Το φως ξεχύνεται κάτω απ’ το νύχι

Βέσα Λάχτι, «Το φως ξεχύνεται κάτω απ’ το νύχι», μτφρ. Βίκυ Αλυσσανδράκη, εκδ. Σαιξπηρικόν

Έντουαρντ Χόπερ, «Τοπίο της Ν. Υόρκης» (λεπτομέρεια)
Έντουαρντ Χόπερ, «Τοπίο της Ν. Υόρκης» (λεπτομέρεια)

Ο Φιν­λαν­δός ποι­η­τής Βέ­σα Λά­χτι (Vesa Lahti) πό­τε κα­τα­γρά­φει λι­τά και με εξαι­ρε­τι­κή λε­πτό­τη­τα και δια­κρι­τι­κό­τη­τα απο­σπά­σμα­τα συ­νο­μι­λιών με πρό­σω­πα που τον αγ­γί­ζουν, πό­τε κα­τα­θέ­τει αφου­γκρά­σμα­τα που εί­τε δια­πι­στώ­νουν με λι­γό­λε­κτη ακρί­βεια εί­τε κα­τα­λή­γουν σε μι­νι­μα­λι­στι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, και πό­τε απο­γυ­μνώ­νει δρα­μα­τι­κές στιγ­μές που με πρό­νοια για το θέ­μα του, το υπο­κεί­με­νό του και τον απο­δέ­κτη του στο­χεύ­ουν ή πα­ρα­πέ­μπουν απέ­ριτ­τα στην πη­γή και τις επι­πτώ­σεις των δρα­μα­τι­κών συ­γκρού­σε­ων:

Αστέ­ρια
νύ­χτα με αε­ρά­κι
λε­πτά νύ­χια στο δέρ­μα.

Μια ωραία νύ­χτα ίσως το δέρ­μα αγ­γί­ζε­ται τρυ­φε­ρά ή μή­πως δυ­σοί­ω­να ή ανα­κου­φι­στι­κά, ή πά­λι σκί­ζε­ται βί­αια και ανε­παί­σθη­τα βα­θιά από πα­ρα­φο­ρά ερω­τι­κή ή μι­ση­τι­κή ενός άγνω­στου υπο­κει­μέ­νου σε άγνω­στο τό­πο.

Η ακρι­βο­λο­γία που με άνε­ση ξα­λα­φρώ­νει, που απε­λευ­θε­ρώ­νει, πα­ρά συ­μπυ­κνώ­νει ή υπο­γραμ­μί­ζει την έκ­φρα­ση και το κα­θο­ρι­στι­κό της εμπει­ρί­ας ή του στο­χα­σμού, δεν φαί­νε­ται να επι­διώ­κει την ίδια την έντα­ση των τρα­γι­κών συ­γκρού­σε­ων ή της αμη­χα­νί­ας ενώ­πιον υπαρ­ξια­κών ή φι­λο­σο­φι­κών κόμ­βων (πα­ρό­λο που αυ­τή δεν απο­φεύ­γε­ται φυ­σι­κά) τό­σο, όσο την ανά­δει­ξη και τη δια­τή­ρη­ση ση­μεί­ων ή ψη­φί­δων μιας ρέ­ου­σας ζω­ής που φα­νε­ρώ­νουν τον πλού­το της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και τις απρό­σμε­νες ή συ­χνά και ανα­με­νό­με­νες επι­στρώ­σεις της:

Φτά­νου­με στην αυ­λή του μο­να­στη­ριού
Σκού­ρα μά­τια μας κοι­τούν
με επι­χει­ρή­μα­τα σα­θρά
ένα λε­πτό, έντο­νο ρεύ­μα
φυ­λα­κί­ζει τις σκέ­ψεις μας.

Τί­πο­τε στα­τι­κό δεν μας κα­θη­λώ­νει όμως στις στιγ­μές όλων των ήρε­μων ποι­η­μά­των της συλ­λο­γής. Η κί­νη­ση και η υπό­σχε­ση ή και απει­λή ακό­μη αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων μας κρα­τούν σε ανα­μο­νή, σε μια ανοι­χτή πά­ντα ανα­μο­νή για κά­θε εν­δε­χό­με­νο. Οι στά­σεις πάλ­λο­νται: τα σώ­μα­τα, τα το­πία, τα συ­ναι­σθή­μα­τα δια­περ­νιού­νται από άλ­λα σώ­μα­τα, άλ­λα συ­ναι­σθή­μα­τα, από νοη­τι­κά ή φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Η φύ­ση πράγ­μα­τι συμ­με­τέ­χει με κα­θο­ρι­στι­κή ευ­χέ­ρεια σε πολ­λά ποι­ή­μα­τα, όχι μό­νο σαν κά­τι εκτός του εγώ («Το εκτυ­φλω­τι­κό σε­λη­νό­φως / στη χει­μω­νιά­τι­κη τζα­μα­ρία.»), αλ­λά και σαν ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος του, μά­λι­στα συ­χνά με τρό­πο που το ποί­η­μα αγ­γί­ζει το υψη­λό μέ­σω της υλι­κό­τη­τας της φύ­σης:

Στην κού­νια του κή­που
σε πή­ρα αγκα­λιά

εί­πα πως σ’ αγα­πώ
σαν τα βρά­χια, τους πρά­σι­νους θά­μνους

στων μα­τιών μας τις άκρες.

Η αντί­στι­ξη και οι δυ­να­μι­κές της προ­ε­κτά­σεις εί­ναι ένα εξί­σου ση­μα­ντι­κό δο­μι­κό και λυ­ρι­κό στοι­χείο στην ποί­η­ση του Λά­χτι, ιδιαί­τε­ρα σε σχέ­ση με την αμε­σό­τη­τα των εξα­κρι­βω­τι­κών πα­ρα­τη­ρή­σε­ών του. Το επι­κό και το δρα­μα­τι­κό της φύ­σης, για πα­ρά­δειγ­μα, συ­μπλέ­κε­ται με τις προ­σω­πι­κές βιώ­σεις των υπο­κει­μέ­νων, το βά­θος συν­δια­λέ­γε­ται με την επι­φά­νεια ή ανα­δύ­ε­ται αβί­α­στα και δια­χέ­ε­ται εκεί (από τη «δύ­να­μη της μη­τριαρ­χί­ας» περ­νά­με στις «λακ­κού­βες» με «νε­ρό της βρο­χής» μέ­σα σε λί­γους στί­χους), ο χρό­νος και η δρά­ση ή στά­ση μέ­σα σ’ αυ­τόν πε­ρι­γρά­φε­ται συ­χνά σε αρ­μο­νι­κή σχέ­ση πα­ρά σε αντι­δια­στο­λή με διά­φο­ρα το­πία ή χώ­ρους με συ­γκε­κρι­μέ­νες και προ­σε­χτι­κά στο­χευ­μέ­νες ένυ­λες και άυ­λες επε­κτά­σεις.
Πα­ρά τη μι­κρο­γρα­φι­κή ακρί­βεια και την καί­ρια στό­χευ­ση της φει­δω­λής γλώσ­σας, ή πράγ­μα­τι εξαι­τί­ας αυ­τών, εί­ναι συ­χνά δύ­σκο­λο να κα­τα­λή­ξου­με αν το ποί­η­μα θέ­λει να πα­ρα­μεί­νει στην απρο­σποί­η­τη κυ­ριο­λε­ξία του ή επι­διώ­κει μια ρευ­στή σχέ­ση με τη με­τα­φο­ρά, τον συμ­βο­λι­σμό, τα απο­σιω­πη­μέ­να, τα δι­φο­ρού­με­να και τα υπο­νο­ού­με­να. Δυο στί­χοι φτά­νουν για τη λε­πτή υπο­νό­μευ­ση της πρό­σκαι­ρης βε­βαιό­τη­τας:

Ένα εκτυ­φλω­τι­κό σε­λη­νό­φως
στη χει­μω­νιά­τι­κη τζα­μα­ρία.

Αυ­τό εί­ναι όλο το ποί­η­μα, και η ολό­τη­τα αυ­τή εί­ναι αρ­κε­τή να μας συ­γκι­νή­σει με τη φυ­σι­κή της πα­ρου­σία, με το πλά­γιο φως της, με την απου­σία προ­ε­κτά­σε­ων. Το επό­με­νο λε­πτό όμως υπερ­βαί­νει τα όριά της και μας γε­μί­ζει με την πα­ρου­σία ή την απου­σία του υπο­κει­μέ­νου στη σκη­νή που την απο­τε­λεί, με τις δυ­να­τό­τη­τες συμ­με­το­χής του ή μη σ’ αυ­τή.

Σ’ ένα άλ­λο ποί­η­μα δυο στί­χων δια­βά­ζου­με:

Σαν ν’ αρ­χί­ζω να κα­τα­λα­βαί­νω
τις δια­θέ­σεις του το­πί­ου που κοι­μά­ται.

Εδώ εί­ναι η ανοι­χτό­τη­τα που βά­ζει σε κί­νη­ση τον νου και τη διά­θε­σή μας μα­ζί με αυ­τές του το­πί­ου που αρ­με­νί­ζουν στην με­τω­νυ­μι­κή θά­λασ­σα της ερ­μη­νεί­ας και της πρό­σλη­ψης. Δεν μπο­ρού­με να κα­τα­λή­ξου­με κά­που, δεν θέ­λου­με ίσως, δεν μας προ­τρέ­πει φα­νε­ρά ο ποι­η­τής να το κά­νου­με. Και ωστό­σο πα­ρά την αβε­βαιό­τη­τα που το ποί­η­μα πε­ρι­γρά­φει μας απευ­θύ­νε­ται, εμέ­να του­λά­χι­στον, με την πιο φυ­σι­κή βε­βαιό­τη­τα του κό­σμου. Κά­τι απλό και απλά δια­τυ­πω­μέ­νο, και συγ­χρό­νως πο­λύ­πλο­κο και απύθ­με­νο, το οποίο η Βί­κυ Αλυσ­σαν­δρά­κη απο­δί­δει πο­λύ ωραία στη με­τά­φρα­σή της.

Με τον ίδιο πε­ρί­που τρό­πο σε άλ­λα ποι­ή­μα­τα συμ­βαί­νουν τό­σο πολ­λά στην ήρε­μη ακι­νη­σία της κα­τα­γρα­φής ή της δια­πί­στω­σης από την οποία απο­τε­λού­νται. Μου θυ­μί­ζουν κά­πως πί­να­κες του Edward Hopper που έχουν ήδη αρ­χί­σει να αρ­γο­σα­λεύ­ουν, εί­τε με την κα­τή­φειά τους εί­τε δί­χως αυ­τή. Και πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­χως αυ­τή σί­γου­ρα, για­τί ακό­μη και στο απει­λη­τι­κό δρά­μα κά­ποιων ποι­η­μά­των η μέ­ρι­μνα του ποι­η­τή για συ­νεύ­ρε­ση, για συ­νο­μι­λία, για εν­συ­ναί­σθη­ση εί­ναι πιο δυ­να­τή από οποια­δή­πο­τε μο­νό­πλευ­ρα αρ­νη­τι­κή, απω­θη­τι­κή ή απο­κλει­σμέ­νη διά­θε­ση.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
«Το φως ξε­χύ­νε­ται κά­τω απ' το νύ­χι» ΤΟΥ Βέ­σα Λά­χτι

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: