Ο πενηντάχρονος επαγγελματίας φωτογράφος Καόρου Ιζίμα ζει στο Μεγκούρο, μια επίλεκτη περιοχή του Τόκιο. Δύο κυρίως συλλογές του, εννοώ τα Τοπία με ένα πτώμα και Η τελευταία θέα, τον έχουν καθιερώσει στις προτιμήσεις των φιλότεχνων της Ιαπωνίας ως τον κατεξοχήν φωτογράφο του θανάτου. Είναι ο πρώτος στον χώρο του, ο οποίος επιμένει να διαπραγματεύεται με ζήλο ένα ασυνήθιστο θέμα, θεωρούμενο εξ ορισμού σαφώς αντιεμπορικό. Δεν αρκείται δηλαδή στην επανάληψη των στερεοτύπων, τα οποία καθιέρωσε η διαφήμιση των ειδών υψηλής ραπτικής σε παγκόσμια κλίμακα, όπως κάνουν ως γνωστόν όλοι οι άλλοι συνάδελφοί του. Αντιθέτως αναζητεί την εικαστική έκπληξη και την ανανέωση των καταναλωτικών ερεθισμάτων, φωτογραφίζοντας αποκλειστικά νεαρές γυναίκες, που δείχνουν νεκρές. Επινοεί ακαταμάχητο, καλαίσθητο θάνατο. Διεκπεραιώνοντας την προώθηση των πωλήσεων του ρουχισμού πολυτελείας, με την άνεση που άλλοι φωτογραφίζουν αυτοκίνητα, καλλυντικά ή σπίτια, αναπτύσσει άλλες εκδοχές διαφημιστικών οδών.
Η διαλεκτική του Κικέρωνα θα μπορούσε να αφορά τα ιαπωνικά σχόλια στον θάνατο. Ο συλλογισμός του ρήτορα από το Αρπίνο της Ρώμης αποκτά ένα νέο σφρίγος στην αγορά του Τόκιο: «Ακόμη κι αν η λογική από μόνη της αδυνατεί να μας κάνει να περιφρονούμε τον θάνατο, ας ζήσουμε τουλάχιστον μια ολοκληρωμένη ζωή η οποία θα μας δώσει την εντύπωση ότι έχουμε ζήσει με το παραπάνω». Η συνάντηση της λατινικής σκέψης με την φωτογραφική διατύπωση του Καόρου Ιζίμα καθορίζει την πραγματικότητα που με περιέχει τη στιγμή αυτή.
Τόσο η Έικο Κόικε, ένα πληθωρικό φωτομοντέλο, γνωστό στους κύκλους της αγοράς ως «το στήθος που πούλησε 1000 προϊόντα» και η ηθοποιός Μαρί Ματσούκι ασπάσθηκαν πρώτες την νεκροφιλική αυτή προοπτική. Χωρίς τις επιφυλάξεις ή τις διαμαρτυρίες των άλλων κοριτσιών, τα οποία προσεταιρίστηκε αρχικά ο Ιζίμα, οι διορατικές καλλονές προσυπέγραψαν την επιτυχία των συστηματικών επενδύσεων στον εικονογραφημένο, ιλουστρασιόν θάνατο. Συγκεντρώνοντας την προσοχή του κοινού και των αρμοδίων εμπορικών φορέων, η ανάδειξη του δήθεν αποβιώσαντος μοντέλου σε εντυπωσιακή, απαστράπτουσα συνήθως «νεκρή φύση» απετέλεσε πολύ γρήγορα πρότυπο της νεωτερικής προβολής των αγαθών του επιχειρηματικού τομέα. Υποτιθέμενα θύματα ενός ακαριαίου τέλους, τα φωτομοντέλα δείχνουν μέσα στην αντίφασή τους μιαν αλήθεια, η οποία ανέκαθεν συγκινούσε τους Ιάπωνες. Εννοώ την πρόωρη, στοχαστική μάλιστα εξοικείωσή τους με το βιολογικό πέρας.
Η Μισέλ Ράις, διακεκριμένο είδωλο της πασαρέλας του Χονγκ Κονγκ, έσπευσε να έρθει εδώ για να προστεθεί στη συλλογή του Καόρου Ιζίμα, ενώ άλλα τριάντα-σαράντα φωτομοντέλα περιμένουν τη σειρά τους για να υποδυθούν αξιοπρεπέστατα πτώματα, τυλιγμένα σε πρόσφατες δημιουργίες του Τζιάνι Βερσάτζι, του Κριστιάν Ντιορ, αλλά και άλλων επωνύμων του ενδυματολογικού κατεστημένου.
Ο απόηχος της εξομολόγησης που παραθέτω θυμίζει τους κοινούς τόπους ακραίων συμπεριφορών και από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού Ωκεανού: «Θυμόμουν ότι ο πατέρας μου συνήθιζε πάντα να λέει πως ο λόγος να ζει κανείς είναι για να’ ναι έτοιμος να μένει πεθαμένος». Μιλάει μια οιονεί Κλυταιμνήστρα, η παρορμητική Άντυ Μπάντρεν, η οποία αποβιώνει στην αρχή του αρτιότερου ίσως μυθιστορήματος του Ουίλιαμ Φώκνερ, του Καθώς Ψυχορραγώ.
Κατευθύνομαι προς το κέντρο του Τόκυο. Να μετρήσω ξανά φιλότητα θανάτου και ξεχείλισμα της ζωής. Την δυναμική με άλλα λόγια πληρότητα του ασπαίροντος κενού.
Ο θάνατος πουλάει. Το προϊόν καταυγάζει την αξία του μέσα από την ακινησία του χρήστη του. Η υπεροχή του πράγματος έναντι του ανθρώπου είναι καταιγιστική: η νεκρή έχει υποχωρήσει, παραιτούμενη από οτιδήποτε την συνέχει ως ον προκειμένου να ζωντανέψει το αντικείμενο. Υποκρινόμενη την αναχώρησή της από τον κόσμο, δίνει τη θέση της στο αναβαθμισμένο, ζωοποιημένο πλέον ρούχο. Η θυσία της δικαιώνεται από την αύξηση των πωλήσεων. Η καθ΄ ημάς παλαιά εγελιανή αρχή, η οποία ορίζει ότι το ανθρώπινο σώμα δεν αποτελεί απλώς ένα κάποιο δημιούργημα της φύσης, αλλά αντιθέτως στεγάζει μια καθόλα λειτουργική πραγματικότητα, η οποία αποσκοπεί να αναπαραστήσει μεταξύ άλλων, με τις μορφές και τη δομή της, την αισθητή και φυσική ζωή του πνεύματος, αντιστρέφεται πλήρως. Το σώμα, ιδίως όταν εικονίζεται νεκρό, είναι ο αναγκαίος δίαυλος της ρητορείας του εμπορίου. Ένα νοήμον ακίνητο κορμί.
——————— ≈ ———————
Σε βιβλιοπωλείο της Σιντζούκου, της πιο πολυσύχναστης περιοχής της πρωτεύουσας. Ξεφυλλίζω το προαναφερόμενο άλμπουμ Η Τελευταία θέα. Σε μια σελίδα του συναντώ την Έϊκο Κόικε. Πεσμένη με το πλάι στο δάπεδο μιας αίθουσας ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τα μάτια ανοιχτά, καρφωμένα στην οροφή. Από την πτώση στο κενό της ζωής έχει μείνει το ένδυμα να θυμίζει την ευμάρεια του χθες. Πιθανώς μεταξωτό, ανεβασμένο ως πολύ ψηλά στους μηρούς. Μια ευχάριστη ανταύγεια ανοιχτού κυανού χρώματος, το φόρεμα εξηγεί την αλληγορία του θανάτου. Το στήθος, ασυνήθιστα πλούσιο για τα εδώ ισχύοντα, είναι έτοιμο να ακυρώσει τους ενδυματολογικούς περιορισμούς και να χυθεί προς τα έξω. Δεν υπάρχουν πελάτες ή υπάλληλοι. Δύο σειρές κόκκινες μηχανές των ξέφρενων παιχνιδιών παντσίνκο, που μοιάζουν με τα δικά μας φλιπεράκια, χωρίς να έχουν τα πτερύγιά τους, περιβάλλουν το εξαίσιο πτώμα. Υπόσχονται κέρδος. Χοάνες της μοίρας, αμετακίνητες, επίμονες περιμένουν παίκτες και χρήμα. Οι μικρές ασημένιες μπίλιες τους σκόρπιες εδώ κι εκεί. Σφαίρες ενός ακαταμάχητου εχθρού, γρανάζια μιας ξεχαρβαλωμένης παγίδας.
Σε άλλη σελίδα η Μαρί Ματσούκι, με το κεφάλι προς το κάτω μέρος της φωτογραφίας, ντυμένη σύμφωνα με τις επιταγές της Λουίζας Μπετσάρια. Την περιστοιχίζουν ευμεγέθεις, υπερώριμες ντομάτες, τεκμήρια μιας οικολογικής ευδαιμονίας. Πληθώρα προσφορών, αναγκαστική υπερκατανάλωση και ματαιωμένος βίος: ο τετριμμένος συμβολισμός ξεπερνάει εν τέλει τον εαυτό του. Ο θάνατος της ομορφιάς καθηλώνει το τρομοκρατημένο βλέμμα του καταναλωτή. Θέλει να μυηθεί, το συντομότερο δυνατόν, στην αγριότητα, στην απεραντοσύνη της ηρεμίας.
Ίσως να μας έχει ξενίσει ο Ουάλας Στήβενς, όταν διαβάσαμε για πρώτη φορά, τελείως απροετοίμαστοι, στην αριστουργηματική του Κυριακή πρωί τους «ακατανόητους» για την μεσογειακή μας ιδιοσυστασία στίχους: «Death is the mother of beauty, mystical, / Within whose burning bosom we devise / Our earthly mothers waiting, sleeplessly» ή όπως μεταφράζει ο Στάθης Καββαδάς: «Ο θάνατος είναι η μητέρα της ομορφιάς η μυστική, / και μες στην πύρινη αγκαλιά της πλάθουμε / γήινες μητέρες που άγρυπνες μάς περιμένουν.» Αν την ίδια ώρα εμβαθύναμε στη νεκρή ωραιότητα του Καούρο Ιζίμα, ίσως να μην προβάλαμε τότε την παραμικρή αντίσταση στην δήθεν απερίσκεπτη επιχειρηματολογία του ποιητή.
——————— ≈ ———————
Οι αληθινοί αυτόχειρες πυκνώνουν στο μεταξύ τις τάξεις τους. Ενίοτε διαδηλώνουν τις προτιμήσεις τους με παράδοξους τρόπους. Δύο εγχώρια φωτομοντέλα, εξ ίσου αναγνωρισμένα στο ευρύτερο εικονοφιλικό σύστημα της Ιαπωνίας η Άι Κάτο και η Μίκα Νακασίμα, προτίθενται να αυτοκτονήσουν μαζί, την στιγμή ακριβώς που ο Ιζίμα θα τις φωτογραφίζει για ένα από τα επόμενα άλμπουμς του. Εκείνος δεν έχει έως σήμερα συναινέσει. Η αποδοχή της πρότασή τους θα ισοδυναμούσε με πανηγυρική εκ μέρους του υποστήριξη της αυτοκτονίας ως ασφαλούς μεθόδου αποσυμπλοκής από την φρενίτιδα του Τόκυο. Πάντως οι συνεργάτιδες του, ευκαιρίας δοθείσης, είναι έτοιμες να προστεθούν στα εκατό, περίπου, άτομα που αυτοκτονούν κάθε μέρα στην Ιαπωνία. Συγκρατώ ότι το 2003 οι αυτόχειρες ανήλθαν στους 33.427, ενώ τέσσερα χρόνια πριν έφτασαν τους 33.048. Από την εποχή της ασιατικής οικονομικής κρίσης, δηλαδή περί το 1997-8, οι αυτοκτονίες είναι κατά τρεις φορές περισσότερες από τους θανάτους από αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Αναζητώ το Εγχειρίδιο της αυτοκτονίας σε κάποιο άλλο ράφι. Πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και ανατυπώνεται συνεχώς. Μπορεί να εκδοθεί μελλοντικά και σε μορφή κόμικς, σε μάνγκα, όπως τα λένε εδώ, ή να γυριστεί και σε ταινία κινουμένων σχεδίων, που οι Ιάπωνες αποκαλούν όχι καρτούνς, αλλά ανιμέ. Ξεφυλλίζω το εγχειρίδιο, σταματώ στα εύληπτα σκίτσα του. Αναζητώ την μετάφραση του στα αγγλικά. Θα κυκλοφορήσει σύντομα. Το κρατώ στα χέρια μου σαν υποθήκη ενός λαού που είδε και αντιμετωπίζει τον θάνατο φιλικά κι επαγγελματικά μαζί, όπως ακριβώς ο σαμουράι έζησε προσαρμοσμένος στις ανάγκες και στην έπαρση του ξίφους του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τρυπήσει βαθιά μ’ αυτό τα σωθικά του.
Κυκλοφορεί μια παρόμοια γαλλική έκδοση, η οποία παρέχει συμβουλές και οδηγίες στους υποψήφιους αυτόχειρες. Ανάλογη είναι, μαθαίνω από την ενημερωμένη πωλήτρια, η στάση και η ειδικότερη υποστήριξη, την οποία προσφέρει σε εκείνους που μελετούν το ύστατο διάβημά τους ο αμερικανικός οργανισμός «Hemlock Society», δηλαδή η «Εταιρεία του Κώνειου».
Το σύνδρομο του σαμουράι διασταυρώνεται με την οικουμενική άρνηση του φορτωμένου με ψεύδη και υποκρισία απατηλού φωτεινού διαστήματος, που αποκαλέσαμε με πείσμα «ζωή»
——————— ≈ ———————
«Σήμερα ζούμε, αλλά αύριο μπορεί όχι. Ο θάνατος αποτελεί ένα τεράστιο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Γιατί να μην τον εκθέτουμε;» διατείνεται συχνά ο Ιζίμα όταν αναφέρεται στην καινοτομία του. Δεν επαίρεται. Του αρκεί να αιχμαλωτίζει την υπέρτατη επίγνωση, την αταραξία του έκθαμβου σώματος, χωρίς περιφράσεις ή παλινωδίες. Οι φωτογραφίες του συνιστούν ήδη σχολή έκφρασης. Κι ίσως να μην ξέρει ότι και ο προλαλήσας Μισέλ ντε Μονταίνι έχει τονίσει σχεδόν τα ίδια. Είναι σαν να αναφέρεται προκαταβολικά στα ήθη του Τόκυο, όταν διασαφηνίζει στο πρώτο βιβλίο των Δοκιμίων του με την ακριβολογία, η οποία χαρακτηρίζει τους πολύπειρους χειρουργούς: «Ο σκοπός του βίου μας είναι ο θάνατος, είναι το αναγκαίο αντικείμενο της στόχευσής μας αν μας τρομάζει, πώς είναι δυνατόν να πάμε ένα βήμα μπροστά δίχως πυρετό; Το γιατρικό για το κοινό των ανθρώπων είναι να μην τον σκέφτονται. Όπως από ποια ζωώδη αναισθησία μπορεί να προέλθει τόσο χονδροειδής τυφλότητα; Γι’ αυτούς το καπίστρι πρέπει να μπαίνει στην ουρά του γαϊδάρου.» Βγαίνω στο δροσερό απόγευμα της Σιντζούκου. Μια ακόμη Παρασκευή οδηγείται στο θορυβώδες τέλος της. Η κίνηση, ο στρόβιλος, η κεντρομόλος δύναμη τώρα φέρνει τον ένα να μπερδεύεται μέσα στα βήματα του άλλου. Η υπερηφάνεια του πλήθους. Σαν ραγδαίο. Δεν κουράζεται άλλωστε ποτέ. Μετά τις ώρες εργασίας μαθαίνει να διεγείρεται. Να εκστασιάζεται μέσα στην λάμψη της στιγμής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Η λίμνη, μτφρ. Καίτη Μπουλούκου-Τσισκάκη, εκδ. Καστανιώτη 1996
Κικέρων, Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, μτφρ. Όλγα Παπακώστα, εκδ. Ωκεανίδα 2003
Μονταίνι, Δοκίμια, βιβλίο πρώτο, μτφρ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, τόμος Α’, εκδ. «Εστίας» 2003
Ουίλιαμ Φώκνερ, Καθώς ψυχορραγώ, μτφρ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. Καστανιώτη 2002
Wallace Stevens, Kυριακή πρωί, μτφρ. Στάθης Καββαδάς, εκδ. Άγρα 1988.