«Για όποιον έχει καθίσει μερικές φορές στις πρώτες σειρές οποιασδήποτε θεατρικής πλατείας, το αρχικό άνοιγμα της αυλαίας, φέρνει αμέσως στα ρουθούνια μια γνώριμη, την ίδια πάντα οσμή. Οσμή γλυκίζουσας σαπίλας, χαρακτηριστική κι απαράλλακτη, είτε πρόκειται για το σπουδαιοφανές θέατρο νεόπλουτης συνοικίας, είτε πρόκειται για θέατρο που χάρη σε αλλεπάλληλες ανακαινίσεις, λειτουργεί επί δύο ή τρεις και περισσότερους αιώνες. Εάν το φαινόμενο δεν οφείλεται στο μόνιμο συνδυασμό αρωμάτων από ελαφρώς σκονισμένα υφάσματα, δουλεμένα σανίδια, κρέμες μακιγιάζ, πούδρες και ιδρώτα φρεσκοπλυμένων κορμιών, θα προκαλείται σίγουρα από την ίδια την 'οσμή' της προσδοκίας. Της προσδοκίας να αντικρίσει κανείς, επί τέλους, την παράσταση που θα του εξηγεί οριστικά το πεπρωμένο του ως ανθρώπου». ————Πέτρος ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ, Μεταμορφώσεις του Θεατρικού Χώρου
Συγκαταλέγομαι σε αυτούς που μεταξύ 8 και 13 Μαρτίου του 2020, και για τις επόμενες τουλάχιστον τρεις εβδομάδες, περιέπεσαν σε μια βαθειά μελαγχολία, σχεδόν κατάθλιψη, γιατί συνειδητοποίησαν ένα βαθύ πλήγμα που δέχτηκε όχι μόνο το Θέατρο, αλλά το ίδιο το Σώμα των ανθρώπων. Και για μένα προσωπικά σαν καλλιτέχνη, ως τα 57 μου χρόνια τουλάχιστον, το Θέατρο εξισώνεται με το Συγκινημένο Σώμα.
Τα τελευταία χρόνια, είχαν ήδη σημειωθεί αλλαγές σχετικά με την πρόσληψη της έννοιας ‘πηγαίνω θέατρο’, ειδικά για τη νεώτερη γενιά , και για το αν αυτή ακριβώς η φυσική παρουσία, αποτελεί την πρώτη της προτεραιότητα , όταν τόσες άλλες επιλογές, την καλούν σε άλλους δρόμους… Την εποχή της συναισθηματικής (και τελευταία και σωματικής) απόστασης, και του social networking , το τηλε- δείχνει να κρύβει περισσότερες συγκινήσεις, όπως επίσης η ανωνυμία και το cocooning……
Σε αυτό προσθέστε ότι η θεατρική πράξη είχε ήδη καταστεί κουραστική, γιατί για να λειτουργήσει χρειάζεται έναν καλό πομπό, αλλά και έναν εξίσου καλό δέκτη. Εν μέσω μιας εποχής κακόφωνης βαβούρας, όλοι , από κεκτημένη ταχύτητα, γινόμαστε ακατάσχετα πομποί, και στα σημαντικά και στα ασήμαντα, και ο ψυχικός χώρος και χρόνος που απαιτείται για να προσέξει κάποιος κάτι, να του δώσει σημασία, και να εγγραφεί μέσα του, ως σημαντικό, καθίσταται ολοένα και λιγότερος.
H απουσία του προσώπου, μέσα στην ανωνυμία του δικτύου, στα fake profiles, τα stories, και τα TiΚ-ToΚ, γίνεται ένα γοητευτικό παιχνίδι, παρασύροντας στα θολά νερά της, την ηθική της απαίτησης ταυτοσημίας προσώπου και ονόματος, λόγου και ευθύνης, τιμής των γραφομένων και γνησιότητας υπογραφής.
Οι αρχές του Διαφωτισμού που συνέδεσαν την ανάδειξη του όντος μέσω της προσωπικότητας -εν προκειμένω, του προσώπου που φέρει η όψη, δείχνουν να διαλύονται στον απέραντο και ολοένα πολυπλοκότερο παγκόσμιο ιστό.
Την εποχή που τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού καταργούνται, και η ατομική ζωή γίνεται θέαμα σε έναν ωκεανό από selfies, blogs, instagrammers και influencers, likes και hashtags, άλλες φορές από κεκτημένη ταχύτητα υπερέκθεσης, άλλοτε στο όνομα υλικής ανταμοιβής, σε μια εκπορνευμένη εκδοχή πώλησης των εσωψύχων, τι συγκίνηση άραγε μπορούν να προσφέρουν στο πλήθος, τα αχνά πάθη του Αργκάν ή της Νόρας;
Τα reality παιχνίδια και οι προσωπικές ιστορίες , ντυμένες τον μανδύα του αληθινού, αναπροσδιορίζουν τις συνθήκες του θεάσθαι, και την ίδια την αξία της ποιητικής μυθοπλασίας.
Οι πιο αισιόδοξοι θα ισχυριστούν ότι πολύ σύντομα (αν δεν έχει κιόλας συμβεί) , ο άνθρωπος θα βαρεθεί από τη συνεχή ανάπλαση και προέκταση της εικόνας του, μέσω τεχνολογικών avatars και profiles, και θα αναζητήσει την επιστροφή στα ανθρώπινα μέτρα, και στον φυσικό κόσμο που μπορεί να ελέγξει. Aυτό το γεγονός, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, υποβοηθούμενο και από την οικονομική κρίση, ίσως συντελέσει και στο ξύπνημα από τον ύπνο των ψευδαισθήσεων του τεχνολογικού παράδεισου.
Φυσικά το μέλλον έχει την τρομακτική ιδιότητα να μας εκπλήσσει, και μάλιστα τελευταία , σε αυτή την εποχή των αχαρτογράφητων υδάτων, συμπεριφέρεται άκρως σαδιστικά, ειδικά σε κείνους οι οποίοι προσπαθούν να το μαντέψουν και να το αναλύσουν.
Κατάσταση αρόδου – τουτέστιν έξω από το λιμάνι ή μακριά από το αγκυροβόλιο ή όπως λέει και ο Παῦλος Νιρβάνας, στο «Νῦν ἀπολύοις»: «Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου».
Αρόδου είναι η κατάσταση που βλέπεις το λιμάνι από μακριά και περιμένεις τη λάντζα να σε περάσει απέναντι.
Κάπως έτσι κι εμείς, οι άνθρωποι που η τέχνη μας είναι ‘οι θεώμενοι και οι θεατές’, μπήκαμε αρόδου και αποκοπήκαμε από το κοινό μας.
Στα πλοία, μετά από 40 μέρες «αρόδου», αν ξύπναγες σε ώρα παράταιρη , και δε σε είχε τακτοποιήσει στο χωροχρόνο η βάρδια, τα φώτα του λιμανιού δεν ήξερες αν ερχόντουσαν κοντά από μόνα τους ή αν απομακρύνονταν.
Κάπως έτσι και τώρα αποκομμένοι απ’ τον ομφάλιο λώρο των θεατών, δε ξέρουμε ποιος κοιτάει ποιόν, πότε θάρθει η λάτζα, αλλά και ποιά λάτζα θάναι αυτή….
Ξορκίσαμε αρκετά τον καιρό του lock down το κακό, για να επιστρέψει μαγικά η προηγούμενη κανονικότητα, ανεβάζοντας μαζικά link για παραστάσεις, μπαλέτα, όπερες και δράσεις όλων των ειδών παραστασιακού φαινομένου.
Οι «παλαιοί των ημερών» που έλεγε και ο αγαπημένος Παύλος Μάτεσις, που θεωρούν ότι δε νοείται παραστασιμότητα έξω από τη φυσική παρουσία και στην εξίσωση θέατρο περιλαμβάνουν και την ‘άυλη ενέργεια’, αυτή που παρεμβάλλεται και παίζει ίσως τον πιο καθοριστικό ρόλο και ανυψώνει το θέατρο από ‘απλή παρακολούθηση μιας ιστορίας’ σε ζωντανή εμπειρία, αναμένουν να λειτουργήσει το θέατρο όπως το γνώριζαν από παλιά.
Υπάρχουν και οι άλλοι, οι πιο σοφοί ίσως, που το διάστημα της καραντίνας, βρήκαν την ευκαιρία να σταθούν ακίνητοι, και όπως έγραψε εξαίρετα η Νατάσσα Φωκιανίδου, να «κοιμούνται μόνο με την αίσθηση του παρόντος».
Το μέσα μου δεν ανέχεται ούτε ένα ψήγμα ψευδαίσθησης - σύνδεσης με ομφάλιους λώρους.
Προσπαθώ να συνηθίσω σ’ αυτή τη νέα αίσθηση.
Της αβεβαιότητας, του χάους.
Σαν κάποιος να ήρθε πίσω μου και να μ’ έσπρωξε σε ένα κενό χωρίς βαρύτητα.
Σαν εκείνη την αίσθηση που έχεις όταν κοιτάξεις τον βυθό για πρώτη φορά.
Που δεν βλέπεις κάτω απ τα πόδια σου τίποτα
Οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται με ευκολία, ότι αυτή η αίσθηση όσο κι αν φαντάζει επικίνδυνη, είναι και η γενεσιουργός κάθε καινούριας δημιουργίας. Εξάλλου το ίδιο το Θέατρο γνωρίζει καλά από ‘ λειτουργικές παύσεις’….
Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, λοιπόν, εμπεδώσαμε όλο το αρχειακό υλικό από παραστάσεις ιστορικές, νεωτερικές, κάποιες που χάσαμε, κάποιες που μας παρηγορούν που υπάρχουν, κάποιες που θα μιμηθούμε στο μέλλον (ελπίζουμε), κάποιες που προδώσανε ποιοι τις μιμήθηκαν στο παρελθόν, βρήκαμε παρηγοριά σε κονσέρτα, όπερες, μπαλέτα σε μια βουλιμική έκρηξη αποτύπωσης, καταγραφής, προσευχής, λες και όλο το πνεύμα και η τέχνη στον πλανήτη θα χαθούν δια μιας και πρέπει να τα διασώσουμε σε μια περίεργη Κιβωτό.
Τότε συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά ότι η μπουκαπόρτα της Κιβωτού κλείνει, ότι το ταξίδι είναι μακρύ και τρικυμιώδες, ότι το Αραράτ δεν είναι δεδομένο, και ότι σε αυτήν την Κιβωτό ακόμα παραστάσεις δε δίνονται…..
Δια της βίας, αναγκαζόμαστε να εγκαταλείψουμε την προηγούμενη υπερδραστηριότητα , που η αλήθεια είναι ότι είχε δείξει από νωρίς σημάδια κόπωσης, αρχίζουμε να ανιχνεύουμε νέους τρόπους παραγωγής τέχνης, να εννοήσουμε τι είναι το χρήσιμο και αναγκαίο, τι θέλει η κοινωνία αυτή τη στιγμή, και ΠΩΣ θα της το παρέχουμε. Γιατί όπως και στην Τέχνη, έτσι και στην πολύπλοκη ζωή που ζούμε, η ΦΟΡΜΑ εκπέμπει και το δικό της περιεχόμενο.
Το βέβαιον είναι ότι η ‘αγορά’ , αποκλείεται να απορροφήσει αυτήν την υπερπαραγωγή τέχνης στο άμεσο μέλλον. Οσα διασωστικά μέτρα και να παρθούν, αποκλείεται τόσοι επαγγελματίες να έχουν δουλειά μετά από αυτήν την κρίση, χωρίς μεταστροφή των ικανοτήτων τους σε άλλα πεδία.
Λόγοι επιβίωσης θα κάνουν αυτήν την αναγκαιότητα σαρκοβόρα και το triage ετοιμάζεται να εφαρμοστεί στον επαγγελματικό χώρο, όχι μόνο φυσικά τον καλλιτεχνικό….
Για όλους αυτούς τους λόγους, μια γερή ενδοσκόπηση στο ΠΟΙΟΙ είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε, είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει αυτή τη στιγμή.
Μεγάλη δοκιμασία για το ΕΓΩ μας (το έτσι κι αλλιώς υπερτροφικό εγώ του καλλιτέχνη) αλλά και των πόρων που έχει ο καθείς, όπως και την ηλικία… Δε βρίσκει κάποιον στο ίδιο σημείο, μια τέτοια συγκλονιστική αλλαγή, την οποία βιώνει για πρώτη φορά όλος ο πλανήτης ταυτόχρονα, μια σχεδόν αριστοφανικά σαρκαστική επιβεβαίωση της περιβόητης ‘παγκοσμιοποίησης’…
Η παρατήρηση των αλλαγών που επιφέρει αυτή η δοκιμασία σε παγκόσμιο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όχι μόνον σε ζωές, αλλά σε ιδέες και συστήματα, που έτσι κι αλλιώς δοκιμάζονταν σκληρά και προηγουμένως, έχει επίσης τρομερό ενδιαφέρον. Πέρα από τους φόβους για Παγκόσμια Βαρβαρότητα και τον κίνδυνο απώλειας πολλών κεκτημένων της Ευρώπης του Διαφωτισμού, ένα από τα πιο δυσοίωνα σενάρια που αναδύεται , είναι ότι οι καιροί κρίσης πάντα έδειξαν αντίθετη πορεία από την ενότητα και την ομοψυχία . Φόβοι ότι θα επιδεινωθεί η καχυποψία, η κλειστοφοβία, οι ψυχώσεις και αντανακλαστικά σε επίπεδο εθνοτήτων, θα ενισχυθεί η ιδέα του εθνικού κράτους, των κλειστών συνόρων, η επικράτηση συντηρητικών ηγετών, και ξενοφοβίας.
Είναι λογική η επιστροφή του ανθρώπινου είδους στην ‘μικρή σκάλα’ όταν κινδυνεύει, αλλά αν αυτή η επιφύλαξη συνοδευτεί από το φόβο και την εθνικιστική υστερία, τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά, τουλάχιστον για ότι πρεσβεύουμε εμείς οι καλλιτέχνες: διακίνηση ανθρώπων και ιδεών, ελευθερία στη δημιουργία, ταξίδι με την έννοια του ανοίγματος ψυχής και μυαλού…
Θα μπορέσει το μόνο που έχουμε πραγματικά παγκόσμιο , δηλαδή το ΔΙΚΤΥΟ, να αποτελέσει το πεδίο μιας αληθινής επικοινωνίας , ενός φάρου που θα κρατηθεί αναμμένος, που θα συντηρήσει την ανάγκη δημιουργίας, ζωντανή, με όλα τα μέσα, με διαφορετικά εργαλεία, με ασυνήθιστους τρόπους, με εφευρετικότητα και φαντασία, ή θα επιτελεστεί η προφητεία που η κακιά Κασσάνδρα εκστόμισε τις πρώτες μέρες του αποκλεισμού, ότι θα οδηγηθούμε σε μαρασμό του Θεάτρου τουλάχιστον όπως το γνωρίζαμε;
Το σίγουρο είναι ότι μας δίνεται μια μοναδική ευκαιρία να ξεδιαλέξουμε από το εφήμερο, το ουσιαστικό, και είναι εκείνο που θα καθορίσει τη δύναμη επίδρασης της θεατρικής πράξης στο μέλλον.
Εν τω μεταξύ όπως είπε και ο φιλόσοφος- γκουρού των τελευταίων χρόνων Γιουβάλ Νώε Χαράρι, στη συνέντευξη του στον Αλέξη Παπαχελά στην Καθημερινή στις 4-10-2020:
«Οι δεξιότητες, δεν είναι πλέον απαραίτητες. Πρέπει να ανακαλύψεις ξανά τον εαυτό σου, και γι αυτό χρειάζεται να αναπτύξεις την ικανότητα να συνεχίσεις να μαθαίνεις, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου(…..)Αυτό είναι το κλειδί για την επιβίωση στον 21ο αιώνα.»
Ισως αυτή είναι και η πιο αισιόδοξη προοπτική, τώρα που ο κόσμος κρύβεται πίσω από «μουσαριόλια»,* η φυσική παρουσία αντικαθίσταται με εικονικούς εαυτούς και zoom πλατφόρμες, τώρα που όλων η αγωνία συμπτύσσεται στην ερώτηση: «πως θα είναι ο κόσμος μετά;»
*Μουσαριόλι ή μουζέτο λέγεται το κάλυμμα στο στόμα στην Κερκυραϊκή διάλεκτο