Τρίτη Λυκείου

Τρίτη Λυκείου

Χα­μη­λά, πο­λύ χα­μη­λά στην εκτί­μη­σή του ήταν αυ­τή η αί­σθη­ση, η αί­σθη­ση της από­λυ­της υπε­ρο­χής απέ­να­ντι στους συ­νο­μή­λι­κους που εί­χαν πα­ντρευ­τεί, και όσο κι αν προ­σπα­θού­σε ήταν αδύ­να­το να μειώ­σει μέ­σα στο κε­φά­λι του την ηχώ της. Χαι­ρό­ταν όταν τους έβλε­πε με σκυμ­μέ­νους ώμους να σπρώ­χνουν ένα κα­ρό­τσι με παι­δί μέ­σα, ζα­λω­μέ­νοι δια­γώ­νια την τσά­ντα με τα αντι­με­τώ­πι­στρα των ανα­γκών του, ελα­φρά αξύ­ρι­στοι και με βα­ρειά μά­τια από το πρω­ι­νό ξύ­πνη­μα, με τσα­λα­κω­μέ­να πα­ντε­λό­νια και λε­κια­σμέ­να στους ώμους μπλου­ζά­κια. Ένα χα­μό­γε­λο απα­ξιω­τι­κό, αλα­ζο­νι­κό και απα­στρά­πτον μέ­σα απ’ το οποίο διέ­φευ­γε μια άχρω­μη «κα­λη­μέ­ρα» ήταν η απά­ντη­σή του σε όλες τις οχλή­σεις, για­τί σαν οχλή­σεις έβλε­πε τις προ­σπά­θειές τους να επι­κοι­νω­νή­σουν μα­ζί του στις τυ­χαί­ες συ­να­ντή­σεις τους στον δρό­μο ή αλ­λού. Αλ­λού; Μα δεν σύ­χνα­ζαν αλ­λού αυ­τοί. Αυ­τοί. Με αυ­τούς εί­χε δια­νύ­σει την εφη­βεία του. Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση λοι­πόν δεν ήθε­λε να τους μειώ­νει με αυ­τόν τον τρό­πο. Το χα­μό­γε­λο που συ­νό­δευε το χαι­ρέ­κα­κο πε­τά­ρι­σμα στην καρ­διά του έβγαι­νε από μό­νο του.
Τον εί­πα­νε «καη­μέ­νο» μια μέ­ρα, στέ­κο­νταν όρ­θιοι δυο απ’ αυ­τούς, πί­σω από τις κού­νιες, με το ένα χέ­ρι στο λου­ρί της τσά­ντας και το άλ­λο κρε­μα­σμέ­νο στην αλυ­σί­δα που κρά­τα­γε το πλα­στι­κό κα­θι­σμα­τά­κι, και έτσι όρ­θιοι πά­νω στο ελα­στι­κό δά­πε­δο της παι­δι­κής χα­ράς τον εί­πα­νε «καη­μέ­νο». Η Μά­γδα, αντι­πα­θη­τι­κή όσο και το κα­κό­η­χο όνο­μά της, του το εί­πε. Ψη­λά στα τα­κού­νια της η κο­ντή Μά­γδα δί­πλα στο φαρ­δύ αυ­το­κί­νη­τό της με την βα­θειά φω­νή της του εί­πε ακρι­βώς: «Σε απο­κά­λε­σαν καη­μέ­νο» χω­ρίς όμως να χαί­ρε­ται, χω­ρίς να δεί­χνει την πα­ρα­μι­κρή μνη­σι­κα­κία για το επει­σό­διο στην τρί­τη λυ­κεί­ου, μάλ­λον με έν­νοια, ναι, με έν­νοια, με αυ­τήν την λέ­ξη που ο ίδιος σι­χαί­νε­ται και στην θέ­ση της χρη­σι­μο­ποιεί το εν­δια­φέ­ρον, αλ­λά τώ­ρα που αφο­ρά τον ίδιο του φά­νη­κε ται­ρια­στή, κα­τα­πραϋ­ντι­κή, κα­θη­συ­χα­στι­κή.

«Μα­γδα­λη­νή», κι εκεί­νη ρώ­τη­σε: «Ορί­στε;» πά­νω από την μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα
«Κα­λή δου­λειά» και με­τά «Μα­γδα­λη­νή εί­ναι πο­λύ όμορ­φο όνο­μα», εί­πε προς το κε­νό που εί­χε αφή­σει το αυ­το­κί­νη­το ανά­με­σα στα παρ­κα­ρι­σμέ­να.

«Μα­γδα­λη­νή» σκέ­φτη­κε την ώρα που έμπαι­νε στο γρα­φείο. Του φαι­νό­ταν τώ­ρα πως φύλ­λα από κά­ποιο άγνω­στο δέ­ντρο έπε­φταν τρι­γύ­ρω κά­θε φο­ρά που έλε­γε το όνο­μά της, στέ­κο­νταν χω­ρίς να ακου­μπούν στα χαρ­τιά, στο πλη­κτρο­λό­γιο, στους φα­κέ­λους, στα ενη­με­ρω­τι­κά, στο συρ­ρα­πτι­κό και στην μο­λυ­βο­θή­κη, με­ρι­κά επέ­πλε­αν ήδη στον κα­φέ του. «Μα­γδα­λη­νή», σκέ­φτη­κε μό­λις άφη­σε τον εαυ­τό του να πέ­σει απα­λά από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο του έκτου. Χα­μη­λά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: