Ποίηση / Αντι-ποίηση: Εννοιολογικές οριοθετήσεις

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

————————————————
Σχό­λια στα Σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (19)

—————————————————

ΜEΡΟΣ Δ΄
: Ωραί­ες - ποι­η­τι­κές - αντι­ποι­η­τι­κές λέ­ξεις.
Για ένα λε­ξι­κό λο­γο­τε­χνι­κών λέ­ξε­ων
—————————————————

H διά­κρι­ση των λέ­ξε­ων σε «ποι­η­τι­κές» και «αντι­ποι­η­τι­κές» εί­ναι από τη φύ­ση της προ­βλη­μα­τι­κή, κα­θώς υπει­σέρ­χε­ται έντο­να το υπο­κει­με­νι­κό στοι­χείο. Εκτός αυ­τού, η ίδια η ποι­η­τι­κή πρά­ξη και πρα­κτι­κή, η οποία βρί­σκε­ται σε διαρ­κή εξέ­λι­ξη, ανα­τρέ­πει αυ­τή τη συλ­λο­γι­στι­κή για­τί υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα χω­ρίς κα­μιά ποι­η­τι­κή λέ­ξη που έχουν μεί­νει αθά­να­τα, όπως μας έδει­ξε ο Κα­βά­φης με το γνω­στό του τρό­πο, και άλ­λα γε­μά­τα εντυ­πω­σια­κές ποι­η­τι­κές λέ­ξεις τα οποία έχουν εντε­λώς πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­θεί.
Ο Αρι­στο­τέ­λης στο πε­ρί­φη­μο Πε­ρί ποι­η­τι­κής έρ­γο του έκα­νε λό­γο για τις σπά­νιες λέ­ξεις της ποί­η­σης οι οποί­ες συν­δέ­ο­νται με τη μα­γεία του ασυ­νή­θι­στου. Ο γνή­σιος ποι­η­τής, αιώ­νες τώ­ρα, επι­λέ­γει κά­ποιες σπά­νιες λέ­ξεις οι οποί­ες δια­τη­ρούν τη λάμ­ψη τους και ασκούν ιδιαί­τε­ρη αί­γλη στον ανα­γνώ­στη ή τον ακρο­α­τή. Όπως θα φα­νεί στη συ­νέ­χεια, «Οι ποι­η­τι­κές λέ­ξεις απο­τε­λούν ένα μάλ­λον ασή­μα­ντο στρώ­μα του ει­δι­κού λο­γο­τε­χνι­κού λε­ξι­λο­γί­ου. Εί­ναι ως επί το πλεί­στον αρ­χαϊ­κές ή πο­λύ σπά­νια χρη­σι­μο­ποιού­με­νες λο­γο­τε­χνι­κές λέ­ξεις που στο­χεύ­ουν στην επί­τευ­ξη ενός ανώ­τε­ρου υφο­λο­γι­κού επι­πέ­δου».[1]
Οι αντι­ποι­η­τι­κές λέ­ξεις, οι οποί­ες συ­χνά ανα­κα­λούν στη μνή­μη υπερ­ρε­α­λι­στι­κές ει­κό­νες, απο­τε­λούν συ­νει­δη­τούς πει­ρα­μα­τι­σμούς για να δο­κι­μά­σει ο ποι­η­τής τα όρια και τις αντο­χές της γλώσ­σας.

Οι ωραί­ες λέ­ξεις

Πα­ρά το γε­γο­νός ότι η έν­νοια του «ωραί­ου» και του «άσχη­μου» έχει υπο­κει­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα για άτο­μα, λα­ούς και πο­λι­τι­σμούς, υπάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις κα­τά τις οποί­ες ανα­γνω­ρί­ζε­ται από τους πε­ρισ­σό­τε­ρους, αν όχι από όλους, η ομορ­φιά σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την ασχή­μια. Ένα κα­τα­πρά­σι­νο το­πίο στην ορ­για­στι­κή φύ­ση με τα γάρ­γα­ρα νε­ρά της πη­γής προ­κα­λεί ευ­φο­ρία σε κά­θε άν­θρω­πο και ένα κα­μέ­νο δά­σος αι­σθή­μα­τα θλί­ψης και οδύ­νης. Οι λέ­ξεις που πε­ρι­γρά­φουν τις σχε­τι­κές ει­κό­νες ανα­κα­λούν στο μυα­λό αντί­στοι­χα συ­ναι­σθή­μα­τα. Υπάρ­χουν εύ­η­χες (ανε­μώ­νη) και κα­κό­η­χες (κλα­πα­τσί­μπα­λα) λέ­ξεις. Το λυ­καυ­γές (με τα συ­νώ­νυ­μα αυ­γή, σύ­θα­μπο, χά­ρα­μα, χα­ραυ­γή) και το αντώ­νυ­μό του λυ­κό­φως (και δει­λι­νό, ηλιο­βα­σί­λε­μα, σκιό­φως, σύ­θα­μπο, σού­ρου­πο), όπως και η αμ­φι­λύ­κη, που δη­λώ­νει και τα δύο, πα­ρα­πέ­μπουν, με ασύλ­λη­πτες χρω­μα­τι­κές απο­χρώ­σεις, σε κά­τι το ονει­ρι­κό, δεν μπο­ρούν, επο­μέ­νως, πα­ρά να εί­ναι ωραί­ες λέ­ξεις.

Ποίηση / Αντι-ποίηση: Εννοιολογικές οριοθετήσεις

Ο [ει­κο­νι­ζό­με­νος] συγ­γρα­φέ­ας με το ψευ­δώ­νυ­μο Lenny Löwenstern (γεν­νή­θη­κε το 1962 στο Schleswig-Holstein της Γερ­μα­νί­ας) στον πρό­λο­γο ενός βι­βλί­ου του στο οποίο συ­γκέ­ντρω­σε ωραί­ες, σπά­νιες, γνή­σιες και πα­λιές λέ­ξεις,[2] το­νί­ζει: «Ναι, οι όμορ­φες λέ­ξεις υπάρ­χουν ακό­μα. Έν­νοιες με ιδιαί­τε­ρο ήχο. Λέ­ξεις που ανα­κα­λούν στη μνή­μη νο­σταλ­γία και ανα­μνή­σεις και μας χα­ρί­ζουν ψυ­χι­κή ευ­φρο­σύ­νη. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα πα­λιά τέ­τοιες λέ­ξεις στο μπλογκ μου και στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά μου για­τί μου αρέ­σουν οι νο­σταλ­γι­κές πα­λιές λέ­ξεις. Τις απο­κα­λώ ‘λέ­ξεις που σε κά­νουν να νιώ­θεις κα­λά’ (Wohl-fühlwörter). Απο­τε­λούν δείγ­μα υγεί­ας και ευ­ε­ξί­ας του κει­μέ­νου».


Οι αντι­ποι­η­τι­κές λέ­ξεις

Υπάρ­χουν λέ­ξεις πο­λύ χρή­σι­μες για ποι­κί­λες κει­με­νι­κές λει­τουρ­γί­ες, οι οποί­ες κα­τα­λαμ­βά­νουν τις πρώ­τες θέ­σεις από άπο­ψη στα­τι­στι­κής συ­χνό­τη­τας στα σώ­μα­τα κει­μέ­νων, κυ­ρί­ως οι λε­γό­με­νες «λει­τουρ­γι­κές λέ­ξεις» (άρ­θρα, σύν­δε­σμοι, αντω­νυ­μί­ες, μό­ρια), οι οποί­ες δεν δια­κρί­νο­νται κα­θό­λου για την ποι­η­τι­κό­τη­τά τους. Ο Wilhelm Scherer (1841-1886), γερ­μα­νός ιστο­ρι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας, κα­τα­τάσ­σει στις αντι­ποι­η­τι­κές λέ­ξεις τα επιρ­ρή­μα­τα, τις αντω­νυ­μί­ες, τα μό­ρια και τα βοη­θη­τι­κά ρή­μα­τα.[3]

Ο γερ­μα­νός φι­λό­λο­γος Karl Ferdinand Becker (1775-1849) το­νί­ζει:[4] «Υπάρ­χει πλή­θος λέ­ξε­ων που μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν χω­ρίς κα­νέ­να πρό­βλη­μα στον πε­ζό λό­γο, δεν συ­νά­δουν όμως με το ποι­η­τι­κό ύφος. Πρό­κει­ται για μη ποι­η­τι­κές λέ­ξεις (nicht poetische Wörter), όπως εξυ­πη­ρε­τι­κό­τη­τα, υπο­χρέ­ω­ση (Verbindlichkeit) τα­πει­νο­φρο­σύ­νη (Bescheidenheit), πε­ριο­ρί­ζω, πα­ρε­μπο­δί­ζω (beeinträchtigen), επει­δή εί­ναι γε­νι­κές και ακα­θό­ρι­στες ή δεν έχουν εκ­φρα­στι­κή ζω­ντά­νια, όπως αμ­φί­βο­λος, ανή­συ­χος (bedenklich), επι­κερ­δής, συμ­φέ­ρων (vorteilhaft), ευ­χά­ρι­στος (angenehm). Η ποί­η­ση δεν συμ­βα­δί­ζει με την ακα­θό­ρι­στη γε­νι­κό­τη­τα (unbestimmte Allgemeinheit). [...] Αντι­ποι­η­τι­κές εί­ναι γε­νι­κά οι ξέ­νες λέ­ξεις, ιδί­ως όσες ανή­κουν στην επι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα και τις κα­λές τέ­χνες ή βρί­σκο­νται στο στό­μα των ατό­μων που ανή­κουν στην ανώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τά­ξη. [...] Στην έν­νοια της ποι­η­τι­κό­τη­τας συ­γκα­τα­λέ­γο­νται οι ωραί­ες με­τα­φο­ρι­κές ει­κό­νες».

Εί­ναι γνω­στό ότι η ποί­η­ση απο­κλί­νει από την αφη­ρη­μέ­νη γε­νί­κευ­ση της θε­ω­ρη­τι­κής σκέ­ψης και ότι η ου­σία της συ­νί­στα­ται στην εσω­στρέ­φειά της ένα­ντι της επι­στη­μο­νι­κής σκέ­ψης.[5]
Στις «αντι­ποι­η­τι­κές» λέ­ξεις εντάσ­σο­νται και τα ακρω­νύ­μια, μπο­ρούν όμως μό­νο από αυ­τά να δη­μιουρ­γη­θούν εξαι­ρε­τι­κά ποι­ή­μα­τα τα οποία συ­μπυ­κνώ­νουν βιώ­μα­τα και εμπει­ρί­ες και ανα­δει­κνύ­ουν τις κοι­νω­νι­κές, οι­κο­νο­μι­κές, επι­στη­μο­νι­κές, πο­λι­τι­κές και πο­λι­τι­στι­κές εξε­λί­ξεις που επη­ρέ­α­σαν ει­δι­κά την Ελ­λά­δα και γε­νι­κό­τε­ρα την πο­ρεία της αν­θρω­πό­τη­τας. Το «Curriculum Vitae», από τη συλ­λο­γή Ισαύ­ρων του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη (εκδ. Άγρα 2015 (σσ. 44-46), χω­ρι­σμέ­νο σε τρεις ενό­τη­τες –Κρή­τη (1948-1960), Θεσ­σα­λο­νί­κη (1961-1980), Αθή­να (1981 κ.ε.)– πε­ρι­λαμ­βά­νει απο­κλει­στι­κά 17 + 89 + 139 ακρω­νύ­μια: σύ­νο­λο 245. Ο ποι­η­τής ξε­κι­νά με την ΕΛ­ΒΙΕ­ΛΑ, το συ­νώ­νυ­μο του αθλη­τι­κού πα­που­τσιού που γνώ­ρι­σε με­γά­λη επι­τυ­χία τη δε­κα­ε­τία του 1960 και τε­λειώ­νει με το πο­λύ­ση­μο και ετυ­μο­λο­γι­κά προ­βλη­μα­τι­κό «SOS». Με τα τρία αυ­τά ποι­ή­μα­τα ο Δ. K. ανα­τρέ­πει πλή­ρως την πα­ρα­δο­σια­κή έν­νοια της ποι­η­τι­κής γλώσ­σας.

Ποίηση / Αντι-ποίηση: Εννοιολογικές οριοθετήσεις

Λε­ξι­κο­γρα­φι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των λο­γο­τε­χνι­κών λέ­ξε­ων

Στα σύγ­χρο­να επί­το­μα λε­ξι­κά της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας λημ­μα­το­ποιού­νται ελά­χι­στες λο­γο­τε­χνι­κές λέ­ξεις για το λό­γο ότι απευ­θύ­νο­νται στο ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό. Λημ­μα­το­γρα­φεί­ται, επο­μέ­νως, το πυ­ρη­νι­κό λε­ξι­λό­γιο της κοι­νής γλώσ­σας, το οποίο διευ­ρύ­νε­ται με αντι­προ­σω­πευ­τι­κές λέ­ξεις από διά­φο­ρους κλά­δους του επι­στη­τού. Εξυ­πα­κού­ε­ται ότι στα χρη­στι­κά λε­ξι­κά δεν έχουν λό­γο ύπαρ­ξης οι λο­γο­τε­χνι­κοί νε­ο­λο­γι­σμοί, αξιο­θαύ­μα­στοι ως προς τον σχη­μα­τι­σμό και το ση­μα­σιο­λο­γι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο, αλ­λά με μη­δα­μι­νές πι­θα­νό­τη­τες να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν στην κα­θη­με­ρι­νή επι­κοι­νω­νία.  
Με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα από τις Πα­ρα­σάγ­γες [και πά­λι] του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη:[6] «Ο Μπόρ­χες, μα­νιώ­δης δα­ντό­φι­λος –έτσι εί­ναι η λέ­ξη;– ...» (Α, σ. 85), «... λο­γο­τε­χνι­κό οι­νό­πνευ­μα τρι­πλής απο­στά­ξε­ως, όπως αυ­τό που ου­ζια­στι­κά, μό­νο στη Μυ­τι­λή­νη ξέ­ρουν αρι­στο­τε­χνι­κά να πα­ρά­γουν» (Α΄, 78), βυ­ζα­ντι­νό­σχη­μος (Β΄, 81), γλυ­κο­διά­βα­στα βι­βλία (Β΄, 108), λα­θρα­κούω (Β΄, 97). Η συσ­σώ­ρευ­ση σπά­νιων λέ­ξε­ων, όπως η απα­ρίθ­μη­ση κυ­ρί­ως θη­λα­στι­κών που έχουν εκλεί­ψει, πα­ρα­πέ­μπει στο με­γα­λείο της Δη­μιουρ­γί­ας και στο χα­ο­τι­κό λε­ξι­λό­γιο που ού­τε μπο­ρεί να δια­νοη­θεί ού­τε να επο­πτεύ­σει ο άν­θρω­πος (Β΄, 77-78): τιλ­λο­δό­ντια, αρ­χαιο­κή­τη, κον­δύ­λαρ­θρα, αμ­βλύ­πο­δα, νω­το­πλη­φό­ρα, πυ­ρο­θή­ρια, λι­τό­πτερ­να, υρα­κοει­δή, εμ­βρι­θό­πο­δα, βου­νο­δό­ντια.[7]
Ο υφο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός «λο­γοτ.» στα τρία νε­ό­τε­ρα λε­ξι­κά της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής, Λε­ξι­κό του Ιδρύ­μα­τος Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη (ΛΤρ), Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη (ΛΜπ) και Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (Χρ­Λεξ), εμ­φα­νί­ζε­ται σπά­νια και δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει πα­ρά ένα πο­λύ μι­κρό μέ­ρος των πραγ­μα­τι­κών πε­ρι­πτώ­σε­ων.[8] Στο ΛΜπ εντό­πι­σα από το γραμ­μα Κ (συ­νο­λι­κός αριθ­μός λημ­μά­των: 5.056) μό­λις 12 πε­ρι­πτώ­σεις με την έν­δει­ξη «λο­γοτ.»: κα­θά­ρειος (sic), κα­τά­στε­ρος, κι­νώ (με τη ση­μα­σία «ξε­κι­νώ»), κορ­φο­βού­νι, κρά­ζω (στη ση­μα­σία «κα­λώ με δυ­να­τή φω­νή»), κρα­τε­ρός, κρή­νη («το ση­μείο από το οποίο εκ­πο­ρεύ­ε­ται, πη­γά­ζει κά­τι»), κρι­νο­δά­χτυ­λος, [κρυ­σταλ­λέ­νιος], λο­γοτ. κρου­σταλ­λέ­νιος, κρου­στα­λιά­ζω, κρου­στάλ­λι­νος, κρού­σταλ­λο.
Το ΛΤρ προ­σθέ­τει τον δεί­κτη «λαϊ­κό­τρο­πο, λο­γο­τε­χνι­κό» στα λήμ­μα­τα κα­θά­ριος, κορ­φο­βού­νι, κρά­ζω, κρού­σταλ­λο, κρου­σταλ­λιά­ζω, και «λαϊ­κό­τρο­πο» στο λήμ­μα κι­νώ. Η κρή­νη και το κρου­στάλ­λι­νος δεν έχουν κα­νέ­να χρα­κτη­ρι­σμό. Το επί­θε­το κρα­τε­ρός δεν λημ­μα­το­γρα­φεί­ται, όπως και στο Χρ­Λεξ.
Στο Χρ­Λεξ ο υφο­λο­γι­κός δεί­κτης «λο­γοτ.» (βλ. τα λήμ­μα­τα: κα­θά­ριος, κε­λα­ρύ­ζει, κε­λά­ρυ­σμα, κε­λα­ρυ­στός, κο­ρα­σιά, κρε­με­ζής, κρι­νο­δά­χτυ­λα) εξει­δι­κεύ­ε­ται στις ακό­λου­θες 11 κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις: (δια­λεκτ.-λο­γοτ.): κουρ­τα­λώ, (επι­τατ.-λο­γοτ.): κα­τα­ντι­κρύ, (κυρ. λο­γοτ.): αγκα­θε­ρός, (λαϊ­κό-λο­γοτ.): κα­λο­συ­νεύ­ει, (λόγ.-λο­γοτ.): καλ­λι­μάρ­μα­ρος, (λο­γοτ.-ιδιωμ.-πα­λαιότ.): αγκα­λά, (λόγ.-λο­γοτ.-επι­τατ.): κα­τά­σκιος, (μτφ.-λο­γοτ.): κε­ρώ­νω, (οικ.-λο­γοτ.): αδεια­νός, (πα­λαιότ.-λο­γοτ.): κε­μέ­ρι, (πα­ρωχ.-λο­γοτ.): κα­ντη­λέ­ρι, (προφ.-λο­γοτ.): άθε­λα, (σπάν.-κυρ. λο­γοτ.): κα­κο­σύ­νη, (σπάν.-λο­γοτ.): κοι­μού­μαι, (συ­νήθ. λο­γοτ.): καρ­τε­ρώ. Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός (λο­γοτ.) δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­νο σε με­μο­νω­μέ­νες λέ­ξεις, αλ­λά συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει μορ­φο­λο­γι­κές απο­κλί­σεις (κοι­μού­μαι, αντί κοι­μά­μαι), ση­μα­σιο­λο­γι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις (κα­θρέ­φτι­σμα = «αντα­νά­κλα­σμα»), με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις (κλαί­ει ο ου­ρα­νός, η θά­λασ­σα κοκ­κί­νι­σε: με τη δύ­ση του ήλιου), στα­θε­ρές λε­ξι­κές συ­νά­ψεις (κο­ραλ­λέ­νια χεί­λια, κύ­λι­σμα των αιώ­νων, μαύ­ρη άβυσ­σος) κ.ά.
Σε ένα σύ­νο­λο 5.000 πε­ρί­που λέ­ξε­ων που πε­ρι­λαμ­βά­νει το γράμ­μα Κ, όπως ανέ­φε­ρα ήδη, το ΛΜπ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως λο­γο­τε­χνι­κές μό­λις 12 και το Χρ­Λεξ πε­ρί­που 50. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι ο υφο­λο­γι­κός αυ­τός χα­ρα­κτη­ρι­σμός εί­ναι στα­τι­στι­κά αμε­λη­τέ­ος. Αν ένας ποι­η­τής επέ­λε­γε μό­νο «λο­γο­τε­χνι­κές» λέ­ξεις, δεν θα μπο­ρού­σε να συν­θέ­σει ού­τε καν ένα ολι­γό­στι­χο ποί­η­μα. Πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι το σχε­τι­κό λε­ξι­λο­γι­κό από­θε­μα έχει υπε­ρε­κτι­μη­θεί. Ο λο­γο­τέ­χνης κα­τά κα­νό­να δη­μιουρ­γεί τη γλώσ­σα του αξιο­ποιώ­ντας την κοι­νή γλώσ­σα σε ένα πο­σο­στό πε­ρί­που 90-95%. Οι υπό­λοι­πες λέ­ξεις εί­ναι σπά­νιες (αρ­χαϊ­σμοί, δια­λε­κτι­σμοί, λαϊ­κές λέ­ξεις, νε­ο­λο­γι­σμοί) οι οποί­ες δεν μπο­ρούν από μό­νες τους να δια­μορ­φώ­σουν το γλωσ­σι­κό ύφος.
Αυ­τό που δεν έχουν προ­σέ­ξει στο βαθ­μό που θα έπρε­πε οι με­λε­τη­τές της λο­γο­τε­χνί­ας, κυ­ρί­ως κρι­τι­κοί της λο­γο­τε­χνί­ας, γλωσ­σο­λό­γοι, υφο­λό­γοι και λε­ξι­κο­γρά­φοι, εί­ναι ότι το λο­γο­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο κρί­νε­ται με βά­ση όχι τη χρή­ση με­μο­νω­μέ­νων λέ­ξε­ων, αλ­λά την ικα­νό­τη­τα του ποι­η­τή ή του πε­ζο­γρά­φου, να εφευ­ρί­σκει και­νο­φα­νείς συν­δυα­στι­κές δυ­να­τό­τη­τες αμ­φί­ση­μων λέ­ξε­ων που πα­ρα­πέ­μπουν σε με­τα­φο­ρι­κές ει­κό­νες, ανα­δει­κνύ­ο­ντας με ευαι­σθη­σία, τρυ­φε­ρό­τη­τα και λυ­ρι­σμό τον αν­θρώ­πι­νο ψυ­χι­σμό στις ποι­κί­λες εκ­φάν­σεις του. Το ξάφ­νια­σμα που δη­μιουρ­γεί το απρό­βλε­πτο και ασυ­νή­θι­στο, εί­ναι εντο­νό­τε­ρο όταν προ­κύ­πτει από το συν­δυα­σμό γνω­στών λέ­ξε­ων που απο­κτούν νέ­ες ση­μα­σί­ες.
Εν­δει­κτι­κοί τί­τλοι ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών: Κι­κή Δη­μου­λά: Ενός λε­πτού μα­ζί, Ίκα­ρος 1998. Πα­ρα­πέ­μπει στην έκ­φρα­ση «Ενός λε­πτού σι­γή». Η Άνω τε­λεία, Ίκα­ρος 2016, επι­φα­νεια­κά αντι­ποι­η­τι­κός τί­τλος, εμπε­ριέ­χει πολ­λούς συμ­βο­λι­σμούς.[9] Για την άνω τε­λεία έχουν γρα­φτεί πολ­λά ποι­ή­μα­τα σε διά­φο­ρες γλώσ­σες, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο την «Ωδή στην άνω τε­λεία» (Ode to the Semicolon) του Tony Noland.[10] Ο Κυ­ριά­κος Χα­ρα­λα­μπί­δης στη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή (1967), την οποία προ­λο­γί­ζει εγκω­μια­στι­κά ο Τά­κης Πα­πα­τσώ­νης, έδω­σε τον ευ­ρη­μα­τι­κό τί­τλο Η άγνοια του νε­ρού (βλ. Ποι­ή­μα­τα 1961-2017, Ίκα­ρος 2019). Η Φω­τει­νή Βα­σι­λο­πού­λου τι­τλο­φο­ρεί την τρί­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Αμεί­λι­κτο νε­ρό (Οι Εκ­δό­σεις των Φί­λων 2019).
Τε­λι­κά, κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας για την απο­τί­μη­ση του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου δεν εί­ναι η μορ­φή, όσο και αν εντυ­πω­σιά­ζει ορι­σμέ­νους, αλ­λά το πε­ριε­χό­με­νο που ξε­περ­νά το το­πι­κό και επί­και­ρο και γί­νε­ται δια­το­πι­κό, δια­χρο­νι­κό, επο­μέ­νως πα­ναν­θρώ­πι­νο.

Το γλυπτό του Βραβείου «Δαίδαλος» (χαλκόχυτο, 19x19x9 εκ.), φιλοτεχνημένο από την Ηρώ Νικοπούλου
Το γλυπτό του Βραβείου «Δαίδαλος» (χαλκόχυτο, 19x19x9 εκ.), φιλοτεχνημένο από την Ηρώ Νικοπούλου


Ένα μεί­ζον ερευ­νη­τι­κό ζη­τού­με­νο: Λε­ξι­κό λο­γο­τε­χνι­κών λέ­ξε­ων

Κα­τά την απο­νο­μή του Βρα­βεί­ου «Δαί­δα­λος» από την Εται­ρεία Συγ­γρα­φέ­ων στις 3 Νο­εμ­βρί­ου 2015, τό­νι­σα στην αντι­φώ­νη­σή μου, ανά­με­σα στα άλ­λα:

Η ελληνική γλώσσα είναι ανεξερεύνητος γαλαξίας, ένας αχαρτογράφητος, μονίμως φουρτουνιασμένος, ωκεανός. Με το Χρηστικό Λεξικό η Ακαδημία Αθηνών έδειξε τον πλούτο, την εκφραστική ζωντάνια και το δυναμισμό της νεοελληνικής γλώσσας, όπως έχει διαμορφωθεί στον εικοστό αιώνα και στις αρχές του εικοστού πρώτου με καταλύτη την έκρηξη των επιστημών και τα επιτεύγματα της υψηλής τεχνολογίας μέσα σε ένα πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον.
Όπως γνωρίζετε, στο Χρηστικό Λεξικό δεν υπάρχει συνειδητά ούτε μία αναφορά σε νεοέλληνα λογοτέχνη, δεν παρατίθεται κανένα παράδειγμα από ποιητή ή πεζογράφο. Οι καταξιωμένοι λογοτέχνες χρησιμοποιούν τη γλώσσα με έντονη την προσωπική τους σφραγίδα και με ποιότητα λόγου που ξεπερνά κατά πολύ την καθημερινή επικοινωνία. Αυτή η ιδιαίτερη γλώσσα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου λεξικού στο οποίο θα καταγραφούν αθησαύριστες λογοτεχνικές λέξεις και σημασίες, ποιητικοί και άλλοι νεολογισμοί που δείχνουν τη δημιουργική πλευρά της γλώσσας σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου.
Η νεολογική δεινότητα του Κωστή Παλαμά, του Νίκου Καζαντζάκη και του Οδυσσέα Ελύτη έχει ήδη απασχολήσει τους γλωσσολόγους. Ανοίγεται έτσι ένα νέο πεδίο έρευνας. Άλλο τόσο εντυπωσιακή είναι η πολυσημία που αποκτούν καθημερινές λέξεις στην παλαιότερη, αλλά και τη σύγχρονη ποίηση. Ο ποιητής αντλεί πολύτιμο υλικό από τη διαχρονία της γλώσσας. Η λέξη άγαλμα, για παράδειγμα, απέκτησε με την πάροδο του χρόνου δώδεκα σημασίες. Σημαίνει κόσμημα, ανάθημα, ομοίωμα ανθρώπου ή ζώου, ό,τι τιμάται με λατρεία, ομοίωμα Θεού, πρότυπο κάλλους. Ο Θεός είναι «άγαλμα» και ο Άνθρωπος «άγαλμα του Θεού». Ο Γιώργος Σεφέρης επεκτείνει τη σημασία του αγάλματος για να δηλώσει το βάρος της ιστορικής μνήμης, το σύμβολο της παράδοσης και των αδιαπραγμάτευτων πολιτιστικών μας αξιών. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιεί τη λέξη άγαλμα και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, όταν κάνει λόγο για τα δύο αγάλματα που βρήκαν οι στρατιώτες του: «Στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν». Στους στρατιώτες του είπε: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Τα αγάλματα για τον Σεφέρη είναι απομεινάρια του παρελθόντος, σύμβολα της αυθετικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Η εμφατική αντίθεση φθαρτό κορμί - άφθαρτο άγαλμα λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα. Οι μεταφορικές εικόνες και οι μετωνυμικές χρήσεις οδηγούν σε σημασιολογικές ανατροπές με βαθυστόχαστους συλλογισμούς και διαλογισμούς. Ενδεικτικά είναι τα αποσπάσματα από την Κίχλη, «O ηδονικός Ελπήνωρ» :

στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι.
....................................................................

– Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
– Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.

Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Βασίλειος Χ. Πετράκος έχει οραματιστεί και επιθυμεί να πραγματοποιήσει η Ακαδημία Αθηνών την έκδοση ενός νέου λεξικού το οποίο θα συμπεριλάβει τους νεολογισμούς των λογοτεχνών, ξεκινώντας από τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 και φτάνοντας ως τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο το οποίο θα φέρει στην επιφάνεια πραγματικούς θησαυρούς της γλώσσας μας. Θα δοθεί έμφαση σε λέξεις που δεν υπάρχουν σε κανένα νεοελληνικό λεξικό. Με τον τρόπο αυτό θα αναδειχθεί η συμβολή κυρίως των ποιητών και πεζογράφων μας στην καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας. Το λεξικό αυτό θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το Ιστορικό Λεξικό και το Χρηστικό Λεξικό, το οποίο έχει δώσει έμφαση στο καθημερινό λεξιλόγιο και την επιστημονική ορολογία που βρίσκεται σε κοινή χρήση. Η συγκρότηση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων θα απαιτήσει χρόνο και χρήμα, ένα τέτοιο όμως εθνικής σημασίας έργο ευελπιστώ ότι θα τύχει οικονομικής ενίσχυσης εκ μέρους της Πολιτείας και χορηγών οι οποίοι ξέρουν να εκτιμούν τη σημασία που αποκτά η γλώσσα για την πνευματική καλλιέργεια του Έθνους. Γλώσσα και πολιτισμός, όπως γλώσσα και ατυτότητα, είναι αλληλένδετες έννοιες.
Η λογοτεχνική γλώσσα ιδιαίτερα, όπως έχει σμιλευτεί και σμιλεύεται από καταξιωμένους τεχνίτες του λόγου, αποτελεί τον καθρέφτη της ταυτοπροσωπίας μας, τη λυδία λίθο ανάδειξης της εθνικής μας ταυτότητας, το ακόνι της κριτικής σκέψης μαθητών και ενηλίκων και, σε τελευταία ανάλυση, επιβεβαιώνει με τον τρόπο της τη σοφή διεθνοποιημένη ρήση: η γλώσσα είναι η πατρίδα μας.

Έκτο­τε έχουν πα­ρέλ­θει άπρα­κτα πέ­ντε ολό­κλη­ρα χρό­νια. Ευ­ελ­πι­στώ ότι η Πο­λι­τεία, τι­μώ­ντας την Επέ­τειο της συ­μπλή­ρω­σης 200 ετών από την Επα­νά­στα­ση του 1821, θα δεί­ξει στην πρά­ξη ότι ανα­γνω­ρί­ζει τη συμ­βο­λή των λο­γο­τε­χνών, ποι­η­τών και πε­ζο­γρά­φων, στη δια­μόρ­φω­ση της πλού­σιας και εκ­φρα­στι­κής νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας με την ενί­σχυ­ση των έρ­γων υπο­δο­μής που θα οδη­γή­σουν στη σύ­ντα­ξη ενός πρω­τό­τυ­που μνη­μειώ­δους λε­ξι­κού το οποίο θα αντι­κα­το­πτρί­ζει τα επι­τεύγ­μα­τα απει­ρά­ριθ­μων νε­ο­ελ­λή­νων λο­γο­τε­χνών που σμί­λε­ψαν και σμι­λεύ­ουν τον νε­ο­ελ­λη­νι­κό λό­γο με τέ­χνη και μα­ε­στρία. Θα έρ­θουν έτσι στην επι­φά­νεια πραγ­μα­τι­κοί θη­σαυ­ροί της λα­μπρής πε­ζο­γρα­φι­κής και ποι­η­τι­κής πα­ρά­δο­σης του νε­ό­τε­ρου Ελ­λη­νι­σμού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: