Πάνθεια και Αβραδάτας
Άρμα τού βασιλιά των Σούσων Αβραδάτα
με τέσσερα τιμόνια και οκτώ άλογα.
Από την Πάνθεια το άρμα λαμπροστολισμένο.
Αυτή την ώρα τού φοράει τον εξοπλισμό του,
(που έφτιαξε με τα στολίδια της)
ενώ στα μάγουλά της δάκρυα κυλούν.
Λινός ο θώρακας
(σύμφωνα με την ντόπια τους συνήθεια).
Χρυσό το κράνος και τα περιβραχιόνια.
Πλατιά βραχιόλια
για των χεριών του τους καρπούς.
Χιτώνας κόκκινος που φτάνει ως τα πόδια,
στο κάτω μέρος πτυχωτός.
Λοφίο με χρώμα υάκινθου βαμένο.
Παίρνει απ' τον ηνίοχο τα χαλινάρια
και πριν ανέβει (μπροστά στην πόρτα του άρματος),
βάζει το χέρι του στης Πάνθειας το κεφάλι.
Στον ουρανό τα μάτια του σηκώνει
και λέει: «Μέγιστε Δία αξίωσέ με να φανώ
άντρας αντάξιος τής Πάνθειας,
φίλος αντάξιος του Κύρου που μας τίμησε».
Κι ανέβηκε στο άρμα ο Αβραδάτας
και ο ηνίοχος κλείνει την πόρτα.
Η Πάνθεια γεμίζει με φιλιά το άρμα.
Κι ενώ ο Αβραδάτας προχωρούσε
η Πάνθεια τον ακολουθούσε,
ώσπου ο Αβραδάτας γύρισε πίσω ,
την είδε και είπε: «Κουράγιο, Πάνθεια,
έχε γεια και γύρνα πια πίσω!»
Κι ο Αβραδάτας οδεύει στον ανεπίστρεπτο δρόμο του
πριν την μεγάλη αναμέτρηση.
Σημ. Ο Αβραδάτας, ως σύμμαχος του Κύρου σ' αυτή την μάχη εναντίον των Λυδών, σκοτώθηκε και όταν το έμαθε η Πάνθεια, αυτοκτόνησε.