Χαρταετοί πάνω απ' τις στέγες & άλλα ποιήματα



ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ


Κουδούνια ρόπτρα χτύπησαν διστακτικά
πόρτες ανοιγοκλείσαν
φωνές αλλόκοτες, εφιάλτες

Του παρελθόντος
αυτόπτες μάρτυρες γυμνοί
με άχρηστα κλειδιά
πίσω από θολά τζάμια
ικέτες

Χαρταετοί πάνω απ’ την πόλη
οι πολυθρόνες τα ψυγεία
τα κρεβάτια τους

Περασμένα μεσάνυχτα
σαν έμβρυα κι απόψε
θα πλαγιάσουν σε χαρτόκουτα
ο άνεμος θα τους ραπίζει
αυτοί αμετάκλητοι θα γείρουν
προς την αντίπερα μεριά
του ονείρου                                                              

                                                   


ΤΟ ΦΙΛΙ

Το παιδί παρατηρούσε το σκαθάρι που επρόκειτο ν’ ανέβει
τον μακρύ ακανθώδη μίσχο όταν απειλητικός ο ίσκιος τού
κηπουρού μέσα από σύννεφο παράξενης λεπτής βροχής
αιωρήθηκε φευγαλέα πλάι στην τριανταφυλλιά. Εκείνο
κλωθογύρισε τις κεραίες. Μετακινήθηκε ελάχιστα προς
τα πίσω και προτού επανέλθει οριστικά στον αρχικό
προορισμό στάθηκε αρκετή ώρα πάνω στο χώμα
διαγράφοντας σχεδόν τελετουργικά ασήμαντες μικρές
διαδρομές γύρω απ’ την τριανταφυλλιά σαν να ’πρεπε
να πάρει μια απόφαση. Πού και πού άνοιγαν για λίγο
τα μικρούτσικα φτερά  

Το παιδί αναρωτιόταν γιατί καθυστερεί; Φοβάται; Γιατί επιμένει;
Ο ήλιος ήπιε όλη τη δροσιά του πρωινού απ’ τα τριαντάφυλλα. 
Τι περιμένει;

Επιτέλους. Το αποφάσισε

Το παιδί το είδε ν’ ανεβαίνει παραπατώντας σαν μεθυσμένο
ανάλαφρα στην αρχή μα όλο και περισσότερο καθώς πλησίαζε
τον στόχο του άφηνε κάθε τόσο ίχνη μιας υγρασίας στο πράσινο
του φρέσκου μίσχου. Φτάνοντας πλέον κοντά στο ανοιχτό
τριαντάφυλλο έκανε μια τελευταία υπερσκαθάρια προσπάθεια
και βρέθηκε στη διάπλατη ευωδιαστή αγκάλη

Το παιδί μπορούσε τώρα να διακρίνει κάποιες ανεπαίσθητες
κινήσεις όπως την κάμψη των άκρων τη συστροφή του σώματος
το ελάχιστο φτερούγισμα. Ν’ αφουγκραστεί το κροτάλισμα του
στιλπνού κελύφους. Το σκαθάρι έμεινε δευτερόλεπτα ακίνητο.
Μα σύντομα χαμήλωσε τις κεραίες σε ύπτια θέση και βυθίζοντας
το κεφάλι του όσο γινόταν πιο βαθιά στου άνθους την καρδιά
παραδόθηκε άνευ όρων στη σπάνια μυρωδιά του αποτυπώνοντας
στο σύμπαν όπως κάθε επίγειο πλάσμα το εκμαγείο του ύστατου
φιλιού προς τη ζωή  

Ήταν ερωτευμένο είπε το παιδί και κλείνοντάς το προσεκτικά
στη χούφτα φαντάστηκε μια τελετή ταφής αντάξια τέτοιου
πάθους                                                                                    


ΤΙΝΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ;

ρωτούσαν οι φωνές των γερόντων τα καλοκαίρια
Έβρισκες κρυψώνα στις πικροδάφνες
πίσω απ’ τις καρέκλες στο καφενείο του πάρκου  

Πάντα σε ξάφνιαζε η βραχνή ερώτηση
και για να μην προδοθείς
στους συμπαίκτες του κρυφτού
βιαζόσουν να προφέρεις χαμηλόφωνα
τ’ όνομα του πατέρα    

Οι γέροι κάθε μέρα το ξεχνούσαν  
Όπως κι εσύ όταν έπαιζες
ή κοιτούσες πίσω απ’ τους ευκαλύπτους
τη θάλασσα στο βάθος –
γιατί ήσουν κανενός  


ΜΙΚΡΗ ΟΧΙΑ

Ό,τι κι αν συμβεί δεν θα γυρίσω πίσω

Μικρή οχιά σε τσίγκινο κουτάκι
Αν δεν γίνεται αλλιώς, έλεγε η γιαγιά
Τα κορίτσια τρόμαξαν
Χάραμα πίσω από σωρούς πέτρες
σκυμμένα στον σημαδεμένο χάρτη
Χεράτ Μασχάντ Τεχεράνη Βατούμ
Ισταμπούλ Κεσάν Έβρος ποταμός

Στις στέπες βόμβος μακρινός
πρωί στα ίχνη τους
δυο τρεις γενιές γυναίκες
να τις βρουν πριν έρθουν οι άντρες

Στη γύμνια του τόπου άγριος χείμαρρος
τα σώματά τους
θρυμματισμένα ονόματα φωνές οικείες
από τον άνεμο κι απ’ την ηχώ

Κρυφτείτε! Φτάνουν  

Κραυγές και κλάματα ικεσίες. Σούρουπο. Οι γυναίκες εκεί
Μια πεσμένη μαντήλα πλάι στο πηγάδι
φέρνει στο στόμα τους τραγούδι παιδικό
Τρύπωναν αυτές στα γκρεμισμένα σπίτια στις αυλές
τρύπωνε και το τραγούδι
Λες το περίμεναν. Πρώτη βγήκε η μικρότερη
Μόνο η Ζάχρα δεν φάνηκε

Στο κοίλωμα ενός βράχου κείτονταν σαν έμβρυο
Ούρλιαζε ο άνεμος. Ο χάρτης με τους σημαδεμένους τόπους
στροβιλιζόταν στα μαλλιά. Στον κόρφο της παγιδευμένη
σύριζε φεγγαρόφωτη
μικρή οχιά




ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Γιολάντας Σακελλαρίου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: