Ο Τσέλαν γράφει: «Παρέρχεται ο κόσμος και πρέπει πάνω μου να σε φέρω». Και λέει ο Ντεριντά: «Είμαι μόνος στον κόσμο εκεί που δεν υπάρχει πια κόσμος. Η καλύτερα: είμαι μόνος στον κόσμο όσο οφείλω τον εαυτό μου σε σένα, που εξαρτάσαι από μένα, που φέρω και πρέπει να αναλάβω ενώπιος ενωπίω, χωρίς τρίτους, μεσίτη ή μεσολαβητή, χωρίς επίγειο ή εγκόσμιο έδαφος, την ευθύνη στην οποία οφείλω να απαντήσω μπροστά σου για χάρη σου. (…) Φέρω το ποίημα, σημαίνει μπαίνω στη φορά του, το φέρω στον άλλο, δίνω στον άλλον να το φέρει». Ο Ντεριντά ονομάζει ποιητή όποιον «αφήνει να περάσουν συμβάντα γραφής, τα οποία δίνουν ένα νέο σώμα στην ουσία της γλώσσας (…)». Αυτό το άφημα δεν είναι διόλου αυτονόητο. Αντιλαμβάνομαι την τοποθεσία των ποιημάτων της Δήμητρας Αγγέλου, σταθερά ανάμεσα στον κριό που θυσιάζεται και στον κριό που εφορμά και επιτίθεται σ’ όλες τις κατευθύνσεις τυφλωμένος από τον πόνο που προκαλεί ο εαυτός και ο κόσμος∙ στον κριό επί γης, με σάρκα και «ζωώδη ζωή», και στον κριό εκεί ψηλά στον ουρανό, στην άκρη του παντός∙ στον κριό «μεταξύ του κόσμου και του τέλους του κόσμου»∙ τελικά, ανάμεσα στον κριό που αρνείται και στερείται τον κόσμο, και σε εκείνον που οραματίζεται τον κόσμο. Οι μέλισσες στα Ημερολόγια μελισσιού διαγράφουν αλλόκοτες σπείρες – στρέφονται, περιστρέφονται, διαστρέφονται, όπως ακριβώς και το σώμα του κέρατος. Ακόμα και η αναμέτρησή τους με τον θάνατο έχει τόση και τέτοια ένταση που, καθώς στέκονται «στην άκρη του γκρεμού σαν ήλιος», ναι, οι μέλισσες, θνητές πάντοτε, συναντούν τους αινιγματικούς κριούς, και μεταμορφώνονται σε «κριούς-σφίγγες», γράφοντας φλέγουσες τα ημερολόγια του μελισσιού, αυτό-ιστορώντας το, και άρα εμποδίζοντάς το –εμποδίζοντας τον κόσμο, εμποδίζοντας, τελικά, τη ζωή– απ’ τον αφανισμό.