Η Κάριν Μπόγιε γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1900 στο Γετεμπόργι και αυτοκτόνησε στο Αλιγκσός, στις 24 Απριλίου του 1941. Σπουδαία ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια, σήμερα κατατάσσεται στους κλασικούς της Σουηδικής ποίησης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Πνεύμα ανατρεπτικό και ελεύθερο τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό της βίο ήταν συντάκτρια της εφημερίδας Κλαρτέ, χώρισε από τον σύζυγό της Λέιφ Μπιόργκ και συζούσε με την Εβραιο-Γερμανίδα Μάργκοτ Χανέλ, μια εποχή που η ομοφυλοφιλία στη Σουηδία ήταν παράνομη. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Σπέκτρουμ. Στο σημαντικό δοκίμιό της «Η γλώσσα πέρα από τη λογική» διατυπώνει θέσεις για μια νεοτερική ποιητική βασισμένη στην ψυχανάλυση, και τη θεώρηση της γλώσσας ως άρρηκτα συνδεδεμένης με το ασυνείδητο και το χθόνιο (Svedjedal 2011). Τα έργα της έχουν επανειλημμένα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πρόκειται για ενορατική και διορατική ποίηση όπου το ποιητικό υποκείμενο υπό το πρίσμα ψυχαναλυτικών θεωρήσεων και πνευματιστικών αποχρώσεων καταβυθίζεται στα άδυτα του ψυχισμού απ’ όπου συλλέγει μαργαριτάρια. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Σύννεφα (1922), Κρυμμένη Χώρα (1924), Οι εστίες (1927), Για χάρη του δέντρου (1935, από την οποία και τα δύο ποιήματα που δημοσιεύουμε εδώ), Τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα» (μεταθανάτια έκδοση 1941). Επίσης εξέδωσε τα πεζά: Αστάρτη (1931), Η ικανότητα ξυπνάει (1933), Κρίση (1934), Συμφωνίες (1934), Πολύ λίγο (1936), Καλλάκια και Εκτός λειτουργίας» (1940). Δ.Κ.-Χ.
Βαλπουργία νύχτα / Αυτή τη στιγμή
Βαλπουργία νύχτα
Στέκομαι τελικά μπρος στο μοιραίο βουνό.
Τριγύρω σαν σύννεφα
συσσωρεύονται καταιγίδας μορφές άμορφες, λυκόφωτος θηρία,
μαύρα φτερά,
μάτια που φωσφορίζουν.
Στέκομαι; Προχωρώ; Ο δρόμος απλώνεται σκοτεινός.
Σταματώ ήσυχα εδώ στους πρόποδες του βουνού,
τότε κανείς δε μ' αγγίζει.
Ήρεμα, μπορώ να δω τον αγώνα τους σαν παιχνίδι ομίχλης στον αέρα,
εγώ η ίδια ωστόσο ένα βλέμμα κενό.
Αλλά αν προχωρήσω, αν προχωρήσω, τότε δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο.
Γι' αυτόν που ρίχνει αυτά τα βήματα
η ζωή γίνεται μύθος.
Εγώ η ίδια φωτιά
θα ιππεύσω πυρωμένα σερνάμενα φίδια.
Εγώ η ίδια άνεμος
θα πετάξω σε φτερωτούς χαρταετούς.
Εγώ η ίδια ένα τίποτα
εγώ η ίδια χαμένη στη θύελλα
νεκρή ή ζωντανή ρίχνομαι προς τα μπρος, μια μοίρα αφόρητου μέλλοντος.
Αυτή τη στιγμή
Κανένας ουρανός καλοκαιρινής νύχτας δεν εισχωρεί
απνευστί τόσο βαθιά στην αιωνιότητα,
καμία λίμνη, όταν απαλύνει η ομίχλη,
αδεν αντικατοπτρίζει τέτοια γαλήνη
όπως αυτή τη στιγμή --
που τα όρια της μοναξιάς αφανίζονται
και τα μάτια γίνονται διάφανα
και οι φωνές γίνονται απαλές σαν τον άνεμο
και δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κρύψεις.
Πώς μπορώ πλέον να φοβάμαι;
Ποτέ δε θα σε χάσω.