Γράφοντας μεγαλώνουμε το σκοτάδι

———————— ≈  ————————

Απόδοση της συνομιλίας με την Αθηνά Ρώσσογλου, που έγινε στα αγγλικά και δημοσιεύθηκε στο αγγλόφωνο δελτίο ενημέρωσης και προβολής Greek News Agenda της Γ. Γραμματείας Δημόσιας Διπλωματίας και Απόδημου Ελληνισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, στο πλαίσιο του «Reading Greece», το οποίο περιλαμβάνει συνεντεύξεις με Έλληνες λογοτέχνες και άτομα ή φορείς που δραστηριοποιούνται στον χώρο του βιβλίου.

———————— ≈  ————————

Γράφοντας μεγαλώνουμε το σκοτάδι
(Λεπτομέρεια από κολάζ) Δημήτρης Καλοκύρης


Αθηνά Ρώσσογλου: Εφτά βιβλία ποίησης σε σχεδόν δέκα χρόνια. Πώς εξελίσσεται η γραφή σας μέσα στον χρόνο;

    Δημήτρης Λεοντζάκος: Το πρώτο βιβλίο μου εκδόθηκε το 2001 από τις εκδόσεις της Θεσσαλονίκης Τα τραμάκια και είχε τον τίτλο Κόμικ. Έκτοτε έχω εκδώσει άλλα έξι βιβλία με ποιήματα –εφτά δηλαδή στο σύνολο– αλλά οκτώ ποιητικές ενότητες. Καθότι το τελευταίο βιβλίο μου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη το 2018 με τίτλοΤοπία ξανά / Η αγάπη, περιλαμβάνει δύο συλλογές με πεζά ποιήματα. Δύο βιβλία αυτόνομα, αλλά και συναφή, ίσως αντίστροφα, ανεστραμμένα, αλλά συνεπή με την ίδια εκείνη αδύνατη εκτροπή, προσφιλή προσανατολισμό ή προστακτική: προς τα άστρα. Επίσης τρία εκτεταμένα ποιητικά βιβλία μου είναι έτοιμα και θα κυκλοφορήσουν τους επόμενους μήνες. Αυτός είναι ο χώρος από τον οποίον ας πούμε σας μιλώ.
    Βλέπω ότι υπάρχουν κύκλοι ή ομάδες βιβλίων μου που ανακαλύπτουν, κινούνται ή εντρυφούν γύρω από την ίδια γλώσσα ή θεματική θα μπορούσα να πω. Μετά –είναι πάντα απροσδιόριστο τι συμβαίνει, πότε ή γιατί συμβαίνει, τι σημαίνει εκείνο το πριν ή αυτό το μετά– το υλικό παρατά τους παλιούς τρόπους και ανοίγεται προς τα αλλού, παρεκκλίνει αλλάζοντας προς το άλλο. Έτσι, θα έλεγα, ότι τα Κινέζικα,[1] Τα σκυλιά του Ακταίωνα[2] και Το μάτι και η Νύχτα[3] αποτελούν μία ενότητα ύφους και γλώσσας. Παρόλο που πρόκειται για εντελώς διαφορετικά βιβλία και αλλότρια γλωσσικά υλικά, μοιράζονται μεταξύ του κάτι κοινό, που αρθρώνεται δειλά, ελίσσεται, εξελίσσεται και στο τέλος σχεδόν εκρήγνυται εκκωφαντικά στον αέρα ανοίγοντας τον δρόμο για τα ερχόμενα. Τα Τοπία[4] και η Αγάπη[5] εξερευνούν κάτι άλλο. Νιώθω με έναν τρόπο κάπως μεταφυσικό ότι είναι ο ισημερινός της ποίησής μου. Χωρίς να γνωρίζω τι σημαίνει ακριβώς αυτό. Για αυτό και εκδόθηκαν μαζί.
    Η Άρια[6]–ανέκδοτη ως βιβλίο ακόμη– υπήρξε σταθμός επίσης για την εξέλιξη της γραφής μου. Εδώ θα μπορούσα να σταματήσω. Για τις επόμενες ανέκδοτες ενότητες ας μείνω ακόμη σιωπηλός.

    Α.Ρ. Σε κείμενό του για τα ποιήματά σας, ο Βασίλης Αμανατίδης σημειώνει: «ποιήματα αινιγματικά μα όχι χρησιμοθηρικά, πεντακάθαρα μα όχι απλά, και τονικώς –θαρρώ– συντονισμένα με το στεγνό, μα όχι αποστεγνωμένο τώρα μας, γι' αυτό και σύγχρονα». Ποια θα λέγατε ότι είναι τα κύρια θέματα που θίγει η ποίησή σας;

    Δ.Λ. Η άφωνη γλώσσα, η κάθετη γραφή, οι άχρονοι μύθοι, η ομιλούσα ύπαρξη, θα μπορούσα να απαντήσω μονολεκτικά.
    Πιστεύω όμως πως το μεγάλο θέμα της ποίησης είναι η αφή. Η ποίηση είναι το δέρμα ενός αδύνατου κόσμου επάνω μας. Αυτό πιστεύω και αυτό λέω. Δεν καταφέρνω να το λέω πάντα, ούτε να το αρθρώνω, ούτε πολλές φορές να το σκέφτομαι, αλλά αυτό είναι όλο το θέμα, όπως το νιώθω εγώ τουλάχιστον. Η αποτυχία μας να μείνουμε κοντά σε αυτήν την στιγμή λέγεται ποίηση. Βλέπετε τον Καβάφη ή τον Σολωμό.
    Θα έλεγα ότι το ύφος –αυτό το απροσδιόριστο κάτι– προσδίδει στο ποίημα τον αδιόρατο γρίφο της εκφοράς του, το ρίγος της γραφής του. Την εγγύτητα και τον ίλιγγο ενός άγνωστου κόσμου δίπλα του και έξω από αυτό. Ναι, είμαι ένα αίνιγμα που δεν σταματά να μην γράφεται και μου αρέσει η συμπύκνωση. Το παιχνίδι, τα άχρονα χρώματα και οι απότομες πτώσεις. Από μικρός αναρωτιόμουν εάν θα μπορούσαμε να έχουμε στην γλώσσα, στην ποίηση, αυτό που στην μουσική λέμε συγχορδία. Αυτή είναι η αδύνατη αναπηρία μου. Επίμονη, ακουστική, υπαρξιακή και απαρηγόρητη. Σχεδόν σαν μία παιδική επιθυμία.
    Με τον Βασίλη μας συνδέουν πολλά. Σαν δυο χορδές που είναι δεμένες –καρφωμένες μου ήρθε να πω– στο ίδιο σημείο. Και που καθώς ταλαντώνονται αποκλίνουν. Και αποκλίνοντας ηχούν. Ηχούμε λοιπόν. Ηχούν όχι όμοια, αλλά –και οι δύο– κάτω από το ίδιο χάδι, απ’ το ίδιο σκοτάδι.
    Και απ' το ίδιο δοξάρι επίσης. Που στη ζωή όπως και στην ποίηση είναι η κοινή εκείνη φυγή που λέμε σιωπή, διαύγεια ή αμείλικτο χρόνο.

    Α.Ρ. Στην ποίησή σας φαίνεται ότι πειραματίζεστε τόσο με την φόρμα, όσο και με την ίδια την γλώσσα. Θα χαρακτηρίζατε αυτούς τους πειραματισμούς ως έναν τρόπο να παρακάμψετε και, την ίδια στιγμή, να επανεφεύρετε την πραγματικότητα μέσω της τέχνης;

    Δ.Λ. Δεν νομίζω ότι είμαι πειραματικός από θέση, από φύση ή από πρόθεση – θα έλεγα ότι είμαι βουβός μάλλον και αμήχανος και τις περισσότερες φορές βαριέμαι αμέσως. Είμαι δειλός άνθρωπος με ανόητες εξάρσεις θάρρους, κυρίως λεκτικού. Αυτό όμως είναι κάτι που εκτιμώ. Η στάση μου απέναντι στο φαινόμενο της γραφής είναι μάλλον μία στάση απορίας. Είναι ένα μυστήριο για το οποίο πολλά μπορεί να πει κανείς. Έχω προσπαθήσει κι εγώ κάποιες φορές. Άλλωστε, αγαπώ την θεωρία, την φιλοσοφία, την ψυχανάλυση και τα λοιπά συναφή. Αλλά η στιγμή της γραφής, η στάση εκείνη της δημιουργίας μοιάζει για εμένα περισσότερο με ένα μυστήριο, παρά με μία πραγματεία. Δεν πιστεύω στην ευφράδεια, πιστεύω στον σπασμό, στον λόξυγκα[7] και στην αποτυχία. Τελικά πρέπει κανείς να υποστηρίξει ότι τα πράγματα ίπτανται άγνωστα και απροσδιόριστα ψηλά στον αέρα. Και πέφτουν. Ότι η τύχη είναι η τελευταία θεά της ποίησης. Και η συνάντηση η ακραία σχεδία ενός, πώς να το πω, απέλπιδος, προφορικού πραγματικού.
    Στην μέχρι τώρα πορεία μου στάθηκα απολύτως τυχερός. Έχω εντελώς καταστραφεί σε αμέτρητα ποιήματα. Βρίσκω μπροστά μου αυτό που δεν γράφω συνεχώς. Αυτό, εκτός από κωμικό, έχει και κάτι τραγικό μέσα του. Περπατώντας, στο τέλος, βρίσκω αυτό που δεν γράφεται. Υπαρξιακά αισθάνομαι όλο και περισσότερο πεζός, πεζότατος θα έλεγα – αλλά όχι απελπισμένος.
    Ο δρόμος και το πραγματικό θα ήταν ένας πιθανός τίτλος της απάντησής μου σε αυτήν την ερώτησή σας. Μια που η πραγματικότητα με αφήνει ‒ως ποιητή τουλάχιστον‒ εντελώς αδιάφορο, ενώ η ζωγραφική όχι. Το πραγματικό για εμένα μοιάζει με χρώμα. Κάποια στιγμή, σαν μία αποκάλυψη, συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν βρίσκεις στον δρόμο. Αυτό το κατανόησα στην αρχή μάλλον αρνητικά. Και όντως. Τα ποιήματα δεν συχνάζουν εκεί. Πού συχνάζουν λοιπόν; Σήμερα θα έλεγα κάτι ελάχιστα διαφορετικό. Ελαφρά μετατοπισμένο. Ανύποπτα, αδιόρατα ή ανάλαφρα διαφορετικό.
    Τίποτε πραγματικό δεν βρίσκεις στο δρόμο. Αυτό το τίποτα είναι το ποίημα. Άλλωστε το πραγματικό είναι αυτό που κατεξοχήν λείπει. Η ποίηση λοιπόν λείπει. Αυτό το τίποτα με ενδιαφέρει. Ας βγούμε ανάλαφροι λοιπόν ‒ομιλώντας‒ μια βόλτα στην άγρια νύχτα του ποιήματος.

    Ποίημα είναι η επινόηση μιας ανείπωτης αυγής στην ανύποπτη χλόη πάντα μιας νύχτας.[8]                        

    Α.Ρ. Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος έχει υποστηρίξει, ότι οι έλληνες ποιητές είχαν ανέκαθεν μία υπερβολικώς οπτική πρόσληψη του κόσμου, προσθέτοντας πως «αυτό το φαινόμενο έχει δραστικά αλλάξει στη σύγχρονη ποίηση, αφού πολλοί από τους νεότερους συγγραφείς, είτε είναι άριστοι μουσικοί, είτε, απολαμβάνουν μίας εντυπωσιακής μουσικής ευρυμάθειας». Είναι τελικά δυνατή μία συνομιλία της ποίησης με τη μουσική; Ή, με άλλα λόγια, πού συναντά ο μουσικός τον ποιητή στο έργο σας;

    Δ.Λ. Aνέφερα πιο πριν ότι η Άρια υπήρξε ένα βιβλίο-σταθμός για την εξέλιξη της ποίησής μου. Όντως. Καταρχάς διότι αιφνιδιάζοντας και εμένα τον ίδιο άρχισε να περιελίσσεται γύρω από μία αμιγώς μουσική ιδέα και ένα υπαρκτό μουσικό έργο. Πράγματα που εγώ αποφεύγω. Την Άρια, δηλαδή, από τις παραλλαγές Goldberg του J. S. Bach. Εμφανίζεται εν τέλει η μουσική και σκιαγραφείται η σχέση της με τη γλώσσα μου. Ή εκείνη η μεθόριος ανάμεσα στο γράμμα, το φως, το χρώμα και τον ήχο. Τον τοίχο δηλαδή του πραγματικού.
    Επίσης σ ᾽εκείνο το βιβλίο –που ελπίζω να κυκλοφορήσει σύντομα– προσπάθησα να αρθρώσω μία ερώτηση: πόσο μπορεί να μικρύνει, να σμικρυνθεί ένα ποίημα; Όχι δηλαδή πόσο μεγάλο ή μικρό μπορεί να είναι. Αλλά πόσο ελάχιστο. Είναι άλλο το μικρό και άλλο το ελάχιστο. Αυτό είναι καίριο θέμα της τέχνης θα έλεγα. Δεν ξέρω εάν γίνομαι κατανοητός, αλλά για εμένα αυτό είναι ένα σημείο πολύ σημαντικό.
    Η φαντασμαγορική αυτή φυλακή όπου ζούμε κλεισμένοι σήμερα μόνο από τέτοια ελάχιστα, αδιόρατα, τυφλά σημεία μπορεί να διαρραγεί. Και πρέπει να διαρραγεί. Το έργο τέχνης ως ρωγμή. Η εικόνα είναι πια ασφυκτική με έναν τρόπο δυσάρεστο, ανυπόφορο, για να μην πω ολοκληρωτικό. Για να δώσω, σχεδόν συνθηματικά, μερικές συντεταγμένες για το τι έχω στο μυαλό μου, εννοώ κάτι πολύ κοντινό με τις μουσικές μινιατούρες του Anton Webern, τις χρωματικές κηλίδες του Paul Klee ή τις πυγολαμπίδες (lucciola, το μικρό φως δηλαδή) του Pier Paolo Pasolini, όπως λάμπουν ακόμη στο σκοτάδι του 26ού άσματος της Κόλασης του Δάντη. Ο κόσμος θα γίνει μία εικόνα έγραφε προφητικός ο Γ. Χειμωνάς. Ο κόσμος είναι διάτρητος, θα έλεγα, και γράφοντας τον κάνουμε πραγματικότερο.

    Μιλώντας κατασπαράσσουμε φως. Γράφοντας μεγαλώνουμε το σκοτάδι.  

    Α.Ρ. Έχετε χαρακτηρίσει την ποίηση ως εκείνη την «αδύνατη λύση μιας συνεχούς κρίσης, με την έννοια της ασυνεχούς έλλειψης ή της ασυνεχούς ποίησης». Πώς θα λέγατε ότι συνομιλεί η ποίηση με τον κόσμο μέσα στον οποίο εμφανίζεται;

    Δ.Λ. Ναι, πιστεύω η ποίηση πρέπει να μείνει προσηλωμένη στο αδύνατο. Δηλαδή καρφωμένη και ομιλούσα σαν δέντρο. Όχι εικαστική. Στην ολοκληρωτική φαντασμαγορία που κυριαρχεί σήμερα, οφείλει, θα πρόσθετα, η ποίηση να θυμηθεί, να κλείσει τα μάτια. Να πλεύσει πάλι. Ομιλούσα, πτερόεσσα, ελλιπής και κενή.
    Συνεχίζοντας την ίδια σκέψη θα έλεγα ότι πρέπει να ελευθερώσουμε τα πράγματα, να τα σηκώσουμε ξανά στον αέρα. Η ποίηση οφείλει σήμερα να γίνει και πάλι ανεδαφική. Αυτή είναι η μικρή, ελάχιστη επανάστασή της.
    Άλλωστε ύλη της είναι το τίποτα, η έλλειψη. Ο απλός αέρας. Εδώ έχει μία εξαιρετική ευκαιρία στις μέρες μας η ποίηση. Πάντα αυτά ήταν τα υλικά της. Και επίσης το τίποτα είναι υλικό. Αυτό το ξεχάσαμε. Και αποκτά αυτήν την αρχέγονη διάστασή του ξανά μέσα στο ποίημα. Μια διάσταση ή μάλλον υπόσταση που πάντα είχε. Όπως στο όνειρο. Στο όνειρο, όχι στα όνειρα. Το λέω αυτό γιατί δεν είναι θέμα της τέχνης η ευτυχία, όπως δεν είναι και η πραγματικότητα. Η ποίηση δεν μας κάνει ευτυχισμένους. Η ποίηση εάν δημιουργεί έναν χώρο, αυτός δεν είναι ένας χώρος ευτυχίας, ούτε δυστυχίας άλλωστε. Είναι ένας χώρος επιθυμίας. Και ακόμη ακριβέστερα –για να το πω γρήγορα– ένας χώρος διαστροφής. Δηλαδή μιας μικρής, ελάχιστης στροφής. Όπου αυτή η έλλειψη γίνεται αυτό που πάντα ήταν, δηλαδή γλώσσα. Και οστό λευκό απ’ το αόρατο. Δηλαδή κάτι. Κάτι πραγματικό.
    Δημιουργεί το ποίημα απ’ το τίποτα, δηλαδή από λέξεις, μία τρύπα στον κόσμο. Ε, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Σκεφτείτε τις πύλες στα τείχη της αφόρητης ήττας που λάμπει στης ποίησης την αρχή και λέγεται Τροία. Κυματίζει ακόμη ατελεύτητη. Σκεφτείτε τους επτά επί Θήβας.

    Α.Ρ. Πώς θα χαρακτηρίζατε την λογοτεχνική και, πιο συγκεκριμένα, την ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα σήμερα;

    Δ.Λ. Ενδιαφέρουσα, πολυθεματική, άτακτη, απρόσμενη, ζωντανή. Δηλαδή άγνωστη.
    Σημειώστε ότι αυτό το άγνωστο είναι προϋπόθεση κάθε δημιουργίας.
    Θα ήθελα να τελειώσω με μερικούς στίχους από την ενότητα Κάθε άγγελος είναι φρικτός / Δεκαέξι θέσεις για την ποίηση και την κρίση.[9] Στίχους που τους εννοώ, με μία ιδιόρρυθμη οπτική, θετικά και οι οποίοι πραγματικά μου δίνουν, ακόμη και στα πιο δύσκολα, πάντα δύναμη. Τους απευθύνω κάπως σαν ευχή σε όλους μας.

    10.

    Στη ρωγμή της απόλυτης φρίκης, της καταστροφής και της έλλειψης ανθίζει το ποίημα. […]

    6.

    Ποίηση είναι η εμπειρία του ακόμα χειρότερου.


    Εύβοια, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Αύγουστος του 2020



    ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Δημήτρη Λεοντζάκου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: