Τον συνάντησα Κυριακή πρωί στην προβλήτα της παραλίας. Άγνωστος περιπατητής, περίπου εβδομήντα χρόνων, αφημένος στη γοητεία της πόλης.
– Καλημέρα, με καλημέρισε πρόθυμος να πιάσει κουβέντα
– Καλημέρα και σε σένα, του ανταπέδωσα τον χαιρετισμό.
– Από πού είσαι; ενδιαφέρθηκε να μάθει τον τόπο μου.
– Από ’δω. Εσύ;
– Φίλε, μετά από σαράντα χρόνια που άραξα εδώ, έγινα Καβαλιώτης. Όμως, η καταγωγή μου είναι απ’ τον Αδάμ, ένα χωριό έξω απ’ το Κιλκίς.
– Και η Εύα; ρώτησα με εμφανή περιπαικτική διάθεση.
– Υπάρχει στη Μεσσηνία, με βεβαίωσε με την πρέπουσα σοβαρότητα.
Πήρε βαθιά ανάσα, για να συνεχίσει.
– Και μια και το ‘φερε η κουβέντα, έλα να κάνουμε μουχαμπέτ. Αφού ρωτάς, κάτσε να σου μιλήσω για την Εύα.
Με κάθισε στο παγκάκι, σχεδόν με το ζόρι.
– Πριν από πολλά χρόνια κατέβηκα στη Σαλονίκη, στην Έκθεση. Η αδερφή μου, παρότι την τηλεφώνησα, άφαντη η ρουφιάνα. Τι να ‘κανα, πήρα σβάρνα το Βαρδάρι για κάνα φτηνό ξενοδοχείο. Δωμάτιο πουθενά. Κάποτε ένας βλογιοκομμένος στη ρεσεψιόν μου λέει: «Είναι κάποιος μονάχος σε δίκλινο, αν θέλεις…» Ήθελα. Προκυμμένου να τη βγάλω σε κάνα παγκάκι, κοιμήθηκα αντάμα με τον ξένο άνθρωπο. Το πρωί με ρωτάει, καλή ώρα, από πού είμαι. «Απ’ τον Αδάμ», του λέω, «εδώ, του Κιλκίς». «Με δουλεύεις, ρε φίλε», ξιπάστηκε εκείνος. «Γιατί ρε μάστορα, εσύ από πού είσαι;» «Απ’ την Εύα», γελάει πλατιά. «Μεσσηνίας…», βιάζεται να συμπληρώσει, κι ήταν η σειρά μου να ξιπαστώ. Τα γέλια μας για ώρα χτυπιόταν στα μουχλιασμένα ντουβάρια του φωταγωγού. Όταν κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν, κοίταξε ο ένας τα χαρτιά του άλλου. Πράγματι, εγώ ήμουν απ’ τον Αδάμ κι εκείνος απ’ την Εύα!
– Και τώρα; ρώτησα δίχως να ξέρω τι έπρεπε να περιμένω από την ηλίθια ερώτηση.
– Τι τώρα, ρε φίλε; Έτσι όπως κατάντησαν τα πράματα, έτσι που γύρισαν τα πάνω κάτω, τι να σου πω; Βράστα κι άστα. Τώρα, ο Αδάμ κι η Εύα γαμιούνται στην Καβάλα…