«Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη»

Ένα αυ­τό­γρα­φο γράμ­μα του τρια­ντά­χρο­νου Νί­κου Κα­ρού­ζου προς το ζεύ­γος Κου­τσί­να από το Ναύ­πλιο (1956). ———— Αρ­χεἰο Αφρο­δί­της Κου­τσί­να.

«Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη»
«Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη»
«Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη»
«Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη»

                                                  5 Δεκ. 1956

                                    Αγα­πη­τοί μου Τι­τί­να και Φί­λιπ­πε

Δεν απο­λη­σμό­νη­σα την υπό­σχε­σή μου να σας γρά­ψω, από εδώ κά­τω όπου βρί­σκο­μαι, μό­νος εν μό­νοις, δυ­στυ­χι­σμέ­νος όπως εί­μαι από τα χτυ­πή­μα­τα του θε­ού. Δύο ει­λι­κρι­νείς φί­λοι σαν εσάς δεν λη­σμο­νού­νται. Το ενα­ντί­ον, κα­τα­γρά­φο­νται στα φυλ­λο­κάρ­δια. Η αγά­πη, μο­νά­χα η αγά­πη αρ­χί­ζει τον κό­σμο. Και φαί­νε­ται ότι η αγά­πη μας απαι­τεί εξ ολο­κλή­ρου. Του­λά­χι­στον, αυ­τό εί­ναι το νό­η­μα που κλεί­νει ο ακό­λου­θος στί­χος μου: «Οὐ κα­τέ­α­ξαν αὐτοῦ τὰ σκέ­λη: δεν αγά­πη­σε (τί­πο­τα πιο πο­λύ).» Πραγ­μα­τι­κά, τι να σας πω, κά­ποιες στιγ­μές φλέ­γο­μαι από τη θέ­λη­ση να ξα­πλω­θώ στη μέ­ση του δρό­μου και να φω­νά­ξω: ορί­στε, κύ­ριοι, πα­τά­τε! Επει­δή όμως αυ­τή η τε­λευ­ταία λέ­ξη αφή­νει στο μυα­λό μας μιαν αντή­χη­ση (αλί­μο­νο, μη με πά­ρε­τε για ανό­η­το λο­γο­παί­κτη…) που συγ­χέ­ε­ται με τις πα­τά­τες, η θέ­λη­σή μου εκ­μη­δε­νί­ζε­ται. Ιδού, λοι­πόν, ότι ο φύ­λα­κας άγ­γε­λός μου εί­ναι ένα χορ­τα­ρι­κό. Το πράγ­μα πε­ρι­πλέ­κε­ται όταν λά­βε­τε υπ’ όψη σας ότι εί­μαι χορ­το­φά­γος. Με κά­ποια με­τα­φυ­σι­κή μύ­τη αγ­γί­ζου­με, νο­μί­ζω, το εν­δε­χό­με­νο μιας ευ­γνω­μο­σύ­νης εκ μέ­ρους μου προς τα χορ­τα­ρι­κά. Και τα πε­ρί­ερ­γα δεν στα­μα­τούν εδώ. Ο ορ­γα­νι­σμός μου έχει ιδιαί­τε­ρη κλί­ση στο φυ­τι­κό βα­σί­λειο. Αλ­λιώς δεν εξη­γεί­ται ένας άλ­λος στί­χος μου, που λέ­ει: «Φί­λη­σε τα χρώ­μα­τα ω με­θυ­σμέ­νο χόρ­το», υπο­νο­ώ­ντας, βέ­βαια, τον άν­θρω­πο. Μα και ένας άλ­λος ακό­μη στί­χος μου, που λέ­ει: «Τα φύλ­λα των δέ­ντρων, η πιο αγα­πη­τή μου ει­κό­να της κτί­σε­ως». Και ακό­μη κά­ποια σπου­δαία λε­πτο­μέ­ρεια της ζω­ής μου: όταν κά­θε νύ­χτα πέ­φτω να κοι­μη­θώ η προ­σευ­χή μου τε­λειώ­νει πά­ντα με λί­γες λέ­ξεις εδώ και πολ­λά χρό­νια. Οι λέ­ξεις εί­ναι του Δαυίδ κα­τά με­τά­φρα­ση των Εβδο­μή­κο­ντα και έχουν ως εξής: Άν­θρω­πος ωσεί χόρ­τος αι ημέ­ραι αυ­τού. Και έρ­χε­ται το ερώ­τη­μα: για­τί άρα­γε έχω προ­τι­μή­σει αυ­τές τις λέ­ξεις, προ­κει­μέ­νου να προ­σεύ­χο­μαι; δεν πρέ­πει να έχουν κά­ποια σχέ­ση με τις πα­τά­τες; Ωστό­σο, δεν φτά­σα­με ακό­μη στο τρο­με­ρώ­τε­ρο. Η μη­τέ­ρα μου δι­η­γεί­ται καμ­μιά φο­ρά ότι σαν με χτύ­πη­σε ο τύ­φος κά­ποια χρο­νιά στην παι­δι­κή ηλι­κία, με­τα­ξύ των άλ­λων δια­σκε­δα­στι­κών πραγ­μά­των που έλε­γα όταν πα­ρα­λη­ρού­σα, ήταν κι αυ­τό: «Μη­τέ­ρα, τι ωραία χόρ­τα που εί­ναι τα μαλ­λιά σου και δεν τα φά­γα­με ακό­μη.» Τι λέ­τε για όλ’ αυ­τά φί­λοι μου; Αντί απα­ντή­σε­ως, θα πε­ρι­μέ­νω να μου γρά­ψε­τε ανά­λο­γα δι­κά σας. Εί­μαι ένας άπελ­πις άν­θρω­πος. Ευ­τύ­χη­μα υπήρ­ξε ότι ξέ­χα­σα με αυ­τό το γράμ­μα τα δει­νά μου. Να δώ­σε­τε ένα φι­λά­κι στο αγα­πη­μέ­νο σας κο­ρί­τσι και στον εξαί­ρε­το φί­λο μας Αντρέα Κα­ρα­ντώ­νη δια­βι­βά­ζε­τε τους ει­λι­κρι­νείς χαι­ρε­τι­σμούς ενός με­τε­ώ­ρου.

                                                                                          Με αγά­πη

                                                                                                            Νί­κος Κα­ρού­ζος


[Μεταγραφή: Θάνος Σταθόπουλος ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: