πάει μαζί με το κρεβάτι και το αναποδογυρίζει. Ανάμεσα στα διάφορα ψιλοπράγματα, εμφανίζεται ένα παλιό πιστόλι κατασκουριασμένο. Το ρομαντικό πιστόλι που είχε ο Χουλέπε όταν ήταν ανύπαντρος. Τώρα το σφίγγει στο χέρι του με χαρά και οργή μελοδραματικού κινηματογραφικού αστέρα.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Έχει εφτά σφαίρες!
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Πατέρα μου! Πατέρα μου! Πατέρα μου!
Η ΔΙΣΑ: Παλιομεθύστακα. Κοίτα τι παράδειγμα δίνεις σ’ αυτά τα ορφανά.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Θα πεθάνετε, είπα. Θα πεθάνετε, χωρίς άλλη κουβέντα. Θα πεθάνετε, δεν σας σώζει ούτε ο Πάπας.
Η ΜΟΥΣΑ: Mην αρπάζεσαι και ψάξε καλά. Αν είναι αλήθεια ότι είχε τα λεφτά, το κουβάρι δεν μπορεί παρά να εμφανιστεί.
Η ΔΙΣΑ: Είμαστε αθώες, παλιομεθύστακα. Αν μπορούσε να μιλήσει η μακαρίτισσα, κι αυτή το ίδιο θα ’λεγε.
Η ΜΟΥΣΑ: Ψάξε μέσα στα άχυρα. Κατέβασε πρώτα το ρούχο της μακαρίτισσας, είναι προσβολή.
H ΔΙΣΑ: Και τι κακό παράδειγμα για τα παιδιά!
Η ΜΟΥΣΑ: Ακούμπησέ την στον πάγκο.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κρύο πτώμα, μόνο εσύ μπορείς να ξεκαθαρίσεις αυτή την περίφημη υπόθεση.
Ο Χουλέπε τραβάει τα μαλλιά του. Από το τσούρμο των παιδιών που τα έχει πιάσει λόξιγκας και κλαίνε, ξεχωρίζει μια φωνή σαν γρύλλισμα ποντικού.
H ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ: To κουβάρι με τα λεφτά το έκρυψε μετά η μανούλα μου στην κρυψώνα στο πάτωμα.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Τι λες, άγγελε του ουρανού;
Η ΔΙΣΑ: Αθώο μου, εσύ θα μας σώσεις!
Ο Χουλέπε ορμάει προς τη σκάλα και ανεβαίνει με δυο δρασκελιές, διαλύοντας το ρετάμπλ με τις μαριονέτες που έχουν λόξιγκα και κλαψουρίζουν κάτω από τον φεγγίτη. Τα μπλε μπατζάκια και οι εσπαντρίγιες εξαφανίζονται από το πορτάκι της σοφίτας. Γύρω από το σπίτι ακούγονται οι φωνές από τις γειτόνισσες. Χτυπήματα στην πόρτα και στο παραθύρι.
ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ: Τι συμβαίνει; Είστε νεκροί ή ζωντανοί; Ποιος ζητάει βοήθεια;
Η ΜΟΥΣΑ: Δυο δυστυχισμένες γυναίκες.
Η ΔΙΣΑ: Ο παλιομεθύστακας ο Χουλέπε μάς απειλεί ότι θα μας σκοτώσει.
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ: Χουλέπε, μη θολώνεις. Άνοιξε την πόρτα.
Η ΜΟΥΣΑ: Παρέδωσε την ψυχή της η Φλοριάνα.
H ΔΙΣΑ: Αφήνει κομπόδεμα πολλών χιλιάδων.
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ: Άνοιξε την πόρτα, μην εξοργίζεσαι, Χουλέπε.
Η ΔΙΣΑ: Πέταξε το κλειδί για να μας κόψει τον λαιμό.
Η ΜΟΥΣΑ: Αυτός ο δήμιος θα ’θελε να μας κάνει λουκάνικα για να ’χει στην ξαγρύπνια.
Η ΔΙΣΑ: Είμαι ζωντανή από θαύμα.
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ: Χουλέπε, άνοιξε! Χουλέπε, άνοιξε!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Ορίστε το κλειδί.
Το κλειδί πέφτει από ψηλά, ο Χουλέπε, πάνω από την κρυψώνα, κόβει με το μαχαίρι το σωρό από κουρέλια. Εντοπίζει τα λεφτά και κρύβει το κομπόδεμα στη ζώνη του.
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Μαμά Φλοριάνα! Μαμά Φλοριάνα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Καλά κάνετε και την κλαίτε, τρυφερά βλαστάρια. Μητέρα και σύζυγος, υπόδειγμα για τον κόσμο όλο. Ανεπανάληπτη ηρωίδα.
Ο Σιμεόν Χουλέπε κατεβαίνει ορμητικά τη σκάλα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και πέφτει στα πόδια της μακαρίτισσας. Σηκώνεται με αυτήν στην αγκαλιά. Η κουστωδία των γειτόνων στέκει βουβή, χωρίς να περάσει το κατώφλι της πόρτας και σε εκείνη τη σιωπή η φωνή του μεθυσμένου ακούγεται με επιτηδευμένο και αξιοθρήνητο τρέμουλο.
XOYΛΕΠΕ: Φλοριάνα, μοναδικέ άγγελε, δεν έχω δάκρυα να κλάψω τον ανεπανόρθωτο χαμό σου. Δεν έχω. Μου λείπει αυτή η παρηγοριά. Είμαι ένα τέρας. Έχω καρδιά από πέτρα σκληρή. Φλοριάνα, χωρίς εσένα διαλύεται αυτή η οικογένεια. Γύρνα κοντά μας, Φλοριάνα.
Την κρατάνε οι δύο κουτσομπόλες από τη μία και την άλλη πλευρά. Η Χουάνα Δις και η Πεπίνια δε Μους. Η μία κρατάει το άψυχο κεφάλι της μακαρίτισσας και η άλλη τις κιτρινισμένες φτέρνες. Τοποθετούν στο αχυρόστρωμα το άκαμπτο κέρινο κορμί και το καλύπτουν με το σάβανο. Ο Χουλέπε, με μηχανικές κινήσεις συντετριμμένου ανθρώπου, σφίγγει το κασκέτο στα χέρια του, κοιτάζει προς τον ουρανό και βγαίνει.
Η ΔΙΣΑ: Ας τον συνοδεύσει κάποιος, είναι ένας άντρας απελπισμένος.
Η ΜΟΥΣΑ: Να παραγγείλεις το φέρετρο, Χουλέπε.
Μπαίνουν από τα πλάγια μερικά κουτσούβελα, ξυπόλητα και με ξυρισμένα κεφάλια, όλα με την ίδια έκφραση: περιέργεια μαζί με τρόμο και κακία. Διαλύεται η ομάδα των τριών που κλαίνε κάτω από τον φεγγίτη. Βγαίνουν τα μέλη του χορού από την κουβέρτα, γονατίζουν δίπλα στη σορό.
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Μαμά Φλοριάνα! Μαμά Φλοριάνα!
Η ΔΙΣΑ: Αυτά τα παιδιά πρέπει να τα ντύσουμε.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ: Η μαμά έχει ήδη βγάλει από το μπαούλο τα καινούργια ρούχα.
Η Πεπίνια δε Μους, που είχε πάει να καλυφθεί με τη μαντίλα, αρχίζει τον θρήνο. Μια άλλη γειτόνισσα ρίχνει στο άκαμπτο σαβανωμένο σώμα μια στάλα από αγιασμένο νερό. Μια άλλη σηκώνει μια άκρη από το σάβανο και παρατηρεί το πρόσωπο της νεκρής.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τι χλωμή που είναι! Δεν ήταν ούτε τριάντα χρονών! Την ήθελαν ένα σωρό άντρες, κύριοι με τα όλα τους, και κατέληξε μ’ αυτόν τον παρακατιανό!
Η ΔΙΣΑ: Στραβώθηκε.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν κάνετε τις ετοιμασίες για το σαβάνωμα προτού κοκαλώσει; Θα δείτε ότι μετά θα θέλει πολλή δουλειά!
Η ΔΙΣΑ: Δεν ξέρουμε τι θέλει ο Χουλέπε.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Όλοι περιμένουν τι θα αποφασίσει αυτός ο παλιομεθύστακας. Όσο για μένα, θα την ετοιμάσω.
H ΜΟΥΣΑ: Σε βοηθάω αμέσως, γειτονοπούλα!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Θα της βάλουμε τα καλά της. Από το να τα φορέσει καμιά αγαπητικιά, καλύτερα του λόγου της!
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Μαμά Φλοριάνα! Μαμά Φλοριάνα!
Η Πεπίνια δε Mους απλώνει τις άκρες της μαντίλας της στα κεφάλια των τριών γυμνών παιδιών, και ξεκινά μια δραματική πρόζα, τελετουργικό τέτοιων νεκρώσιμων διαδικασιών.
Η ΜΟΥΣΑ: Τρυφερά αγγελούδια, να θυμάστε πάντα αυτή τη στιγμή του τελευταίου αποχαιρετισμού στο προσκεφάλι της μητέρας σας! Χάνετε το μεγαλύτερο αγαθό αυτού του κόσμου, την αγάπη της μάνας! Δεν σας λέω τίποτε άλλο! Το τελευταίο φιλί να το δώσετε στο μέτωπο αυτής της τριανταφυλλένιας οσίας!
Τα τρία γυμνά παιδιά, συνθέτοντας μια κλαψιάρικη κουστωδία, μαζεύονται, κάτω από τη μαύρη μαντίλα. Η Πεπίνια δε Μους τα σπρώχνει προς τη νεκρή, με ανοιχτά τα χέρια και το πρόσωπο στραμμένο στις γειτόνισσες.
Η ΜΟΥΣΑ: Έχουν σκληρή καρδιά αυτά τα πιτσιρίκια!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει!
Η ΔΙΣΑ: Τους τη βάρεσε τώρα και κάθονται σαν αποβλακωμένα!
Η ΜΟΥΣΑ: Ατίθασα παιδιά, φιλήστε για τελευταία φορά τη μητέρα σας στο πρόσωπο! Πείτε μαζί μου: Αλησμόνητη μητέρα, να μας προσέχεις από τον Ουρανό! Να είσαι ο άγγελός μας στους πειρασμούς της αμαρτίας για τους νέους της κοιλάδας του κλαυθμώνος! Να σκέφτεστε ότι από δω φεύγει για τον τάφο!
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ: Μαμά Φλοριάνα! Μαμά Φλοριάνα! Μανούλα, ξύπνα! Συμφορά μας! Μανούλα μην κοιμάσαι!
Η ΜΟΥΣΑ: Τελικά λύγισαν και αυτοί οι ατίθασοι!
Η ΔΙΣΑ: Είναι τρομαγμένα!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Πρέπει να τα ντύσουμε.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ: Ναι, μετά η μαμά έβγαλε τα καινούργια ρούχα!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλή νοικοκυρά!
Η Πεπίνια Μους τις βρέχει για τα καλά στον πισινό και οδηγεί τα γυμνά πιτσιρίκια στη σκάλα προς τη σοφίτα.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Παιδιά, δεν ξέρετε τι σπουδαίο πράγμα χάνετε!
Η ΔΙΣΑ: Αφήνει είκοσι χιλιάδες ρεάλια! Ο Χουλέπε ήθελε να μας δαγκώσει τον λαιμό γιατί δεν τα ’βρισκε!
ΛΕΟΥΔΟΒΙΝΑ Η ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ: Καμιά δεν θα έφτιαχνε τέτοιο κομπόδεμα σαν τη Φλοριάνα!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλή νοικοκυρά!
Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Μου φαίνονται πολλά λεφτά!
Η ΔΙΣΑ: Είκοσι χιλιάδες ρεάλια που θα καταλήξουν κατευθείαν στην ταβέρνα!
Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Είναι πολλά τα στόματα! Αν το αποφασίσει, εγώ μπορώ να παραγγείλω ένα οικογενειακό τάφο γι’ αυτό το κουφάρι.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Για πού το ’βαλες εσύ, Τεοδόρο;
Η ΔΙΣΑ: Δεν είναι τόσο μαύρη η δυστυχία του Χουλέπε!
Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Εσείς οι γυναίκες, κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνετε!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Το σίγουρο είναι ότι ξαφνιάστηκα που τον είδα να αγκαλιάζει τη μακαρίτισσα! Ακριβώς όπως στην Αποκαθήλωση!
Η ΔΙΣΑ: Δεν αμφισβητείται η αξία της.
ΜΙΑ ΓΡΙΑ: Κόπιασες πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο, Φλοριάνα!
Όσο διαρκεί το κουβεντολόι, οι κουτσομπόλες στολίζουν τη νεκρή. Με την άκρη ενός πανιού τής πλένουν το πρόσωπο. Τη σηκώνουν για να της φορέσουν τον κορσέ και το καινούριο μεσοφόρι. Μια γειτόνισσα κουβαλάει δύο κεριά κάτω από τη μαντίλα και, θλιμμένη, τα δίνει στις συμπεθέρες που κάνουν κουμάντο. Μια άλλη βγαίνει τρέχοντας και επιστρέφει με ένα χάρτινο τριαντάφυλλο για να στολίσει τον κάτωχρο ρόζο των άκαμπτων χεριών. Και στις δύο πλευρές τρεμοπαίζει η φλόγα των δύο κεριών.
Η ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ: Δίσα, ψάξε για τίποτε κάλτσες. Δεν ξέρω αν θα της μπουν αυτά τα μποτάκια. Κοίταξέ τα, είναι αφόρετα! Γι’ αυτό η ζωή είναι μεγάλο σχολείο! Πού να ’ξερε ότι θα τα πρωτοφορούσε για να πάει στον τάφο!
Η ΔΙΣΑ: Τα φοράει για πρώτη φορά για να εμφανιστεί ενώπιον του Θεού. Τι καλύτερο!
Μπαίνει μια ηλικιωμένη κλάψω με την κάσα στηριγμένη στο κεφάλι της, ακολουθούμενη από ένα πιτσιρίκι που κρατάει το καπάκι. Τα ορφανά, τώρα, φορώντας τα καλά τους, με σκούφους από εταμίνα και φανταχτερά ξύλινα τσόκαρα, κλαίνε κάτω από το φεγγίτη.
ΧΟΡΟΣ ΠΑΙΔΙΩΝ: Μαμά Φλοριάνα! Μαμά Φλοριάνα!
Η ΚΛΑΨΩ: Τα παιδιά μού ραγίζουν την καρδιά! Πού να τ’ αφήσω, Δίσα;
Η ΔΙΣΑ: Όπου βρεις χώρο.
Η ΚΛΑΨΩ: Και ο χήρος;
Η ΔΙΣΑ: Κανονίζει την κηδεία.
Η ΚΛΑΨΩ: Το θέμα είναι να μην αργήσει. Ήθελε πολυτέλειες, αλλά για να δούμε τι θα πει όταν θα στάξει ένα σωρό λεφτά. Δεκατέσσερις πεσέτες, ακατέβατες! Όλα μαζί δεκαεννιά!
Η ΔΙΣΑ: Πιο πολλά κληρονομεί!
Η ΚΛΑΨΩ: Είναι αλήθεια ότι η μακαρίτισσα αφήνει ένα κομπόδεμα δύο χιλιάδες πέσος;
Η ΔΙΣΑ: Κανείς δεν ξέρει πόσα. Μπορεί περισσότερα, μπορεί λιγότερα.
Η ΚΛΑΨΩ: Ήταν πολύ οικονόμα η Φλοριάνα!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλή νοικοκυρά!
Η ΚΛΑΨΩ: Με πραγματικές φιλίες. Με τούτα και με κείνα ακόμη δεν προσευχήθηκα για την ψυχή της!
Γονατίζει στα πόδια της νεκρής. Το φως των κεριών, με λάμψη που τρεμοπαίζει, τονίζει την ακίνητη, εκλεπτυσμένη, σχεδόν διάφανη φιγούρα. Στη σύσπαση των καρφωμένων χεριών, το χάρτινο τριαντάφυλλο φωτίζει σαν φλόγα. Μόλις τελειώνει την προσευχή, η Κλάψω κάνει το σταυρό της.
Η ΚΛΑΨΩ: Έχει χέρια νιας κοπέλας.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Όταν ήταν ελεύθερη, ήταν κυρία με τα όλα της, τώρα τελευταία έγινε αγνώριστη!
Η ΚΛΑΨΩ: Ώσπου ο θάνατος της άφησε ένα χαμόγελο! Έτσι, πλυμένη και περιποιημένη, μοιάζει αληθινή Κόρη της Παναγίας! Και τι ρούχα! Κομψή μαντίλα, η καλή της φούστα, μεσοφόρι με στρίφωμα, καινούρια μποτάκια, κάλτσες ριγέ. Αληθινή νύφη!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλή νοικοκυρά!
Η ΚΛΑΨΩ: Που ήξερε να κάνει φιλίες! Άσε με να προσευχηθώ άλλη μια φορά για την ψυχή της!
Μπαίνει παραπατώντας ο Σιμεόν Χουλέπε. Στο κεφάλι, περασμένο μέχρι τους ώμους, έχει ένα στεφάνι από μενεξέδες και φύλλωμα από ορείχαλκο, πένθιμο, χειροποίητο και φανταχτερό, με έναν γερμανικό συναισθηματισμό. Ο Χουλέπε είναι πιωμένος και πάει η γλώσσα του ροδάνι.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Υπόδειγμα συζύγου, θα σου αποτίσω τον τελευταίο φόρο τιμής στο νεκροταφείο! Η χορωδία «Λος Αμίγος» θα ψάλλει για σένα τη Μασσαλιώτιδα. Εγώ, όσο και αν η ψυχή μου πονάει, δεν θα εγκαταλείψω τη θέση μου. Για την ψυχή σου, ελεύθερη από αυτόν τον κόσμο όπου τόσο υποφέρουν οι προλετάριοι, αξίζει να θυσιάσει ο αλησμόνητος άντρας σου ένα τόσο δα μέρος των κόπων σου στην επικήδεια τελετή. Στα πέρατα του κόσμου, ήσουν υπόδειγμα συζύγου, αποδεδειγμένα! Θα ’χεις τις τιμές που σου πρέπουν, δεν θα σου λείψει τίποτα. Ο απαρηγόρητος χήρος σού το εγγυάται. Η χορωδία «Λος Αμίγος» σού προσφέρει το στεφάνι που επιφυλάσσει στα επιφανή μέλη του.
Ο Σιμεόν ακουμπά το στεφάνι στα πόδια της μακαρίτισσας και αποτραβιέται για να κρίνει το αποτέλεσμα, κρατώντας σφιχτά το κασκέτο στα χέρια του. Οι γείτονες σιωπούν. Η νεκρή, στο φέρετρο με τα χρυσά σιρίτια, έχει μια θλίψη κέρινης φιγούρας, έναν τόνο λαϊκό και δραματικό. Η λουλουδάτη μαντίλα σφιχτή στο μπούστο, τα χτενάκια στερεωμένα στα μαλλιά, τα χέρια με το χάρτινο τριαντάφυλλο που βγαίνουν από τις δαντελένιες μανσέτες, το αστραφτερό λουστρίνι των παπουτσιών, προκαλούν μια σκληρή και γελοία ασυμφωνία, σχεδόν ένα απρόσιτο αισθητικό είδος.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Φλοριάνα, φαντάζεις τόσο αγγελική στα μάτια μου με αυτό το τριαντάφυλλο στα χέρια! Φλοριάνα, άστρο λαμπρό, αυτές οι φιλεύσπλαχνες γυναίκες σε έκαναν πολύ όμορφη! Όλοι μας οι γείτονες συμπάσχουν για τη χηρεία μου. Η χορωδία «Λος Αμίγος» σού προσφέρει αυτό το σπουδαίο στεφάνι. Δεν έχεις να πεις τίποτα; Ακίνητη στην κάσα αδιαφορείς για τα τετριμμένα αυτού του πολιτικού κόσμου. Παραβλέπω τον πόνο μου, και λέω: Μονάχα το τίποτα υπάρχει! Μην τρομάζετε, γείτονες, είναι το σύγχρονο Σύμβολο της Πίστεως.
Η ΜΟΥΣΑ: Πάψε, μεθύστακα· μέχρι και η νεκρή φαίνεται να αγανακτεί!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Δείχνω σεβασμό. Φλοριάνα, φαντάζεις τόσο αγγελική στα μάτια μου με αυτό το τριαντάφυλλο και τις ριγέ κάλτσες! Σαν να είσαι έτοιμη να βγεις στη σκηνή, ουράνια οπτασία! Θα εκπλαγούν στις πύλες του Ουρανού! Θεέ μου, όταν παρουσιαστείς με εκείνο το ωραίο σου βάδισμα, θα τους χαζέψεις!
Η ΚΛΑΨΩ: Αυτό θα συνέβαινε αν ήταν άπιστοι!
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Βούλωσ’ το, Χουλέπε.
ΧΟΥΛΕΠΕ: Να πάρει, αυτή η ουράνια οπτασία ήταν η γυναίκα μου και δεν ήξερα πόσο λευκή ήταν η σάρκα της! Μια άξια τραγουδίστρια, με αυτό το τριαντάφυλλο και τις ριγέ κάλτσες!
Η ΜΟΥΣΑ: Θα ήπιες κανά ρημαδιασμένο ποτό της κολάσεως!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Έξω από δω, Φαρισαίες, κουτσομπόλες!
Η ΔΙΣΑ: Πάψε, ταραξία!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Έχω το δίκιο με το μέρος μου!
Παραπατά, αγκαλιάζει τη νεκρή και παρεμβαίνουν, αγανακτισμένες και αναστατωμένες, οι γυναικούλες.
Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Ηρέμησε, Σιμεόν!
Η ΔΙΣΑ: Πρέπει να είσαι δυνατός!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Είμαι!
Η ΜΟΥΣΑ: Είναι κακό παράδειγμα!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Κάνε στην άκρη, το κέρατό μου! Είμαι στο σπίτι μου και μου ανήκει αυτή η ουράνια οπτασία. Με αυτό το τριαντάφυλλο και αυτές τις ριγέ κάλτσες, μόνο με την Πέρλα την τραγουδίστρια μπορείς να τη συγκρίνεις.
Η ΔΙΣΑ: Συφοριασμένε!
ΧΟΥΛΕΠΕ: Έχω το δίκιο με το μέρος μου. Βαλσαμωμένε άγγελε, τι αξία έχουν μπροστά σου τα κουπλέ της Πέρλα; Θεέ μου, ας αγωνιστούν γιατροί και φαρμακοποιοί να βαλσαμώσουν αυτό το ονειρεμένο σώμα. Δεν έχουν σημασία τα λεφτά. Πέντε χιλιάδες πέσος γι’ αυτόν που θα το κάνει να σταθεί σε μια γυάλινη προθήκη. Δεν κάνω πίσω! Θα έχεις μια γυάλινη προθήκη, Φλοριάνα! Έχω δικαίωμα να ζητήσω την αγάπη σου! Έξω από δω!
Παραπατά πάλι για να φτάσει στη νεκρή. Πέφτει ένα μικρό κερί και στα φιλντισένια χέρια παίρνει φωτιά το χάρτινο τριαντάφυλλο σαν να ήταν πύρινο. Παίρνουν φωτιά τα ρούχα, παίρνει φωτιά το φέρετρο. Ο Σιμεόν Χουλέπε, ανάμεσα στις φλόγες, αγκαλιά με το πτώμα, φωνάζει σαν τρελός. Οι γυναικούλες κάνουν πίσω, κουνώντας έντονα τα χέρια! Ολόκληρο το σιδεράδικο έχει μια αντανάκλαση πυρκαγιάς.
Εργοβιογραφία Ραμόν Μαρία δελ Μπάγε-Ινκλάν (1866-1936)
1866: Γεννιέται στη Μπιγιανουέβα δε Αρόσα της Γαλικίας ο Ραμόν Χοσέ Σιμόν Μπάγε Πένια. Το οικογενειακό κάδρο συνθέτουν φιλελεύθερες ιδέες από την οικογένεια του πατέρα του και παραδοσιοκρατικές αντιλήψεις από την οικογένεια της μητέρας του, μέλη της οποίας λέγεται ότι συμμετείχαν στον τελευταίο καρλικό πόλεμο (1872-1876). Σε αυτό το αντιθετικό ιδεολογικό πλαίσιο, στην αγροτική παραδοσιοκρατική κοινωνία της Γαλικίας, μεγαλώνει ο συγγραφέας και διαμορφώνεται η προσωπικότητα του μετέπειτα Ραμόν Μαρία δελ Μπάγε-Ινκλάν. Σημαντική φιγούρα στη λογοτεχνική «διαπαιδαγώγηση» του συγγραφέα υπήρξε ο πατέρας του, φιλελεύθερης ιδεολογίας με λογοτεχνικές ανησυχίες.
1883: Παίρνει απολυτήριο από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
1884: Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σαντιάγο δε Κομποστέλα.
1888: Από τα πρώτα του συγγραφικά βήματα, σώζονται το διήγημα «Babel» και το ποίημα «En Molinares», δημοσιευμένα στο Café con Gotas, το άρθρο «Relembranzas literarias (1846-1855)» στην κουβανέζικη εφημερίδα El Eco de Galicia και, όπως πιθανολογείται παρότι δεν το έχει υπογράψει, το διήγημα «Viacrucis», στην εφημερίδα El País Gallego.
1889: Δημοσιεύεται το διήγημα «A media noche», στο οποίο εντοπίζονται ψήγματα που προμηνύουν το μετέπειτα έργο του, μεταξύ άλλων τα τοπία της Γαλικίας και η μυστηριακή ατμόσφαιρα. Το ίδιο έτος εγκαταλείπει τις σπουδές στη Νομική.
1890: Με τον θάνατο του πατέρα του πέφτουν οι τίτλοι τέλους της φοιτητικής ζωής του συγγραφέα, ο οποίος επιστρέφει στην Ποντεβέδρα, κρατά όμως επαφή με τη Μαδρίτη και δημοσιεύει άρθρα, διηγήματα και αποσπάσματα μυθιστορημάτων του.
1891: Δημοσίευση του διηγήματος «El Mendigo» στην καθημερινή εφημερίδα Heraldo de Madrid και διάφορων άρθρων.
1892: Ταξιδεύει στο Μεξικό, όπου και διαμένει για ένα χρόνο. Ανακαλύπτει αρχαίες παραδόσεις και εξερευνά την κουλτούρα του Μεξικού, ενώ ξεκινάει τακτική συνεργασία με τον μεξικανικό Τύπο.
1892: Δημοσίευση αποσπασμάτων του μυθιστορήματος El gran obstáculo στην καθημερινή εφημερίδα El Diario de Pontevedra. Την ίδια χρονιά δημοσιεύονται διηγήματα, ποιήματα και μεγάλος αριθμός άρθρων του σε διάφορες εφημερίδες.
1893: Επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Γαλικία, όπου αναπτύσσει φιλία με τον ακαδημαϊκό και καθηγητή κλασικών γλωσσών Χοσέ Μουρουάις, η βιβλιοθήκη του οποίου θα γίνει μέρος πνευματικής τροφοδοσίας για τον Μπάγε-Ινκλάν για τα επόμενα χρόνια. Πιθανολογείται ότι εκεί γνώρισε την εικονογραφία της Αρ Νουβό.
1895: Δημοσίευση της νουβέλας Femeninas. Seis historias amorosas, όπου φαίνεται η προμελετημένη επιθυμία του συγγραφέα να σκανδαλίσει με τη χρήση μακάβριων στοιχείων. Στο αφήγημα διαφαίνεται ο «παρακμισμός» του τέλους του αιώνα, ενώ ταυτόχρονα υπηρετεί την αισθητική αρχή «η τέχνη για την τέχνη».
1897: Δημοσίευση της νουβέλας Epitalamio (Historia de amores).
1899: Δημοσίευση του θεατρικού Cenizas. Drama en tres actos και του μυθιστορήματος La cara de Dios.
1902- 1905: Δημοσιεύονται οι τέσσερις Σονάτες του (Sonata de otoño, 1902·Sonata de estío, 1903· Sonata de primavera, 1904· Sonata de invierno, 1905). Μεταφράστηκαν στα ελληνικά με τον τίτλο Σονάτες: Βίος και πολιτεία του Μαρκήσιου του Μπραντομίν από τη Μαρία Καλφούντζου (Ροές 2008). Είναι τα πρώτα σημαντικά έργα του. Πρόκειται για τέσσερα μικρά μυθιστορήματα, με έναν τόνο εκλεπτυσμένης και κομψής παρακμής. Αφηγούνται τις πράξεις αποπλάνησης και όχι μόνο, ενός γυναικά από τη Γαλικία, του Μαρκήσιου του Μπραντομίν, που είναι ως έναν βαθμό αυτοβιογραφική φιγούρα. Κάθε ένα από τα τέσσερα έργα είναι αφιερωμένο σε μία εποχή του χρόνου (φθινόπωρο, καλοκαίρι, άνοιξη και χειμώνα με σειρά δημοσίευσης) και διαδραματίζεται σε διαφορετική περιοχή: Ιταλία, Μεξικό, Γαλικία και Ναβάρα, αντίστοιχα. Το μεγαλείο, το μυστήριο, η εκλεπτυσμένη μουσική πρόζα και η ατμόσφαιρα παρακμής είχαν ως αποτέλεσμα οι Σονάτες του Ινκλάν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με την ποίηση του Ρουμπέν Νταρίο από τη Νικαράγουα: την πλήρη ενσωμάτωση της γλώσσας και της ευαισθησίας του Μοντερνισμού στην ισπανική λογοτεχνία.
1903: Δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Corte de amor: Florilegio de honestas y nobles damas. Δημοσίευσης της συλλογής διηγημάτων Jardín umbrío.
1904: Δημοσίευση της νουβέλας Flor de santidad: historia milenaria.
1905: Δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Jardín novelesco. Historias de santos: de almas en pena: de duendes y de ladrones.
1907: Παντρεύεται την ηθοποιό Χοσεφίνα Μπλάνκο Τεχερίνα. Θα μείνουν παντρεμένοι μέχρι το 1932 και στο διάστημα αυτό θα αποκτήσουν έξι παιδιά. Δημοσίευση του θεατρικού Águila de blasón. Comedia bárbara dividida en cinco jornadas. Δημοσίευση του θεατρικού El marqués de Bradomín. Coloquios románticos. Δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Historias perversas. Δημοσίευση του ποιητικού έργου Aromas de leyenda. Versos en loor de un ermitaño.
1908: Δημοσίευσης της νουβέλας Los cruzados de la Causa. Είναι το πρώτο έργο της σειράς «La guerra carlista». Δημοσίευση του θεατρικού Romance de lobos. Comedia bárbara dividida en cinco jornadas. Δημοσίευση του θεατρικού El yermo de las almas. Episodios de la vida íntima. Δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Corte de amor. Florilegio de honestas y nobles damas, που εκδίδεται εκ νέου με την εισαγωγή «Breve noticia acerca de mi estética cuando escribí este libro».
1909: Δημοσίευση της νουβέλας El resplandor de la hoguera, δεύτερου έργου της σειράς «La guerra carlista». Δημοσίευση της νουβέλας Gerifaltes de antaño, τρίτου έργου της σειράς «La guerra carlista». Δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Cofre de sándalo.
1910: Ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Χιλή, Παραγουάη, Ουρουγουάη, Βολιβία), συνοδεύοντας τη σύζυγό του σε περιοδεία. Δημοσίευση του θεατρικού Cuento de abril: escenas rimadas en una manera extravagante. Δημοσίευση της ανθολογίας Las mieles del rosal. Δημοσιεύεται στο El Noroeste, το Cantiga de vellas, η μοναδική ποιητική σύνθεση που έγραψε στα γαλικιανά και η πιο πολύτιμη συνεισφορά του στη γαλικιανή λογοτεχνία.
1911: Δημοσίευση του θεατρικού Voces de gesta. Tragedia pastoril.
1913: Επιστρέφει στη Γαλικία και εγκαθίσταται στο Καμπάδος (Ποντεβέδρα). Έπειτα από το θάνατο του δεύτερου γιου του, μετακομίζει στο Α Πόμπρα ντο Καραμινιάλ (Α Κορούνια). Δημοσίευση του θεατρικού La marquesa Rosalinda, Farsa sentimental y grotesca.
Δημοσίευση του θεατρικού El Embrujado. Tragedia de tierra de Salnés.
1914: Δημοσίευση του θεατρικού La cabeza del dragón. Κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Το κεφάλι του δράκου σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ (Λαγουδέρα, 2008). Πρόκειται για θεατρικό έργο που απευθύνεται σε παιδιά.
1916: Στη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου πολέμου υποστηρίζει τις συμμαχικές δυνάμεις, επισκέπτεται το μέτωπο σε διάφορες περιστάσεις και εργάζεται ως πολεμικός ανταποκριτής για την εφ. El Imparcial. Δημοσιεύεται το δοκίμιο La lámpara maravillosa. Ejercicios espirituales.
1919: Δημοσίευση του ποιητικού έργου La pipa de kif.
1920: Divinas palabras. Tragicomedia de aldea, θεατρικό. Ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του Μπάγε-Ινκλάν, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον τίτλο Θεϊκά λόγια από την Ιουλία Ιατρίδη (Δωδώνη 1970), από τον Φίλιππο Δ. Δρακονταειδή για το Θέατρο Τέχνης- Κάρολος Κουν το οποίο ανέβηκε στη σκηνή της
οδού Φρυνίχου to 1987· μεταφράστηκε επίσης και από τον Ερρίκο Μπελιέ (Ηριδανός 2007). Ανήκει στον μυθικό κύκλο των έργων του, στα οποία η βία, το πάθος, τα παράλογα στοιχεία και ο θάνατος ελέγχουν τις ζωές των πρωταγωνιστών. Θεωρείται ο πρόδρομος του Luces de Bohemia (1920). Ο τρόπος γραφής του Ινκλάν γίνεται ολοένα και πιο προκλητικός, ενώ είναι εμφανής η επιρροή του μοντερνισμού και της γενιάς του ’98.
1921:
Ταξιδεύει ξανά στο Μεξικό μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας Ομπρεγόν και συμμετέχει σε πληθώρα πολιτιστικών και λογοτεχνικών γεγονότων. Μετά το Μεξικό, ταξιδεύει στην Αβάνα και στη Νέα Υόρκη, ενώ την ίδια χρονιά γίνεται πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διανοούμενων της Λατινικής Αμερικής. Στα τέλη του έτους επιστρέφει στην Ισπανία.
1922: Βαθιά επηρεασμένος από τη Μεξικανική Επανάσταση εγκαθίσταται στη Μαδρίτη.
1923: Δημοσιεύεται το Cara de Plata.
1924: Αρχίζει να εκδηλώνει φανερά τη δυσαρέσκειά του απέναντι στη δικτατορία του Μιγκέλ Πρίμο δε Ριβέρα.
1925: Τη χρονιά αυτή δημοσιεύεται η φαρσοκωμωδία Los cuernos de Don Friolera, η οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον τίτλο Τα κέρατα του Δον Φριολέρα
από τον Νίκο Γκάτσο (Πατάκης 2004).
1926: Δημοσιεύει
το μυθιστόρημα Tirano Banderas. Novela
de tierra caliente στο οποίο αφηγείται την πτώση του λατινοαμερικάνου δικτάτορα
Santos Banderas, πρόσωπο μη υπαρκτό, αλλά τόσο χαρακτηριστικό της λατινοαμερικάνικης
πολιτικής σκηνής.
1927: Δημοσιεύονται τα έργα La rosa de papel και La cabeza del Bautista υπό τον τίτλο El retablo de la avaricia, la lujuria y la muerte. Τα έργα αυτά ανήκουν στο esperpento, το λογοτεχνικό είδος που καθιέρωσε ο Ινκλάν σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα της ισπανικής κοινωνίας παραμορφώνοντας την πραγματικότητα και προβάλλοντας γκροτέσκα στοιχεία. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το έργο El Ruedo Ibérico. Primera serie I. La corte de los milagros.
1930: Μετονομάζει οριστικά το El terno del difunto σε Las galas del difunto, ενώ δημοσιεύονται τα Martes de Carnaval και Claves líricas.
1932:
Παίρνει διαζύγιο από τη σύζυγό του.
1933: Αναλαμβάνει διευθυντής της Ισπανικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών στη Ρώμη.
1934- 1936: Η ενασχόλησή του με την πολιτική είναι ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Υποστηρικτής της Β´ Ισπανικής Δημοκρατίας, συμμετέχει στις εκλογές με το ριζοσπαστικό κόμμα του Αλεχάντρο Λερόουξ, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί. Πεθαίνει στο Σαντιάγο δε Κομποστέλα, πρωτεύουσα της Γαλικίας, στις 5 Ιανουαρίου 1936.
Χριστίνα Μπατσίλα, Χρύσα Παπανικολάου, Ναυσικά Πέτκου