————————
Επέτειος: 70 χρόνια Peanuts
————————
Η παρέα «εβδομηντάρισε» (αλλά δε λέει να γεράσει)
Το online λεξικό της αμερικανικής αργκό, ορίζει την έκφραση «peanuts» ως εξής: «Οποιοδήποτε μικρό ή ασήμαντο, άτομο ή πράγμα». Κι όμως, με αυτή ακριβώς την ονομασία εμφανίστηκε, ακριβώς πριν 70 χρόνια, μια παρέα πιτσιρικάδων στα κόμικς. Μπορεί να ήταν μικροί (στο μπόι), αλλά ουδόλως ασήμαντοι, όπως απέδειξαν.
Δημιουργήματα του Αμερικανού σκιτσογράφου Τσαρλς Μ. Σουλτς (1922-2000), τα Peanuts εμφανίστηκαν σε μορφή κόμικ-στριπ στις σελίδες των εφημερίδων τον Οκτώβριο του 1950 και δημοσιεύονταν –ανελιπώς!– μέχρι το θάνατο του δημιουργού τους, το 2000 (στην Ελλάδα, η πρώτη δημοσίευση έγινε τη δεκαετία του ’70 από το περιοδικό Ταχυδρόμος). Εφέτος, τόσο στην Αμερική όσο και σε δεκάδες άλλες χώρες του κόσμου που αγαπήθηκε αυτό το κόμικς, εορτάστηκε μια διπλή, «στρογγυλή» επέτειος: 70 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση των Peanuts και 20 χρόνια από το θάνατο του Τσαρλς Μ. Σουλτς.
Τι έκανε όμως, αυτά τα πιτσιρίκια τόσο αξιαγάπητα και τη σειρά μια από τις πιο δημοφιλείς και επιδραστικές στην ιστορία των κόμικς; Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν πρωταγωνιστούν μόνο παιδιά, με τους ενήλικες να εμφανίζονται ή «ακούγονται» σπανίως. Η απάντηση βρίσκεται στους χαρακτήρες που αποτελούν τον ανήλικο θίασο. Αυτά τα παιδιά συμπεριφέρονται και αντιδρούν ως ενήλικες. Οι καταστάσεις που ζουν είναι κωμικές, αλλά το χιούμορ είναι ένα ελαφρύ πέπλο που καλύπτει την υποφώσκουσα θλίψη. Η σκληρότητα κρύβεται πίσω από το γέλιο και στο βάθος των εικόνων υπάρχει μια κραυγή απελπισίας, αριστοτεχνικά δομημένη από τον Τσαρλς Μ. Σουλτζ. Βγάζοντας το καπέλο για το επίπεδο της δουλειάς του, ο επίσης σπουδαίος συνάδελφος (και συμπατριώτης του), Τζουλ Φάιφερ, είχε πει: «Τα Peanuts είναι ένα κόμικ-στριπ με φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές και κοινωνιολογικές αποχρώσεις. Το χιούμορ είναι ψυχολογικά περίπλοκο και οι αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων δημιουργούν ένα κουβάρι που οδηγεί τις ιστορίες τους».
Ο βασικότερος χαρακτήρας των Peanuts, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο υπόλοιπος θίασος, είναι ο Τσάρλι Μπράουν. Αυτός, άλλωστε, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τη μακρόχρονη πορεία τού κόμικ-στριπ. Στην πρώτη δημοσίευση των Peanuts, μια ιστορία που εκτεινόταν σε 4 εικόνες, ο Τσάρλι Μπράουν περπατά έχοντας στο πλάι του δύο άλλα πιτσιρίκια, τον Σέρμι και την Πάτι. Εξαρχής, ο Σουλτζ περιέγραψε αδρά τους χαρακτήρες και την ατμόσφαιρα: Στις 3 πρώτες εικόνες ο Σέρμι παινεύει τον Τσάρλι Μπράουν. Στην τελευταία, γυρίζει και ομολογεί στην Πάτι πόσο πολύ τον μισεί.
Κι όμως, ο Τσάρλι Μπράουν είναι ένας πράος, αθώος, ευγενικός και ντροπαλός χαρακτήρας. Ένα παιδί που διακατέχεται από ελπίδα και αποφασιστικότητα, αλλά αποτυγχάνει διαρκώς, λόγω της αμφιβολίας και της ανασφάλειας που τον βασανίζουν, αλλά και εξαιτίας ανεπιθύμητων εξωτερικών παρεμβάσεων, ή, πιο απλά, λόγω κακής τύχης. Ο Τσάρλι Μπράουν απέδειξε σε απειράριθμες ιστορίες πόσο ανίκανος είναι ακόμα και στο πέταγμα ενός χαρταετού, ή στην απόκρουση μιας, έστω, μπαλιάς στο μπέιζμπολ που επιδίδεται η παρέα.
Το μεγαλύτερο βάσανο στη ζωή του Τσάρλι Μπράουν (του μόνου που αναφέρεται από τους υπόλοιπους με το πλήρες ονοματεπώνυμό του) είναι η Λούσι, μια πιτσιρίκα που τον κοροϊδεύει και τον αμφισβητεί διαρκώς. Αποτελεί τον πιο σημαντικό χαρακτήρα ανάμεσα στα κορίτσια της παρέας. Μουτρωμένη, δογματική, μηχανορράφος, και πάντα προσεκτική (ώστε να μην της ξεφεύγουν τα λάθη και οι αστοχίες του Τσάρλι Μπράουν), η Λούσι έχει ως κύρια ασχολία τη συστηματική καταστροφή του ηθικού του άτυχου φίλου της. Όταν δεν ασχολείται μαζί του, απολαμβάνει τις νότες από το πιανάκι του Σρέντερ.
Ο Σρέντερ εμφανίστηκε στα Peanuts λίγο αργότερα (1951) και δεν άργησε να ξεχωρίσει χάρη στις μουσικές επιδόσεις του. Αυτό που τον χαρακτήρισε από την πρώτη στιγμή, είναι η λατρεία που τρέφει για τον Μπετόβεν. Ο απόλυτος σεβασμός του προς το «μεγάλο δάσκαλο», όπως τον αποκαλεί, εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, στα γενέθλια του Μπετόβεν (16 Δεκεμβρίου) ο Σρέντερ δίνει πάντα μια δημόσια συναυλία με ακροατές την παλιοπαρέα. Αντί αμοιβής, κάνει έρανο με απώτερο σκοπό να κτίσει ένα μαυσωλείο προς τιμήν του μεγάλου συνθέτη, στις όχθες του Ρήνου.
Δύο ακόμα χαρακτήρες ξεχωρίζουν στα Peanuts, κρατώντας συχνά τα σκήπτρα του –απόλυτου- πρωταγωνιστή. Ο ένας είναι τετράποδος και ο άλλος σχεδόν… μπουσουλάει. Ο λόγος για τον Σνούπι, τον σκύλο του Τσάρλι Μπράουν, και τον Λάινους, το μικρότερο αδελφάκι της Λούσι. Ο Λάινους «γεννήθηκε» στις εικόνες του κόμικ-στριπ, τρία χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση της σειράς. Η παρουσία του αποδείχθηκε καταλυτική, τόσο για τα υπόλοιπα μέλη της παρέας όσο και για το αναγνωστικό κοινό. Η κλασική εικόνα του, μάλιστα, κάνοντας πιπίλα και σφιχταγκαλιάζοντας την αχώριστη κουβερτούλα του αποτελεί, πλέον, σημείο αναφοράς αρκετών ψυχαναλυτών και παιδοψυχολόγων. Ο ίδιος ο Λάινους, περιγράφοντας αυτή την αταβιστική συνήθεια, έχει δηλώσει σε μια ιστορία: «Το πιπίλισμα του δάχτυλου χωρίς την κουβέρτα, είναι σαν να γλύφεις χωνάκι χωρίς παγωτό». Ο Λάινους είναι ένα έξυπνο μωρό με ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία, που επιδίδεται σε παθιασμένους μονολόγους. Ταυτόχρονα, είναι ένα εύθραυστο πλάσμα που καταρρέει χωρίς την κουβέρτα ασφαλείας του. Είναι σε θέση, πάντως, να εξαλείφει (έστω και προς στιγμή) τις ψυχολογικές ανισορροπίες του, υιοθετώντας συμπεριφορές και επιτυγχάνοντας αποτελέσματα που φανερώνουν εντυπωσιακή ευφυΐα.
Από τη δική του πλευρά ο Σνούπι δεν ανήκει σε κανένα και απλώς δέχεται να μένει στην πίσω αυλή του σπιτιού του Τσάρλι Μπράουν. Τολμηρός και εξωστρεφής, προσπαθεί να συμμετέχει σε κάθε δραστηριότητα της παρέας. Για λόγους που πιθανώς προέρχονται από την εγκατάλειψή του από τη μητέρα του όταν ήταν κουτάβι, κυνηγάει επίμονα τις φιλίες και το φαγητό (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά). Έστω και μόνο στη φαντασία του, ο Σνούπι είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, σπουδαίος αθλητής, εντυπωσιακός εφευρέτης, κάτοικος πολυτελούς σκυλόσπιτου και ο πιο ένδοξος πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, που κατατροπώνει στους αιθέρες το θρυλικό Κόκκινο Βαρόνο. Το 1969 η ΝΑΣΑ, αποτίνοντας φόρο τιμής στο πνεύμα της περιπέτειας που χαρακτηρίζει τον Σνούπι, έδωσε το όνομά του στο σεληνιακό όχημα της αποστολής «Απόλλων 10».
Το μυστικό της επιτυχίας των Peanuts είναι ότι ο κόσμος τους δεν αποτελείται από δισδιάστατες φιγούρες, αλλά από ζωντανούς χαρακτήρες με σύνθετη προσωπικότητα. Ο Τζέιμς Σ. Κάουφμαν, βοηθός καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δημοσίευσε πριν μερικά χρόνια στο περιοδικό Psychology Today μια μελέτη με τίτλο «Η Θεωρία της Προσωπικότητας». Σε αυτήν ανέλυε με τα εργαλεία της επιστήμης του, την προσωπικότητα των πέντε βασικών χαρακτήρων του στριπ. Ο τίτλος που συνόδευε το ψυχολογικό τους προφίλ ήταν κατά σειρά παρουσίασης στη μελέτη: 1) Τσάρλι Μπράουν = Νεύρωση. 2) Λούσι = Ανικανοποίητο. 3) Σρέντερ = Ευσυνειδησία. 4) Λάινους = Δεκτικότητα στην εμπειρία. 5) Σνούπι = Εξωστρέφεια.
Δεν ήταν όμως μονάχα αυτοί οι πέντε. Στην 50χρονη ζωή των Peanuts, η παρέα διευρύνθηκε σημαντικά αποκτώντας πολλά νέα μέλη. Είναι η αδελφούλα του Τσάρλι Μπράουν, Σάλι, που ήλθε στον κόσμο των Peanuts το 1960. Χαριτωμένη, αστεία, φιλική, γλυκιά και αθώα από τη μια μεριά, τεμπέλα, αφελής, ανασφαλής και ενίοτε εγωκεντρική από την άλλη. Αυτό όμως που κυρίως τη χαρακτηρίζει, είναι το πρόβλημα που έχει με τη λανθασμένη χρήση των λέξεων, τόσο στην ομιλία όσο και στη γραφή. Ένα από τα πιο συχνά αστεία στις ιστορίες που πρωταγωνιστεί, είναι οι σχολικές αναφορές που δίνει ενώπιον της τάξης. Γεμάτες λεκτικά λάθη (που επινοούσε με χιούμορ ο Σουλτζ), τελειώνουν, κατά κανόνα, με μια αίσθηση ταπείνωσης από τα γέλια των συμμαθητών της.
Ο Πιγκ Πεν (πρώτη εμφάνιση το 1953) είναι γνωστός για την… ανεξίτηλη βρόμα του, καθώς και από το σύννεφο σκόνης και ακαθαρσίας που τον ακολουθεί όπου και αν πηγαίνει. Ο ίδιος είναι υπερήφανος για τη ρυπαρότητά του, επιμένοντας ότι το σύννεφο που τον περιβάλλει είναι «σκόνη αρχαίων πολιτισμών». Η φακιδιάρα Πάτι (πρώτη εμφάνιση το 1966) είναι το αγοροκόριτσο της παρέας. Διακρίνεται για την επίμονη συνήθειά της να κατανοεί λάθος βασικές έννοιες και ιδέες που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν προφανείς, ενώ αγνοεί επιδεικτικά οποιαδήποτε συμβουλή ή διόρθωση. Ένας από τους πιο ιδιότυπους ήρωες της σειράς, τουλάχιστον ως προς το όνομά του, είναι ο Νο 5 (πρώτη εμφάνιση το 1963). Ο αριθμός αντί ονόματος έχει το δικό του ενδιαφέρον, φανερώνοντας το ιδιαίτερο χιούμορ του Σουλτζ. Το πλήρες όνομα του πιτσιρίκου είναι 555795472 και το «5» αποτελεί το –ευκολομνημόνευτο- παρατσούκλι του. Όλο αυτό προήλθε ως έκφραση διαμαρτυρίας του πατέρα του, κατά της σταδιακής εισβολής των αριθμών στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Έτσι, ο εννεαψήφιος αριθμός του «επίσημου» ονόματος του πιτσιρίκου προήλθε από τον ταχυδρομικό κώδικα του σπιτιού τους. Όσο για τις δύο μεγαλύτερες αδελφές του 5, που σουλατσάρισαν κατά καιρούς στις εικόνες του κόμικ-στριπ, είχαν βαφτιστεί από τον μπαμπά τους (κατά σειρά γέννησης) «3» και «4».
Ο Τσαρλς Μ. Σουλτζ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με ζητήματα ισότητας των φύλων και των φυλών. Έτσι κι αλλιώς αυτά ενυπήρχαν ως αυτονόητα στις ιστορίες του, πριν ακόμα προκύψουν ως επιτακτικά κοινωνικά αιτήματα. Για παράδειγμα, στην ομάδα μπέιζμπολ συμμετείχαν και τρία κορίτσια της παρέας. Όσο για τη φυλετική ισότητα (διαχρονική πληγή της αμερικανικής κοινωνίας) η άποψη του Σουλτζ εκφράστηκε με την εμφάνιση ενός νέου μέλους των Peanuts, τον Ιούλιο του 1968. Η χρονική στιγμή δεν ήταν τυχαία. Μόλις τρεις μήνες νωρίτερα είχε δολοφονηθεί ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μεγάλες ταραχές σε πολλές αμερικανικές πόλεις. Έντεκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Κινγκ, μια δασκάλα από το Λος Άντζελες ονόματι Χάριετ Γκλίκμαν έστειλε ένα γράμμα στον Σουλτζ, παροτρύνοντάς τον να προσθέσει το χαρακτήρα ενός μικρού μαύρου στις ιστορίες του. Το αίτημά της (μαζί με τον απόηχο των ημερών) εισακούστηκε και έτσι προέκυψε ο Φράνκλιν, ένα αφροαμερικανάκι που του αρέσει να απαγγέλει αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης και δεν διακατέχεται από άγχη ή εμμονές. Η αρμονική συνύπαρξή του με λευκούς συμμαθητές και μέλη της παρέας ήταν ο τρόπος του Σουλτζ να διαδώσει την ιδέα της φιλίας μεταξύ παιδιών διαφορετικής φυλής.
Το ομαδικό πορτρέτο της πολυπληθούς παρέας συμπληρώνει ένας λιλιπούτειος χαρακτήρας, με παράξενη λαλιά. Ο Γούντστοκ είναι ένα πουλάκι που αποτελεί άγνωστο είδος στην –επίσημη– ορνιθοπανίδα. Ο Γούντστοκ είναι περισσότερο γνωστός ως φίλος του Σνούπι, του μόνου που μπορεί να καταλάβει τα λόγια του φτερωτού μίνι ήρωα. Όταν τα λόγια αυτά απεικονίζονται στα καρεδάκια του κόμικ-στριπ θυμίζουν ιερογλυφικά ή μουντζούρες, με τον Σνούπι να μεταφράζει στους αναγνώστες τι ακριβώς λέει ο φίλος του. Αν τα λόγια του Γούντστοκ χρειάζονται μετάφραση, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους άλλους ήχους που βγάζει. Όλοι εύκολα κατανοητοί, καθ’ ότι ανθρώπινοι: χασμουρητά, γέλια, στεναγμοί, ή ένα μεγάλο «Ζ» που υποδεικνύει ότι κοιμάται. Ο Σουλτζ εμπλούτισε τα εκφραστικά μέσα του πουλιού και με δύο σημεία στίξης: το θαυμαστικό και το ερωτηματικό, για να υποδηλώσει τον εενθουσιασμό ή τις απορίες του. Αν και έκανε την παρθενική του πτήση το 1967, ο Γούντστοκ παρέμεινε χωρίς όνομα μέχρι το 1970. Μόλις τότε «βαφτίστηκε», επιτέλους, από τον Σουλτζ, προς τιμή του ομώνυμου μουσικού φεστιβάλ που είχε γίνει ένα χρόνο πριν. Πηγή έμπνευσης υπήρξε το οπτικό σύμβολο του φεστιβάλ: ένα πουλί πάνω σε μια κιθάρα.
Με την πάροδο του χρόνου και ακολουθώντας τα κελεύσματα των καιρών, ο Αμερικανός δημιουργός σχολίασε τα πάντα: από τον πόλεμο του Βιετνάμ και την καυτή επικαιρότητα στο εσωτερικό της πατρίδας του, μέχρι τις νέες τάσεις της μόδας και τα επιτεύγματα της επιστήμης. Ο όγκος της δουλειάς του εντυπωσιάζει. Από τις 2 Οκτωβρίου του 1950, που δημοσιεύθηκε η πρώτη ιστορία, μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου του 2000 που διακόπηκε αιφνίδια λόγω θανάτου του δημιουργού, παρήχθησαν συνολικά 17.897 κόμικ-στριπ. Όλα γραμμένα και σχεδιασμένα από τον Σουλτζ. Ο ίδιος είχε περιγράψει τη δουλειά του με αυτά τα λόγια: «Σκιτσογράφος είναι κάποιος που πρέπει να σχεδιάζει το ίδιο πράγμα σε ημερήσια βάση, χωρίς να επαναλαμβάνει τον εαυτό του».
Όταν πέθανε ο Τσαρλς Μ. Σουλτζ , τα «Peanuts» δημοσιεύονταν σε περισσότερα από 2.600 έντυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταφρασμένα σε 21 γλώσσες, με 335 εκατομμύρια αφοσιωμένους αναγνώστες. Οι τελευταίοι έγιναν επίσης φανατικοί τηλεθεατές αρκετών τηλεοπτικών σειρών με κινούμενα σχέδια, κάποια από τα οποία τιμήθηκαν με βραβεία ΕΜΜΥ. Το 1967 οι χαρακτήρες ενσαρκώθηκαν από ηθοποιούς που περιόδευσαν στις ΗΠΑ με το μιούζικαλ «You’re a Good Man, Charlie Brown», ενώ το 2015 κυκλοφόρησε η τρισδιάστατη ταινία μεγάλου μήκους «Ο Σνούπι και ο Τσάρλι Μπράουν – Πίνατς: Η ταινία». Παράλληλα, συνεχίζονται μέχρι σήμερα οι αναδημοσιεύσεις του κόμικ-στριπ σε διάφορες χώρες.
Η μεγαλύτερη τιμή, πάντως, για τον Σουλτζ και τα πιτσιρίκια του προήλθε από την Ευρώπη, με την κυκλοφορία ενός ιταλικού περιοδικού «ψυχή τε και σώματι» (ή μάλλον, τίτλω) αφιερωμένο σε αυτούς. Ήταν το Λάινους (ιταλιστί: Λίνους), από τον ομώνυμο μικρούλη, που εκδόθηκε το 1965 και συνεχίζει ακμαίο μέχρι τις μέρες μας. Ένα επιδραστικό περιοδικό στο χώρο των ιταλικών (και όχι μόνο) κόμικς, που εισήγαγε με την έκδοσή του τα λεγόμενα «ενήλικα» κόμικς. Ο πρόλογος του πρώτου τεύχους ξεκινούσε με τα ακόλουθα λόγια: «Αυτό το περιοδικό είναι αφιερωμένο εξολοκλήρου στα ποιοτικά κόμικς, χωρίς προκαταλήψεις. Κόμικς με ιστορίες σύγχρονες και χαρακτήρες σημαντικούς όπως τα “Peanuts”, που μελετώνται πλέον ως ένα αυθεντικό προϊόν πολιτισμού».
Οι εντυπώσεις από εκείνο το πρώτο τεύχος ολοκληρώνονταν με μια συνέντευξη που έθετε, εξαρχής, τα κόμικς στη σωστή τους βάση. Τόσο εκείνος που έθετε τις ερωτήσεις, όσο και εκείνος που απαντούσε ήταν σημαντικοί εκπρόσωποι της τέχνης και των γραμμάτων. Επρόκειτο για τον Ουμπέρτο Έκο, εκ μέρους του περιοδικού, και τον Έλιο Βιτορίνι. για λογαριασμό… των «Peanuts». Νεαρός δημοσιογράφος (τότε) ο πρώτος, ήδη διάσημος συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας ο δεύτερος, προσέγγισαν τα Peanuts με λογοτεχνικές αναφορές και φιλολογικές συγκρίσεις. Το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:
Ουμπέρτο Έκο: «Εσύ που ήσουν από τους πρώτους στην Ιταλία που ασχολήθηκαν με την αμερικανική αφηγηματική παράδοση, πού τοποθετείς τον Τσάρλι Μπράουν στην αμερικανική λογοτεχνία;»
Έλιο Βιτορίνι: «Κατ’ αρχή θα ήταν απαραίτητο να καθοριστεί σε τι είδους λογοτεχνία ανήκει ο Σουλτζ. Ούτως ή άλλως, χωρίς να πάω στα δύσκολα, θα τον τοποθετούσα κοντά στον Σάλιντζερ, αλλά με πολύ ευρύτερο και νομίζω πολύ βαθύτερο ενδιαφέρον».
Ουμπέρτο Έκο: «Επομένως, κατά την γνώμη σου έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο Σουλτζ;»
Έλιο Βιτορίνι: «Φυσικά. Ο Σάλιντζερ είναι, αν θέλεις, ποιητής. Όμως, δεν καταφέρνει να είναι ο ποιητής μιας κοινωνίας, παραμένει ένα λογοτεχνικό προϊόν. Ο Σάλιντζερ είναι ένας “αξιολύπητος” που δραπετεύει στον κόσμο της παιδικής ηλικίας. Σε ένα κόσμο που δεν είναι, για αυτόν, αντιπροσωπευτικός του κόσμου των ενηλίκων, της ωριμότητας. Το αντίθετο συμβαίνει με τον Σουλτζ, όπου η παιδική ηλικία είναι το σημαίνον, το όχημα αυτού του πλήρους κόσμου που είναι ο ώριμος άνθρωπος».
(εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)