Της Ελίζας το μήλο

Της Ελίζας το μήλο

Ανέ­βη­κα ακρο­πο­δη­τί την σκά­λα της οι­κί­ας και πε­ρί­με­να υπο­μο­νε­τι­κά μπρο­στά στην πόρ­τα του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη να ακού­σω ότι έσπρω­χνε την κα­ρέ­κλα του κα­τά πί­σω και ότι φώ­να­ζε «έρ­χο­μαι», τώ­ρα που η σύ­ζυ­γός του τον κα­λού­σε με εκεί­νη τη συ­ρί­ζου­σα φω­νή που την χα­ρα­κτή­ρι­ζε, «έλα, για να μην κρυώ­σει η σού­πα», ήταν η ώρα του με­ση­με­ρια­νού φα­γη­τού, ήξε­ρα, όπως το ίδιο ήξε­ρε όλος ο κό­σμος, πως θα με­σο­λα­βού­σε ικα­νό χρο­νι­κό διά­στη­μα προ­κει­μέ­νου να εξέλ­θει του κό­σμου της γρα­φο­μη­χα­νής του ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης και να ει­σέλ­θει στον κό­σμο του με­ση­με­ριού, όπου κυ­ριαρ­χού­σε η σού­πα του και η επα­νά­λη­ψη της κλή­σης της συ­ζύ­γου του «έλα, κο­ντεύ­ει να κρυώ­σει». Και ήταν βέ­βαιο πως ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης ρου­φού­σε την σού­πα του, επει­δή δεν ακου­γό­ταν ο θό­ρυ­βος της γρα­φο­μη­χα­νής. Για πολ­λούς ήταν η ώρα των συ­ζη­τή­σε­ων, των συ­ναλ­λα­γών, η ώρα όπου οι αν­θρώ­πι­νοι ήχοι έρ­χο­νταν στην επι­φά­νεια για να ανοί­ξουν λο­γα­ρια­σμοί, να κλεί­σουν στό­μα­τα, να αρ­χί­σουν ή να λή­ξουν εκ­κρε­μό­τη­τες και συ­νευ­ρέ­σεις. Εκεί­νοι που απεί­χαν αυ­τής της με­τα­βο­λής και κούρ­δι­ζαν τα ρο­λό­για τους, υπο­λο­γί­ζο­ντας πως ανά­με­σα στην φω­νή της συ­ζύ­γου και στην πρώ­τη κου­τα­λιά σού­πας του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη με­σο­λα­βού­σε εύ­θε­τος χρό­νος, οπό­τε η δω­δε­κά­τη με­σημ­βρι­νή εί­χε πα­ρέλ­θει ανε­πι­στρε­πτί, ζη­τού­σαν να φά­νε ή, αν απεί­χαν λό­γω της νη­στεί­ας του Δε­κα­πε­νταύ­γου­στου, να πιούν ένα πο­τή­ρι κρύο νε­ρό. Σε εκεί­νο λοι­πόν το χρο­νι­κό διά­στη­μα ανά­με­σα στην δια­κο­πή του ήχου της γρα­φο­μη­χα­νής και στην εμ­φά­νι­ση του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη μπρο­στά στο πιά­το με την σού­πα του, μπο­ρού­σα να ανοί­ξω αρ­γά την πόρ­τα του γρα­φεί­ου του και να του ανα­κοι­νώ­σω πως πριν λί­γο εί­χε εμ­φα­νι­στεί ο ξέ­νος που με εί­χε ρω­τή­σει κα­τά πού πέ­φτει το Ντό­βερ.

– Ο δρό­μος εί­ναι δε­ξιά από την κου­τσου­πιά, μουρ­μού­ρι­σε ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης.
– Αρι­στε­ρά του εί­πα, κύ­ριε.
– Δεν πει­ρά­ζει, παι­δί μου, πή­γαι­νε να φας την σού­πα σου πριν κρυώ­σει και δεν τρώ­γε­ται, ας ανοί­ξει ο άν­θρω­πος τον χάρ­τη του, θα δει πού βρί­σκε­ται η κου­τσου­πιά.
– Δεν κρα­τού­σε χάρ­τη στα χέ­ρια του, κύ­ριε.
– Τό­τε, εί­χε μή­λο στην τσέ­πη του, συ­μπέ­ρα­νε ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης.

Πολ Σεζάν, «Νεκρή φύση με μήλα» (λεπτομέρεια), περ. 1890
Πολ Σεζάν, «Νεκρή φύση με μήλα» (λεπτομέρεια), περ. 1890

Με τις ώρες και με τις μέ­ρες, πριν αλέ­κτωρ φω­νή­σει τρις, πριν οι σάλ­πιγ­γες του στε­ρε­ώ­μα­τος αναγ­γεί­λουν «σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ», ο ήχος της γρα­φο­μη­χα­νής έλε­γε του λό­γου το αλη­θές, τα χαρ­τιά, απλω­μέ­να στο πά­τω­μα, τσα­λα­κω­μέ­να στα πό­δια του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη, σω­ρια­σμέ­να ως το τα­βά­νι, φτε­ρω­τά όσα έβρι­σκαν το πα­ρά­θυ­ρο ανοι­χτό και ανέ­βαι­ναν ως θυ­μί­α­μα στον ου­ρα­νό, τρύ­πια πολ­λά, επει­δή τα πλή­κτρα έπε­φταν πά­νω τους και άνοι­γαν τρύ­πες με­γέ­θους γράμ­μα­τος της αλ­φα­βή­του, πε­ρά­σμα­τα από όπου ξέ­φευ­γαν σπό­ροι, που έπε­φταν στο τρα­πέ­ζι, εκεί που η σού­πα εί­χε κρυώ­σει και φύ­τρω­ναν μυ­ρι­στι­κά πο­λυ­ε­τή, συ­νο­δοί δεν­δρυ­λί­ων που ψι­θύ­ρι­ζαν ηδυ­πα­θώς το όνο­μά τους, ακό­μα και στα γέ­νια του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη, κα­τη­φο­ρι­κά στο στή­θος του, σε αντί­θε­ση με τα μαλ­λιά του, ορ­θω­μέ­να, ώσπου έγερ­ναν στους ώμους του ή κρέ­μο­νταν στα φρύ­δια του, «ένα μή­λο», εί­χε ζη­τή­σει ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης, η γυ­ναί­κα του έγνε­θε τα δα­κτυ­λο­γρα­φη­μέ­να χαρ­τιά, έφτια­χνε μη­λα­ρά­κια ολο­κόκ­κι­να, ολο­πρά­σι­να, ολο­κί­τρι­να, και έπλε­κε ιστο­ρί­ες σε διά­φο­ρα με­γέ­θη ολο­κόκ­κι­να, ολο­πρά­σι­να, ολο­κί­τρι­να, εί­χε στο νου της ποιο μέ­γε­θος θα ταί­ρια­ζε στον τά­δε και τη δεί­να, ενώ, όταν νύ­χτω­νε και άρ­χι­ζαν το πέ­ταγ­μά τους οι νυ­χτε­ρί­δες και ακού­γο­νταν οι κου­κου­βά­γιες, άφη­νε στην άκρη τη ρό­κα και το πλε­κτό της, φό­βος της ήταν πως της νύ­χτας τα κα­μώ­μα­τα τα βλέ­πει η μέ­ρα και γε­λά­ει, μά­ζευε το πιά­το της σού­πας, το έπλε­νε με προ­σο­χή να φύ­γουν οι σπό­ροι, ήξε­ρε πως οι σπό­ροι θα έβρι­σκαν πε­ρά­σμα­τα, υγρά και λά­γνα, όπου θα ρί­ζω­ναν και ξαφ­νι­κά, εκεί που το πε­ρί­με­νες και εκεί όπου δεν το πε­ρί­με­νες θα έβγα­ζαν στο φως ένα χαρ­τί, «κου­ρά­στη­κες, Λαυ­ρέ­ντιε», σχο­λί­α­ζε, «η σού­πα εί­ναι έτοι­μη, δεν πρέ­πει να κρυώ­σει», ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης ση­κω­νό­ταν από την κα­ρέ­κλα του φορ­τω­μέ­νος τα χαρ­τιά του, τα χαρ­τιά βου­τού­σαν στην σού­πα του, τα μα­σού­λι­ζε τρώ­γο­ντας αρ­γά, ο για­τρός μας εί­χε συμ­φω­νή­σει πως το αί­τη­μα του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη να φά­ει ένα μή­λο, ήταν δί­καιο για να μην πρη­στεί εξαι­τί­ας της πο­λυ­φα­γί­ας χαρ­τιών, η καρ­διά του δού­λευε ως μη­χα­νή ατμο­πλοί­ου, η πί­ε­σή του ήταν η πρέ­που­σα, όπως κα­πνο­δό­χος ατμο­μη­χα­νής, δια­σχί­ζου­σα τα πε­δία των ανα­σκα­φών, των μα­χών, των απο­χαι­ρε­τι­σμών στα­χο­μα­ζω­χτρών και βου­κό­λων αδό­ντων οι­νο­φλυ­γώς. Εξάλ­λου, εδι­καιού­το να απο­λαύ­σει ένα μή­λο, αφού δεν εί­χε πα­ρα­δώ­σει κα­νέ­να κομ­μά­τι, όπως προ­έ­βλε­πε η σύμ­βα­ση, ήταν ανώ­τε­ρος χρη­μά­των, δεν πλη­ρώ­νε­ται τέ­τοιο έρ­γο και ως εκ τού­του λοι­μο­κτο­νού­σε, ευ­τυ­χώς που η γυ­ναί­κα του έγνε­θε και έπλε­κε και έβγαι­νε στο μεϊ­ντά­νι, συ­νο­δεύ­ο­ντας την κό­ρη της, την Ελί­ζα Στέρ­νη, να που­λή­σει αντί πι­να­κί­ου σού­πας τα έρ­γα των χε­ριών της, μη­λα­ρά­κια ολο­κόκ­κι­να, ολο­πρά­σι­να, ολο­κί­τρι­να, όλα στις τσέ­πες του φο­ρέ­μα­τος της Ελί­ζας.

Εί­χε φτά­σει στα τε­λευ­ταία του ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης. Κα­θι­σμέ­νος μπρο­στά στη γρα­φο­μη­χα­νή του, που εί­χε φτά­σει στα τε­λευ­ταία της και βογ­γού­σε κά­θε φο­ρά που εκεί­νος πα­τού­σε ένα πλή­κτρο, ανα­γνώ­ρι­ζε όμως πως τα δά­χτυ­λα του κυ­ρί­ου Λαυ­ρέ­ντιου Στέρ­νη έπε­φταν όλο και πιο μα­λα­κά, όλο και πιο τρυ­φε­ρά στα πλή­κτρα, όλα έχουν ένα τέ­λος, ας εί­μα­στε ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, αφού φτά­σα­με ως εδώ όπου οι δρό­μοι μας χω­ρί­ζουν.

– Μή­πως αυ­τός που ζή­τη­σε να μά­θει κα­τά που πέ­φτει το Ντό­βερ, ήταν Εβραί­ος; με ρώ­τη­σε.
– Δεν τον ξε­χώ­ρι­σα, απά­ντη­σα.
– Μή­πως λε­γό­ταν Γιε­χού­ντα Αλε­βί;
– Δεν τον ρώ­τη­σα, ψι­θύ­ρι­σα.
– Δεν πει­ρά­ζει, παι­δί μου, τον ρώ­τη­σα εγώ.

Ο κύ­ριος Λαυ­ρέ­ντιος Στέρ­νης βύ­θι­σε το χέ­ρι του στην τσέ­πη του πα­ντα­λο­νιού του και έβγα­λε ένα μή­λο. Το κοί­τα­ξε με αγά­πη. Το ύψω­σε στο κο­κα­λιά­ρι­κο χέ­ρι του και απάγ­γει­λε:

Με σκλάβωσες με το αγαπημένο σου κορμί,
μ’ έσπρωξες σε κάτι που μοιάζει φυλακή.
Από τη μέρα που οι δρόμοι μας χωρίσαν,
σαν την δική σου ομορφιά τίποτα δεν βρήκα.
Έτσι λοιπόν ένα ώριμο μήλο έχω για παρηγοριά:
η μυρουδιά του μού θυμίζει της ανάσας σου το μύρο,
το σχήμα του το στήθος σου, το χρώμα του ίδιο γύρω-γύρω
με το χρώμα που τύχαινε στα μάγουλά σου ν’ανατέλει.

Η πα­ρα­γω­γή μή­λων στην πε­ρι­φέ­ρειά μας ήταν επαρ­κής για το σύ­νο­λο του πλη­θυ­σμού σε όσους δρό­μους και αν χώ­ρι­ζαν και η Με­γά­λη Ιδέα πρό­σφε­ρε το μή­λο της, άλ­λο­τε ολο­κόκ­κι­νο, άλ­λο­τε κα­τα­πρά­σι­νο, άλ­λο­τε κα­τα­κί­τρι­νο, ανά­λο­γα με την αν­θο­φο­ρία των δέ­ντρων. Κου­ρα­σμέ­νος με­τά από τέ­τοια προ­σπά­θεια, πε­ρή­φα­νος για τον πα­τέ­ρα μου, πι­στός στην προ­τρο­πή του για­τρού μας «ένα μή­λο την ημέ­ρα, τον για­τρό τον κά­νει πέ­ρα», κου­βά­λη­σα, ακο­λου­θού­με­νος από όλες τις αδέ­σπο­τες γά­τες, την γυά­λα μέ­σα στα σκο­τά­δια για να μην ενο­χλεί το φως το χρυ­σό­ψα­ρο, η Ελί­ζα με πε­ρί­με­νε πί­σω από την πόρ­τα του σπι­τιού της, μου εί­χε ζη­τή­σει το χρυ­σό­ψα­ρο, επει­δή δεν εί­χε γά­τα στο σπί­τι της, προ­χω­ρή­σα­με ψα­χου­λευ­τά λό­γω του ασέ­λη­νου της νύ­χτας, αλ­λά υπό την μα­γεία των άστρων και του Γα­λα­ξία, στο δω­μά­τιό της, άφη­σα την γυά­λα στο κο­μο­δί­νο της, το εί­χε ζη­τή­σει για να θαυ­μά­ζει το χρώ­μα του, την χα­ρά του στη γυά­λα του, «θα του πά­ρω ένα ταί­ρι», εί­πε η Ελί­ζα, ιδρω­μέ­να τα χεί­λη της, «ένα ταί­ρι», απά­ντη­σα, άπλω­σα το χέ­ρι μου και έπια­σα το ......

– Σου έχω ετοι­μά­σει ένα μή­λο, ψι­θύ­ρι­σε με δυ­σκο­λία η Ελί­ζα· ιδρω­μέ­νο το κορ­μί της.

Γυ­ρό­φε­ρα το χέ­ρι μου στο ......

– Κρά­τα το μή­λο για με­τά, μου σύ­στη­σε η Ελί­ζα ανα­τρι­χια­σμέ­νη, με την τρί­χα όρ­θια όπως λέ­με, να το τρί­ψεις όπως τρί­βεις, να γυα­λί­σει, να πά­ρεις γεύ­ση ότι οι δρό­μοι μας θα χω­ρί­σουν, εί­μα­στε τό­σο νέ­οι.

B. Βαν Γκογκ, «Νεκρή φύση με μήλα»
B. Βαν Γκογκ, «Νεκρή φύση με μήλα»

Εί­μαι λοι­πόν κα­θ’ οδόν για το Ντό­βερ, πλη­σιά­ζω την κου­τσου­πιά.

– Πί­σω από την κου­τσου­πιά, στέ­να­ξε η Ελί­ζα, σφίγ­γο­ντας το χέ­ρι μου στο ......
– Απα­λά, πρό­λα­βε να ψι­θυ­ρί­σει.

Ο δρό­μος για το Ντό­βερ περ­νού­σε πράγ­μα­τι από εκεί­νο το ση­μείο όπου εί­χε φτά­σει το χέ­ρι μου, όχι από αρι­στε­ρά, όπως εί­χα συ­στή­σει στον ξέ­νο, που εί­μαι βέ­βαιος πια πως ήταν ο Γιε­χού­ντα Αλε­βί, εν μέ­σω σφο­δρής θα­λασ­σο­τα­ρα­χής,

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: