Να με θυμάσαι: Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Εύα Μ. Μαθιουδάκη, Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου, Βάσω Σπηλιοπούλου

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.
————————————————————————

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:

«Να με θυμάσαι»

Meister Des Hausbuches (1480-1485), «Οι εραστές της Γκόθα» (118,00 X 82,50 εκ.)
Meister Des Hausbuches (1480-1485), «Οι εραστές της Γκόθα» (118,00 X 82,50 εκ.)


Τρίτη απόγευμα, αργά

«Η κολλώδης γεύση από το σάλιο σου.»
«Η μυρωδιά που έχουν τα παπούτσια σου όταν τα βγάζεις.»
«Μυρίζουν;»
«Σσσς.»
«Ναι. Συγγνώμη. Το σημάδι που αφήνει το λάστιχο από την κιλότα στη μέση σου.»
«Δεν μ’ αρέσει η λέξη κιλότα. Οι τρίχες στο κεφάλι σου, μισές γκρίζες, μισές ξανθές.»
«Τα τακούνια σου, όταν πλησιάζεις, πίσω μου.»
«Πώς μιλάς στα παιδιά σου, αυστηρά αλλά γλυκά, όταν είσαι ξαπλωμένος.»
«Ο κοφτός τρόπος που μιλάς γερμανικά.»
«Γεια… Τα αξύριστα γένια σου ανάμεσα στα πόδια μου.» Δεν τον άφησε να απαντήσει. Κάτι θυμήθηκε: «Δεν θα πεθάνουμε, ε;»
Δεν της απάντησε αμέσως. Σαν να μην ήταν σίγουρος. «Θες να σταματήσουμε το παιχνίδι;»
«Όχι, όχι. Μ’ αρέσει.» Κύλησε στο κρεβάτι και έφερε το κεφάλι της πάνω του.
«Σειρά σου. Τι θα σε κάνει να με θυμάσαι, αν με θυμάσαι, αν πεθάνω πρώτος.»
«Χαϊδεύεις τα φύλλα από τα φυτά στο μπαλκόνι. Δεν τα ποτίζεις μόνο. Τους μιλάς και, ίσως να μην το καταλαβαίνεις, τους χαϊδεύεις τα φύλλα ταυτόχρονα.»
«Νόμιζα ότι δεν το είχε προσέξει κανείς. Χμμμ. Είσαι πάντα ένα βήμα πίσω από τη μόδα. Είναι λίγο αστείο. Φαίνεται ότι προσπαθείς, αλλά δεν τα καταφέρνεις. Έτσι δεν μοιάζεις με καμία άλλη.»
«Δεν αργείς ποτέ στα ραντεβού σου», του είπε γρήγορα γιατί δεν ήθελε να σκεφτεί παραπάνω.
Αυτός σήκωσε λίγο το σεντόνι. Θα προτιμούσε να ντυθεί αλλά ήταν λίγο νωρίς ακόμα. Είχε ξεμείνει από έξυπνες λεπτομέρειες που θα μπορούσε να αναφέρει. Έφερε τα δάχτυλα στο στόμα σαν να κάπνιζε ένα αόρατο τσιγάρο. «Αυτό εδώ το παιχνίδι», είπε τελικά.

                          Ιάκωβος Ανυφαντάκης


Πέρα από το χρόνο

[ Μια ανάμνηση από το «Χρονικό του Σαν Μικέλε», του Άξελ Μούντε ]

Η πόρτα έτριξε ελαφρά. Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι του αλλά δεν είδε κανέναν.
Κι όμως δε γελιόταν, κάποιος είχε μπει στο δωμάτιό του. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Από τη μισάνοικτη ξύλινη πόρτα έμπαινε ένα γλυκό φως, χιλιάδες μικρά χνουδάκια, κουρτίνα αραχνοΰφαντη στο μισοσκόταδο.
Πάνω στο γραφείο του εκεί που συνήθιζε να ακουμπά με προσοχή το ρολόι, τα γυαλιά και το κινητό του, βρισκόταν ένας μικρός ανθρωπάκος. Τόσο μικρός όσο η παλάμη του χεριού του, τόσο ηλικιωμένος όσο η αρχαία βελανιδιά στο κτήμα του παππού του.

– Εσύ ποιος είσαι;

– Εγώ ποιος είμαι;

– Σε θυμάμαι, μα νόμισα ότι δε θα σε ξαναέβλεπα ποτέ.

– Τι είναι αυτό το τικ τακ; και έδειξε το ρολόι του.

– Είναι μια μηχανή που μετρά το χρόνο.

– Παράξενο· ήμουν σίγουρος ότι άκουσα ανάσα μικρού παιδιού πριν ανοίξω την πόρτα, την ανάσα του παιδιού που ήσουν κάποτε, αλλιώς δε θα τολμούσα να σε πλησιάσω.

– Πώς ήμουν παιδί;

– Δύσκολος, όπως τώρα.

– Να σε πάρω μαζί μου;

-– Ο δρόμος που δείχνει το ρολόι σου δεν έχει γυρισμό, όμως εσύ να με θυμάσαι.

Λίγες ημέρες αργότερα, φυτεύοντας μια αμυγδαλιά στη πίσω αυλή, ένοιωσε μια σκιά πίσω του. Κι αν δεν τον είχε τυφλώσει το φως του μεσημεριού μπορεί και να είχε δει το ξωτικό του κήπου τους να τον καλεί να φύγουν μαζί, καβάλα στη χελώνα.

Εύα Μ. Μαθιουδάκη


Ήχοι από μέταλλο

Έως τούτο τον καιρό, δηλαδή έως τον όγδοο χρόνο της ηλικίας μου*, δεν γνώριζα ακόμα τη διαφορά ανάμεσα στο κορίτσι και το αγόρι. Γνώριζα τη διαφορά ανάμεσα στη μαμά και τη γιαγιά, η μαμά έκανε φασαρία όταν έμπαινε στο σπίτι. Το κλειδί στην πόρτα έκανε φασαρία, τα τακούνια της, ακόμα και πάνω στο χαλί, έκαναν φασαρία, η τσάντα έκανε μεταλλική φασαρία. Φασαρίες γίνονταν και στους δρόμους, διαδηλώσεις έλεγε η μαμά. Πήγαινε στις διαδηλώσεις μαζί με τις φίλες της, έβαζε η καθεμία την τσάντα στον ώμο και έφευγαν. Να με θυμάσαι, έλεγε καθώς έβγαινε από την πόρτα χωρίς να κοιτάζει κι εγώ έμενα μαζί με τη γιαγιά πίσω από την πόρτα. Μετά η γιαγιά πήγαινε για ύπνο.

Κι ο θείος Λάμπρος πήγαινε στις διαδηλώσεις, τι έβαζε στον ώμο δεν έβλεπα. Τον έβλεπα από το μπαλκόνι όταν επέστρεφε από τις φασαρίες, τις διαδηλώσεις, με δύο μεγάλα ξύλα στον ώμο, καδρόνια έλεγε η μαμά. Τρύπωνε στο καμαράκι της αυλής μαζί με τη μαμά, εκεί είχε ησυχία, και εγώ από το μπαλκόνι φώναζα από μέσα μου, θείεεεε, αλλά δεν απαντούσε. Ίσως, επειδή είχε γυρισμένη την πλάτη δεν απαντούσε αφού με την πλάτη δεν μπορούσε να διαβάσει τα χείλη μου, γι’ αυτό φώναζα και με τα χέρια, θείεεεεε, θα με πάρεις στον ώμο σου; χτύπαγα με το φαράσι τα κάγκελα του μπαλκονιού, εκείνος δεν απαντούσε αλλά ούτε η γιαγιά ξύπναγε.

Έως τούτο τον καιρό, δηλαδή έως τον όγδοο χρόνο της ηλικίας μου,* γνώριζα ότι τα λόγια σταματούσαν πάνω στα χείλη αλλά ακόμα δεν γνώριζα ότι οι ήχοι χωρίς ανταπόκριση είχαν μεταλλική γεύση.

*Πρώτη φράση της Αυτοβιογραφίας της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου.

Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου


Μηλόπιτα στα δύο

Συχνά σε θυμάμαι κι ανακαλώ στη μνήμη μου στιγμές, όμορφες ή θλιβερές, καθημερινές κι επίσημες. Σ’ ακούω τότε να γελάς μ’ εκείνο το γέλιο σαν αγκομαχητό, σε βλέπω να μαγειρεύεις γυμνός στην κουζίνα, ή βρισκόμαστε ψηλά στο λόφο, στο νησί –το πρώτο μας Πάσχα– τυλιγμένοι κι οι δυο στην ομίχλη.

Προχτές το απόγευμα, μπήκες σε μια στάση του μετρό και κάθισες στη διπλανή σειρά καθισμάτων. Δεν ξέρω αν με είδες, έστρεψα το πρόσωπό μου προς το παράθυρο. Σάστισα. Όλο το πρωινό σε σκεφτόμουν επίμονα. Κι εκείνη τη στιγμή σιγουρεύτηκα ότι με σκεφτόσουν κι εσύ.

Όταν όμως με θυμάσαι πρώτος, η σκέψη σου διανύοντας αστραπιαία την όποια απόσταση μας χωρίζει –έχει, λένε, ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός– εισβάλλει ορμητικά στο νου μου, καταργώντας κάθε άλλη σκέψη. Κι ενώ διορθώνω προσηλωμένη διαγωνίσματα ή χαζεύω ανέμελη κάποια βιτρίνα, ενώ υπογραμμίζω με κόκκινο το λάθος στην κόλα ενός μαθητή ή αναρωτιέμαι αν θα προτιμήσω τα παπούτσια με το τακούνι και το λουράκι στον αστράγαλο ή τις μαύρες μπαλαρίνες, αρχίζω στα καλά καθούμενα να θυμάμαι πώς φιλιόμασταν κάτω από την Ακρόπολη σαν έφηβοι ή πόσο ανόητη ένιωσα εκείνο το Σαββατόβραδο όταν μου ανακοίνωσες πως είχες ερωτευτεί μια άλλη. Τη στιγμή μάλιστα που κάρφωνα με το πιρούνι την μηλόπιτα και μού ’κοψες την όρεξη μαχαίρι. Τη μοίρασες μετά στα δυο κι ήταν σα να βρισκόμουν σε χειρουργικό τραπέζι, σε επέμβαση χωρίς αναισθησία.

Δε θέλω να με θυμάσαι. Όταν θυμάσαι θυμάμαι και αναμοχλεύονται εικόνες, λόγια, χειρονομίες. Στιγμές αγάλματα, ασήκωτα βάρη.

Βάσω Σπηλιοπούλου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: