Καπνιστός Δ
Μάζευε μανιτάρια, έπεσε σε χαράδρα
Αθροϊσμάτων φύλλων
Παράλληλοι μεταλλικοί σωλήνες βαμμένοι κρεμ
Ένα πέταγμα σαν ανακάτεμα χαρτιών
Ένα κλειδί υπό κλίσι. Στο περίγραμμα της σκιάς του κινείται
ένα μπλε σκούρο έντομο.
Εποπτεύει ένας θαμπός μικρός πελεκάνος.
Ένα βαρύ στόμα σκόνης τον στεφανώνει.
Στο λαιμό του φυτρώνει μια αναιμική παπαρούνα
Έντομα, μέταλλα και χρώματα
Ένα σχήμα με διακεκομμένο περίγραμμα ανυψώνεται
Ο συμβολισμός του κελαηδεί και ογκώνεται
Παφλασμός!
Χωρίς φαντασία και παλαιά τα συνθήματα
Ένα ποίημα, ένα αποτέλεσμα κάποιων μεταβολών
Ποιήματα στο πέρασμα καιρών και οχημάτων
Τα σφαιρικά ποιήματα αντέχουν περισσότερο
Φράουλες και οινόπνευμα, αίμα και αλουμίνιο
Την αυτόματο γραφή περιορίζει το copyright.
[ Αθήνα, 4/1984 ]
Επιστολή Ι
28/4/84
O καιρός πολύ άστατος. Αυτό το καλοκαίρι προσπαθεί να νικήσει με μικρές επιθέσεις, τουλάχιστον εδώ στην Φολέγανδρο.
Περνώ τα απογεύματα εκπαιδεύοντας το συναίσθημα στον κήπο με τα πορτοκαλί και κόκκινα αγάλματα.
Ροζ παράλληλα κάγκελα περιβάλλουν τον κήπο.
Γκρίζες δώδεκα γάτες εστιάζουν και ηλιάζονται πάνω σε ένα φαρδύ τσιμεντένιο πεζούλι. Κάπου-κάπου δρασκελίζουν τα κάγκελα και νιαουρίζουν παράξενα.
Τα πρωινά κάνω εύσχημα σχέδια (σχεδόν πάντοτε δίχως συνέχεια) και γνωρίζομαι με την άμμο ὁταν έχει ήλιο, με τα βότσαλα και τα φύκια όταν ψιλοβρέχει.
Όσο πάει υποπτεύομαι όλο και περισσότερες λέξεις ὁτι περισπῶνται.
Ευτυχώς ξεχωρίζω ακόμη κάποιες μη δασυνόμενες.
Αυτά συμβαίνουν φίλη μου Ίρις αυτές τις ελικοειδείς ημέρες
Και την ώρα αυτή που ένα ένα τα σκέπτομαι υποθέτω
Πως χορεύω τρελά μποσανόβα
Με ένα ανάποδο χλωρό κρεμμυδάκι.
Περιπλέκεται έτσι η κατάστασι. Γεγονός θετικό νομίζω
Για την μορφή της.
Γειά σου
Κ
Επιστολή ΙΙ
Της Α
Το αυτό καλοκαίρι προσπαθεί να κρυφτεί
Με τη μύτη χτυπά τις καρδιές των ανθρώπων.
Περιστρεφόμενα πρωινά προσπαθούν το τυχαίο
Χαμμολόφους χτυπούν
και στον ήλιο φυσούν –λόγου χάριν–
εκπομπές, νυκτικά και μικρόβια.
Τις ημέρες αυτές είναι οι γάτες που βλέπουν στην θάλασσα
Βλέπουν πόσο: Μα τόσο της μοιάζουν
Στις φωνές και στα μάτια. Ναι, και στα άβουλα ψάρια
Του εντός της κοιλιάς των.
Στην πλατεία «Να η θάλασσα», Στο βαθύ του απογεύματος
Απ’ τα δένδρατα πέφτει γυρίζοντας
ο καιρός και το Υ της Άννας Κάρπους Μαρίας
Και τι μένει;
Οι κόγχες της Και ένα αχτένιστο όνειρο Και ένα κόκκινο φόρεμα
Να τα πάρει ο καιρός για να σκιάζει τα έρημα.
Λοιπόν Μου τελειώσαν τα ρήματα, Πάω να φτιάξω καφέ και να κόψω τα γένια μου.
Χαιρετώ
Κ
[ Έβανστον, 10/1987 ]
Επιστολή ΙΙΙ. Του καιρού & των πλοίων
Σ’ ένα κόσμο φωνών Και να μην τραγουδάω
Μη μοιράζομαι νήματα με αστέρηδες γρύλλους
Μη θυμάμαι περσέμυλους
Μουρελλιές μη φιλάω Είμαι σαν τον αχρώματο
Τώρα εδώ που γυρνάω Και είναι η Θάσος, η Σίφνος,
η Σέριφος
Μα είναι λάσπη από χιόνι και έρεβος
& φυσάει ο ξυράφης Νοέμβριος
και πονάει
Και δε φτάνει
Α, δε φτάνει ένα πλοίο αμέριμνο
Κι ένα μπλε αζουλένιο αδιάβροχο
και το θράσος Ποιό θράσος;
Δεν υπάρχει το βλέμμα της άγνωστης
Που γελά και κυλάει για την πόλη της
Και γι’ αυτήν,
όπου πάει, δεν υπάρχει
Δεν υπάρχει ένα τζάμι παράθυρο
Για να δείχνει στους άναρχες γείτονες
τα βαρειά και μοιραία της φράμακα
Και να λέει με ιώδια βάμματα
και τσιγάρων μαώδεις καπνούς:
«Ό,τι ωραίο μοιραίο καλύτερο,
Τοτ ένα πόθου το δένδρο το απίστευτο,
Το υγρό μα χερσαίο κασσίπτερο
Εδώ κρύπτεται Μα δεν διατίθεται»
Όμως πόσα και τόσα τα πράγματα
Και διακρίνω και κάποια ευχάριστα
Μα, να βάλω μερικά στο καλάθι μου
και να πάω για λίγο στα ήρεμα;
Α, μπορεί Αλλά, λέω, να τα αφήσω
Χαιρετώ,
Κ
ΥΓ Πολλές κατσούφικες μπεκάτσες-μου
Φαίνεται ακόμη να κρατά
Το θερινό & επτάψυχο κλαρί των διακοπών μου
[ Ουρμπάνα, 1/1992 ]
...9
Πόλεις στην εκπνοή δεκαετιών
Σκουπίζουν, πλέκουν και ανασυντάσσονται
Και οι τρελοί των ἐπαρχιών
Με σάλιο, ελλέβορο και φως
Σβήνουν και γράφουν τες διαθήκες των
Οι Κυριακές των Κυριακών
Είναι ο καιρός των νευρικών
& των πτωχών σε ρίγανη
Και των σκουριών το μέλλον και η μουσική
τότε είναι που αποφασίζονται
Το ότι συμβαίνουν πράγματα
λόγος δεν είναι πανικού…
Παιδιά, δεν θέλω αηδίες
Στις τσέπες έχουμε χαρτιά
Και ένα στα τέσσερα περιέχει οδηγίες
πχ:
«Τι και αν φυσάει κάποτε
προς κάποιες κατευθύνσεις…
Εμείς Είμαστε και Καπνίζουμε
Όπως και όπότε μας καπνίσει»
[ Έβανστον, Μάρτιος 1989 ]
Παραδίδεται
Παραδίδεται
πως τα κύματα τον μήνα Νοέμβριο
μουρμουρίζουν ονόματα πλοίων
και βρισιές που αγαπάνε οι ναύτες
Τον Νοέμβριο τα Σάββατα
Οι νησιώτες απλώνονται στην παραλία
Οι γυναίκες σχηματίζουν το Δέλτα τής Δήμητρας
Και χορεύουν αργά τον Βαθύγεω Παράκτιο
Οι άνδρες φέρουν,
ρίχνουν πέτρες που φέρουν χαραγμένες φοβέρες
Και ανοίγουνε τις αλυκές
Τα παιδιά τρέχουν-πέφτουν
Όπου σκάζουν τα κύματα
Και φωνάζουν στην τύχη ψηφία
Να μπερδέψουν τη θάλασσα
Να μη μάθουν βρισιές
Τον Δεκέμβριο είναι ο Άγιος Νικόλαος Και Χριστούγεννα έρχονται
Και δεν είναι οι μέρες για βρισιές, για φωνές και φοβέρες
[ Τέλος 1989 ]