Στου κανενός τη χώρα

Στου κανενός τη χώρα

Στάθης Κουτσούνης, «Στου κανενός τη χώρα», Μεταίχμιο 2020

Είναι η έβδομη ποιητική συλλογή του σημαντικού ποιητή της γενιάς του ’80 Στάθη Κουτσούνη. Τίτλος της Στου κανενός τη χώρα. Χώρα και χωροάρχων, προσδιορισμένα απροσδιόριστα. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς, εφόσον πίσω από τον κανένα κρύβεται ο ούτις, εκείνος ο πονηρός Οδυσσέας που τα έβαλε με τους θεούς και τις φυσικές δυνάμεις και κατάφερε στο τέλος να ολοκληρώσει το στόχο του· την επιστροφή του στην Ιθάκη. Άρα υπάρχει χώρα και υπάρχει και ο κάτοικος και, για όσο ζει, ιδιοκτήτης της.
Νομίζω πως μπήκαμε στο νόημα που φυγοδικούν τα αόριστα. Η χώρα που δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει, ο κανένας που είναι κάποιος, κρυμμένος μέσα στο «τις» της αντωνυμίας «ούτις». Ο άνθρωπος που φαίνεται ανώνυμος, αλλά δεν είναι. Που κατοικεί μια χώρα συγκεκριμένη πριν φύγει για την άλλη την αφηρημένη, προς την οποία οδεύει από την ώρα της γέννησής του, είτε τη λένε Ιθάκη είτε τη λένε ουτοπία, και που γεννιέται από την ώρα που γεννιέται ο κάθε «κανένας». Μόνο που ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, ξέρει καλά πού βαδίζει και, όταν έχει πανοπλία τη βαριά φιλολογική σκευή του, τότε τραβάει τις ρίζες του από βαθιά στο χρόνο. Δεν μας διαφεύγει το «νόστιμον ήμαρ» του Ομήρου ή το «τοδ’ ήμαρ ημίν κύριον» του Ορέστη από τον Ευριπίδη (στ. 1035), μότο της συλλογής. Αυτή η μέρα αποφασίζει, μέρα που θα φέρει θάνατο.
Τριάντα δύο είναι συνολικά τα ποιήματα ή, με τα μικρά των ενοτήτων «νεκρές φύσεις», σαράντα τέσσερα. Το «diminuendo», δέκατο όγδοο στη συλλογή, μοιάζει σαν ανάχωμα από το οποίο αρχίζει η σταδιακή αποφόρτιση. Εκεί πρέπει να γίνεται και η τομή. Και το τέλος οριοθετείται από την «coda». Δύο μουσικοί όροι, λοιπόν, ορίζουν τη μέση και το τέλος. Ο Κουτσούνης αξιοποιεί τη σχέση του με τη μουσική. Σαν να είναι η συλλογή η εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης. Παρακολουθώ τη δομή της, τα Μέρη: Εισαγωγή «το σχοινί», «νεκρές φύσεις i», εφτά ποιήματα, «νεκρές φύσεις ii», έξι ποιήματα, «νεκρές φύσεις iii», έξι ποιήματα, «νεκρές φύσεις iv», εφτά ποιήματα, «coda».  
Στα Μέρη λοιπόν ο ποιητής γίνεται το εγώ που στοχάζεται πάνω στα αιώνια ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, ενώ στις «νεκρές φύσεις» τα μάτια βλέπουν τα τεκταινόμενα της καθημερινότητας. Μέσα και έξω από αυτά συγχρόνως. Θα έλεγα ότι η δομή τη συλλογής μού θυμίζει κάπως τον Μικρό ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη και οι «νεκρές φύσεις» τον «προβολέα» του. Στο προβολέα παίζουν τα εγκλήματα της Ιστορίας, στις νεκρές φύσεις, σε άλλο επίπεδο, αλλά όχι πολύ μακριά, παίζουν παρεμφερή εγκλήματα. Με τον τρόπο αυτό, ο Κουτσούνης ζει μέσα στον κόσμο, βλέπει και πάσχει από όσα συμβαίνουν γύρω του, τα αποδίδει συμβολοποιημένα, σαν έργα τέχνης, αλλά στα άλλα ποιήματα απομακρύνεται για να στοχαστεί πάνω στα αιώνια χωρίς απάντηση ερωτήματα.
Αρχικό ποίημα «στο σχοινί». Μια νέκυια νομίζω πως βλέπω, μια τριήμερη κατάδυση στον Άδη:

Νερά του ποταμού θολά                                                                                  
κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος                                                                            
όρνια μονάχα κρώζουνε                                                                                
τροχίζοντας τα ράμφη τους                                                                                
κι ο αέρας τού χτενίζει τα μαλλιά                                                                      
και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας                                                                  
απ’ τη δική του όμως τη μεριά                                                                    
τίποτα δεν σκιρτά

στου κανενός τη χώρα                                                                                    
ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί

Η εισαγωγή έγινε και ένα σχοινί σηματοδοτεί το δρόμο. Πορεία στα ένδον.

Από τις «νεκρές φύσεις» επιλέγω στιγμιότυπα: «Αετός που κείτεται/ στου κυνηγού τα πόδια», «Επάνω στο τραπέζι ζώνη κυνηγού/ με δυο ορτύκια στ’ άγκιστρά της», «Σπουργίτι νεκρό πάνω στο ράμφος του», «Κουφάρι αλόγου σε ρεματιά/ κι ολόγυρα όρνια και σμήνη μυγών». Είναι προφανές το μήνυμα της κάθε «νεκρής φύσης», όπως και το παρασημαινόμενο. Ο τίτλος «νεκρές φύσεις» παραπέμπει σε πίνακες ζωγραφικής, όπου η φύση δίνει το παράδειγμα για όποιον έχει τη δύναμη να δεί πίσω από τον καμβά. Και να πάλι: «Ροτόντα με δύο καρέκλες/ σ’ όποια και να καθίσω/ η άλλη μένει άδεια» (προφανώς, αλλά η άδεια καρέκλα καταδηλώνει οδυνηρή απουσία αγαπημένου προσώπου), οπότε, φυσιολογικά πάμε στο άλλο επίπεδο: «Χώμα στο χώμα ο νεκρός/ ωραίος αποτρόπαια/ μες στο μικρό εξοχικό του» (τάφος και χους εις χουν), «Οσονούπω νυχτώνει/ και τα χρόνια αστράφτουν καρφιά/ στο φέρετρο της μνήμης».

Κατόπιν τούτων, η συλλογή αφενός σαν μουσική σύνθεση και αφετέρου σαν έκθεση ζωγραφικής μας οδηγεί στα έργα που κρέμονται στα κάδρα των μουσείων. Τα μάτια του καλλιτέχνη, πάντα και παντού, το ίδιο θέμα βλέπουν, από τις σκηνές της καθημερινής ζωής –το κυνήγι– από την Ιστορία –τον πόλεμο– από την πανάρχαια ενοχή –το μήλο του παραδείσου.  

Παράδειγμα:

Στο ποίημα «Εύα», η Εύα «κόβει το μήλο», δαγκώνει και τότε εμφανίζεται το σκουλήκι με φωνή και πρόταση:

αν μ’ αφήσεις να μπω μέσα σου
θα σου φανερώσω τη γνώση
το μυστικό για να μείνεις αμάραντη

Έτσι απλά, ο ποιητής έχει μάθει πια για ποια γνώση ενδιαφέρεται η Εύα… Είναι η αιωνιότητα της ομορφιάς το προφανές, πίσω της όμως είναι η Ζωή και αυτό είναι το ζητούμενο· με την αιώνια ζωή δόλωμα μπήκε το σκουλήκι στην ανθρώπινη ιστορία και «μεγαλώνει», «θεριεύει» και «τρώει οχιά τα σωθικά» του. Το περίφημο φίδι έγινε μεταφορά κι ο θάνατος «σκουλήκι».  
Στο ποίημα «το μήλο», αντικρυστά στη σελίδα, είναι ο Αδάμ που την επιθυμεί με όλους τους τρόπους (την Εύα, τη Ζωή):

σε πεινώ και λοξά σε κοιτάζω
που πασχίζεις να βγεις απ’ το κάδρο
ψιθυρίζω τ’ όνομά σου και γυρίζεις
αλλά δεν έχεις πρόσωπο
ένα μήλο προβάλλει στον λαιμό σου

έλα μού φωνάζεις
δάγκωσέ το να γίνω συνένοχη

Μήλο και φίδι απέμειναν προσδιοριστικά χαμένου παραδείσου ή αιωνιότητας ή Ζωής που δυνάμει εμπεριέχει και τον θάνατο. Έτσι, από την αρχή της ζωής και από ένα απλό μήλο, εκκινεί η απεικόνιση της παρακοής των πρωτοπλάστων για να βρει σε πάμπολλες παραλλαγές την εικαστική έκφρασή της και να φτάσει στον μοντέρνο Μαγκρίτ, μόνο που το μήλο δεν το έχει η Εύα στο λαιμό, όπως στο ποίημα, αλλά ο Αδάμ στο πρόσωπο. Σαν να ακούμε τον Μαγκρίτ: «οι πίνακές μου είναι ορατές σκέψεις. Δεν με ενδιαφέρει η ζωγραφική, μ’ ενδιαφέρει η σκέψη».
Στο ποίημα «χίμαιρα» ο ποιητής κατεβαίνει στο υπόγειο και βρίσκει όλα τα παλιά παπούτσια του να του επιτίθενται, σαν ανάδυση από το καταπιεσμένο υποσυνείδητο εκείνων όλων των λαμπερών πολιτισμικών αγαθών –σαν τα λουστρίνια του–, ονείρων που δεν πραγματοποιήθηκαν ή που αποδείχτηκαν μάταια. Γερασμένα σαν την αλήθεια του Καβάφη που όταν γερνάει γίνεται ψεύδος… Παλιότερα, προβάλλοντας την οικολογική του ευασθησία, ο Κουτσούνης είδε να δραπετεύουν στο δάσος τα δερμάτινα της ντουλάπας του για να βρουν το ζώο από το οποίο γεννήθηκαν και τα έπιπλα του σαλονιού του να αναζητούν τη «χώρα» τους και την αιώνια ρίζα τους.
Όπως ήδη έχουμε επισημάνει τα ποιήματα δίνουν την εντύπωση ότι το ένα ανταποκρίνεται στο απέναντί του –η αριστερή σελίδα στη δεξιά–, έτσι στα δύο τελευταία ποιήματα, «παίζω άρα υπάρχω» και «coda», ο ποιητής σαν παιδί του Ηράκλειτου παίζει, αντί πεσσούς, ποιήματα και σαν απόγονος του ορθολογιστή Ντεκάρτ «υπάρχει επειδή γράφει ποιήματα». Στην «μουσική coda» ο αμετανόητος παίκτης, εν γνώσει του χαμένος από χέρι, επιμένει:

Πάντα εσύ θα νικάς στο τέλος
το ξέρω

ωστόσο εγώ πασχίζω
να παίξω μαζί σου στα ίσια
γευόμενος μέχρι το μεδούλι
την ηδονή απ’ τα μικρά μου τρόπαια
κι αν καταφέρω στο φινάλε
λίγο προτού μ’ αποτελειώσεις
την τύχη μου να ιντριγκάρω
θα πάρω ακόμα μια βαθιάν ανάσα
και βγάζοντας απ’ το μανίκι μου τον άσο
θα σ’ αναγκάσω σε παράταση

Το «σχοινί» που αιωρείται στο πρώτο ποίημα της συλλογής αιωρείται ακόμα. Η μουσική ακούγεται, η ζωγραφική φαίνεται, ο στοχασμός ολοένα πλησιάζει.
Η συλλογή έχει ποιήματα ελεύθερης μορφής, αλλά ο ρυθμός τους είναι διακριτός. Ακούγονται τα μουσικά πατήματα, κουδουνίζουν οι ήχοι. Οι λέξεις στήνουν ζωγραφιές και της ψυχής τα ζητήματα είναι όλα μαζί εκφράσεις. Το ύφος είναι υποβλητικό, το κλίμα ατμοσφαιρικό, το θέμα αιώνιο.
Το ρήμα δυναμικό καρφώνεται στην ουσία ακαριαία, ενώ η μετοχή αφήνει μετέωρο αυτό που καθίσταται πλέον διαρκές. Το διακείμενο αγγίζει τον θρησκευτικό μύθο, αλλά διατρέχει την ανθρώπινη σκέψη. Όλοι οι δρόμοι συναντημένοι πάλι, εδώ, και ο ποιητής σε αέναο διάλογο με το εγώ του, ως κανένας στου κανενός τη χώρα. Από εδώ νιώθει και από απέναντι φαντάζεται ότι νιώθει. Υπολογίζει με τα μέτρα του τα μηνύματα που έρχονται από την καθημερινή μικροϊστορία, από το κάδρο, από τον μύθο, από τη μέσα χώρα του μυαλού, της ψυχής, της καρδιάς. Γίνεται συγχρόνως ο βλέπων και ο βλεπόμενος, αυτός και ο άλλος, ο κανένας και ο κάποιος, «ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος», για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τα Ελεγεία του Οδυσσέα Ελύτη. Ο αιεί παις παίζων με στίχους.

Με τη συλλογή αυτή ο Στάθης Κουτσούνης έχει κάνει μεγάλο άλμα, και όλες οι προηγούμενες συλλογές, με την ιδιαιτερότητά της η καθεμία, με την αγωνία της να αποδώσει το δυσπρόσιτο, φαίνεται σαν να εργάζονταν για να φτάσει ο ποιητής Στου κανενός τη χώρα.

Στου κανενός τη χώρα

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
«Στου κανενός τη χώρα» ΤΟΥ Στάθη Κουτσούνη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: