A la recherche du père perdu (Β΄)

Ντάνιελ Μέντελσον, «Μία Οδύσσεια. Ένας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος», μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πατάκη 2019

Πατήρ & υιός
Πατήρ & υιός


Β΄ ΜΕ­ΡΟΣ  [ Βλ. το Α΄ΜΕ­ΡΟΣ εδώ ]
————————————————————


Κ.

Ο Ντ. Μ. δεν εί­ναι ποι­η­τής, ού­τε ο Τζ. Μ., συ­νε­πώς δεν υπάρ­χει άμε­σος συ­σχε­τι­σμός των δύο αυ­τών δύο προ­σώ­πων με τα πρό­σω­πα του προ­πά­το­ρα-ποι­η­τή και του επι­γό­νου-ποι­η­τή, ωστό­σο η βα­σι­κή διά­στα­ση τού προ­γε­νέ­στε­ρου και του με­τα­γε­νέ­στε­ρου όπως καί­ρια τις πε­ρι­γρά­φει ο Δη­μη­ρού­λης, όχι μό­νο ισχύ­ουν αλ­λά, στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση της οι­κο­γέ­νειας Μέ­ντελ­σον, ενι­σχύ­ουν το γε­γο­νός ότι, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, εκ­προ­σω­πού­νται με τον πιο προ­φα­νή τρό­πο, δε­δο­μέ­νης της εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής της οι­κο­γέ­νειας αυ­τής.
Δεν εί­ναι ανε­ξή­γη­το ότι ο Χά­ρολντ Μπλουμ, ως επί­σης Εβραί­ος, εί­ναι ο επι­νοη­τής αυ­τής της γε­νε­α­λο­γι­κής, σχε­δόν συγ­γε­νειο­λο­γι­κής, θε­ω­ρί­ας για την ποί­η­ση. Απο­τε­λεί ιστο­ρι­κή κα­τά­θε­ση ότι το θέ­μα τού πα­τέ­ρα, όπως εί­πα­με, εί­ναι κα­τ’ εξο­χήν εβραϊ­κό, δια­τρέ­χει επί χι­λιε­τί­ες την ιστο­ρία τού εβραϊ­κού λα­ού, τα πα­ρα­δείγ­μα­τα, πα­λαιά και πρό­σφα­τα, απει­ρά­ριθ­μα. Η πε­ρί­πτω­ση, λό­γου χά­ριν, του Φρό­υντ εί­ναι μία από τις πλέ­ον εξέ­χου­σες και εμ­βλη­μα­τι­κές, και δεν εί­ναι μό­νον η σχέ­ση με τον πα­τέ­ρα του που το κα­τα­δει­κνύ­ει πε­ρι­φα­νώς αυ­τό, εί­ναι και, εκτός από ολό­κλη­ρο το ψυ­χα­να­λυ­τι­κό του έρ­γο, το τε­λευ­ταίο και επι­στε­γα­στι­κό βι­βλίο του Ο άντρας Μω­υ­σής και ο μο­νο­θει­σμός όπου αμ­φι­σβη­τεί­ται η ίδια η πα­τρι­κή μορ­φή με την ρι­ζι­κή ανα­τρο­πή της: ο Μω­υ­σής δεν ήταν Εβραί­ος αλ­λά Αι­γύ­πτιος – απο­τι­νά­ζει το δυ­σβά­στα­κτο πα­τε­ρι­κό/πα­τριαρ­χι­κό φορ­τίο εκ­βάλ­λο­ντας, με μία άλ­λης υφής Έξο­δο, τον Εβραίο πα­τέ­ρα με το να απο­δει­κνύ­ει ότι δεν ανή­κει στην δι­κή του φυ­λή, δη­λα­δή στην οι­κο­γέ­νειά του, αλ­λά σε μία άλ­λη, ότι εί­ναι ξέ­νος, ότι δεν εί­ναι πα­τέ­ρας του, ότι ο ίδιος δεν εί­ναι γιός του, προ­τι­μώ­ντας σα­φέ­στα­τα και λυ­τρω­τι­κό­τα­τα να μην έχει κα­θό­λου πα­τέ­ρα πα­ρά να έχει.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Λ.

Η μορ­φή του πα­τέ­ρα, από­λυ­τα κυ­ρί­αρ­χη στο Μια Οδύσ­σεια, επα­να­φέ­ρει το ζή­τη­μα αυ­τό υπό όρους και υπό συν­θή­κες κο­σμο­πο­λί­τι­κης, θα την έλε­γα, οι­κου­μέ­νης, με ό,τι σή­με­ρα ση­μαί­νει η θέ­ση του πα­ρελ­θό­ντος, ιστο­ρι­κού και πνευ­μα­τι­κού, σε ένα πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νο πα­ρόν.
Ωστό­σο, όσο κι αν το τώ­ρα, ως χρο­νι­κός από­γο­νος, προ­σπα­θεί να επι­κρα­τή­σει, ακό­μα και σχε­δόν να απο­σβέ­σει τα ίχνη τού πριν ως χρο­νι­κού προ­γό­νου, σύ­νο­λη η πα­τρι­κή πα­ρά­δο­ση πα­ρα­μέ­νει αλώ­βη­τη, ακέ­ραιη λει­τουρ­γεί πε­ρισ­σό­τε­ρο εντός πα­ρά εκτός, εν­δο­μύ­χως πα­ρά προ­φα­νώς, εφό­σον οι ρί­ζες τής εσω­τε­ρί­κευ­σής της εί­ναι αξε­ρί­ζω­τες, αν όχι πιο πο­λύ από πο­τέ άλ­λο­τε δρώ­σες, αν­θε­κτι­κές και ζω­ντα­νές.
Ολό­κλη­ρο το βι­βλίο εί­ναι, κα­τά την εντύ­πω­σή μου, ένας πλά­γιος προ­βλη­μα­τι­σμός, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από την πλευ­ρά της αν­θρώ­πι­νης, πά­νω στην φυ­λε­τι­κή ταυ­τό­τη­τα, στο τι ση­μαί­νει, με συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­ση­μα, το να εί­σαι, σή­με­ρα αλ­λά και ανέ­κα­θεν, Εβραί­ος και όχι Έλ­λη­νας, εφό­σον το ίδιο το corpus τού βι­βλί­ου, η ίδια η σω­μα­τι­κό­τη­τά του, συ­νί­στα­νται από αυ­τές τις τό­σο ξέ­νες με­τα­ξύ τους και αντα­γω­νι­στι­κές αλ­λά και συ­ντα­ξι­δεύ­ου­σες πνευ­μα­τι­κές οντό­τη­τες. Η αντι­πα­ρά­θε­ση Οδύσ­σειας και Μί­ας Οδύσ­σειας εί­ναι αντι­πα­ρά­θε­ση τού ελ­λη­νι­κού και τού εβραϊ­κού, τού Ντ. Μ. ως ελ­λη­νι­στή και ως Εβραί­ου, τής ελ­λη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας, με όσα ση­μαί­νει αυ­τό –και κυ­ρί­ως ση­μαί­νει ρι­ζι­κή απαλ­λα­γή από τον πα­τέ­ρα–, και τής εβραϊ­κής, με όσα ση­μαί­νει κι αυ­τό – κυ­ρί­ως βα­θύ­τα­της εμπλο­κής στην αδυ­να­μία απαλ­λα­γής από τον πα­τέ­ρα.
Έτσι, όπως θα προ­σεγ­γι­στεί και πα­ρα­κά­τω το ση­μείο αυ­τό, το Μία Οδύσ­σεια ως τί­τλος φέ­ρει ήδη εξό­φθαλ­μα και κα­θη­λω­τι­κά την ταυ­τό­τη­τα του ίδιου τού βι­βλί­ου, διό­τι με τον τί­τλο αυ­τό γί­νε­ται, ήδη από το εξώ­φυλ­λο, μία ρή­ξη με την εβραϊ­κή πλευ­ρά, ήδη το βι­βλίο δεν εί­ναι ένα επει­σό­διο της Βί­βλου η οποία θα μπο­ρού­σε –θα μπο­ρού­σε;– να προ­σφέ­ρει μια ανά­λο­γη αφή­γη­ση εξό­δου από την πα­τρι­κή ή άλ­λη γη : η Έξο­δος θα ήταν μία πρώ­τη ύλη για τον Ντ. Μ. να επι­χει­ρή­σει μια αντι­στρο­φή τής πο­ρεί­ας εκεί­νης, να την δια­χει­ρι­στεί ανα­τρέ­πο­ντας την σύ­στα­σή της και να οδη­γή­σει τον εβραϊ­κό λαό, δη­λα­δή τον εαυ­τό του, από μία πα­τρώα γη –την γη τού Ισ­ρα­ήλ– σε μία άλ­λη γη – τη γη της Αι­γύ­πτου, προ­σπο­ρι­ζό­με­νος μία ετε­ρό­τη­τα την οποία ανα­ζη­τά τώ­ρα, με το βι­βλίο του, στην Ελ­λά­δα.
Βέ­βαια, όλα αυ­τά εί­ναι ει­κα­σί­ες αφού ως ελ­λη­νι­στής ο κα­θη­γη­τής Ντ. Μ. δεν εί­χε να ανα­λω­θεί στα σε­μι­νά­ριά του πα­ρά με το ίδιο το αντι­κεί­με­νο τής δι­δα­σκα­λί­ας του.
Ωστό­σο, αντι­κεί­με­νο δι­δα­σκα­λί­ας και αντι­κεί­με­νο ανα­ζή­τη­σης έχουν τέ­τοια συ­μπλο­κή με­τα­ξύ τους ώστε επι­τρέ­πο­νται, ως πα­ρε­πό­με­να αυ­τής της συ­μπλο­κής, τα πα­ρα­πά­νω έστω και μό­νο ως ει­κα­σί­ες. (Ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στο θέ­μα αυ­τό εί­ναι το βι­βλίο τού Ηλία Πα­πα­γιαν­νό­που­λου Ο Φρό­υντ στην Ακρό­πο­λη. Μια ατο­πο­γρα­φία, εκδ. Πε­ρι­σπω­μέ­νη 2019).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Μ.

Θα χρεια­στεί να προ­σθέ­σω εδώ με­ρι­κά διά­σπαρ­τα απο­σπά­σμα­τα από το βι­βλίο τού Μπλουμ τα οποία συμ­βάλ­λουν, νο­μί­ζω, στην ενί­σχυ­ση τής πα­ρα­πά­νω το­πο­θέ­τη­σης, πά­ντα, εν­νο­εί­ται, με ση­μείο εκ­κί­νη­σης την σχέ­ση προ­γό­νου/προ­πά­το­ρα και απο­γό­νου/επι­γό­νου, συ­νε­πώς και πα­τέ­ρα/γιου.
Γρά­φει ο Μπλουμ: «Ο Φρό­υντ ανα­γνώ­ρι­σε την εξι­δα­νί­κευ­ση (sublimation) ως το με­γα­λύ­τε­ρο αν­θρώ­πι­νο επί­τευγ­μα, μια ανα­γνώ­ρι­ση που τον εντάσ­σει στο ίδιο στρα­τό­πε­δο με τον Πλά­τω­να και με όλη την ηθι­κή πα­ρά­δο­ση τού ιου­δαϊ­σμού και του χρι­στια­νι­σμού. Η φρο­ϋ­δι­κή εξι­δα­νί­κευ­ση συ­νί­στα­ται στην απάρ­νη­ση των πιο αρ­χέ­γο­νων μορ­φών ηδο­νής για πιο εκλε­πτυ­σμέ­νες μορ­φές, πράγ­μα που δη­λώ­νει έξαρ­ση τής δεύ­τε­ρης ευ­και­ρί­ας υπε­ρά­νω τής πρώ­της (σελ. 45). […] Ενας ποι­η­τής ‘ολο­κλη­ρώ­νει’ αντι­θε­τι­κά τον πρό­δρο­μό του, δια­βά­ζο­ντας το πα­τρι­κό ποί­η­μα έτσι ώστε να δια­τη­ρεί τούς όρους του αλ­λά να τούς εν­νο­εί δια­φο­ρε­τι­κά, σαν να απέ­τυ­χε ο πρό­δρο­μος να προ­χω­ρή­σει αρ­κε­τά (σελ. 51). […] Οι πρό­δρο­μοι μάς πλημ­μυ­ρί­ζουν και η φα­ντα­σία μας μπο­ρεί να πε­θά­νει μέ­σα τους από πνιγ­μό . εντού­τοις κα­μιά ζωή δη­μιουρ­γι­κής φα­ντα­σί­ας δεν εί­ναι δυ­να­τή εάν απο­φευ­χθεί εξ ολο­κλή­ρου ένα τέ­τοιο πλημ­μύ­ρι­σμα (σελ. 201). […] Η πά­λη ανά­με­σα σε δυ­να­τούς και ισο­δύ­να­μους αντι­πά­λους, ο πα­τέ­ρας και ο γιός ως με­γά­λοι αντί­μα­χοι, ο Λάιος και ο Οι­δί­πους στο σταυ­ρο­δρό­μι . αυ­τό μό­νο εί­ναι το αντι­κεί­με­νό μου εδώ, αν και κά­ποιοι από τούς πα­τέ­ρες, όπως θα φα­νεί, εί­ναι σύν­θε­τες μορ­φές» (σελ. 48).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ν.

Στην αρ­χή τού βι­βλί­ου του (σσ. 16-17) ο Dennis R. MacDonald διευ­κρι­νί­ζει: «Σύμ­φω­να με τον κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνί­ας Gerard Genette, υπερ-κεί­με­νο (hypertext) εί­ναι κά­θε κεί­με­νο που κα­τά κά­ποιον τρό­πο στη­ρί­ζε­ται σε ένα γρα­πτό προη­γού­με­νο ή υπο-κεί­με­νο (hypotext). Ένα υπερ-κεί­με­νο γί­νε­ται όχη­μα με­τα­φο­ράς και αντα­νά­κλα­σης αξιών (transvaluative) όταν όχι μό­νο αρ­θρώ­νει λό­γο με αξί­ες δια­φο­ρε­τι­κές από αυ­τές που πα­ρου­σιά­ζει το υπο-κεί­με­νο, αλ­λά όταν επί­σης υπο­κα­θι­στά τις αξί­ες τού προη­γού­με­νου κει­μέ­νου με τις δι­κές του».
Ο Ντ. Μ., αυ­τό που κά­νει στο βι­βλίο του δεν εί­ναι ότι υπο­κα­θι­στά τις αξί­ες της Οδύσ­σειας με τις δι­κές του. αυ­τό που κά­νει εί­ναι ότι αντι­στοι­χεί, σχε­δόν ισο­σκε­λί­ζει, διαρ­κώς τα δια­δρα­μα­τι­ζό­με­να στην Οδύσ­σεια με την ιστο­ρία τού πα­τέ­ρα του, πρώ­τα με τα σε­μι­νά­ρια πά­νω στο ομη­ρι­κό έπος, έπει­τα με την θε­μα­τι­κή κρουα­ζιέ­ρα στην Με­σό­γειο.
Τα δύο πα­ράλ­λη­λα κεί­με­να, κα­θώς αντι­κρί­ζο­νται στις σε­λί­δες τού βι­βλί­ου, που ση­μαί­νει ότι κι η πλευ­ρά τού πα­τέ­ρα Μέ­ντελ­σον εί­ναι επί­σης ένα κεί­με­νο, συ­νέ­χο­νται και συ­νυ­πάρ­χουν με αλ­λε­πάλ­λη­λους αντι­κα­το­πτρι­σμούς, όπου προ­κύ­πτουν ευά­ριθ­μα συ­γκλί­νο­ντα ση­μεία ανά­με­σα στο αρ­χαίο ποί­η­μα και στο ση­με­ρι­νό αφή­γη­μα, στην επι­κή γρα­φή και στην πε­ζο­λο­γι­κή κα­τα­γρα­φή, όλα αυ­τά προσ­διο­ρι­σμέ­να από την έντο­νη πα­ρου­σία του Τζέι Μέ­ντελ­σον στα μα­θή­μα­τα τού Ντά­νιελ Μέ­ντελ­σον.
Αυ­τή η απα­ρά­βλε­πτη πα­ρου­σία εί­ναι που γε­φυ­ρώ­νει τα όσα δια­μεί­βο­νται στην τά­ξη του γιου με τους σπου­δα­στές του με αντι­κεί­με­νο το κεί­με­νο του Ομή­ρου, με τα αλ­λε­πάλ­λη­λα, σχε­δόν συ­νειρ­μι­κά, πε­ρι­στα­τι­κά που κα­τα­κλύ­ζουν κα­τά κύ­μα­τα τη μνή­μη του γιου Μέ­ντελ­σον και αφο­ρούν την προ­σω­πι­κό­τη­τα και τον βίο του πα­τέ­ρα Μέ­ντελ­σον.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ξ.

Η κα­τα­σκευή και η ορ­γά­νω­ση τού υλι­κού που συ­νι­στά το ίδιο το βι­βλίο, έχουν, κα­τά την άπο­ψή μου, τρω­τές πλευ­ρές. Η πλέ­ον τρω­τή εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η πα­ραλ­λη­λία για την οποία μι­λά­ει ο Μα­κντό­ναλντ, και κυ­ρί­ως η μί­μη­σις.
Εί­ναι τό­σο άνι­σες οι δύο πλευ­ρές τής πα­ραλ­λη­λί­ας, Οδύσ­σεια και Μια Οδύσ­σεια, ώστε από το σύ­νο­λο ανα­θρώ­σκει πο­λύ νω­ρίς μία αι­σθη­τή αμη­χα­νία και εντέ­λει αδυ­να­μία στο να επι­τευ­χθεί να συ­μπέ­σουν και να συ­νο­μι­λή­σουν τα αντι­πα­ρα­βαλ­λό­με­να μέ­ρη.
Ο μυ­θι­κός κό­σμος, με όλη την με­γα­λειώ­δη υπερ­βο­λή του, απο­ξε­νώ­νε­ται στα­δια­κά από την αντί­στοι­χη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, πε­ζό­τη­τα, κοι­νο­το­πία, σχε­δόν αση­μα­ντό­τη­τα του κό­σμου της τρέ­χου­σας εμπει­ρί­ας· αυ­τό έχει ως συ­νέ­πεια να κυ­ριαρ­χεί, εκτός από την προ­φα­νή αμοι­βαία δυ­σα­να­λο­γία, και μία εξί­σου αγω­νιώ­δης τε­χνη­τή από­πει­ρα να βρε­θούν πει­στι­κές και προ­φα­νείς αντι­στοι­χί­ες. Αυ­τό επι­βα­ρύ­νει και συ­μπιέ­ζει κα­τά δια­στή­μα­τα υπερ­βο­λι­κά το ανα­πνευ­στι­κό σύ­στη­μα του βι­βλί­ου.
Η ανι­σο­μέ­ρεια των εναλ­λα­γών από τον ου­δέ­τε­ρο χώ­ρο των σε­μι­να­ρί­ων σ’ εκεί­νον άκρως προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νο της οι­κο­γέ­νειας, επι­δει­νώ­νει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την μη­χα­νι­στι­κή δο­μή, κα­θώς, από ένα ση­μείο και με­τά, όλα απο­δει­κνύ­ο­νται ανα­με­νό­με­να: ο ανα­γνώ­στης εί­ναι βέ­βαιος από πο­λύ νω­ρίς ότι η αλ­λη­λου­χία των ρα­ψω­διών θα συ­νο­δεύ­ε­ται από αντί­στοι­χες αλ­λη­λου­χί­ες οι­κο­γε­νεια­κών δρώ­με­νων, τα οποία συσ­σω­ρεύ­ο­νται αλ­λά και συσ­σω­ρεύ­ουν όλα εκεί­να τα τε­χνά­σμα­τα που απο­πει­ρώ­νται να κά­νουν κα­τα­να­γκα­στι­κώς την ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια να συ­μπί­πτει με την με­ντελ­σό­νια Μια Οδύσ­σεια, προ­πα­ντός τον επι­κό Έλ­λη­να Οδυσ­σέα με τον πε­ζό Εβραίο Τζ. Μέ­ντελ­σον, άρα και τον ώρι­μο Ντ. Μ. με τον έφη­βο Τη­λέ­μα­χο.
Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν προ­κύ­πτει από τα πα­ρα­πά­νω ότι θα περ­νού­σε από το μυα­λό τού ανα­γνώ­στη να ανα­λο­γι­στεί τον Λέ­ο­πολντ Μπλουμ, προ­κει­μέ­νου να εξα­γά­γει κά­ποιους συ­νειρ­μούς που θα μπο­ρού­σαν να συ­σχε­τί­σουν τις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, τον Οδυσ­σέα και την Μία Οδύσ­σεια, απλώς και μό­νο για­τί το εγ­χεί­ρη­μα τού Ντ. Μ. δεν έχει κα­μία τέ­τοια πρό­θε­ση, αλ­λά και αν την εί­χε, η πρό­θε­ση αυ­τή θα ήταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη στην αστο­χία.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ο.

Τα δύο πρό­σω­πα της Οδύσ­σειας, Οδυσ­σέ­ας και Τη­λέ­μα­χος, ανα­ζη­τούν μέ­σω του εγ­χει­ρή­μα­τος τού Ντ. Μ. να βρουν την αντι­στοι­χία τους στα δύο πρό­σω­πα τού Μια Οδύσ­σεια, και αντι­στρό­φως, ο πα­ραλ­λη­λι­σμός τους όμως απο­βαί­νει όλο και πιο συ­χνά μία εσκεμ­μέ­νη και, θα έλε­γα, κα­τευ­θυ­νό­με­νη, ακό­μα και βε­βια­σμέ­νη, επι­δί­ω­ξη να οδη­γη­θούν στα­δια­κά σε μία ταύ­τι­ση.
Έτσι, το υπο-κεί­με­νο-Οδύσ­σεια υπο­βάλ­λε­ται στις απαι­τή­σεις τού υπερ-κει­μέ­νου-Μία Οδύσ­σεια, το υπερ-κεί­με­νο απο­κτά προ­κύ­πτου­σες ομοιό­τη­τες με το υπο-κεί­με­νο, πο­λύ συ­χνά όμως το υπο-κεί­με­νο δεν αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια να υπο­κύ­ψει στο υπερ-κεί­με­νο και στις συ­νε­χείς κρού­σεις του, γί­νε­ται το ίδιο υπερ-κεί­με­νο, και τε­λι­κά δεν χά­νει πο­τέ την υπε­ρο­χή του, σε με­ρι­κές μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις απο­κρού­σει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά την όποια υπο­τα­γή του και χρή­ση του, απο­σύ­ρε­ται αφή­νο­ντας εκτε­θει­μέ­νη την πει­σμα­τι­κή βλέ­ψη τού υπερ-κει­μέ­νου να πα­ρα­μεί­νει με το πρό­θε­μα τού υπερ.
Αυ­τό συμ­βαί­νει ιδί­ως κα­τά την διάρ­κεια τής κρουα­ζιέ­ρας αφού εκεί ακρι­βώς αυ­τές οι ομοιό­τη­τες ή συ­γκλί­σεις ευ­νο­ού­νται και από την γε­ω­γρα­φι­κή πλευ­ρά τής αφή­γη­σης, με τις επι­σκέ­ψεις των επι­βα­τών στα κυ­ριό­τε­ρα ση­μεία τού πε­ρί­πλου τού Οδυσ­σέα, χω­ρίς όμως την Ιθά­κη την οποία για κά­ποιον λό­γο δεν τούς δί­νε­ται η ευ­και­ρία να την δουν και να την πα­τή­σουν, κι έτσι το τα­ξί­δι μέ­νει ανο­λο­κλή­ρω­το, ημι­τε­λές.
Μια Οδύσ­σεια χω­ρίς Ιθά­κη: όντως, η απλη­σί­α­στη Ιθά­κη της κρουα­ζιέ­ρας, θα γί­νει ο απλη­σί­α­στος πα­τέ­ρας, η οδύσ­σεια τής ανα­ζή­τη­σης τού πα­τέ­ρα δεν θα επι­στε­γα­στεί από την άφι­ξη στον προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο προ­ο­ρι­σμό, ο πα­τέ­ρας θα πα­ρα­μεί­νει μία ανε­πί­σκε­πτη Ιθά­κη, επα­λη­θεύ­ο­ντας κα­τά κά­ποιον τρό­πο το τα­ξί­δι της κα­βα­φι­κής Ιθά­κης όπου δεν έχει σχε­δόν κα­μία ση­μα­σία η άφι­ξη στο νη­σί όση το τα­ξί­δι προς αυ­τό.
Η ει­ρω­νεία όμως εί­ναι ότι, πα­ρ’ όλ’ αυ­τά, για τον Ντ. Μ. ση­μα­σία έχει όχι τό­σο το τα­ξί­δι προς τον πα­τέ­ρα του-Ιθά­κη όσο η άφι­ξη στην Ιθά­κη πα­τέ­ρα του, πράγ­μα που ακό­μα και η κρουα­ζιέ­ρα Στα ίχνη τής Οδύσ­σειας δεν του το επέ­τρε­ψε.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Π.

Αν ο Φρό­υντ επι­σκέ­φθη­κε την Ακρό­πο­λη προ­κει­μέ­νου να υπερ­βεί τον πα­τέ­ρα του, ο Ντ. Μ. επι­σκέ­πτε­ται την Οδύσ­σεια για να ανα­ζη­τή­σει τον πα­τέ­ρα αλ­λά και τον εαυ­τό του μέ­σα από την ανα­ζή­τη­ση εκεί­νου, και να βρει και τους δύο.
Αυ­τός ο πα­τέ­ρας, ο Τζέι Μέ­ντελ­σον, στα 81 του χρό­νια, μο­λο­νό­τι αδιά­λει­πτα πα­ρών σε κά­θε στιγ­μή τού βι­βλί­ου, εί­τε ως πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος στα σε­μι­νά­ρια του γιού του εί­τε στις ανα­δρο­μές τού τε­λευ­ταί­ου στο πα­τρι­κό πα­ρελ­θόν, πα­ρα­μέ­νει, αν όχι ένας απών, πά­ντως ένας στα­θε­ρά άγνω­στος, ένα πρό­σω­πο πει­σμα­τι­κά απα­ρά­δο­το, στο οποίο επι­κε­ντρώ­νε­ται όλο το βα­σα­νι­σμέ­νο εν­δια­φέ­ρον τού γιού προ­κει­μέ­νου, με τις συ­νε­χείς πα­ρεμ­βο­λές τού πα­τέ­ρα στις συ­ζη­τή­σεις πά­νω στις ρα­ψω­δί­ες τής Οδύσ­σειας, να κά­νει αυ­τός τις επι­στρο­φές του στην δι­κή του παι­δι­κή ηλι­κία, πά­ντα σε από­λυ­το συ­σχε­τι­σμό με τις πρά­ξεις και τα λό­για τού πα­τέ­ρα του.
Η συ­νε­χής με­τα­κί­νη­ση από το κεί­με­νο τού ομη­ρι­κού έπους στην βιο­γρα­φία του πα­τέ­ρα και στην αυ­το­βιο­γρα­φία του γιού, εί­ναι η δέ­ση και η πλέ­ξη τού βι­βλί­ου, η δο­μι­κή του ύφαν­ση, το αφη­γη­μα­τι­κό του υφα­ντό, όπου κα­τα­γρά­φο­νται τα δι­πλά αντι­κρυ­στά επει­σό­δια έτσι ώστε, σι­γά σι­γά, από σε­λί­δα σε σε­λί­δα, να σχη­μα­τι­στεί, πο­ρεύ­ο­ντας προς το ανα­πό­δρα­στο τέ­λος, η όσο το δυ­να­τόν εντε­λέ­στε­ρη προ­σω­πο­γρα­φία, αυ­τή του πα­τέ­ρα, αλ­λά συγ­χρό­νως και του γιού, αφού επι­διώ­κε­ται συγ­χρό­νως και προ­γραμ­μα­τι­κώς η ανα­ζή­τη­ση, επί­σης από τον γιο, της δι­κής του ταυ­τό­τη­τας, η ανά­γκη ανεύ­ρε­σης μιας αυ­το­γνω­σί­ας, μιας ανά­λη­ψης αλ­λά και απο­δο­χής του εαυ­τού.
Η ερώ­τη­ση «Ποιος εί­ναι ο πα­τέ­ρας μου» εί­ναι συγ­χρό­νως η ερώ­τη­ση «ποιος εί­μαι εγώ».
«Ποια εί­ναι η δια­φο­ρά ανά­με­σα σε αυ­τό που εί­μα­στε και σε αυ­τό που ξέ­ρουν οι άλ­λοι για μας; Αυ­τή η σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ ανω­νυ­μί­ας και ταυ­τό­τη­τας θα απο­τε­λέ­σει σπου­δαίο στοι­χείο στην πλο­κή της Οδύσ­σειας» (σελ. 80).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ρ.

Η ανα­ζή­τη­ση, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δια­θέ­τει όλα τα δε­δο­μέ­να που την κά­νουν εξαι­ρε­τι­κά φορ­τι­σμέ­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κά. Η σχέ­ση του Ντ. Μ. με την οι­κο­γέ­νειά του απο­κα­λύ­πτε­ται εδραιω­μέ­νη σε πά­ρα πο­λύ ισχυ­ρούς δε­σμούς· η μη­τέ­ρα του και τα τρία αδέλ­φια του εί­ναι γι’ αυ­τόν αντι­κεί­με­να με­γά­λης λα­τρεί­ας και συ­μπό­νιας, όταν ανα­φέ­ρε­ται σ’ αυ­τούς έρ­χε­ται στην επι­φά­νεια μία βα­θιά οι­κειό­τη­τα, μία αυ­θόρ­μη­τη αμε­σό­τη­τα, μία σχέ­ση ευ­θεία και αδια­με­σο­λά­βη­τη.
Το αντί­θε­το συμ­βαί­νει με τον πα­τέ­ρα του. Αυ­τός εί­ναι το από­μα­κρο, το απρό­σι­το, το επί­φο­βο, μία σχε­δόν ανώ­τε­ρη δύ­να­μη, όπου συ­γκε­ντρώ­νο­νται πολ­λά από εκεί­να που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον εβραϊ­κό Θεό. Ο πα­τέ­ρας του Ντ. Μ., εξαι­τί­ας όλων αυ­τών των ιδιο­συ­γκρα­σια­κών συ­στα­τι­κών του, εί­ναι απροσ­διό­ρι­στος, σε τέ­τοιον βαθ­μό ώστε να τον αι­σθά­νε­ται κα­νείς σχε­δόν ανύ­παρ­κτο, ακό­μα και αό­ρα­το· αυ­τό δη­μιουρ­γεί μία κα­τά­στα­ση τρο­με­ρής υπαρ­ξια­κής έλ­λει­ψης, άπα­του οντο­λο­γι­κού κε­νού, υπο­στα­σια­κής απου­σί­ας σε αβαθ­μο­λό­γη­το στά­διο, μία κα­τά­στα­ση η οποία ταυ­τό­χρο­να εί­ναι πα­νί­σχυ­ρη, ανυ­πέρ­βλη­τη, κα­θο­ρι­στι­κή και κα­θη­λω­τι­κή εξαι­τί­ας ακρι­βώς αυ­τών των ακραί­ων συ­στα­τι­κών της.
O Ντ. Μ. γρά­φει: «Δί­νο­ντας έμ­φα­ση στην ανε­πάρ­κεια του γιου, ο ποι­η­τής κά­νει κι εμάς να λα­χτα­ρού­με την εμ­φά­νι­ση τού πα­τέ­ρα του με το αδιαμ­φι­σβή­τη­το κύ­ρος και τις ικα­νό­τη­τές του. Μ’ αυ­τόν τον τρό­πο η Οδύσ­σεια συ­νο­λι­κά ανα­πα­ρι­στά την αλή­θεια ενός από τούς πιο διά­ση­μους και σκλη­ρούς στί­χους, που ο ποι­η­τής βά­ζει στο στό­μα τγς Αθη­νάς, στο τέ­λος της σκη­νής τής συ­νέ­λευ­σης : ‘…λί­γοι εί­ναι οι γιοί που φτά­νουν τον πα­τέ­ρα τους σε αξία· οι πιο πολ­λοί υστε­ρούν, ελά­χι­στοι υπερ­βαί­νου­ν’» (σελ. 154).
Γρά­φο­ντάς το αυ­τό, πε­ρι­γρά­φει επα­κρι­βώς το πώς αι­σθά­νε­ται ο ίδιος μπρο­στά στον πα­τέ­ρα του, κι αυ­τό, ένα αί­σθη­μα μειο­νε­κτι­κό­τη­τας και απα­ξί­ας, εί­ναι, ίσως, κα­τά βά­θος, το ισχυ­ρό­τε­ρο κί­νη­τρο προ­κει­μέ­νου να κα­τα­λά­βει τους λό­γους για τους οποί­ους αι­σθά­νε­ται έτσι αλ­λά και να τους ελέγ­ξει, να τους με­τα­ποι­ή­σει ή και να τους κα­ταρ­γή­σει· ωστό­σο, πα­ρ’ όλην αυ­τή την εξέ­χου­σα νη­φα­λιό­τη­τα, εξέ­χει εξό­φθαλ­μα και η στά­ση συ­ντρι­βής, μειο­νε­ξί­ας, υπο­τα­γής τού πα­ρα­δο­σια­κού Εβραί­ου απέ­να­ντι στον χω­ρίς πρό­σω­πο και όνο­μα Θεό του, απέ­να­ντι στον ανώ­νυ­μο και εξάρ­χο­ντα Πα­τέ­ρα, τον ακα­το­νό­μα­στο, αυ­τόν που το όνο­μά του δεν προ­φέ­ρε­ται, άρα δεν εί­ναι όνο­μα, ή που εί­ναι όλες οι λέ­ξεις τής Το­ράχ, πράγ­μα που κα­τα­λή­γει στο μη­δέν της ύπαρ­ξης· αυ­τό, και με τούς δύο αυ­τούς τρό­πους, οδή­γη­σε στην έσχα­τη υπερ­βο­λή μιας τε­ρα­τώ­δους και τε­ρα­τω­δώς επι­νοη­μέ­νης εκ του μη­δε­νός θε­ό­τη­τας αλ­λά και μιας ασύ­νο­ρης νοη­τής/νοη­τι­κής υπερ­βα­τι­κό­τη­τας, στο άκρον άω­τον της πλή­ρους πο­λυ­χι­λιε­τούς προ­σή­λω­σης, πα­ρά τις αδιαμ­φι­σβή­τη­τες δια­ψεύ­σεις αυ­τής της ανοι­κο­νό­μη­της πί­στης στο από­λυ­τα ανα­πό­δει­κτο, εντέ­λει στο απο­κλει­στι­κά υπαρ­κτό μό­νο στην πε­ριο­χή της Γρα­φής.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Σ.

Όλο τα πα­ρα­πά­νω προ­κύ­πτουν εκ των πραγ­μά­των.
Πλην άλ­λων απο­κρύ­ψε­ων, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νο­μι­λεί με την Οδύσ­σεια αφή­νο­ντας στο πε­ρι­θώ­ριο, σχε­δόν εκτός θε­μα­τι­κού πε­δί­ου, τον καί­ριο εβραϊ­κό χα­ρα­κτή­ρα της σχέ­σης πα­τέ­ρα-γιού, και με­τα­το­πί­ζε­ται σταθ­μεύ­ο­ντας επι­βλη­τι­κά και μο­νι­στι­κά στην σχέ­ση Οδυσ­σέα-Τη­λέ­μα­χου, άρα στο αμι­γώς ελ­λη­νι­κό έδα­φος.
Αυ­τή η με­τα­τό­πι­ση, υπο­στη­ριγ­μέ­νη από τον μη­χα­νι­σμό τής μί­μη­σης, όπως τον εκ­θέ­τει και τον ανα­πτύσ­σει ο Μα­κντό­ναλντ αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας Οδύσ­σεια και Κα­τά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιο, δεν αρ­γεί, με τον πα­τέ­ρα πα­ρό­ντα στην ερ­μη­νεία των ρα­ψω­διών, να ταυ­τί­σει τον Τζέι Μέ­ντελ­σον με τον Οδυσ­σέα και, ανα­πό­φευ­κτα, τον Ντ. Μ. με τον Τη­λέ­μα­χο. Με τον τρό­πο αυ­τόν, και η Οδύσ­σεια γέρ­νει σύ­νο­λη προς την πλευ­ρά τού δί­πο­λου Οδυσ­σέα-Τη­λέ­μα­χου, ανα­δει­κνύ­ο­ντας επί­σης το θέ­μα πα­τέ­ρα-γιού στο κε­ντρι­κό/πυ­ρη­νι­κό θέ­μα τού ομη­ρι­κού έπους.
Ο μη­χα­νι­σμός τής πα­ραλ­λη­λί­ας, αλ­λά και της μι­μή­σε­ως, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δια­τη­ρώ­ντας πά­ντα την βά­σι­μη επι­φύ­λα­ξη ότι ο Ντ. Μ. δεν χρη­σι­μο­ποιεί εν γνώ­σει του την τε­χνι­κή της μι­μή­σε­ως, αυ­τός ο μη­χα­νι­σμός λει­τουρ­γεί, άλ­λο­τε εύ­στο­χα και τε­λε­σφό­ρα, άλ­λο­τε όχι, προ­σθέ­το­ντας ωστό­σο αδια­λεί­πτως νέα ση­μεία αμ­φί­δρο­μης σύμ­πτω­σης τα οποία απο­σκο­πούν, στο πλέγ­μα τού δι­συ­πό­στα­τού υφα­ντού που εί­ναι το Μία Οδύσ­σεια, να δια­λευ­κά­νουν το μυ­στή­ριο ζω­ής που συ­νι­στά ο πα­τέ­ρας για τον γιο.
Πράγ­μα­τι, όταν φτά­νου­με στις τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες του βι­βλί­ου τού γιου, έχου­με μά­θει για τον πα­τέ­ρα του όσα κι αυ­τός, δη­λα­δή πολ­λά αλ­λά εντέ­λει τί­πο­τα. Το άγνω­στο γί­νε­ται μό­νον εν μέ­ρει και ελ­λι­πέ­στα­τα, εν κα­τα­κλεί­δι, γνω­στό.
Όσες αφα­νείς πλευ­ρές της ζω­ής τού πα­τέ­ρα κι αν έρ­χο­νται στο φως, το ψη­φι­δω­τό κά­θε άλ­λο πα­ρά ολο­κλη­ρώ­νε­ται . οι απού­σες και ανεύ­ρε­τες ψη­φί­δες εί­ναι ασυ­γκρί­τως πε­ρισ­σό­τε­ρες από αυ­τές που εμ­φα­νί­ζο­νται με δυ­σκο­λία και προ­στί­θε­νται στα­δια­κά· θα ’λε­γες ότι δεν εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νες να πα­ρα­δο­θούν, κυ­ρί­ως εξαι­τί­ας τού χα­ρα­κτή­ρα τού Τζ. Μ. ο οποί­ος εί­ναι ανε­πί­δε­κτος προ­σφο­ράς, ερ­μη­τι­κά κλει­στός, αδιά­θε­τος για εξο­μο­λο­γή­σεις, έστω τυ­πι­κές, ακό­μα και για μι­κρές, ασή­μα­ντες δια­χύ­σεις – δεν έχει σχε­δόν πο­τέ αγ­γί­ξει τον γιό του, η στά­ση του απέ­να­ντι στην γυ­ναί­κα του μό­νο με σχε­δόν υπο­λο­γι­σμέ­νες απο­στά­σεις λει­τουρ­γεί, του­λά­χι­στον μπρο­στά στα παι­διά, με τούς φί­λους του εί­ναι επί­μο­να επι­φυ­λα­κτι­κός, ελά­χι­στοι ελά­χι­στα τον γνω­ρί­ζουν, οι συγ­γε­νείς μό­νον αδιό­ρα­τα ψήγ­μα­τα φευ­γα­λέ­ας εγ­γύ­τη­τας μπο­ρούν να ανα­φέ­ρουν.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Τ.

Ο Ντ. Μ. εί­ναι ένας ιδιό­τυ­πα αλ­λά και πα­ρα­δο­σια­κά στε­ρη­μέ­νος από πα­τέ­ρα γιός.
Το Μια Οδύσ­σεια και μα­ζί ο υπό­τι­τλος της Ένας πα­τέ­ρας, ένας γιός, ένα έπος, θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς όταν απο­τε­λειώ­νουν την ανά­γνω­ση πριν αυ­τή αρ­χί­σει, ότι τα λέ­νε όλα. Τα λέ­νε όμως; Η απά­ντη­ση δί­νε­ται, έστω σχη­μα­τι­κά, από τον ίδιο τον συγ­γρα­φέα όταν, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, ανα­ρω­τιέ­ται πά­νω στο ποια εί­ναι η δια­φο­ρά ανά­με­σα σε αυ­τό που εί­μα­στε και σε αυ­τό που, όχι μό­νο ξέ­ρουν οι άλ­λοι, αλ­λά κι εμείς οι ίδιοι για τον εαυ­τό μας και για τους άλ­λους.
Ανα­ρώ­τη­ση που στρέ­φε­ται από τον Ντ. Μ., στην δι­κή του Οδύσ­σεια, ευ­θέ­ως προς τον δι­κό του πα­τέ­ρα, και η οποία δεν απα­ντά­ται με όσα απο­κα­λύ­πτο­νται στο τέ­λος τού βι­βλί­ου: πρό­κει­ται για αλ­λε­πάλ­λη­λες μεν αλ­λά πά­ντα απο­σπα­σμα­τι­κές και ατε­λείς ή ημι­τε­λείς απο­κα­λύ­ψεις, εί­τε αυ­τές προ­έρ­χο­νται, με σπα­νιό­τα­τες ρή­ξεις τής μυ­στι­κό­τη­τας, από τον ίδιο τον πα­τέ­ρα, εί­τε με ελ­λι­πείς πε­ρι­γρα­φές από αν­θρώ­πους που τον γνώ­ρι­σαν κα­λύ­τε­ρα, υπο­τί­θε­ται, από τον γιό του.
Ακό­μα κι όταν ο Ντ. Μ. ομο­λο­γεί στους γο­νείς του την σε­ξουα­λι­κή του ταυ­τό­τη­τα, άρα ανα­λαμ­βά­νει εν γνώ­σει του την αυ­το­γνω­σία του, αυ­τή η εξο­μο­λο­γη­τι­κή κί­νη­ση, που ση­μαί­νει πρά­ξη ανε­ξαρ­τη­σί­ας και ως προς τούς άλ­λους, υφί­στα­ται την πα­ρέμ­βα­ση τής γνω­στι­κής πλευ­ράς τού πα­τέ­ρα ο οποί­ος, μ’ αυ­τό που κά­νει, αντί να επι­κυ­ρώ­νει την τόλ­μη τού γιού του, την πε­ρι­στέλ­λει, σχε­δόν την οι­κειο­ποιεί­ται σε βαθ­μό εξου­δε­τέ­ρω­σής της : «Μά­λι­στα ο πα­τέ­ρας μου αντέ­δρα­σε με απρό­σμε­νη ηπιό­τη­τα όταν, τρι­το­ε­τής στο κο­λέ­γιο, μί­λη­σα πια ανοι­χτά στους γο­νείς μου για την σε­ξουα­λι­κό­τη­τά μου (Ασε να του μι­λή­σω εγώ, ξέ­ρω απ’ αυ­τά, εί­χε πει στην μη­τέ­ρα μου, αλ­λά έμελ­λε να πε­ρά­σουν πολ­λά χρό­νια –να φτά­σου­με, για την ακρί­βεια, στην κρουα­ζιέ­ρα της Οδύσ­σειας– μέ­χρι να μου εξη­γή­σει τι εν­νο­ού­σε) (σελ. 70).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Υ.

Η πα­ραλ­λη­λία και κυ­ρί­ως η μί­μη­σις, όπως ελ­πί­ζω ότι έγι­νε φα­νε­ρό, απο­τε­λούν, έστω εν αγνοία του συγ­γρα­φέα, τον μη­χα­νι­σμό της δο­μής του βι­βλί­ου, όπου το τα­ξί­δι τού ομη­ρι­κού Οδυσ­σέα και των σε­μι­να­ρί­ων με θέ­μα το ομη­ρι­κό έπος από την μια, από την άλ­λη, πα­ράλ­λη­λα και εναλ­λάξ με το πρώ­το, το τα­ξί­δι τού συγ­γρα­φέα μέ­σα στον οι­κο­γε­νεια­κό κόλ­πο και εκεί­νο στα νε­ρά τής Με­σο­γεί­ου με το κρουα­ζιε­ρό­πλοιο.
Ο Dennis R. MacDonald αντι­πα­ρα­βά­λει, όπως ανα­φέρ­θη­κε, το Κα­τά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιο στην Οδύσ­σεια, πα­ρά­γρα­φο προς πα­ρά­γρα­φο, και βρί­σκει συ­νε­χείς αντι­στοι­χί­ες αλ­λά και ομοιό­τη­τες οι οποί­ες οφεί­λο­νται στο γε­γο­νός ότι ο Μάρ­κος, ο αρ­χαιό­τε­ρος ευαγ­γε­λι­στής, έγρα­ψε το Ευαγ­γέ­λιό του σχε­δόν αντι­γρά­φο­ντας το ομη­ρι­κό έπος, με τις ανά­λο­γες με­τα­το­πί­σεις που χρειά­ζο­νταν να γί­νουν προ­κει­μέ­νου η δι­κή του αφή­γη­ση, εφό­σον αφο­ρού­σε την ιστο­ρία τού Ιη­σού και την αντί­στοι­χη επο­χή του, να έχει όλα τα οι­κεία στοι­χεία που θα με­τέ­τρε­παν την ελ­λη­νι­κή φύ­ση τού έπους σε εβραϊ­κή.
Η εντύ­πω­ση που απο­κο­μί­ζει ο ανα­γνώ­στης από το βι­βλίο τού MacDonald, εί­ναι ότι το Ευαγ­γέ­λιο τού Μάρ­κου δεν θα εί­χε γρα­φτεί χω­ρίς την ύπαρ­ξη και την γνώ­ση της ύπαρ­ξης τής Οδύσ­σειας· αυ­τό, γρά­φει ο MacDonald, αντα­να­κλά­ται και στα άλ­λα τρία Ευαγ­γέ­λια, κυ­ρί­ως του Λου­κά ο οποί­ος σε πολ­λά ση­μεία αντι­γρά­φει αλ­λά και διορ­θώ­νει τον Μάρ­κο, όπως κά­νουν και οι δύο άλ­λοι Ευαγ­γε­λι­στές διορ­θώ­νο­ντας αλ­λά και ακο­λου­θώ­ντας τους δύο προη­γού­με­νους (Αν και δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος, όλο αυ­τό βά­ζει σε σκέ­ψεις ότι τα Ευαγ­γέ­λια εί­ναι δια­σκευ­ές της Οδύσ­σειας, αλ­λά επί­σης ότι και τα τέσ­σε­ρα εί­ναι μία μυ­θο­ποι­η­μέ­νη, κα­τα­σκευα­σμέ­νη, εν πολ­λοίς επι­νοη­μέ­νη, βά­σει «πραγ­μα­τι­κών» γε­γο­νό­των, εξι­στό­ρη­ση, εν τέ­λει μία μυ­θο­πλα­σία που απο­σκο­πεί στο να κα­τα­σκευά­σει και να εξά­ρει, σε βαθ­μό πά­ντα υπερ­βο­λι­κό, την θε­ο­ποί­η­ση τού Ιη­σού. Αρ­κεί μό­νο να λά­βει υπό­ψιν του κα­νείς αυ­τό που γρά­φει στο βι­βλίο του Ο αθεϊ­σμός στον χρι­στια­νι­σμό ο Ernst Bloch : «Οι επι­στο­λές τού Παύ­λου γρά­φτη­καν γύ­ρω στο 50 μ.Χ. ενώ τα τρία πρώ­τα ευαγ­γέ­λια γρά­φτη­καν γύ­ρω στο 70 και το κα­τά Ιω­άν­νην Ευαγ­γέ­λιο εκα­τό χρό­νια με­τά τον θά­να­το τού Ιη­σού».

Το Κα­τά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιο εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μία εβραϊ­κή Οδύσ­σεια.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Φ.

Μία εβραϊ­κή Οδύσ­σεια εί­ναι και η Κα­τά Ντά­νιελ Μέ­ντελ­σον Οδύσ­σεια.

Ενώ οι αντι­στοι­χί­ες τής ανα­ζή­τη­σης τού δι­κού του πα­τέ­ρα – «Ο γιός σε ανα­ζή­τη­ση του πα­τέ­ρα του. Έτσι ξε­κι­νά­ει η Οδύσ­σεια και έτσι κλεί­νει επί­σης» (σελ. 433) – στην αφή­γη­ση η οποία αφο­ρά τον πα­τέ­ρα του και την οι­κο­γέ­νειά του –«εγώ ο ιστο­ριο­δί­φης τής οι­κο­γέ­νειας»– λει­τουρ­γούν επαρ­κώς εύ­στο­χα με την πα­ράλ­λη­λη ανά­γνω­ση τού έπους, όταν ξε­κι­νά­ει, και μά­λι­στα πο­λύ νω­ρίς (σελ. 20), η ανα­φο­ρά στην θε­μα­τι­κή κρουα­ζιέ­ρα με την ονο­μα­σία «Στα ίχνη τής Οδύσ­σειας», ο θε­με­λιώ­δης, ακρο­γω­νιαί­ος και δί­κην σπον­δυ­λι­κής στή­λης συ­σχε­τι­σμός με­τα­ξύ των δύο πλευ­ρών, Οδύσ­σειας και Μί­ας Οδύσ­σειας, αρ­χί­ζει και χά­νει το κύ­ρος της· υπο­νο­μεύ­ε­ται η πλευ­ρά τού γιου να πε­τύ­χει τον θε­με­λιώ­δη πα­ραλ­λη­λι­σμό, πα­ραλ­λη­λι­σμό ο οποί­ος, εντέ­λει και εξαρ­χής, έναν και μο­να­δι­κό σκο­πό έχει: να ανα­δεί­ξει/ανα­βι­βά­σει τον πα­τέ­ρα του στο βά­θρο του Οδυσ­σέα, να τον μυ­θο­ποι­ή­σει, να τον κα­τα­στή­σει αντά­ξιο αλ­λά και ισά­ξιο τού ήρωα, πα­ρ’ όλο που ο πα­τέ­ρας του κά­θε άλ­λο πα­ρά ήρωα θε­ω­ρεί τον Οδυσ­σέα –«Χω­ρίς τους θε­ούς εί­ναι αδύ­να­μος», λέ­ει σε ένα μά­θη­μα (σελ. 231)–, και μέ­σω αυ­τής τής ηρω­ο­ποί­η­σης να μειώ­σει τη δι­κή του μειο­νε­κτι­κή σχέ­ση μα­ζί του· να κα­τα­στεί­λει, αν όχι την ενο­χή, το δέ­ος [« Ετσι για πο­λύ και­ρό τον φο­βό­μουν» (σελ. 69)], την συ­στο­λή που νοιώ­θει από παι­δί γι’ αυ­τόν [«Στο πρώ­το μι­σό της ζω­ής μου – ώσπου να φτά­σω κο­ντά στα τριά­ντα – ανά­με­σά μας υπήρ­ξε μια μα­κρά σι­γή. Ίσως επει­δή κά­πο­τε θε­ω­ρού­σα πως ήταν όλος ένα κε­φά­λι, ένα κρα­νίο, η λέ­ξη που μου ερ­χό­ταν στο μυα­λό όπο­τε τον σκε­φτό­μουν ήταν σκλη­ρός, κι αυ­τή η σκλη­ρό­τη­τα με έκα­νε να τον φο­βά­μαι όσο ήμουν παι­δί και έφη­βος, ακό­μα και νε­α­ρός, με­τά τα εί­κο­σι» (σελ. 67)]. να τον φέ­ρει πιο κο­ντά του . να κά­νει εφι­κτή μία ανέ­φι­κτη ανέ­κα­θεν ανοι­κειό­τη­τα, ανοι­κειό­τη­τα που δεν με­τριά­ζε­ται ιδιαί­τε­ρα ακό­μα κι όταν ένας φί­λος τού πα­τέ­ρα του, ο Νί­νο, τού λέ­ει : «Για­τί συ­ναι­σθη­μα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά δεν ήθε­λε να εί­ναι ευά­λω­τος. Ευά­λω­τος! Αυ­τή εί­ναι η λέ­ξη-κλει­δί για τον Τζέι. Και θα έλε­γα πως το εξι­σορ­ρο­πού­σε προ­σπα­θώ­ντας να δεί­χνει σκλη­ρό κα­ρύ­δι με εκεί­νον τον, ξέ­ρεις, τον αυ­στη­ρό ηθι­κό του κώ­δι­κα – και άκαμ­πτο μπο­ρείς να τον πεις» (σελ. 431).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Χ.

α.

Στην θε­μα­τι­κή κρουα­ζιέ­ρα, η ανα­ζή­τη­ση απο­φέ­ρει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα κέρ­δη κα­θώς έρ­χο­νται πο­λύ πιο κο­ντά και συμ­βιώ­νουν, βιώ­νουν μία κοι­νή εμπει­ρία, η ευ­χά­ρι­στη διά­στα­ση τής οποί­ας επι­τρέ­πει στον πα­τέ­ρα να ξα­νοι­χτεί πρω­το­φα­νώς, για τον γιό, στον γιό του.
Η ίδια όμως η κρουα­ζιέ­ρα ως του­ρι­στι­κή ανα­βί­ω­ση τής οδυσ­σεια­κής πε­ρι­πέ­τειας – «Η κρουα­ζιέ­ρα, δια­βά­σα­με (στην ιστο­σε­λί­δα τής του­ρι­στι­κής εται­ρεί­ας), ακο­λου­θού­σε την δε­κά­χρο­νη αλ­λο­πρό­σαλ­λη δια­δρο­μή τού μυ­θι­κού ήρωα κα­τά το επί­πο­νο τα­ξί­δι τής επι­στρο­φής του από τον πό­λε­μο τής Τροί­ας, ένα τα­ξί­δι βα­σα­νι­στι­κό, όλο τέ­ρα­τα και ναυά­για. Η κρουα­ζιέ­ρα ξε­κι­νού­σε από την Τροία, τα ερεί­πια τής οποί­ας βρί­σκο­νται στη ση­με­ρι­νή Τουρ­κία, και κα­τέ­λη­γε στην Ιθά­κη, ένα μι­κρό νη­σί στο δυ­τι­κό πέ­λα­γος τής Ελ­λά­δας, το οποίο θε­ω­ρεί­ται ότι ταυ­τί­ζε­ται με την Ιθά­κη που ονό­μα­ζε πα­τρί­δα του ο Οδυσ­σέ­ας. Η κρουα­ζιέ­ρα ‘Στα ίχνη τής Οδύσ­σειας» ήταν ‘εκ­παι­δευ­τι­κή’, και ο πα­τέ­ρας μου, πα­ρά την πε­ρι­φρό­νη­σή του για οτι­δή­πο­τε τού έδι­νε την εντύ­πω­ση άχρη­στης πο­λυ­τέ­λειας –όπως οι κρουα­ζιέ­ρες και οι ξε­να­γή­σεις και οι δια­κο­πές–, πί­στευε πο­λύ στην εκ­παί­δευ­ση.
Κι έτσι με­ρι­κές εβδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα τον Ιού­νιο, λί­γο με­τά το μα­κρο­βού­τι μας στο κεί­με­νο τού ομη­ρι­κού έπους, ξε­κι­νή­σα­με την κρουα­ζιέ­ρα που κρά­τη­σε συ­νο­λι­κά δέ­κα μέ­ρες, μία για κά­θε χρό­νο τού με­γά­λου τα­ξι­διού τού Οδυσ­σέα» (σσ. 21-22) –, με όλα όσα λοι­πόν ση­μαί­νει αυ­τή η κρουα­ζιέ­ρα σε ελα­φρό­τη­τα και σε κε­νό­τη­τα, ακό­μα και σε σω­ρη­δόν κιτς πλευ­ρές, πά­ντως ως τα­ξί­δι ανα­ψυ­χής που μό­νο με τα άλ­γεα τού ίδιου τού Οδυσ­σέα δεν έχει κα­μία απο­λύ­τως συ­νά­φεια, τα­ξί­δι ορ­γα­νω­μέ­νο από του­ρι­στι­κό πρα­κτο­ρείο το οποίο στο­χεύ­ει, όπως στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, με μία «επι­μόρ­φω­ση» συ­νο­δευό­με­νη και από ένα «να πε­ρά­σου­με κα­λά, να τ’ αφή­σου­με όλα πί­σω, έξω καρ­διά», αυ­τό το προς ανα­ζή­τη­ση των γε­ω­γρα­φι­κών, γρα­φι­κών εντέ­λει πια σή­με­ρα, στα­δί­ων των σχε­δόν 24 ρα­ψω­διών, απο­βαί­νει είς βά­ρος τού όλου εγ­χει­ρή­μα­τος τού βι­βλί­ου.
Γί­νε­ται δε ακό­μα πιο κα­τω­φε­ρής η ρό­τα τής κρουα­ζιέ­ρας όταν ο πλοί­αρ­χος ζη­τά­ει από τον Ντ. Μ., γνω­ρί­ζο­ντας την ιδιό­τη­τά του ως κλα­σι­κού φι­λο­λό­γου και ελ­λη­νι­στή, να κά­νει μία διά­λε­ξη στους συ­ντα­ξι­διώ­τες σχε­τι­κή με την πε­ρι­ή­γη­σή τους. Ο Ντ. Μ. επι­λέ­γει να τους μι­λή­σει για, τι άλ­λο, την Ιθά­κη του Κα­βά­φη. Πράγ­μα που γί­νε­ται.

                β.

Ο Ντ. Μ., εκτός από με­τα­φρα­στής σύ­νο­λου του κα­βα­φι­κού έρ­γου, εί­ναι και λα­μπρός με­λε­τη­τής του. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος αριθμ. 117 τής The Athens Review of Books δη­μο­σιεύ­ε­ται δο­κί­μιό του ακρι­βώς για την Ιθά­κη, όπου ανα­λύ­ει εμπε­ρι­στα­τω­μέ­να και γλα­φυ­ρά την πο­ρεία που ακο­λού­θη­σε ο Κα­βά­φης μέ­χρι να κα­τα­λή­ξει στην τε­λι­κή μορ­φή τού ποι­ή­μα­τός του. Το ποί­η­μα εί­χε απαγ­γελ­θεί το 1994 στην κη­δεία τής Τζά­κλιν Κέ­νε­ντι Ωνά­ση και εί­χε προ­κα­λέ­σει τε­ρά­στιο εν­δια­φέ­ρον τό­τε για την ποί­η­ση τού Κα­βά­φη. Υπο­θέ­τω ότι κά­τι πα­ρό­μοιο θα προ­κά­λε­σε και ο Ντ. Μ. στους ακρο­α­τές του για την κα­βα­φι­κή Ιθά­κη.
Η διά­λε­ξη αυ­τή, όσο σο­βα­ρό κι αν εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νό της, όταν προ­στί­θε­ται, και μά­λι­στα ευ­και­ρια­κά, στο «εκ­παι­δευ­τι­κό» πρό­γραμ­μα μιας του­ρι­στι­κής κρουα­ζιέ­ρας προ­κει­μέ­νου να το εμπλου­τί­σει εκ­παι­δευ­τι­κώς, ήταν ακρι­βώς αυ­τό που, μα­ζί με την ίδια την κρουα­ζιέ­ρα, με εί­χε κά­νει να ενο­χλη­θώ, όπως ανέ­φε­ρα στην αρ­χή, δια­βά­ζο­ντας την γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση τού βι­βλί­ου και να το αφή­σω στην άκρη.
Κι όμως, δια­βά­ζο­ντας πριν λί­γο και­ρό το δη­μο­σιευ­μέ­νο στην Athens Review of Books κεί­με­νο τού Ντ. Μ. με τί­τλο Ο Όμη­ρος τού Κα­βά­φη, και, επ’ ευ­και­ρία, ξα­να­δια­βά­ζο­ντας την Ιθά­κη, δια­πί­στω­σα, ίσως για πρώ­τη φο­ρά, ότι το ποί­η­μα αυ­τό τού ποι­η­τή τού γή­ρα­τος ται­ριά­ζει γά­ντι για να δια­βα­στεί και να σχο­λια­στεί σε μία κρουα­ζιέ­ρα από δια­σκε­δά­ζο­ντες ανέ­με­λους και γη­ρά­σκο­ντες του­ρί­στες.
Ανε­ξάρ­τη­τα από την ίδια την απο­δε­δειγ­μέ­να δο­κι­μια­κή δε­ξιο­τε­χνία τού Ντ. Μ., το ποί­η­μα αυ­τό, εκτός από τον σα­φώς «συμ­βου­λευ­τι­κό/ηθο­πλα­στι­κό» χα­ρα­κτή­ρα του – δεν εί­ναι χω­ρίς λό­γο ότι δι­δά­σκε­ται στην μέ­ση εκ­παί­δευ­ση κι απο­τε­λεί το έμ­βλη­μα των κα­θα­ρο­λό­γων ‘κα­βα­φί­στα­ς’ οι οποί­οι μό­νο ως ομο­φυ­λό­φι­λο ποι­η­τή δεν δέ­χο­νται τον Κα­βά­φη, τό­σο κα­τα­λα­βαί­νουν, θα πει κα­νείς, από ποι­η­τι­κή αλή­θεια, λες και ο Κα­βά­φης θα έγρα­φε πο­τέ την ποί­η­ση που έγρα­ψε αν δεν ήταν ομο­φυ­λό­φι­λος –, το ποί­η­μα λοι­πόν αυ­τό, μα­ζί με το ότι εί­ναι ένα από τα πιο συμ­βα­τι­κά, θα έλε­γα κα­νο­νι­κά/κα­νο­νι­στι­κά, ποι­ή­μα­τα τού Κα­βά­φη, εί­ναι κι ένα στι­χούρ­γη­μα τρέ­χου­σας θυ­μο­σο­φί­ας, μο­να­δι­κής κοι­νο­το­πί­ας, αβά­σι­μης και ψευ­δούς αλή­θειας, επι­πλέ­ον δε κα­τά­φω­ρης ρη­χό­τη­τας, μία αμπε­λο­φι­λο­σο­φία. Με την ιδιό­τη­τά του αυ­τή κα­θί­στα­ται ένα ολι­κώς κρουα­ζιε­ρό­πλοιο ποί­η­μα, εγ­γε­νώς και υπερ­θε­τι­κώς κα­τάλ­λη­λο για ξε­δί­νο­ντες με ένα πο­τή­ρι μαρ­τί­νι στο χέ­ρι υπε­ρή­λι­κες, στα πρό­θυ­ρα τού θα­νά­του ευω­χού­με­νους, εναρ­μο­νι­σμέ­νο σε βαθ­μό ψυ­χα­γω­γι­κού προ­γράμ­μα­τος με μία θα­λάσ­σια βόλ­τα σαν αυ­τήν που απο­λαμ­βά­νουν πα­τέ­ρας και γιός.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ψ.

α.

Το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο τού Μια Οδύσ­σεια τι­τλο­φο­ρεί­ται ΣΗΜΑ.

«Η αρ­χαία ελ­λη­νι­κή λέ­ξη για τον τά­φο, γρά­φει ο Ντ. Μ., την οποία χρη­σι­μο­ποιεί ο Ελ­πή­νο­ρας όταν ζη­τά από τον Οδυσ­σέα να τού ‘υψώ­σουν τύμ­βο’, εί­ναι σή­μα. Η λέ­ξη μπο­ρεί να ση­μαί­νει ‘τά­φο­ς’, αλ­λά αυ­τή εί­ναι η δευ­τε­ρεύ­ου­σα έν­νοιά της· η κύ­ρια εί­ναι το ‘ση­μεί­ο’ ή το ‘ση­μά­δι’, όπως έχει επι­βιώ­σει και στην αγ­γλι­κή λέ­ξη semiotics, που ανα­φέ­ρε­ται στη με­λέ­τη ση­μεί­ων και συμ­βό­λων, στη φι­λο­σο­φι­κή θε­ω­ρία τού πώς πα­ρά­γε­ται η έν­νοια κα­θε­αυ­τή. Πά­ντως για τούς Έλ­λη­νες, τούς δη­μιουρ­γούς των τά­φων αυ­τών με την τό­σο εντυ­πω­σια­κή πα­ρου­σία στην Οδύσ­σεια, τα σή­μα­τα απο­τε­λού­σαν μέ­σο για τη γνω­στο­ποί­η­ση πλη­ρο­φο­ριών σχε­τι­κά με τούς ενοί­κους τους· ο ρό­λος τους ήταν να λέ­νε ιστο­ρί­ες» (σελ. 453).
Ως σή­μα και η ιστο­ρία τού Ντ. Μ. τε­λειώ­νει με ένα σή­μα.
Ο Τζέι Μέ­ντελ­σον πε­θαί­νει τον Απρί­λιο τού 2012. Εχει προη­γη­θεί μία οδυ­νη­ρή νο­ση­λεία του με­τά από πέ­σι­μο, την οποία πε­ρι­γρά­φει διε­ξο­δι­κά αλ­λά και λι­τά ο γιός του σ’ αυ­τό το κε­φά­λαιο.
Αυ­τό το κε­φά­λαιο που επι­στε­γά­ζε­ται από το ΣΗ­ΜΑ, εί­ναι και το σή­μα που επι­στε­γά­ζει αυ­τόν τον πα­τέ­ρα και την ανα­ζή­τη­σή του από τον γιό του.
Από την αρ­χή τού βι­βλί­ου του, ο Ντ. Μ. κυ­κλώ­νει με συ­νε­χείς κυ­κλο­τε­ρείς κι­νή­σεις τον άξο­να του βι­βλί­ου του, την πα­τρι­κή μορ­φή, και με την τε­λευ­ταία κί­νη­ση κλεί­νει και ο τε­λευ­ταί­ος κύ­κλος χω­ρίς να κλεί­νουν και οι επό­με­νες ενα­πο­μεί­να­σες κι­νή­σεις που ο γιός κά­νει ακό­μα γύ­ρω απ’ τον πα­τέ­ρα του με­τά τον θά­να­τό του.
«Ο πα­τέ­ρας ξέ­ρει τον γιό του ολο­κλη­ρω­τι­κά, αλ­λά ο γιός πο­τέ δεν μπο­ρεί να ξέ­ρει τον πα­τέ­ρα», γρά­φει (σελ. 469).

                β.

Η εβραϊ­κή πα­ρά­δο­ση, στο Μια Οδύσ­σεια, δεν έρ­χε­ται σε σύ­γκρι­ση ή αντι­πα­ρά­θε­ση ή ακό­μα και σε συ­νο­μι­λία με την ελ­λη­νι­κή, πρώ­τα για­τί δεν εί­ναι αυ­τό το θέ­μα τού βι­βλί­ου, όπως εί­ναι στην πε­ρί­πτω­ση τού βι­βλί­ου τού MacDonald· έπει­τα για­τί αυ­τό που επι­διώ­κει ο γιός εί­ναι να με­ταλ­λά­ξει, τρό­πον τι­νά, τον Εβραίο πα­τέ­ρα του σε έναν Έλ­λη­να πα­τέ­ρα, να γί­νει κι ο ίδιος, από Εβραί­ος γιός, Έλ­λη­νας, να απαλ­λα­γεί, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, από την φυ­λε­τι­κή του ταυ­τό­τη­τα, απαλ­λασ­σό­με­νος έτσι από την φυ­σι­κή σύν­δε­ση με τον πα­τέ­ρα του, κι έτσι να λυ­τρω­θεί από το άγος και το άχθος τού ζο­φε­ρού, τι­μω­ρού, αμεί­λι­κτου Πα­τέ­ρα-Θε­ού και να προ­σχω­ρή­σει στην φω­τει­νό­τη­τα ενός ελ­λη­νι­κού πο­λυ­θεϊ­σμού, ανύ­παρ­κτου και άκαι­ρου σή­με­ρα αλ­λά πρό­σφο­ρου ως γη μιας άλ­λης επαγ­γε­λί­ας, πέ­ρα από την συ­ντρι­πτι­κή δέ­σμευ­ση μιάς πί­στης όπου η πα­τρό­τη­τα εί­ναι όρος και φό­ρος ζω­ής.
Δεν εί­μαι σε θέ­ση να πω ποιο θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το βα­θύ­τε­ρο κί­νη­τρο για μία τέ­τοια με­ταλ­λα­γή, και μά­λι­στα ολ­κής, του αν­θρώ­που Ντ. Μ., δε­δο­μέ­νου ότι εδώ συμ­βαί­νει όντως, του­λά­χι­στον ως υπο­δό­ρια ανά­γκη, μια φυ­λε­τι­κής υφής από­πει­ρα για ρι­ζι­κή με­τάλ­λα­ξη, μία πο­λι­τι­στι­κή εκ βά­θρων υπαρ­ξια­κή και πνευ­μα­τι­κή με­τα­ποί­η­ση, η οποία εν­δε­χο­μέ­νως απο­τε­λεί την βα­θύ­τε­ρη επι­θυ­μία του ελ­λη­νο­λά­τρη Ντ. Μ., με την έν­νοια ότι δί­νει την βά­σι­μη εντύ­πω­ση ότι έλ­κε­ται να με­τα­σχη­μα­τί­σει ολό­κλη­ρο το κα­τα­γω­γι­κό του σύ­στη­μα, να το με­τα­τρέ­ψει σε κά­τι που τώ­ρα πλέ­ον θα εί­ναι ακραιφ­νώς δι­κή του επι­λο­γή· συγ­χρό­νως ανα­βαθ­μί­ζε­ται ως προς τον πα­τέ­ρα του τον οποίο ο ίδιος ως γιος τον δια­πλά­θει όπως αυ­τός θέ­λει: με­τα­τρέ­πει τον γεν­νή­το­ρά του σε δι­κό του γέν­νη­μα, κι έτσι τον κά­νει πλή­ρως δι­κό του· οι­κειο­ποιεί­ται ολο­σχε­ρώς αυ­τόν που του ήταν επί μία ζωή ανοί­κειος, ιδί­ως όταν, ως ομο­φυ­λό­φι­λος ο ίδιος, συν­δέ­ε­ται με βα­θείς, πα­νάρ­χαιους, αξε­ρί­ζω­τους, δε­σμούς με την αρ­χαία ερω­τι­κή Ελ­λά­δα, αυ­τήν στην οποία βρή­κε το αλη­θι­νό του πρό­σω­πο ως άν­δρας και άν­θρω­πος, αυ­τήν που θα ήθε­λε να εί­ναι η αλη­θι­νή γε­νέ­τει­ρά του, όχι πλέ­ον πα­τρί­δα αλ­λά μη­τρί­δα.
Εν τού­τοις, όπως εί­πα, εφό­σον ο άξο­νας, πε­ριέ­χον συν πε­ριε­χό­με­νο, τού βι­βλί­ου εί­ναι ο Εβραί­ος πα­τέ­ρας, επο­μέ­νως η ίδια η εβραϊ­κό­τη­τα, με ό,τι αυ­τή ση­μαί­νει σε πει­θαρ­χία στις γρα­φές τής Πε­ντα­τεύ­χου, το Μία Οδύσ­σεια ανα­δει­κνύ­ε­ται σε μία βι­βλι­κή Οδύσ­σεια αλ­λά χω­ρίς Ιθά­κη, ού­τε μυ­θι­κώς ού­τε εμπραγ­μά­τως. Εν­σω­μα­τώ­νει, έστω ανε­πι­τυ­χώς, εν εί­δει θε­ο­λο­γι­κού σκαν­δά­λου, στο προ­αιώ­νιο corpus τής εβραϊ­κής Βί­βλου, την διά­στα­ση τού προ­αιώ­νιου ελ­λη­νι­σμού, προ­σβάλ­λο­ντας κα­τ’ αυ­τόν τον αναι­δή τρό­πο τον Ναό τού Νό­μου με τα τρό­παια τού ομο-ερω­τι­κού πό­θου, μην υπο­λο­γί­ζο­ντας τις όποιες συ­νέ­πειες θα μπο­ρού­σε να έχει αυ­τό για τον ίδιο.

                γ.

«Εί­ναι η ιστο­ρία ενός γιού που εκ­παι­δεύ­ε­ται», γρά­φει ο Ντ. Μ. για την Οδύσ­σεια (σελ. 103).
Ως Τη­λέ­μα­χος της δι­κής του Μί­ας Οδύσ­σειας, ο ίδιος εί­ναι ένας γιός που εντέ­λει έχει εκ­παι­δευ­τεί σε τι;
Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή αν λέ­γα­με ότι ολό­κλη­ρο το βι­βλίο απο­τε­λεί μία ανα­ντίρ­ρη­τα υπερ­με­γέ­θη προ­σπά­θεια τού Ντ. Μ. να γί­νει αυ­τό που για τον Κα­βά­φη συ­νι­στά το τι­μιό­τε­ρον: ελ­λη­νι­κός.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ω.

α.

Τέ­λος, ως Πη­νε­λό­πη, ο Ντ. Μ. άλ­λο δεν κά­νει από το να υφαί­νει στον δι­κό του αρ­γα­λειό απ’ την αρ­χή τού βι­βλί­ου του και απο­τε­λειώ­νει στο ύστα­το κε­φά­λαιο το σά­βα­νο τού εν τέ­λει ορι­στι­κά χα­μέ­νου πα­τέ­ρα του.
«Οι Μνη­στή­ρες ζή­τη­σαν ευ­θέ­ως τον λό­γο από τη βα­σί­λισ­σα, που ανα­γκά­στη­κε πλέ­ον να τε­λειώ­σει το σά­βα­νο. (…) Η ιστο­ρία μάς λέ­ει πολ­λά για την από­γνω­ση της Πη­νε­λό­πης – αλ­λά και για την πο­νη­ριά της, που συ­να­γω­νί­ζε­ται απο­λύ­τως την πε­ρι­βό­η­τη ευ­στρο­φία τού συ­ζύ­γου της. Κυ­ρί­ως όμως η ύφαν­ση και το ξή­λω­μα, το δέ­σι­μο και το λύ­σι­μο, η επι­τά­χυν­ση και με­τά η επι­βρά­δυν­ση συ­μπυ­κνώ­νουν πο­λύ όμορ­φα τη νάρ­κη, την ακι­νη­σία που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη ζωή στην Ιθά­κη κα­τά τη μα­κρά απου­σία τού Οδυσ­σέα. Αυ­τό το κυ­μα­τι­στό πέ­ρα δώ­θε απο­τε­λεί και τον ρυθ­μό τής ίδιας τής Οδύσ­σειας: η ώθη­ση τής πλο­κής προς τα μπρος, η προς τα πί­σω έλ­ξη των ανα­δρο­μών, οι πα­λιό­τε­ρες ιστο­ρί­ες και οι πα­ρεκ­βά­σεις χω­ρίς τις οποί­ες η βα­σι­κή αφή­γη­ση θα έμοια­ζε φτε­νή χω­ρίς βά­ρος» (σελ. 99-100).

Δεν θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­γρά­ψει κα­λύ­τε­ρα, μι­λώ­ντας για το ομη­ρι­κό έπος, το δι­κό του βι­βλίο.

                β.

Ετσι, τυ­λί­γο­ντάς τον με­τά τον θά­να­τό του σ’ αυ­τό που ύφα­νε με τις λέ­ξεις, επι­φορ­τι­σμέ­νος από βα­θιά ανά­γκη να κα­τα­λή­ξει η ύφαν­σή του στην πλή­ρη απο­τύ­πω­ση τού προ­σώ­που ενός πα­τέ­ρα τού οποί­ου, για τον ίδιο τον γιο, η κα­τάρ­γη­ση τής απρο­σω­πί­ας του εί­ναι ζή­τη­μα ζω­ής και θα­νά­του, τον κα­τε­βά­ζει στο μνή­μα του, συ­ναι­σθα­νό­με­νος με απρο­κά­λυ­πτη οδύ­νη – «Όσοι ξέ­ρουν αρ­χαία ελ­λη­νι­κά μπο­ρούν να δια­κρί­νουν κά­τω ακρι­βώς από την επι­φά­νεια τού ονό­μα­τος Οδυσ­σέ­ας την λέ­ξη οδύ­νη» (σελ. 49) – ότι το σή­μα θα κα­τα­κρα­τή­σει εσα­εί ένα αξε­κλεί­δω­το επτα­σφρά­γι­στο φέ­ρε­τρο.

Κι αυ­τή θα εί­ναι η δι­κή του Ιθά­κη που μό­νον ο θά­να­τος ήταν ικα­νός να τού την χα­ρί­σει ως μο­να­δι­κό και ανε­πα­νά­λη­πτο τέ­λος.

(1.6.6, 4-14.9.2020)

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: