Η παρέα «εβδομηντάρισε» (αλλά δε λέει να γεράσει)

————————
Επέ­τειος: 70 χρό­νια Peanuts
————————

Τσάρλι Μπράουν σε… ψυχολογικό σκαρίφημα (ας όψεται η μπάλα του μπέιζμπολ που πηγαινοέρχεται)
Τσάρλι Μπράουν σε… ψυχολογικό σκαρίφημα (ας όψεται η μπάλα του μπέιζμπολ που πηγαινοέρχεται)

Το online λε­ξι­κό της αμε­ρι­κα­νι­κής αρ­γκό, ορί­ζει την έκ­φρα­ση «peanuts» ως εξής: «Οποιο­δή­πο­τε μι­κρό ή ασή­μα­ντο, άτο­μο ή πράγ­μα». Κι όμως, με αυ­τή ακρι­βώς την ονο­μα­σία εμ­φα­νί­στη­κε, ακρι­βώς πριν 70 χρό­νια, μια πα­ρέα πι­τσι­ρι­κά­δων στα κό­μικς. Μπο­ρεί να ήταν μι­κροί (στο μπόι), αλ­λά ου­δό­λως ασή­μα­ντοι, όπως απέ­δει­ξαν.
Δη­μιουρ­γή­μα­τα του Αμε­ρι­κα­νού σκι­τσο­γρά­φου Τσαρλς Μ. Σουλτς (1922-2000), τα Peanuts εμ­φα­νί­στη­καν σε μορ­φή κό­μικ-στριπ στις σε­λί­δες των εφη­με­ρί­δων τον Οκτώ­βριο του 1950 και δη­μο­σιεύ­ο­νταν –ανε­λι­πώς!– μέ­χρι το θά­να­το του δη­μιουρ­γού τους, το 2000 (στην Ελ­λά­δα, η πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση έγι­νε τη δε­κα­ε­τία του ’70 από το πε­ριο­δι­κό Τα­χυ­δρό­μος). Εφέ­τος, τό­σο στην Αμε­ρι­κή όσο και σε δε­κά­δες άλ­λες χώ­ρες του κό­σμου που αγα­πή­θη­κε αυ­τό το κό­μικς, εορ­τά­στη­κε μια δι­πλή, «στρογ­γυ­λή» επέ­τειος: 70 χρό­νια από την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση των Peanuts και 20 χρό­νια από το θά­να­το του Τσαρλς Μ. Σουλτς.
Τι έκα­νε όμως, αυ­τά τα πι­τσι­ρί­κια τό­σο αξια­γά­πη­τα και τη σει­ρά μια από τις πιο δη­μο­φι­λείς και επι­δρα­στι­κές στην ιστο­ρία των κό­μικς; Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μά­λι­στα, όταν πρω­τα­γω­νι­στούν μό­νο παι­διά, με τους ενή­λι­κες να εμ­φα­νί­ζο­νται ή «ακού­γο­νται» σπα­νί­ως. Η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται στους χα­ρα­κτή­ρες που απο­τε­λούν τον ανή­λι­κο θί­α­σο. Αυ­τά τα παι­διά συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται και αντι­δρούν ως ενή­λι­κες. Οι κα­τα­στά­σεις που ζουν εί­ναι κω­μι­κές, αλ­λά το χιού­μορ εί­ναι ένα ελα­φρύ πέ­πλο που κα­λύ­πτει την υπο­φώ­σκου­σα θλί­ψη. Η σκλη­ρό­τη­τα κρύ­βε­ται πί­σω από το γέ­λιο και στο βά­θος των ει­κό­νων υπάρ­χει μια κραυ­γή απελ­πι­σί­ας, αρι­στο­τε­χνι­κά δο­μη­μέ­νη από τον Τσαρλς Μ. Σουλτζ. Βγά­ζο­ντας το κα­πέ­λο για το επί­πε­δο της δου­λειάς του, ο επί­σης σπου­δαί­ος συ­νά­δελ­φος (και συ­μπα­τριώ­της του), Τζουλ Φάι­φερ, εί­χε πει: «Τα Peanuts εί­ναι ένα κό­μικ-στριπ με φι­λο­σο­φι­κές, ψυ­χα­να­λυ­τι­κές και κοι­νω­νιο­λο­γι­κές απο­χρώ­σεις. Το χιού­μορ εί­ναι ψυ­χο­λο­γι­κά πε­ρί­πλο­κο και οι αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις των χα­ρα­κτή­ρων δη­μιουρ­γούν ένα κου­βά­ρι που οδη­γεί τις ιστο­ρί­ες τους».

Ο βα­σι­κό­τε­ρος χα­ρα­κτή­ρας των Peanuts, γύ­ρω από τον οποίο πε­ρι­στρέ­φε­ται ο υπό­λοι­πος θί­α­σος, εί­ναι ο Τσάρ­λι Μπρά­ουν. Αυ­τός, άλ­λω­στε, έδω­σε το εναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα για τη μα­κρό­χρο­νη πο­ρεία τού κό­μικ-στριπ. Στην πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση των Peanuts, μια ιστο­ρία που εκτει­νό­ταν σε 4 ει­κό­νες, ο Τσάρ­λι Μπρά­ουν περ­πα­τά έχο­ντας στο πλάι του δύο άλ­λα πι­τσι­ρί­κια, τον Σέρ­μι και την Πά­τι. Εξαρ­χής, ο Σουλτζ πε­ριέ­γρα­ψε αδρά τους χα­ρα­κτή­ρες και την ατμό­σφαι­ρα: Στις 3 πρώ­τες ει­κό­νες ο Σέρ­μι παι­νεύ­ει τον Τσάρ­λι Μπρά­ουν. Στην τε­λευ­ταία, γυ­ρί­ζει και ομο­λο­γεί στην Πά­τι πό­σο πο­λύ τον μι­σεί.

Κι όμως, ο Τσάρ­λι Μπρά­ουν εί­ναι ένας πρά­ος, αθώ­ος, ευ­γε­νι­κός και ντρο­πα­λός χα­ρα­κτή­ρας. Ένα παι­δί που δια­κα­τέ­χε­ται από ελ­πί­δα και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, αλ­λά απο­τυγ­χά­νει διαρ­κώς, λό­γω της αμ­φι­βο­λί­ας και της ανα­σφά­λειας που τον βα­σα­νί­ζουν, αλ­λά και εξαι­τί­ας ανε­πι­θύ­μη­των εξω­τε­ρι­κών πα­ρεμ­βά­σε­ων, ή, πιο απλά, λό­γω κα­κής τύ­χης. Ο Τσάρ­λι Μπρά­ουν απέ­δει­ξε σε απει­ρά­ριθ­μες ιστο­ρί­ες πό­σο ανί­κα­νος εί­ναι ακό­μα και στο πέ­ταγ­μα ενός χαρ­τα­ε­τού, ή στην από­κρου­ση μιας, έστω, μπα­λιάς στο μπέιζ­μπολ που επι­δί­δε­ται η πα­ρέα.

Το με­γα­λύ­τε­ρο βά­σα­νο στη ζωή του Τσάρ­λι Μπρά­ουν (του μό­νου που ανα­φέ­ρε­ται από τους υπό­λοι­πους με το πλή­ρες ονο­μα­τε­πώ­νυ­μό του) εί­ναι η Λού­σι, μια πι­τσι­ρί­κα που τον κο­ροϊ­δεύ­ει και τον αμ­φι­σβη­τεί διαρ­κώς. Απο­τε­λεί τον πιο ση­μα­ντι­κό χα­ρα­κτή­ρα ανά­με­σα στα κο­ρί­τσια της πα­ρέ­ας. Μου­τρω­μέ­νη, δογ­μα­τι­κή, μη­χα­νορ­ρά­φος, και πά­ντα προ­σε­κτι­κή (ώστε να μην της ξε­φεύ­γουν τα λά­θη και οι αστο­χί­ες του Τσάρ­λι Μπρά­ουν), η Λού­σι έχει ως κύ­ρια ασχο­λία τη συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­στρο­φή του ηθι­κού του άτυ­χου φί­λου της. Όταν δεν ασχο­λεί­ται μα­ζί του, απο­λαμ­βά­νει τις νό­τες από το πια­νά­κι του Σρέ­ντερ.

Ο Σρέ­ντερ εμ­φα­νί­στη­κε στα Peanuts λί­γο αρ­γό­τε­ρα (1951) και δεν άρ­γη­σε να ξε­χω­ρί­σει χά­ρη στις μου­σι­κές επι­δό­σεις του. Αυ­τό που τον χα­ρα­κτή­ρι­σε από την πρώ­τη στιγ­μή, εί­ναι η λα­τρεία που τρέ­φει για τον Μπε­τό­βεν. Ο από­λυ­τος σε­βα­σμός του προς το «με­γά­λο δά­σκα­λο», όπως τον απο­κα­λεί, εκ­φρά­ζε­ται με πολ­λούς τρό­πους. Για πα­ρά­δειγ­μα, στα γε­νέ­θλια του Μπε­τό­βεν (16 Δε­κεμ­βρί­ου) ο Σρέ­ντερ δί­νει πά­ντα μια δη­μό­σια συ­ναυ­λία με ακρο­α­τές την πα­λιο­πα­ρέα. Αντί αμοι­βής, κά­νει έρα­νο με απώ­τε­ρο σκο­πό να κτί­σει ένα μαυ­σω­λείο προς τι­μήν του με­γά­λου συν­θέ­τη, στις όχθες του Ρή­νου.

Δύο ακό­μα χα­ρα­κτή­ρες ξε­χω­ρί­ζουν στα Peanuts, κρα­τώ­ντας συ­χνά τα σκή­πτρα του –από­λυ­του- πρω­τα­γω­νι­στή. Ο ένας εί­ναι τε­τρά­πο­δος και ο άλ­λος σχε­δόν… μπου­σου­λά­ει. Ο λό­γος για τον Σνού­πι, τον σκύ­λο του Τσάρ­λι Μπρά­ουν, και τον Λάι­νους, το μι­κρό­τε­ρο αδελ­φά­κι της Λού­σι. Ο Λάι­νους «γεν­νή­θη­κε» στις ει­κό­νες του κό­μικ-στριπ, τρία χρό­νια με­τά την πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση της σει­ράς. Η πα­ρου­σία του απο­δεί­χθη­κε κα­τα­λυ­τι­κή, τό­σο για τα υπό­λοι­πα μέ­λη της πα­ρέ­ας όσο και για το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Η κλα­σι­κή ει­κό­να του, μά­λι­στα, κά­νο­ντας πι­πί­λα και σφι­χτα­γκα­λιά­ζο­ντας την αχώ­ρι­στη κου­βερ­τού­λα του απο­τε­λεί, πλέ­ον, ση­μείο ανα­φο­ράς αρ­κε­τών ψυ­χα­να­λυ­τών και παι­δο­ψυ­χο­λό­γων. Ο ίδιος ο Λάι­νους, πε­ρι­γρά­φο­ντας αυ­τή την ατα­βι­στι­κή συ­νή­θεια, έχει δη­λώ­σει σε μια ιστο­ρία: «Το πι­πί­λι­σμα του δά­χτυ­λου χω­ρίς την κου­βέρ­τα, εί­ναι σαν να γλύ­φεις χω­νά­κι χω­ρίς πα­γω­τό». Ο Λάι­νους εί­ναι ένα έξυ­πνο μω­ρό με ξε­χω­ρι­στή ιδιο­συ­γκρα­σία, που επι­δί­δε­ται σε πα­θια­σμέ­νους μο­νο­λό­γους. Ταυ­τό­χρο­να, εί­ναι ένα εύ­θραυ­στο πλά­σμα που κα­ταρ­ρέ­ει χω­ρίς την κου­βέρ­τα ασφα­λεί­ας του. Εί­ναι σε θέ­ση, πά­ντως, να εξα­λεί­φει (έστω και προς στιγ­μή) τις ψυ­χο­λο­γι­κές ανι­σορ­ρο­πί­ες του, υιο­θε­τώ­ντας συ­μπε­ρι­φο­ρές και επι­τυγ­χά­νο­ντας απο­τε­λέ­σμα­τα που φα­νε­ρώ­νουν εντυ­πω­σια­κή ευ­φυ­ΐα.

Από τη δι­κή του πλευ­ρά ο Σνού­πι δεν ανή­κει σε κα­νέ­να και απλώς δέ­χε­ται να μέ­νει στην πί­σω αυ­λή του σπι­τιού του Τσάρ­λι Μπρά­ουν. Τολ­μη­ρός και εξω­στρε­φής, προ­σπα­θεί να συμ­με­τέ­χει σε κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα της πα­ρέ­ας. Για λό­γους που πι­θα­νώς προ­έρ­χο­νται από την εγκα­τά­λει­ψή του από τη μη­τέ­ρα του όταν ήταν κου­τά­βι, κυ­νη­γά­ει επί­μο­να τις φι­λί­ες και το φα­γη­τό (όχι απα­ραί­τη­τα με αυ­τή τη σει­ρά). Έστω και μό­νο στη φα­ντα­σία του, ο Σνού­πι εί­ναι ένας με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας, σπου­δαί­ος αθλη­τής, εντυ­πω­σια­κός εφευ­ρέ­της, κά­τοι­κος πο­λυ­τε­λούς σκυ­λό­σπι­του και ο πιο έν­δο­ξος πι­λό­τος της πο­λε­μι­κής αε­ρο­πο­ρί­ας, που κα­τα­τρο­πώ­νει στους αι­θέ­ρες το θρυ­λι­κό Κόκ­κι­νο Βα­ρό­νο. Το 1969 η ΝΑ­ΣΑ, απο­τί­νο­ντας φό­ρο τι­μής στο πνεύ­μα της πε­ρι­πέ­τειας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Σνού­πι, έδω­σε το όνο­μά του στο σε­λη­νια­κό όχη­μα της απο­στο­λής «Απόλ­λων 10».

Το μυ­στι­κό της επι­τυ­χί­ας των Peanuts εί­ναι ότι ο κό­σμος τους δεν απο­τε­λεί­ται από δισ­διά­στα­τες φι­γού­ρες, αλ­λά από ζω­ντα­νούς χα­ρα­κτή­ρες με σύν­θε­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ο Τζέιμς Σ. Κά­ουφ­μαν, βοη­θός κα­θη­γη­τής Ψυ­χο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κα­λι­φόρ­νιας, δη­μο­σί­ευ­σε πριν με­ρι­κά χρό­νια στο πε­ριο­δι­κό Psychology Today μια με­λέ­τη με τί­τλο «Η Θε­ω­ρία της Προ­σω­πι­κό­τη­τας». Σε αυ­τήν ανέ­λυε με τα ερ­γα­λεία της επι­στή­μης του, την προ­σω­πι­κό­τη­τα των πέ­ντε βα­σι­κών χα­ρα­κτή­ρων του στριπ. Ο τί­τλος που συ­νό­δευε το ψυ­χο­λο­γι­κό τους προ­φίλ ήταν κα­τά σει­ρά πα­ρου­σί­α­σης στη με­λέ­τη: 1) Τσάρ­λι Μπρά­ουν = Νεύ­ρω­ση. 2) Λού­σι = Ανι­κα­νο­ποί­η­το. 3) Σρέ­ντερ = Ευ­συ­νει­δη­σία. 4) Λάι­νους = Δε­κτι­κό­τη­τα στην εμπει­ρία. 5) Σνού­πι = Εξω­στρέ­φεια.

Δεν ήταν όμως μο­νά­χα αυ­τοί οι πέ­ντε. Στην 50χρο­νη ζωή των Peanuts, η πα­ρέα διευ­ρύν­θη­κε ση­μα­ντι­κά απο­κτώ­ντας πολ­λά νέα μέ­λη. Εί­ναι η αδελ­φού­λα του Τσάρ­λι Μπρά­ουν, Σά­λι, που ήλ­θε στον κό­σμο των Peanuts το 1960. Χα­ρι­τω­μέ­νη, αστεία, φι­λι­κή, γλυ­κιά και αθώα από τη μια με­ριά, τε­μπέ­λα, αφε­λής, ανα­σφα­λής και ενί­ο­τε εγω­κε­ντρι­κή από την άλ­λη. Αυ­τό όμως που κυ­ρί­ως τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει, εί­ναι το πρό­βλη­μα που έχει με τη λαν­θα­σμέ­νη χρή­ση των λέ­ξε­ων, τό­σο στην ομι­λία όσο και στη γρα­φή. Ένα από τα πιο συ­χνά αστεία στις ιστο­ρί­ες που πρω­τα­γω­νι­στεί, εί­ναι οι σχο­λι­κές ανα­φο­ρές που δί­νει ενώ­πιον της τά­ξης. Γε­μά­τες λε­κτι­κά λά­θη (που επι­νο­ού­σε με χιού­μορ ο Σουλτζ), τε­λειώ­νουν, κα­τά κα­νό­να, με μια αί­σθη­ση τα­πεί­νω­σης από τα γέ­λια των συμ­μα­θη­τών της.

Ο Πιγκ Πεν (πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1953) εί­ναι γνω­στός για την… ανε­ξί­τη­λη βρό­μα του, κα­θώς και από το σύν­νε­φο σκό­νης και ακα­θαρ­σί­ας που τον ακο­λου­θεί όπου και αν πη­γαί­νει. Ο ίδιος εί­ναι υπε­ρή­φα­νος για τη ρυ­πα­ρό­τη­τά του, επι­μέ­νο­ντας ότι το σύν­νε­φο που τον πε­ρι­βάλ­λει εί­ναι «σκό­νη αρ­χαί­ων πο­λι­τι­σμών». Η φα­κι­διά­ρα Πά­τι (πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1966) εί­ναι το αγο­ρο­κό­ρι­τσο της πα­ρέ­ας. Δια­κρί­νε­ται για την επί­μο­νη συ­νή­θειά της να κα­τα­νο­εί λά­θος βα­σι­κές έν­νοιες και ιδέ­ες που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι θε­ω­ρούν προ­φα­νείς, ενώ αγνο­εί επι­δει­κτι­κά οποια­δή­πο­τε συμ­βου­λή ή διόρ­θω­ση. Ένας από τους πιο ιδιό­τυ­πους ήρω­ες της σει­ράς, του­λά­χι­στον ως προς το όνο­μά του, εί­ναι ο Νο 5 (πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το 1963). Ο αριθ­μός αντί ονό­μα­τος έχει το δι­κό του εν­δια­φέ­ρον, φα­νε­ρώ­νο­ντας το ιδιαί­τε­ρο χιού­μορ του Σουλτζ. Το πλή­ρες όνο­μα του πι­τσι­ρί­κου εί­ναι 555795472 και το «5» απο­τε­λεί το –ευ­κο­λο­μνη­μό­νευ­το- πα­ρα­τσού­κλι του. Όλο αυ­τό προ­ήλ­θε ως έκ­φρα­ση δια­μαρ­τυ­ρί­ας του πα­τέ­ρα του, κα­τά της στα­δια­κής ει­σβο­λής των αριθ­μών στη ζωή του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που. Έτσι, ο εν­νε­α­ψή­φιος αριθ­μός του «επί­ση­μου» ονό­μα­τος του πι­τσι­ρί­κου προ­ήλ­θε από τον τα­χυ­δρο­μι­κό κώ­δι­κα του σπι­τιού τους. Όσο για τις δύο με­γα­λύ­τε­ρες αδελ­φές του 5, που σου­λα­τσά­ρι­σαν κα­τά και­ρούς στις ει­κό­νες του κό­μικ-στριπ, εί­χαν βα­φτι­στεί από τον μπα­μπά τους (κα­τά σει­ρά γέν­νη­σης) «3» και «4».

Ο ... θίασος

Ο ... θίασος

Ο ... θίασος

Ο Τσαρλς Μ. Σουλτζ δεν ασχο­λή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα με ζη­τή­μα­τα ισό­τη­τας των φύ­λων και των φυ­λών. Έτσι κι αλ­λιώς αυ­τά ενυ­πήρ­χαν ως αυ­το­νό­η­τα στις ιστο­ρί­ες του, πριν ακό­μα προ­κύ­ψουν ως επι­τα­κτι­κά κοι­νω­νι­κά αι­τή­μα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, στην ομά­δα μπέιζ­μπολ συμ­με­τεί­χαν και τρία κο­ρί­τσια της πα­ρέ­ας. Όσο για τη φυ­λε­τι­κή ισό­τη­τα (δια­χρο­νι­κή πλη­γή της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας) η άπο­ψη του Σουλτζ εκ­φρά­στη­κε με την εμ­φά­νι­ση ενός νέ­ου μέ­λους των Peanuts, τον Ιού­λιο του 1968. Η χρο­νι­κή στιγ­μή δεν ήταν τυ­χαία. Μό­λις τρεις μή­νες νω­ρί­τε­ρα εί­χε δο­λο­φο­νη­θεί ο Μάρ­τιν Λού­θερ Κινγκ, με απο­τέ­λε­σμα να ξε­σπά­σουν με­γά­λες τα­ρα­χές σε πολ­λές αμε­ρι­κα­νι­κές πό­λεις. Έντε­κα ημέ­ρες με­τά τη δο­λο­φο­νία του Κινγκ, μια δα­σκά­λα από το Λος Άν­τζε­λες ονό­μα­τι Χά­ριετ Γκλίκ­μαν έστει­λε ένα γράμ­μα στον Σουλτζ, πα­ρο­τρύ­νο­ντάς τον να προ­σθέ­σει το χα­ρα­κτή­ρα ενός μι­κρού μαύ­ρου στις ιστο­ρί­ες του. Το αί­τη­μά της (μα­ζί με τον από­η­χο των ημε­ρών) ει­σα­κού­στη­κε και έτσι προ­έ­κυ­ψε ο Φράν­κλιν, ένα αφρο­α­με­ρι­κα­νά­κι που του αρέ­σει να απαγ­γέ­λει απο­σπά­σμα­τα της Πα­λαιάς Δια­θή­κης και δεν δια­κα­τέ­χε­ται από άγ­χη ή εμ­μο­νές. Η αρ­μο­νι­κή συ­νύ­παρ­ξή του με λευ­κούς συμ­μα­θη­τές και μέ­λη της πα­ρέ­ας ήταν ο τρό­πος του Σουλτζ να δια­δώ­σει την ιδέα της φι­λί­ας με­τα­ξύ παι­διών δια­φο­ρε­τι­κής φυ­λής.

Το ομα­δι­κό πορ­τρέ­το της πο­λυ­πλη­θούς πα­ρέ­ας συ­μπλη­ρώ­νει ένας λι­λι­πού­τειος χα­ρα­κτή­ρας, με πα­ρά­ξε­νη λα­λιά. Ο Γούν­τστοκ εί­ναι ένα που­λά­κι που απο­τε­λεί άγνω­στο εί­δος στην –επί­ση­μη– ορ­νι­θο­πα­νί­δα. Ο Γούν­τστοκ εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως φί­λος του Σνού­πι, του μό­νου που μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει τα λό­για του φτε­ρω­τού μί­νι ήρωα. Όταν τα λό­για αυ­τά απει­κο­νί­ζο­νται στα κα­ρε­δά­κια του κό­μικ-στριπ θυ­μί­ζουν ιε­ρο­γλυ­φι­κά ή μουν­τζού­ρες, με τον Σνού­πι να με­τα­φρά­ζει στους ανα­γνώ­στες τι ακρι­βώς λέ­ει ο φί­λος του. Αν τα λό­για του Γούν­τστοκ χρειά­ζο­νται με­τά­φρα­ση, δεν συμ­βαί­νει το ίδιο με τους άλ­λους ήχους που βγά­ζει. Όλοι εύ­κο­λα κα­τα­νοη­τοί, κα­θ’ ότι αν­θρώ­πι­νοι: χα­σμου­ρη­τά, γέ­λια, στε­ναγ­μοί, ή ένα με­γά­λο «Ζ» που υπο­δει­κνύ­ει ότι κοι­μά­ται. Ο Σουλτζ εμπλού­τι­σε τα εκ­φρα­στι­κά μέ­σα του που­λιού και με δύο ση­μεία στί­ξης: το θαυ­μα­στι­κό και το ερω­τη­μα­τι­κό, για να υπο­δη­λώ­σει τον εεν­θου­σια­σμό ή τις απο­ρί­ες του. Αν και έκα­νε την παρ­θε­νι­κή του πτή­ση το 1967, ο Γούν­τστοκ πα­ρέ­μει­νε χω­ρίς όνο­μα μέ­χρι το 1970. Μό­λις τό­τε «βα­φτί­στη­κε», επι­τέ­λους, από τον Σουλτζ, προς τι­μή του ομώ­νυ­μου μου­σι­κού φε­στι­βάλ που εί­χε γί­νει ένα χρό­νο πριν. Πη­γή έμπνευ­σης υπήρ­ξε το οπτι­κό σύμ­βο­λο του φε­στι­βάλ: ένα που­λί πά­νω σε μια κι­θά­ρα.

Με την πά­ρο­δο του χρό­νου και ακο­λου­θώ­ντας τα κε­λεύ­σμα­τα των και­ρών, ο Αμε­ρι­κα­νός δη­μιουρ­γός σχο­λί­α­σε τα πά­ντα: από τον πό­λε­μο του Βιετ­νάμ και την καυ­τή επι­και­ρό­τη­τα στο εσω­τε­ρι­κό της πα­τρί­δας του, μέ­χρι τις νέ­ες τά­σεις της μό­δας και τα επι­τεύγ­μα­τα της επι­στή­μης. Ο όγκος της δου­λειάς του εντυ­πω­σιά­ζει. Από τις 2 Οκτω­βρί­ου του 1950, που δη­μο­σιεύ­θη­κε η πρώ­τη ιστο­ρία, μέ­χρι τις 13 Φε­βρουα­ρί­ου του 2000 που δια­κό­πη­κε αιφ­νί­δια λό­γω θα­νά­του του δη­μιουρ­γού, πα­ρή­χθη­σαν συ­νο­λι­κά 17.897 κό­μικ-στριπ. Όλα γραμ­μέ­να και σχε­δια­σμέ­να από τον Σουλτζ. Ο ίδιος εί­χε πε­ρι­γρά­ψει τη δου­λειά του με αυ­τά τα λό­για: «Σκι­τσο­γρά­φος εί­ναι κά­ποιος που πρέ­πει να σχε­διά­ζει το ίδιο πράγ­μα σε ημε­ρή­σια βά­ση, χω­ρίς να επα­να­λαμ­βά­νει τον εαυ­τό του».

Όταν πέ­θα­νε ο Τσαρλς Μ. Σουλτζ , τα «Peanuts» δη­μο­σιεύ­ο­νταν σε πε­ρισ­σό­τε­ρα από 2.600 έντυ­πα σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο, με­τα­φρα­σμέ­να σε 21 γλώσ­σες, με 335 εκα­τομ­μύ­ρια αφο­σιω­μέ­νους ανα­γνώ­στες. Οι τε­λευ­ταί­οι έγι­ναν επί­σης φα­να­τι­κοί τη­λε­θε­α­τές αρ­κε­τών τη­λε­ο­πτι­κών σει­ρών με κι­νού­με­να σχέ­δια, κά­ποια από τα οποία τι­μή­θη­καν με βρα­βεία ΕΜ­ΜΥ. Το 1967 οι χα­ρα­κτή­ρες εν­σαρ­κώ­θη­καν από ηθο­ποιούς που πε­ριό­δευ­σαν στις ΗΠΑ με το μιού­ζι­καλ «You’re a Good Man, Charlie Brown», ενώ το 2015 κυ­κλο­φό­ρη­σε η τρισ­διά­στα­τη ται­νία με­γά­λου μή­κους «Ο Σνού­πι και ο Τσάρ­λι Μπρά­ουν – Πί­νατς: Η ται­νία». Πα­ράλ­λη­λα, συ­νε­χί­ζο­νται μέ­χρι σή­με­ρα οι ανα­δη­μο­σιεύ­σεις του κό­μικ-στριπ σε διά­φο­ρες χώ­ρες.

Η με­γα­λύ­τε­ρη τι­μή, πά­ντως, για τον Σουλτζ και τα πι­τσι­ρί­κια του προ­ήλ­θε από την Ευ­ρώ­πη, με την κυ­κλο­φο­ρία ενός ιτα­λι­κού πε­ριο­δι­κού «ψυ­χή τε και σώ­μα­τι» (ή μάλ­λον, τί­τλω) αφιε­ρω­μέ­νο σε αυ­τούς. Ήταν το Λάι­νους (ιτα­λι­στί: Λί­νους), από τον ομώ­νυ­μο μι­κρού­λη, που εκ­δό­θη­κε το 1965 και συ­νε­χί­ζει ακ­μαίο μέ­χρι τις μέ­ρες μας. Ένα επι­δρα­στι­κό πε­ριο­δι­κό στο χώ­ρο των ιτα­λι­κών (και όχι μό­νο) κό­μικς, που ει­σή­γα­γε με την έκ­δο­σή του τα λε­γό­με­να «ενή­λι­κα» κό­μικς. Ο πρό­λο­γος του πρώ­του τεύ­χους ξε­κι­νού­σε με τα ακό­λου­θα λό­για: «Αυ­τό το πε­ριο­δι­κό εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νο εξο­λο­κλή­ρου στα ποιο­τι­κά κό­μικς, χω­ρίς προ­κα­τα­λή­ψεις. Κό­μικς με ιστο­ρί­ες σύγ­χρο­νες και χα­ρα­κτή­ρες ση­μα­ντι­κούς όπως τα “Peanuts”, που με­λε­τώ­νται πλέ­ον ως ένα αυ­θε­ντι­κό προ­ϊ­όν πο­λι­τι­σμού».

Οι εντυ­πώ­σεις από εκεί­νο το πρώ­το τεύ­χος ολο­κλη­ρώ­νο­νταν με μια συ­νέ­ντευ­ξη που έθε­τε, εξαρ­χής, τα κό­μικς στη σω­στή τους βά­ση. Τό­σο εκεί­νος που έθε­τε τις ερω­τή­σεις, όσο και εκεί­νος που απα­ντού­σε ήταν ση­μα­ντι­κοί εκ­πρό­σω­ποι της τέ­χνης και των γραμ­μά­των. Επρό­κει­το για τον Ου­μπέρ­το Έκο, εκ μέ­ρους του πε­ριο­δι­κού, και τον Έλιο Βι­το­ρί­νι. για λο­γα­ρια­σμό… των «Peanuts». Νε­α­ρός δη­μο­σιο­γρά­φος (τό­τε) ο πρώ­τος, ήδη διά­ση­μος συγ­γρα­φέ­ας, με­τα­φρα­στής και κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνί­ας ο δεύ­τε­ρος, προ­σέγ­γι­σαν τα Peanuts με λο­γο­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές και φι­λο­λο­γι­κές συ­γκρί­σεις. Το από­σπα­σμα εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό:

Ου­μπέρ­το Έκο:  «Εσύ που ήσουν από τους πρώ­τους στην Ιτα­λία που ασχο­λή­θη­καν με την αμε­ρι­κα­νι­κή αφη­γη­μα­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πού το­πο­θε­τείς τον Τσάρ­λι Μπρά­ουν στην αμε­ρι­κα­νι­κή λο­γο­τε­χνία;»

Έλιο Βι­το­ρί­νι: «Κα­τ’ αρ­χή θα ήταν απα­ραί­τη­το να κα­θο­ρι­στεί σε τι εί­δους λο­γο­τε­χνία ανή­κει ο Σουλτζ. Ού­τως ή άλ­λως, χω­ρίς να πάω στα δύ­σκο­λα, θα τον το­πο­θε­τού­σα κο­ντά στον Σά­λιν­τζερ, αλ­λά με πο­λύ ευ­ρύ­τε­ρο και νο­μί­ζω πο­λύ βα­θύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον».

Ου­μπέρ­το Έκο: «Επο­μέ­νως, κα­τά την γνώ­μη σου έχει με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον ο Σουλτζ;»

Έλιο Βι­το­ρί­νι: «Φυ­σι­κά. Ο Σά­λιν­τζερ εί­ναι, αν θέ­λεις, ποι­η­τής. Όμως, δεν κα­τα­φέρ­νει να εί­ναι ο ποι­η­τής μιας κοι­νω­νί­ας, πα­ρα­μέ­νει ένα λο­γο­τε­χνι­κό προ­ϊ­όν. Ο Σά­λιν­τζερ εί­ναι ένας “αξιο­λύ­πη­τος” που δρα­πε­τεύ­ει στον κό­σμο της παι­δι­κής ηλι­κί­ας. Σε ένα κό­σμο που δεν εί­ναι, για αυ­τόν, αντι­προ­σω­πευ­τι­κός του κό­σμου των ενη­λί­κων, της ωρι­μό­τη­τας. Το αντί­θε­το συμ­βαί­νει με τον Σουλτζ, όπου η παι­δι­κή ηλι­κία εί­ναι το ση­μαί­νον, το όχη­μα αυ­τού του πλή­ρους κό­σμου που εί­ναι ο ώρι­μος άν­θρω­πος».

(εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: