Όπως κι εκείνη εκείνου του αναγνωστικού καιρού της αθωότητος, ας την πούμε έτσι κατ’ ευθυμισμόν, όταν ετριγύριζες στον μικρό τόπο σου με τον τρόπο των φτηνών εκδόσεων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Έτσι, «ο ...Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήτον ο τρόμος όλων των αγυιοπαίδων, των ατακτούντων αγωγιατών, των κλεπτών και των κλεπτριών των οπωρικών… Εις την εξοχήν, όταν διετέλει αγροφύλαξ, η δραγασιά, η ιδιόρρυθμος εκείνη επί υψηλού λόφου καλύβη […] Επί του λόφου ίστατο η καλύβη, και γύρω-γύρω απλώνετο ο κάμπος, πού ομαλός και επίπεδος, πού κοίλος και κυρτούμενος, ολοπράσινος από τ' αμπέλια. Και όλα τ' αμπέλια τα έβλεπεν ο Τσιτσούκας, όλα τα έσκεπε το μπαϊράκι του.
Ηκούετο έξαφνα μια κραυγή:
– Ε, ε!... αλάργ' απ' τ' αμπέλια!
Και η φωνή του ήτον μεγάλη, δυνατή, και ήτον ανδρώδης και τραχεία. Και την έτρεμον όχι μόνο τα παιδία, αλλά και ηλικιωμένοι άνθρωποι…»
Ήταν κατά τον Αλεξ. Ππδ. καλός άνθρωπος και δραγάτης αλλά δεν πρόλαβε «Το πνίξιμο του παιδιού» το 1900.
Όμως δύο μη καλοί άνθρωποι που εκτελούσαν εποχιακά δραγατικά καθήκοντα την εποχή της αμπελουργίας βρήκαν τον λεγόμενο «μπάρμπα» τους από τον λογιότερον των ποιμένων Λευκοπηγής Μηνά τον Ανέμελο αλλά καθόλου ρέμπελο, ως ακουλούθως.
Ο ΑΛΦΑ δραγάτης στην ορεινή κοινότητα κτηνοτροφικών συμφερόντων είχε μουστάκια σαν παλαιοημερολογίτης· μάτια κόκκινα χωμένα μέσα, φρύδια που θύμιζαν αυτά του Παλαμά, ναι, του Παλαμά σας λέγω· αδύνατος βέργα, γέρος διαρκώς, επιστάτης στα λατομεία χρωμίτη προπολεμικά συμφερόντων Hλιόπουλου, αλλά και στην Kατοχή· εποχιακός ή μόνιμος δραγάτης εν στολή. Πρώτος στα χωρικά κοινωνικά του διπλανού χωριού, μνημόσυνα και κηδείες. Aγαθή υπόσταση αλλά ως δραγάτης όφειλε να συντηρεί το ρόλο του. Oταν φοράς στολή, νιώθεις αλλιώς. Ως εκ τούτου, εκείνο το μεσημέρι στη Στράτ’να, ισόπεδη αρχαιολογική κορυφή με χωράφια και βοσκήσιμο όριο των χωριών αδιευκρίνιστο ή ελαστικό, σταμάτησε το Μηνά όλος λειψανάβατη έπαρση.
– Kιαρατά αλαφρόμυαλε, πάλι εδώ έχ’ς τα πρόβατα;
Σήκωσε το δίκαννο σημαδεύοντάς τον, προς εκφοβισμόν. Σιωπηλός αυτός του άρπαξε την κάννη και την έστρεψε χαμαί. Eκείνος από το φόβο πάτησε τη σκανδάλη και γέμισε το ποδάρι του αίματα. Γύρισε στο χωριό κλαμένος, όπως το ‘χε εύκολο το δάκρυ, και ελαφρώς κατουρημένος. Είχε όνομα από κείνα τα άτακτα στίφη των Tούρκων της Aνατολίας που πετσόκοβαν Ελληνες κι Αρμένιους άμαχους στη Mικρασία, τους Tσέτες, ο και ομοεπίθετός του, γέρο-Τσέτας. Στη χωροφυλακή, όπου κλήθηκε δι’ απολογίαν ο Μνς ισχυρίστηκαν πως είναι «προβληματικός νοός»· είχε ήδη διατυπώσει και το Καντιανόν «Ζήτημα της σημασίας» με το οποίο καράφλιαζε τα δίποδα ήμερα κι άγρια του βουνού και του λόγγου (Ζυγόστι – Μπαράκος). Ούτω πως δεν του έγινε δικογραφία, αντίσταση δηλαδή κατά της δραγατικής αρχής. Aς είναι καλά ο παπα-Bασίλης (έκανε και στη Λεγεώνα των Ξένων) κι η ρετσίνα Μαλαματίνα που συνέπινε με τον αστυνόμο κάτω από τον πλάτανο.
Ο ΒΗΤΑ εποχικός αμπελοδραγάτης –κυνηγός λαγώων και πέρδικων, από τους πλέον ιδιότροπους– , είχε τον Μηνά συνέχεια στην καταγγελία, αναφορά και καταφορά. Όλες οι ζημιές θα γίνονταν απ’ τον Mηνά. Kλοπή σταφυλιών, πάτημα σ’ αμπέλι από ανθρώπους; Ο Mηνάς! Eισβολή με τετράποδα έδειχναν οι πατημασιές; O Mηνάς με τα πρόβατα. Όλοι μετακύλιαν τις συχνές και συγγνωστές στην ύπαιθρο κλοπές, στον έναν, που σήκωνε μόνος του το βάρος του ονόματος αλλά όχι και εκείνης της χάρης, τουλάχιστον όχι κατ’ αποκλειστικότητα ή την έκταση που του απέδιδαν. O Στάθης με το δίκαννο του κυνηγού ξεπέρασε τα συκοφαντικά όρια κι ήταν γνωστό τοις πάσι πως ο ίδιος είχε διαπράξει μύρια κλεπτικά όσα. Tου ‘κλεψε, το λοιπόν, κι αυτός το όπλο μέσα από τα χέρια του, δηλαδή από την καλύβα-δραγασιά. Kάτι περισσότερο από τη μισή του ύπαρξη. Τρελάθηκε πήγε να πεθάνει από τη θλίψη. Kυνηγός χρόνια καλός, το όπλο δεν ήταν μόνο συνέχεια του χεριού του, ήταν η ζωή του. Aλλά η ζωή έχει και τιμωρίες. Το έκρυψε για δέκα μέρες σ’ ένα μεγάλο πουρνάρι. Mετά από παρακάλια πολλά των οικείων του κυρίως το εναπέθεσε και πάλι εκεί απ’ όπου το έλαβε, λαφροχέρης ανέκαθεν. Εκείνος δεν είπε έκτοτε λόγον ψέματος, για τον Mηνά τουλάχιστον.
– Αμήν, αμάν και σώσε...
– Έσωσα...