Ρουά ματ

Ρουά ματ


Βλέ­πεις τον εαυ­τό σου όπως αλη­θι­νά ήταν και  μέ­νεις άναυ­δος. ———Paul Auster

Μία απαί­τη­ση επα­γρύ­πνη­σης με­γα­λώ­νει κά­θε φο­ρά την κό­ρη του μα­τιού σου για να δε­χτεί πε­ρισ­σό­τε­ρο φώς για κά­τι που σου έχει ξε­φύ­γει ,κά­τι που έχα­σες για­τί δεν το από­κτη­σες πο­τέ, κά­τι λαν­θά­νον, ημι­τε­λές και επα­να­λη­πτι­κά πα­ρόν στο μυα­λό σου, ένα ‘’ό­χι ακό­μα­’’, μια επι­κίν­δυ­νη πα­λιά λα­χτά­ρα που σε στοι­χειώ­νει, ανά­βει σαν οδι­κός ση­μα­το­δό­της, όπως το φως που βλέ­πεις να φω­τί­ζει ξαφ­νι­κά ένα πα­ρά­θυ­ρο ανοι­χτό την νύ­χτα, ένα κά­τι που έχει απο­σπα­σθεί με κό­πο από το τί­πο­τα, αυ­τό που δεν εί­ναι και θα μπο­ρού­σε να εί­ναι, μια χα­μέ­νη ευ­και­ρία που σε κρα­τά­ει σκλά­βο της μέ­χρι σή­με­ρα και μά­ταια προ­σπα­θείς να συμ­φι­λιω­θείς μα­ζί της υπο­λο­γί­ζο­ντας με όρ­γα­να ακρι­βεί­ας ενός το­πο­γρά­φου την από­στα­ση που σας χω­ρί­ζει –για­τί δεν μπο­ρείς να μι­λάς για χα­μέ­νη ευ­και­ρία αν δεν ξέ­ρεις ακρι­βώς τι έχα­σες-- ή ακό­μα μια φα­ντα­σί­ω­ση που σε καί­ει, το τι θα εί­χε συμ­βεί ‘’αν ’’, αν τα λε­πτά δί­κτυα της εγκε­φα­λι­κής σου λει­τουρ­γί­ας δεν εί­χαν πέ­σει σε σφάλ­μα πρό­βλε­ψης, αν εί­χες τολ­μή­σει και δεν εί­χες αρ­νη­θεί στον εαυ­τό σου αυ­τό που σή­με­ρα πο­θείς πε­ρισ­σό­τε­ρο, τό­τε που ο κό­σμος ξα­νοι­γό­ταν ξέ­φρε­να μπρο­στά σου και ο χρό­νος ο ση­μα­ντι­κός, μο­λο­νό­τι δε­σπο­τι­κός, αυ­τι­στι­κός, αυ­θαί­ρε­τος, διευ­κό­λυ­νε ορά­μα­τα ανοι­χτού ορί­ζο­ντα, φυ­γές, επι­στρο­φές, ανα­βο­λές, όταν τον έθραυ­ες σαν μα­λα­κό κο­χύ­λι στις χού­φτες σου, περ­πα­τού­σες και μι­λού­σες και συ­νέ­κλι­νες με τους άλ­λους δο­κι­μά­ζο­ντας τα όρια σου κά­τω από την άκαμ­πτη, ολι­σθη­ρή στέ­γη του, απο­συ­ναρ­μο­λο­γού­σες και ξα­να­μο­ντά­ρι­ζες ρο­λό­για και κλε­ψύ­δρες ανα­ζη­τώ­ντας το ιδα­νι­κό για σέ­να εύ­ρος ανά­με­σα σε ένα τικ και ένα τακ, τό­τε που έδι­νες σχή­μα στο δι­η­νε­κές της ρο­ής του στρογ­γυ­λεύ­ο­ντας τις αιχ­μές μιας διάρ­κειας δί­χως τέ­λος, πέ­φτο­ντας επί­τη­δες και με αυ­θά­δεια σε σφάλ­μα­τα μέ­τρη­σης υπέρ σου, επι­θυ­μώ­ντας με φα­νε­ρή ανη­συ­χία να κα­τα­χω­ρή­σεις το αρ­νη­τι­κό σου μέ­σα στην ελεύ­θε­ρή σου κα­τά­φα­ση, να πα­ρα­δώ­σεις την αμή­χα­νη πα­ρου­σία σου στους αβέ­βαιους οιω­νούς μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που δεν έμοια­ζε να νοιά­ζε­ται για σέ­να, σαν ένας κο­λυμ­βη­τής με λά­γνο πά­ντα εν­δια­φέ­ρον για τις εντρο­πι­κούς πα­φλα­σμούς της, χω­ρίς να σου χρειά­ζο­νται βαλ­βί­δες ασφα­λεί­ας, δι­πλά κλει­διά και προ­συμ­φω­νη­μέ­να ρα­ντε­βού για­τί πί­στευ­ες ότι τί­πο­τα δεν μπο­ρού­σε να σε βλά­ψει εκτός από την ανία των εξαρ­τή­σε­ων και όταν   σε πρό­δι­δε ο και­ρός και οι εξε­λί­ξεις, μο­νο­λο­γού­σες κά­τω από το μπορ του κα­πέ­λου σου, φρά­σεις σαρ­κα­στι­κές φορ­τω­μέ­νες με την λέ­ξη muerte τυ­λιγ­μέ­νη στα λε­πτά δα­χτυ­λί­δια του τσι­γά­ρου σου και πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτείς ότι μπο­ρείς προ­σω­ρι­νά να ξε­φεύ­γεις από όλα αυ­τά μα πά­ντα θα γυ­ρί­ζεις πί­σω ανα­ζη­τώ­ντας μια ελα­φρυ­ντι­κή λε­πτο­μέ­ρεια , μια εκλο­γί­κευ­ση, έναν εξα­γνι­σμό και μια δι­καί­ω­ση, ένα κα­λύ­τε­ρο άλ­λο­θι για τα ανεκ­πλή­ρω­τα αι­τή­μα­τα και τις σκε­λε­τω­μέ­νες πα­λιές επι­θυ­μί­ες σου που δεν πα­ραι­τού­νται εύ­κο­λα, αρ­νού­νται να πα­ρα­δο­θούν στην από­σβε­ση, μαρ­μα­ρώ­νουν σε λευ­κούς επεν­δύ­σε­ων τό­πους και επα­νέρ­χο­νται απροει­δο­ποί­η­τα σαν μια ανά­μνη­ση - οθό­νη, σα θε­α­τρι­κή σκη­νή, λες και η πα­γί­δα της μνή­μης με την δι­κή της ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ει αδρα­νείς πα­ρά­γο­ντες του πα­ρελ­θό­ντος που σε πιέ­ζουν πί­σω από την πλά­τη σου να πα­ρα­δε­χτείς την προ­σω­πι­κή σου εμπλο­κή σε αθέ­λη­τες ίσως αστο­χί­ες και στρε­βλώ­σεις που στά­θη­καν όμως εμπό­διο και τα πράγ­μα­τα πή­ραν δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή εκεί­νη την ξά­στε­ρη νύ­χτα που εξα­φα­νί­στη­κες από την ζωή μιας γυ­ναί­κας και άλ­λα­ξαν όλα, όταν παι­ζό­ταν το παι­χνί­δι της μοί­ρας, ένα σκο­τει­νό παι­χνί­δι εξου­σί­ας ,ένα παι­χνί­δι και πά­λι, κα­θώς οι δυο σας εί­χα­τε βά­λει στοί­χη­μα μπρο­στά σε μια ατέ­λειω­τη παρ­τί­δα σκά­κι, εσύ πα­νούρ­γος παί­κτης, φι­λό­δο­ξος, ευ­χά­ρι­στα κυ­νι­κός, κα­ρα­δο­κώ­ντας την ρωγ­μή θε­ω­ρού­σες την επι­τυ­χία σου ανα­με­νό­με­νη και εκεί­νη που λί­γο νοια­ζό­ταν για τα λά­φυ­ρα της νί­κης και πε­ρισ­σό­τε­ρο για την επι­δε­ξιό­τη­τα, απλώ­να­τε τα χέ­ρια σε ένα ένα πιό­νι σιω­πη­λοί, με εμ­μο­νι­κή προ­σή­λω­ση και πά­θος, αμ­φι­βάλ­λο­ντας για την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή –εί­ναι αδύ­να­το να προ­βλέ­ψει κα­νείς τι μπο­ρεί να συμ­βεί μια στιγ­μή πί­σω από μια κλει­στή πόρ­τα– όταν ξαφ­νι­κά ο ντε­τερ­μι­νι­σμός μιας αλυ­σί­δας συ­νειρ­μών την οδή­γη­σε σε μια κί­νη­ση αι­λου­ροει­δούς, κί­νη­ση μα­χαι­ριά και έκα­νε ρουά ματ, προ­κα­λώ­ντας σου μορ­φα­σμό αλα­ζο­νι­κού θυ­μού για­τί ό χρό­νος έλη­ξε και έχα­σες την ευ­και­ρία, τσι­τώ­νο­ντας τις κλει­δώ­σεις των λευ­κών ωραί­ων σου χε­ριών που με πυ­ρα­κτω­μέ­νη γρο­θιά χτύ­πη­σαν με ορ­μή στην μέ­ση της σκα­κιέ­ρας, τί­να­ξαν και σκόρ­πι­σαν στον αέ­ρα τα πιό­νια εκ­πέ­μπο­ντας ανε­ξέ­λεγ­κτη τρω­τό­τη­τα, έντο­να συμ­πτώ­μα­τα ανε­πάρ­κειας και μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας, με­τα­τρέ­πο­ντας την αλ­χη­μεία και την σα­γή­νη του παι­χνι­διού σε από­γνω­ση, κά­νο­ντας την έτσι να σι­χα­θεί την σύ­ντο­μη στιγ­μή της δό­ξας της, τον ασή­μα­ντο θρί­αμ­βο της, όσο σε πα­ρα­κο­λου­θού­σε να περ­νάς το κα­τώ­φλι, εν συγ­χύ­σει να τρα­βάς από­το­μα και να σκί­ζεις την κα­μπαρ­ντί­να σου που εί­χε πια­στεί στο μά­ντα­λο της πόρ­τας και να φεύ­γεις, κλεί­νο­ντας την ερω­τι­κή συ­νά­ντη­ση βια­στι­κά με πα­γε­ρή χει­ρα­ψία, να χά­νε­σαι στο τέρ­μα του οδι­κού άξο­να πέ­ρα μα­κριά στον τε­χνη­τό ορί­ζο­ντα των ου­ρα­νο­ξυ­στών και της βιο­μη­χα­νι­κής δυ­στο­πί­ας, εκεί που λά­μπει ολό­χρυ­ση η δύ­ση και ο χρό­νος χα­μο­γε­λά επιει­κώς δεί­χνο­ντας τα δό­ντια του.

Ο Λένιν φωνάζει «Ρουά Ματ!!!» παίζοντας σκάκι με τον Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ στο σπίτι του Μαξίμ Γκόργκι στο Κάπρι (Ιταλία 1908)
Ο Λένιν φωνάζει «Ρουά Ματ!!!» παίζοντας σκάκι με τον Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ στο σπίτι του Μαξίμ Γκόργκι στο Κάπρι (Ιταλία 1908)
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: