Τόκιο: λεπτομέρειες ύφους

Τόκιο: λεπτομέρειες ύφους

Πο­λύ κο­ντά στις δι­η­γή­σεις, στα κύ­μα­τα, στην αλ­μύ­ρα του Ει­ρη­νι­κού Ωκε­α­νού. Τον αι­σθά­νε­σαι φα­σμα­τι­κά, τον μα­ντεύ­εις πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν ήρε­μο θεό, πα­ρά σαν ει­ρω­νεία ναυα­γί­ων και τρι­κυ­μιών. Βή­μα­τα, από­πει­ρες επι­κοι­νω­νί­ας με μι­σό­λο­γα, ονό­μα­τα και­νούρ­για που μπερ­δεύ­ο­νται με τα πα­λιά, επι­σκέ­ψεις, γεύ­μα­τα αλ­λε­πάλ­λη­λα με φί­λους γη­γε­νείς, Προς το πέ­ρας ενός προ­στα­τευ­τι­κού θέ­ρους. Σα να μη­δε­νί­ζο­νται οι αση­μα­ντό­τη­τες της ζω­ής μας, κα­θώς προ­βάλ­λει η από­λαυ­ση μιας φέ­τας χρό­νου. Τό­κιο. Μό­λις οκτώ χρό­νια πριν. Η γεί­ω­ση στην ια­πω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι εξ ορι­σμού πε­ρι­πε­τειώ­δης. Δη­λα­δή ιδια­ζό­ντως συ­ναρ­πα­στι­κή. Επι­φά­νειες πραγ­μά­των υπο­ταγ­μέ­νες στην τά­ξη των συμ­βό­λων και των πα­ρε­πο­μέ­νων τους. Πρό­σω­πα λε­ξι­κά, χει­ρο­νο­μί­ες σι­νιά­λα ιστο­ρί­ας, Μπο­ρώ να φα­ντά­ζο­μαι ότι εί­μαι ήδη μέ­σα στο κου­βού­κλιο μιας υπό­στα­σης ει­λι­κρι­νά φί­λιας, αν και τε­λεί­ως Άλ­λης. Πώς γί­νε­ται άρα­γε αυ­τό; Πώς ξε­φεύ­γω από τον Εαυ­τό και γλι­στρώ σ΄ ένα απά­νε­μο τώ­ρα που μπο­ρεί όμως ανά πά­σα στιγ­μή να τι­να­χτεί στον αέ­ρα από έναν ύπου­λο τυ­φώ­να; Από μια τρο­πή της συ­νέ­χειας, από μια δό­νη­ση, που μπο­ρεί να εί­ναι προ­άγ­γε­λος ενός ακό­μη φο­νι­κού σει­σμού.

Να αίφ­νης μια μι­κρή ομά­δα παι­διών, μια δια­κρι­τή ομά­δα κα­θο­ρι­στι­κών δει­κτών. Μα­θαί­νω ότι φοι­τούν ήδη στη δευ­τέ­ρα Δη­μο­τι­κού. Οφεί­λουν να πη­γαί­νουν πλέ­ον μό­να τους στο σχο­λείο και να επι­στρέ­φουν σπί­τι με­τά τη λή­ξη των μα­θη­μά­των επί­σης χω­ρίς γο­νείς ή άλ­λους συ­νο­δούς. Για να ξε­χω­ρί­ζουν μά­λι­στα εύ­κο­λα από τα παι­διά των με­γα­λύ­τε­ρων ηλι­κιών εί­ναι στο­λι­σμέ­να με την ανά­λο­γη σή­μαν­ση. Οι τσά­ντες τους βα­ριές όχι μό­νο από βι­βλία και τε­τρά­δια, αλ­λά από το κι­βώ­τιο με τις πρώ­τες βο­ή­θειες για μια άμε­ση αντι­με­τώ­πι­ση των δει­νών από τις δια­στρο­φές του Εγκέ­λα­δου. Η συ­γκα­τοί­κη­ση με το δέ­ος της κα­τάρ­ρευ­σης της γει­το­νιάς ή και του κό­σμου στο σύ­νο­λό του έχει δο­μη­θεί λοι­πόν εξ απα­λών ονύ­χων. Η γεν­ναιό­τη­τα των σχε­δόν νη­πί­ων δεν ομο­λο­γεί­ται ού­τε επι­δει­κνύ­ε­ται: εί­ναι απλώς ένα μέ­τρο ρου­τί­νας κά­τι σαν ένα πρό­σθε­το ρου­χα­λά­κι για το κρύο της Μοί­ρας.



Ελά­χι­στα πράγ­μα­τα, ομο­λο­γούν όλοι όσοι φτά­νουν εδώ την πρώ­τη, τη δεύ­τε­ρη φο­ρά ή και την τρί­τη φο­ρά, πα­ρα­πέ­μπουν αβί­α­στα σε κά­τι το οποίο θα μπο­ρού­σα­με νοη­μα­τι­κά να το ελέγ­ξου­με πλή­ρως, να το θε­ω­ρή­σου­με εί­δη­ση ή πά­για αξία. Η πα­ρο­μοί­ω­ση, ως εί­δος γνω­σιο­λο­γι­κής με­θο­δο­λο­γί­ας, απορ­ρί­πτε­ται φέ­ρ’ ει­πείν εκ των προ­τέ­ρων όχι μό­νον ως τε­λεί­ως ασύμ­φο­ρη, αλ­λά ως επι­κίν­δυ­νη για πρό­κλη­ση κω­μι­κο­τρα­γι­κών πα­ρε­ξη­γή­σε­ων. Εμπε­δώ­νο­ντας δη­λα­δή κά­τι επαρ­κώς κά­ποια ευ­τυ­χή στιγ­μή στην πρω­τεύ­ου­σα της Χώ­ρας του Ανα­τέλ­λο­ντος Ηλί­ου, μπο­ρεί να κα­τα­στεί με τη σει­ρά του το αί­τιο και το αι­τια­τό της απόρ­ρι­ψης ορι­σμέ­νων προ­γε­νέ­στε­ρων βε­βαιο­τή­των. Οι αρ­χι­κές επα­φές ανα­δει­κνύ­ουν προ­ο­δευ­τι­κά μια ποι­κι­λία συ­γκρο­τη­μέ­νων μη­νυ­μά­των. Ασφα­λώς τα συν­δέ­ει ένας μί­τος δια­κρι­τι­κής σκο­πι­μό­τη­τας. Δεί­χνουν κατ΄ αρ­χήν μάλ­λον προ­σβά­σι­μα. Εξ ου κι αυ­τή η διά­χυ­τη αί­σθη­ση μιας ανοι­κτής πρό­σκλη­σης, την οποία μας απευ­θύ­νει το αστι­κό το­πίο σε κά­θε σχε­δόν πτυ­χή του. Το να το οι­κειο­ποι­η­θείς από την πλευ­ρά σου ένα μέ­ρος έστω της προ­σφο­ράς των κω­δί­κων του Τό­κιο εί­ναι προ­φα­νώς απα­ραί­τη­το. Δεν πει­θα­να­γκά­ζε­ται όμως κα­νείς από εξω­τε­ρι­κές δυ­νά­μεις ενός πα­ντα­χού πα­ρό­ντος Λό­γου, αλ­λά σχε­δόν αυ­το­βού­λως, φρο­νώ, ότι υπει­σέρ­χε­ται στην επι­κυ­ριαρ­χία των ξέ­νων, αλ­λά τό­σο συ­χνά δε­λε­α­στι­κών αυ­τών συμ­βό­λων. Κι αυ­τό προ­κύ­πτει όχι τό­σο από τις συ­γκε­κρι­μέ­νες ανά­γκες μιας πα­ρα­τε­τα­μέ­νης κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, όσο από τις ανά­γκες του βλέμ­μα­τος να χα­ρεί, να απο­λαύ­σει σε βά­θος τα πράγ­μα­τα στα οποία συ­νε­χώς ει­σχω­ρεί και κα­τά τρό­πο ανα­πό­φευ­κτο αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται απ΄ αυ­τά. Το βλέμ­μα γί­νε­ται συ­νέ­νο­χος-συ­νέ­ται­ρος εν τέ­λει της πλη­σμο­νής του (σχε­δόν) θε­α­τρι­κού συμ­βά­ντος. Όπως αυ­τή φέ­ρ’ ει­πείν η μά­σκα, ο όρ­θιος δη­λα­δή συ­νε­πι­βά­της μου στο κα­τά­με­στο λε­ω­φο­ρείο. Εί­ναι το πρό­σω­πο μιας μά­σκας ή η μά­σκα αντί του προ­σώ­που: το παι­χνί­δι των αντι­θέ­σε­ων και των αντι­κα­το­πτρι­σμών τε­λεί­ται σε μια αχα­νή διάρ­κεια. Όλοι εί­μα­στε εδώ συ­νά­δελ­φοι της εθι­μο­τυ­πί­ας των με­τα­φο­ρών, συ­μπαί­χτες κυ­ριο­λε­κτι­κοί, ακό­μη και οι νε­ο­φώ­τι­στοι των ιδε­ο­γραμ­μά­των. Αλ­λά το βλέμ­μα εί­ναι ο μέ­γας αρω­γός στις συ­γκε­κρι­μέ­νες συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Το πε­δίο των πνευ­μα­τι­κών διεισ­δύ­σε­ων του ανή­κει εξ ολο­κλή­ρου. Βλέ­πω εδώ πά­ει να πει απο­στη­θί­ζω γέ­φυ­ρες ση­μαι­νο­μέ­νων. Με­τά ακο­λου­θεί η με­τά­φρα­ση, η γνώ­ση του αέ­ρα που με συ­ντη­ρεί με τό­ση σο­βα­ρό­τη­τα με­λε­τη­τή αρ­χαιο­τή­των. Πι­στεύω εν ολί­γοις ότι μπο­ρώ την κα­τάλ­λη­λη ώρα ν΄ ακου­μπή­σω κι εγώ στε­ρε­ό­τη­τες.

Τόκιο: λεπτομέρειες ύφους

Η προ­σέ­λευ­ση της θε­τι­κό­τη­τας, της απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας δη­λα­δή που θα ορί­σει με ακρί­βεια το τι συμ­βαί­νει γύ­ρω μου, εί­ναι κι αυ­τή απόρ­ροια συ­ντο­νι­σμών μέ­σα στις αβρό­τη­τες των ση­μα­σιών. Η δει­λή, η προ­κα­ταρ­κτι­κή, πά­ντως όχι ακυ­ρώ­σι­μη προ­σέγ­γι­ση των τρό­πων ζω­ής και συ­μπε­ρι­φο­ράς, αρ­χί­ζει ακρι­βώς εδώ: στο χεί­λος των πρω­το­γε­νών βιω­μά­των. Η διά­γνω­ση κά­ποιων θε­με­λιω­δών, αυ­στη­ρών ση­μά­των των Ια­πώ­νων εί­ναι υπό­θε­ση δό­κι­μων συγ­χρω­τι­σμών.
«Ας πά­ρου­με εκεί­να τα δυο γλυ­κά, που δεν εί­ναι ακρι­βώς γλυ­κά. Τα βρί­σκεις μό­νον εδώ», μου εξη­γεί η σύ­ντρο­φός μου, που έχει από πα­λιά συ­να­να­στρα­φεί αυ­τές τις συ­νι­στα­μέ­νες του πλα­νή­τη. «Δεν έχουν δη­λα­δή ζά­χα­ρη; Τι γλυ­κά εί­ναι τό­τε;». Ίσως η ερώ­τη­σή μου προ­δί­δει μιαν απρό­σμε­νη αφέ­λεια: ξε­χνώ φαί­νε­ται ότι εδώ τα φαι­νό­με­να έχουν δια­φο­ρε­τι­κή κα­τα­γω­γή και δια­φο­ρε­τι­κό προ­ο­ρι­σμό. Η απά­ντη­ση ήταν επό­με­νο να επαυ­ξή­σει το εν­δια­φέ­ρον μου. Γι­νό­μουν παι­δί, μια προ­σω­πο­ποί­η­ση της άδο­λης αφέ­λειας. «Πώς να στο εξη­γή­σω; Μας λέ­νε ότι εί­ναι γλυ­κί­σμα­τα, τα προ­σφέ­ρουν, τα που­λά­νε ει­δι­κά εδώ ως γλυ­κί­σμα­τα, αλ­λά δεν εί­ναι ακρι­βώς γλυ­κά. Τρώ­γο­νται στο με­τα­ξύ γλυ­κών και μη γεύ­σης». Στο με­ταίχ­μιο, σκέ­φτη­κα, της από­λαυ­σης και της επι­θυ­μί­ας της. Ή μάλ­λον στο με­ταίχ­μιο της ιδέ­ας του (σχε­δόν) ση­μαί­νο­ντος και του πι­θα­νο­λο­γού­με­νου ση­μαι­νο­μέ­νου του. Ο πει­ρα­σμός της ανά­λυ­σης εί­ναι ισχυ­ρό­τε­ρος τε­λι­κά από τον πει­ρα­σμό της βρώ­σης. Η δο­μι­κή γλωσ­σο­λο­γία, όπως την δι­δά­σκουν στην άλ­λη με­ριά του κό­σμου, μπο­ρεί να κά­νει άρα­γε αυ­τά τα άπω γλυ­κί­σμα­τα αλή­θειες; Ανα­πό­φευ­κτος κό­μπος της αλυ­σί­δας των εν νο­ου­μέ­νων: σκέ­φτη­κα, πό­σο δί­κιο έχει ο μα­κα­ρί­της ο φί­λος μου, ο ποι­η­τής Μά­ριος Μαρ­κί­δης: «ο πλή­ρης Λό­γος εί­ναι ό, τι κά­θε λό­γος, εγκα­τά­λει­ψη της γεύ­σης για τη στο­χα­στι­κή πε­ρι­γρα­φή της».

Πα­ραι­τού­μαι, προς το πα­ρόν από τον εν­δε­χο­μέ­νως «πλή­ρη Λό­γο» και σπεύ­δω να δο­κι­μά­σω το άγλυ­κο έδε­σμα, προ­τού έρ­θουν να μας πά­ρουν οι φί­λοι μας από το χέ­ρι να μας οδη­γή­σουν στο κέ­ντρο του Τό­κιο, όπου κα­τοι­κούν από την γέν­νη­σή τους. Δια­λέ­γω μια γα­λα­τό­πι­τα. Δη­λα­δή κά­τι που φαί­νε­ται μα­κρι­νός συγ­γε­νής της γα­λα­τό­πι­τας ενός τυ­πι­κού ζα­χα­ρο­πλα­στεί­ου του Πα­λαιού Φα­λή­ρου. Ανα­γνω­ρί­ζω με ασφά­λεια όμως το χρώ­μα: ένα αχνό, σχε­δόν σβη­σμέ­νο κί­τρι­νο. Προ­έρ­χε­ται μάλ­λον από έναν πί­να­κα του Σε­ζάν, όπου τα φρού­τα τρώ­γο­νται. Ή μπο­ρεί αυ­τή η συ­γκε­κρι­μέ­νη ανταύ­γεια του κί­τρι­νου να φτά­νει ως εδώ από μια λι­μνού­λα με νού­φα­ρα και λω­τούς. Με την πρώ­τη μι­κρή μπου­κιά αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι η στο­μα­τι­κή μου κοι­λό­τη­τα υπο­δέ­χε­ται με εύ­λο­γη πε­ριέρ­γεια την ανά­λα­φρη μά­ζα του τί­πο­τε, του ίσως τί­πο­τε, αφή­νο­ντας τους αι­σθη­τι­κούς πό­ρους ανοι­κτούς, έτοι­μους να συλ­λά­βουν ό, τι πι­στεύ­ε­ται ότι συ­νι­στά όντως ηδύ. Με την δεύ­τε­ρη δο­κι­μή φρο­νώ πλέ­ον ότι το γλυ­κό εί­ναι νοη­τό. Σαν τον Ήλιο της Δι­καιο­σύ­νης του ημε­τέ­ρου Οδυσ­σέα Ελύ­τη. Και στα­μα­τώ να ανα­ρω­τιέ­μαι και να ψά­χνω ονό­μα­τα εκεί που πι­θα­νώς να μην υπάρ­χουν ως ονό­μα­τα αλ­λά ως σκιές ερε­θι­σμά­των, ως προ­βο­λές πό­θων οι δι­κές τους λέ­ξεις. Αρ­γό­τε­ρα θα δια­πί­στω­να ότι κά­πως έτσι θα μά­θαι­να Ια­πω­νία: όχι με το λε­ξι­κό στο χέ­ρι, αλ­λά με το ορ­μέμ­φυ­το συ­ντο­νι­σμέ­νο διαρ­κώς στον τό­πο ή και στις φα­ντα­σί­ες των γη­γε­νών. Υπήρ­χε μή­πως άλ­λη ατρα­πός; Μπαί­νο­ντας στο εσω­τε­ρι­κό του ψυ­χι­κού τα­ξί, που θα με κυ­κλο­φο­ρού­σε στην αλη­θι­νή πρω­τεύ­ου­σα της Χώ­ρας του Ανα­τέλ­λο­ντος Ηλί­ου, θα εύ­ρι­σκα αρ­γό­τε­ρα την καρ­διά του Άλ­λου, το πρό­σω­πο, το ακρι­βές της Άλ­λης. Η τρί­τη και η τέ­ταρ­τη και τε­λευ­ταία μπου­κιά ήταν από και­νούρ­γιες εκ­πλή­ξεις: με το σά­λιο με­τάλ­λα­ζαν σε θω­πεία ου­ρα­νί­σκου.

Τόκιο: λεπτομέρειες ύφους

Η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή απο­τε­λεί εξ ορι­σμού την τρο­φό, τη συ­νερ­γό πι­θα­νώς ορ­θών πο­ρι­σμά­των. Η διά­χυ­τη ελ­πί­δα ότι δεν θα συ­γκρου­σθώ με­τω­πι­κά ού­τε αυ­τή τη φο­ρά με τις Σφίγ­γες του το­πί­ου. Συλ­λέ­γω ό, τι θε­ω­ρώ πως με αφο­ρά σχε­δόν απο­κλει­στι­κά. Πως αρ­μό­ζει στο θε­μα­το­λό­γιο των εμ­μο­νών μου για το δε­δο­μέ­νο το­πίο. Όσο διαρ­κεί η ανα­μο­νή μου εδώ, δια­τη­ρώ νο­ε­ρά έναν πί­να­κα επι­τε­λε­σμά­των του ομι­λη­τι­κό­τα­του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Κά­θε δια­κρι­τό ηχό­χρω­μα θα πρέ­πει να το δια­σω­θεί. Το αε­ρο­δρό­μιο ως ανοι­κτό λε­ξι­κό: με την πρώ­τη ευ­και­ρία αδρά­χνω προ­σφο­ρές των ση­μεί­ων. Με το δί­χτυ της αυ­θορ­μη­σί­ας εκεί­νης που δεν με πρό­δω­σε πο­τέ, που με έκα­νε μά­λι­στα να δια­κρί­νω εύ­κο­λα τις κα­κο­το­πιές της απά­θειας, τις πα­γί­δες της αυ­τά­ρε­σκης απο­μό­νω­σης στις προ­κα­τα­λή­ψεις, επι­μέ­νω: συλ­λέ­γω πι­θα­νές λύ­σεις γρί­φων. Αυ­το­σχε­διά­ζο­ντας, συ­γκε­ντρώ­νο­μαι σε κά­το­πτρα μά­θη­σης. Δεν ξε­χνώ πο­τέ άλ­λω­στε: «κά­θε τα­ξι­νό­μη­ση εί­ναι ανώ­τε­ρη από το χά­ος». Η επι­σή­μαν­ση του Κλοντ Λε­βί-Στρως θα δι­καιώ­νει συ­νε­χώς την αλ­λη­λου­χία των ση­μειώ­σε­ων, την πο­λι­τι­κή απο­θή­κευ­σης νοη­μά­των, την απο­θη­σαύ­ρι­ση κλί­σε­ων του σώ­μα­τος, στρο­φών του γλωσ­σι­κού οχή­μα­τος και το­μών της χει­ρο-επι­κοι­νω­νί­ας.
Στο μέ­τρο του δυ­να­τού βε­βαί­ως, διό­τι η πλη­ρό­τη­τα της ερ­μη­νεί­ας της ταυ­τό­τη­τας του Άλ­λου απαι­τεί ιδιαί­τε­ρες πο­σό­τη­τες μό­χθων στορ­γής προς το κα­τά τα φαι­νό­με­να ακα­τα­νό­η­το. Εν­νο­εί­ται ότι κύ­ριο μέ­λη­μα ενός φι­λό­τι­μου ανα­λυ­τή να συ­γκρα­τεί αμέ­σως τους κλει­δά­ριθ­μους των συ­μπα­ρα­δη­λώ­σε­ων. Τα μυ­στή­ρια των λο­γής επαμ­φο­τε­ρι­σμών μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν στη σει­ρά τους για τις όποιες με­τα­γε­νέ­στε­ρες κρί­σεις. 

                                          

Εκ­δο­χή φι­λι­κών νευ­μά­των, προ­σή­νεια δο­μών, ανα­γνώ­ρι­ση ιδιο­τή­των και πα­ραλ­λα­γών συ­μπε­ρι­φο­ράς: δια­πι­στώ­νω ότι οι χώ­ροι προ­φα­νώς με ανα­γνω­ρί­ζουν. Με υπο­λο­γί­ζουν τώ­ρα μάλ­λον σαν τον επι­σκέ­πτη συ­νει­δή­σε­ων κι όχι σαν τον τυ­πι­κό του­ρί­στα, ο οποί­ος δυ­σκο­λεύ­ε­ται στην αρ­χή να κα­τα­νο­ή­σει πλή­ρως την ελ­κυ­στι­κή τε­λε­ο­λο­γία, η οποία εμ­φα­νώς τους συ­νέ­χει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: