Ήχοι από μέταλλο
Έως τούτο τον καιρό, δηλαδή έως τον όγδοο χρόνο της ηλικίας μου*, δεν γνώριζα ακόμα τη διαφορά ανάμεσα στο κορίτσι και το αγόρι. Γνώριζα τη διαφορά ανάμεσα στη μαμά και τη γιαγιά, η μαμά έκανε φασαρία όταν έμπαινε στο σπίτι. Το κλειδί στην πόρτα έκανε φασαρία, τα τακούνια της, ακόμα και πάνω στο χαλί, έκαναν φασαρία, η τσάντα έκανε μεταλλική φασαρία. Φασαρίες γίνονταν και στους δρόμους, διαδηλώσεις έλεγε η μαμά. Πήγαινε στις διαδηλώσεις μαζί με τις φίλες της, έβαζε η καθεμία την τσάντα στον ώμο και έφευγαν. Να με θυμάσαι, έλεγε καθώς έβγαινε από την πόρτα χωρίς να κοιτάζει κι εγώ έμενα μαζί με τη γιαγιά πίσω από την πόρτα. Μετά η γιαγιά πήγαινε για ύπνο.
Κι ο θείος Λάμπρος πήγαινε στις διαδηλώσεις, τι έβαζε στον ώμο δεν έβλεπα. Τον έβλεπα από το μπαλκόνι όταν επέστρεφε από τις φασαρίες, τις διαδηλώσεις, με δύο μεγάλα ξύλα στον ώμο, καδρόνια έλεγε η μαμά. Τρύπωνε στο καμαράκι της αυλής μαζί με τη μαμά, εκεί είχε ησυχία, και εγώ από το μπαλκόνι φώναζα από μέσα μου, θείεεεε, αλλά δεν απαντούσε. Ίσως, επειδή είχε γυρισμένη την πλάτη δεν απαντούσε αφού με την πλάτη δεν μπορούσε να διαβάσει τα χείλη μου, γι’ αυτό φώναζα και με τα χέρια, θείεεεεε, θα με πάρεις στον ώμο σου; χτύπαγα με το φαράσι τα κάγκελα του μπαλκονιού, εκείνος δεν απαντούσε αλλά ούτε η γιαγιά ξύπναγε.
Έως τούτο τον καιρό, δηλαδή έως τον όγδοο χρόνο της ηλικίας μου,* γνώριζα ότι τα λόγια σταματούσαν πάνω στα χείλη αλλά ακόμα δεν γνώριζα ότι οι ήχοι χωρίς ανταπόκριση είχαν μεταλλική γεύση.
*Πρώτη φράση της Αυτοβιογραφίας της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου.
Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου