Ο καθρέφτης
Είμαι τρία χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα μου. Πέθανε στα πενήντα δύο. Όταν ήμουν συνομήλικός του, ένα βράδυ συναντηθήκαμε από τις δυο μεριές του καθρέφτη στο μπάνιο, που το γυαλί του έγινε νερό. «Να σε πάρω μαζί μου;» τον ρώτησα, κι άπλωσε το χέρι από την αντίπερα όχθη του καθρέφτη. Δεν είχε μιλήσει ακόμα. Ήταν παχύς, εγώ λεπτός· ήταν φρεσκοξυρισμένος, εγώ με μούσι· ήμασταν γκριζομάλληδες και οι δύο· φόραγε κουστούμι, εγώ κάτι πρόχειρα παλιόρουχα. «Έχεις δύο εγγόνια», του είπα. «Έλα να τα δεις». Όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Δεν του ’πα να δει και την Αναστασία – ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που ήθελα να το κρατήσω κατάδικό μου. Πήγαμε στην κάμαρα της δεκάχρονης Αθηνάς. Κοιμόταν μισοξέσκεπη. Έπειτα πήγαμε στην κάμαρα του εφτάχρονου Χρίστου. «Σαν να βλέπω εσένα», μου ’πε ο πατέρας, με τη φωνή του σαν πνοή του αέρα, που ’φερνε μακρινές λέξεις. «Έτσι κοιμόσουν κι εσύ, αγκαλιασμένος πάντα με το μαξιλάρι σου». Σάλιο είχε στάξει από το μισάνοιχτο στόμα του αγοριού κι είχε μουσκέψει τη μια γωνιά της μαξιλαροθήκης. Ένας εφιάλτης κίνησε σαν μαριονετίστας το χέρι του παιδιού. «Σου μοιάζει», είπε ο πατέρας, βάζοντας έναν μελλοντικό καθρέφτη ανάμεσα στο παιδί και σ’ εμένα· και, με τον αναπάντεχο τρόπο που γίνονται τα πράγματα στα όνειρα, βρέθηκα ξαφνικά αντίκρυ στον καθρέφτη του μπάνιου ξανά, απέναντι στον συνομήλικό μου πατέρα. «Θα βρεθούμε άλλη μία φορά», είπε, «αλλά τότε θα ’ρθεις εσύ απ’ τη δική μου όχθη» – και το νερό έγινε πάλι σκληρό και κρύο τζάμι, με την όψη μου μέσα.
Μιχάλης Μακρόπουλος