Η ωδή και το ρέκβιεμ

Tι δοξασμένο πράσινο τι απουσία…

Η δυσκολότερη κριτική ή απλή παρουσίαση ενός έργου αφορά τη σχέση θαυμασμού τού γράφοντος προς το αντικείμενό του. Γιατί και στις πιο ψύχραιμες αποτιμήσεις τα (υπερ)θετικά αισθήματα, που τρέφει βαθύτερα ο αποτιμών, ο έπαινος θα βρει τρόπους να υπερβεί κάποια προσυμφωνημένα όρια κριτικών αποστάσεων, με αποτέλεσμα να καταργηθεί η νηφαλιότητα.

Στην περίπτωσή μου κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβαίνει: δηλαδή σε κάθε αναφορά μου στην περίπτωση Καρούζου η απεριόριστη εκτίμησή μου σ’ αυτήν να καταλήγει σε αμετροέπεια.

Θα εξομολογηθώ, παρενθετικά, ότι ο συνεχής πειρασμός, εδώ και χρόνια, είναι μεγάλος ώστε να εκφραστώ κατ’ αναλογίαν «ελυτικά»: «Μνημονεύετε Σολωμό, Καβάφη και Καρούζο», θέτοντας την φράση ως μότο στην πιο ολοκληρωμένη αναφορά που θα μπορούσα να κάνω στον σπουδαίο αυτόν ποιητή. Γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι στα δύο ακρογωνιαία ονόματα της ποιητικής μας παράδοσης πρέπει να προστεθεί το όνομα του τελευταίου, για να συμπληρωθεί ο συνολικός χάρτης των κορυφώσεών της μέχρι σήμερα.

Ακούγεται υπερβολικό; Καθείς με τις απόψεις/όπλα του με διαιτητή τον χρόνο, που νομίζω ότι αρχίζει και κλίνει προς την πλευρά μου… Γιατί, να προσθέσω, η νεότερη λογοτεχνία μας δεν πρότεινε άλλον ποιητή τόσο βαθειά αινιγματικό και πολυεπίπεδο όσο τον δημιουργό του Λευκοπλάστη για μικρές και μεγάλες αντινομίες.

Και όμως η ποίηση του Καρούζου στην συγκυρία του δημιουργού της αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και επιθετικότητα από συγγραφείς/κριτικούς (όπως π.χ. ο Λορεντζάτος ή ο Σινόπουλος), οι οποίοι δεν ήσαν σε θέση να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν την προωθημένη εκφραστική της.

Σήμερα, τριάντα χρόνια από τον θάνατο του δημιουργού του Υπνόσακκου, έφθασε αργά και σταθερά το πλήρωμα του χρόνου, κατά το οποίο, όπως υπαινίχθηκα, πολλές πλέον συνειδήσεις προσεγγίζουν σχεδόν με δέος τους διαχρονικούς, χρωματικούς του γρίφους.

Εδώ αξίζει να τονιστεί και το εξής, σε πρώτο επίπεδο παράδοξο: η πανεπιστημιακή/φιλολογική κριτική δεν έχει ασχοληθεί ευρέως (εκτός ελαχίστων περιπτώσεων) με το έργο του Καρούζου. Η απάντηση, κατά την γνώμη μου, εύκολη: το ίδιο το έργο από την άποψη των γλωσσικών τροπισμών είναι εξαιρετικά σύνθετο και κρυπτικό, ώστε δεν επιδέχεται σχολαστικές προσεγγίσεις. Τις απολακτίζει. Ο ίδιος ο δημιουργός του, εν πλήρει συνειδήσει του γεγονότος, αντέτεινε στον εξαιρετικό φιλόλογο Ανδρέα Μπελεζίνη (στο περ. Πολιτεία, τχ. 3, 1982): « Νομίζω πως εσείς οι φιλόλογοι μοιάζετε με τον διάβολο και τα παιδιά του της γνωστής παροιμίας… Όταν εγώ γράφω κάποια λέξη δίπλα μιας άλλης, σεργιανίζω βιώματα στο χαρτί, δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για φιλολογικά πράγματα. Δεν πρέπει να με μπερδεύετε εμένα με τέτοιες υποθέσεις… Αν οι στίχοι προκόβουν εντός σας, αυτό έχει σημασία. Τίποτε άλλο.»

Σε παλαιότερα κείμενά μου είχα αναφερθεί στην περιορισμένη γκάμα των εννοιών που υπηρέτησε μονομανιακά ο Καρούζος, καίτοι το υπέδαφος των φιλοσοφικών ιδεών που τον γοήτευσαν είναι εξαιρετικά πλούσιο. Οι περιοχές, που τον απασχόλησαν τοις πράγμασιν, αποτυπώνονται σε λέξεις όπως «ύπαρξη», «γλώσσα», «χρόνος», «φαίνεσθαι», «είναι», «οντολογία», «κοσμολογία», «θείο», «υποχθόνιο».

Έγραφα: «Και όμως, αν ξεπεράσεις το φράγμα των ‘περιορισμένων’ όρων, που συνιστούν στοιχεία της φιλοσοφικής ταυτότητα της καρούζειας ποίησης, βλέπεις να εκτείνεται εκείθεν αυτών μια ανεξάντλητη περιοχή διαρκών αντικατοπτρισμών ενός μοτίβου που περικλείει τις προηγούμενες έννοιες εγκατεστημένη σε μια από αυτές: στη λέξη ‘ύπαρξη’. Η έννοια αυτή ίσως να μην έχει χρησιμοποιηθεί από άλλον ποιητή παγκοσμίως με τόση ένταση, αγωνία, λυρισμό και μελαγχολικό χιούμορ. Η στοιχειώδης αυτή λέξη θρυμματισμένη, ή μάλλον πρωτεϊκά μεταμορφούμενη στους στίχους του Κ., προσφέρει μαγικές αιωρήσεις, αποχρώσεις και ένα αδιευκρίνιστο βάθος που αιφνιδιάζει. Τις προηγούμενες ‘προφανείς’ και θεμελιώδεις έννοιες ο Κ. ισοβίως αποφλοίωνε, τις περιεργαζόταν, τις έβλεπε να παίρνουν τη μορφή τεράτων ή αγγέλων, να χάνουν το βάρος τους, άλλοτε ως δεσμώτη και άλλοτε ως δεόμενο. ‘– Δεν σε βλέπω απόψε καλά τι έχεις; – Έχω ύπαρξη’. Πασίγνωστος στίχος και πολυσυζητημένος. Για τον Κ. η έννοια ύπαρξη είχε τη σημασία, νομίζω, μιας παράδοξης αυτοπάθειας: αυτοπαθής είναι ο εξ αυτού πάσχων, ‘εκείνος του οποίου η ενέργεια επιστρέφει εις εαυτόν’» (βλ. «Βιβλιοθήκη» της εφ. Ελευθεροτυπία, 25-9-98 και περιοδ. Το δέντρο, τχ. 177-178, 2010).

Οπότε η πάσχουσα οντότητα από τον φόβον θανάτου διαθέτει ως λύση ένα είδος κατάργησης του χρόνου και τον περιορισμό της ζωής στο παρόν και μόνο. Η μαθήτρια του Καρούζου, «η βαθύνουσα» Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ παρατηρούσε γι’ αυτόν ότι: «το παρόν του είναι φτιαγμένο σύμφωνα με μια πολύ εκλεπτυσμένη τεχνολογία θανάτου, που αυτόματα καταργεί και παρελθόν και μέλλον και τα μετατρέπει όλα σε απόλυτο παρόν.»

Και εδώ σε αυτό το χρονικό όριο που λέγεται παρόν, ο Καρούζος προσπαθεί να ενώσει τα διεστώτα: τη συνείδηση ότι το «εδώ και τώρα» είναι περιορισμένο και πρέπει να το απολαύσει, απωθώντας την τυραννική σκέψη της περιορισμένης του διάρκειας. Γιατί «καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα» και ο «άσκοπος διαβάτης» πρέπει να τρέξει πίσω από την απόλαυση.

Την ίδια στιγμή, όμως, η σκέψη του πολιορκείται και από την αίσθηση μιας δοκιμασίας του ζώντος, που απεκδύει το παρόν από τον δωρητικό του χαρακτήρα και το μετατρέπει σε πεδίο διαφόρων αναμετρήσεων με αινίγματα της ύπαρξης και της σχέσης της με το θείο. Ευλογία, λοιπόν, η ζωή αλλά και βάσανος, σε σημείο που αναγκάζει το όν να προσφεύγει ακραία, πλην σωτήρια, στην παρηγορία του θανάτου. «Ολημερίς χαρίζω δηλητήριο στο σώμα / κι ο ύπνος έγινε / για μένα η πρώτη ευτυχία». Επειδή μέσω του «μεγάλου ύπνου» επιτυγχάνεται η θέωση «εγώ ο σταλαγμίτης πλησιάζω τον σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα / για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα / τη μεγάλη ένωση».

Πιστεύω ότι η αυτή η προβληματική είναι ένας από τους βασικούς στοχαστικούς άξονες στην πρώτη ποιητική περίοδο του Καρούζου, στάση η οποία θα διαποτίσει και μεγάλο μέρος των επομένων δημιουργικών του σταδίων.

Πένθος και αίνος. Αυτές οι μουσικές συγκλίνουν, ενώνονται στην έκφραση του Κ., δεν κινούνται παράλληλα παράγοντας αντιστίξεις. Γίνονται ένα σώμα, ένας ήχος με συνεχείς αποχρώσεις, που προδίδουν το αγωνιακό σύνδρομο που τον «ταλαιπωρούσε» ισόβια: πώς να εξωτερικεύσει με ποιητική ευστοχία τα αντινομικά αισθήματα, αυτή την ψυχοδιανοητική «σύγχυση» απέναντι στο Είναι. Επέρχεται πανικός και θυμός για το «Άλυτο», η ποίηση μπορεί να φτάσει μέχρι και την «εξαγρίωση» μέσα στην αδυναμία της να απαντήσει ακόμα και στα πιο στοιχειώδη κοινωνικά θέματα με όρους ιδεολογικούς. Οπότε απαντά με την υπέρβαση: «Εγώ δεν βλέπω τα αντικείμενα όπως είναι, εγώ τα οραματίζομαι».

Αλλά τον εσωτερικό βίο του Καρούζου διαπερνά πρωτίστως η σύγκρουση πίστεως και απιστίας. Ο Κίρκεγκαρντ, που επηρέασε τον Κ. τα μάλα, τον ώθησε σε μια «ξεκρέμαστη θρησκευτικότητα», όπως έλεγε ο ίδιος. Γιατί θεωρούσε ότι η ελευθερία είναι ανεμπόδιστη στις πνευματικές επιλογές της, οι οποίες μπορεί και να αλληλοσυγκρούονται. «Συμβαίνει να ’ναι κανείς ταυτόχρονα θεολόγος και άθεος» (συνέντευξη στον Αντρέα Μπελεζίνη, ό.π.).

Αυτή ήταν η βασική αντινομία του, νιώθοντας να «περικλείει κάτι που στην πραγματικότητα τον περιέκλειε (…) Η δυαρχική του σκέψη, που προερχόταν από τον οιονεί διχασμό του ανάμεσα στον υλισμό και τη μεταφυσική, ήταν εξακολουθητικά βασανιστική, οδηγώντας το συχνά στη συνείδηση του ιλαροτραγικού, Τα «κοσμοκωμικά» (έκφραση που θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει όπως ο Καλβίνο, μιλώντας για την υπόθεση της δημιουργίας) επέβαλαν την παρουσία τής ειρωνείας και του σαρκασμού στους στίχους του (και ένα είδος τρελού και ιδιοφυούς χρεμετισμού προς το σύμπαν)…» (βλ. το κείμενό μου στην εφ. Ελευθεροτυπία, ό.π.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: