Η ΦΡΟΪΛΑΪΝ ΣΤΟΥΠΕΝΧΑΪΜ φώναξε τα παιδιά στα γερμανικά. Στο πίσω μέρος του κήπου, εκεί όπου έβλεπε ο φεγγίτης της κουζίνας, υπήρχε μια τουλούμπα και το νερό που έβγαινε από ‘κει πέρα ήταν δροσερούτσικο. Η φρόιλαϊν την ξετύλιξε λοιπόν όπως ήταν από κει πέρα, έγδυσε τα παιδιά, κι έπιασε να τα μπανιάρει ένα-ένα.
Το αγόρι έμεινε γυμνό με το βρακάκι του στο έλεος της μάνικας αλλά δεν έβαλε τα κλάματα, η μεγάλη του αδερφή όμως έκλαψε γοερά για μιαν ακόμη φορά. Η μητέρα τούς άκουγε από το δωμάτιό της κι έσφιγγε τα νύχια στις παλάμες.
Καλό τούς κάνει, να μην παρέμβει, καλό τους κάνει, ξέρει η γυναίκα αυτή από παιδιά, στη χώρα της τα παιδιά είναι ψηλά και δεμένα και ολόξανθα, όλο σφρίγος και αντοχή. Να την αφήσει, πρέπει να την αφήσει, όμως έκλεισε τα αυτιά της να μην ακούει τα κλάματα.
Ο γιος της, όμως, παλικάρι! Η μητέρα ήταν περήφανη γι’αυτόν.
§
ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΜΗΝΕΣ εiχαν πάρει στο σπίτι ένα μακρόστενο γκρίζο σκυλί, τον Τσιλιπινίκελο, που όλο και γυρνόφερνε την κουζίνα κι έτσι όλο και κάποιο κοψίδι έλειπε από τον μαρμάρινο πάγκο. Άπλωνε η άμοιρη η φρόιλαϊν τα φρεσκοκομμένα κρέατα και τα λαχανικά, κομμάτι-κομμάτι το κάθε παϊδάκι πάνω στο μάρμαρο κι έκανε μια κίνηση προς τον νεροχύτη, να ξεβγάλει τα χέρια της, πριν αρχίσει να τα μαρινάρει. Ώσπου να πεις κύμινο, και σαν να είχε φυσήξει ένας απότομος αέρας, κάποιο κομμάτι εξαφανιζόταν από τον πάγκο, και ο Τσιλιπινίκελος γινόταν καπνός.
Δεν έπρεπε να συνηθίζουν τα ζώα στα ωμά κρέατα, είχε πει τότε η φρόιλαϊν Στούπενχαιμ, τα ζώα αγριεύουν, δεν πρέπει. Όμως ήταν πέρα από τον έλεγχό της αυτό το πράγμα, δεν προλάβαινε να κόψει, για παράδειγμα, ένα κομμάτι τυρί λευκό και ο Τσιλιπινίκελος έδινε ένα σάλτο δεξιοτεχνικό. Αμέσως μετά εξαφανιζόταν στην αποθήκη, δεν τον εύρισκες με τίποτα.
Εκείνο το απόγευμα η μητέρα είχε καλεσμένη τη διάσημη chanteuse Ρία Λεπενιώτη, που είχε μόλις φτάσει από την Ιταλία μαζί με τον γερμανό διοικητή που τη φιλοξενούσε. Την υψηλή καλεσμένη θα την έφερνε μια άμαξα κατά τις οκτώ κι έτσι η μητέρα αποφάσισε να πάνε τα παιδιά για ύπνο στο σπίτι της γιαγιάς εκείνο το βράδυ. Οι Γερμανοί επέταξαν τη μαγείρισσα για να ετοιμάσει σνίτσελ από κρέας που είχαν φέρει ειδική φορτωτική από το λιμάνι του Πειραιά το προηγούμενο βράδυ.
Η φρόιλαϊν Στουπενχάιμ έδεσε στη μέση την ποδιά της. Έκανε πέρα το υφαντό κουρτινάκι από το παράθυρο κι έριξε μια πλάγια ματιά στην εσωτερική αυλή. Φθινόπωρο που μόλις τέλειωνε και τα ελάχιστα ξερά φύλλα υποχωρούσαν και κριτσάνιζαν στο πάτημά σου, όμως η μυρωδιά του χειμώνα είχε ήδη φτάσει και το σπίτι ντυνόταν τα μάλλινά του. Εκείνο το καλοκαίρι είχε βρέξει ελάχιστα κι όλοι μιλούσαν για περίοδο ξηρασίας. Στο βάθος, κοντά στην αυλόπορτα, δέσποζε μια μανταρινιά όπου μανταρίνι δεν προλάβαινε να ωριμάσει γιατί, με το που έπαιρναν χαμπάρι τα παιδιά ένα μανταρίνι, το έκοβαν αμέσως.
§
ΤΡΕΙΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΠΙΟ ΚΑΤΩ από τη στάση Αγγελοπούλου, κοντά στο Μικρό Πολυτεχνείο, είχαν το αρχηγείο τους τα Ες-Ες. Οι μέρες ήταν γκρίζες και βαρειές. Τα σπίτια πάνω στην Πατησίων παρέμεναν σφαλισμένα. Στο δικό τους σπίτι τα πράγματα ήταν όλο και πιο ζορισμένα, όλο και μεγαλύτερη μυστικοπάθεια στις συζητήσεις και μεγάλα διαστήματα σιωπής έφερναν μια θανατίλα, που άπλωνε το δηλητηριώδες υφάδι της.
Το αγόρι ετοιμάστηκε να πάει με την αδελφή του στο σπίτι της γιαγιάς. Τυλίχτηκαν με τα παλτά τους και, βγαίνοντας, είδε με το πλάι του ματιού του το σκυλάκι του να διασχίζει τον δρόμο αλλά δεν πρόλαβε να δει πού πήγαινε, γιατί μπήκε μπροστά στα μάτια του το λεωφορείο. Την ίδια στιγμή μια άμαξα σταματούσε με θόρυβο στο μπρος μέρος του σπιτιού. Το λουι-κατόρζ γοβάκι με τα φιογκάκια της καλλιτέχνιδος βυθίστηκε στη λάσπη και το αγόρι έσκυψε πίσω από το λεωφορείο και είδε το γουνοφορεμένο χέρι της δίδος Λεπενιώτη να σφίγγει το χέρι του αξιωματικού που τη συνόδευε, ώστε να στηριχτεί και να κατέβει.
Μισή ώρα αργότερα η μητέρα κι ο πατέρας βρέθηκαν καθισμένοι στο σαλόνι, να πίνουν ένα απεριτίφ με την πριμαντόνα, τον γερμανό διοικητή και τη θεία Τασία. Η δις Λεπενιώτη ήξερε από κρασιά, έφτιαχναν δικό τους κρασί στο κτήμα της έξω από το Μιλάνο. Ο γερμανός την κοιτούσε στα χείλη όσο μιλούσε. Ο ίδιος ήταν πολύ φειδωλός στις κουβέντες, απλά σήκωνε το ποτήρι του στις προπόσεις και σχολίαζε με μια γκάμα από μικρά μουγκρητά.
– Συλλεκτικό, δήλωσε η δις Λεπενιώτη, αλλά το βρίσκεις και σε καλές κάβες.
Τα ελληνικά κρασιά τα προτιμούσε, είπε. Ο αναγκαστικός εκπατρισμός δεν σήμαινε για την καλλιτέχνιδα πως ξεχνάμε τις ρίζες μας.
– Άλλωστε οι Ιταλοί, είπε μετά, είναι στρόντζι. Στρόν-τζί! επανέλαβε συλλαβιστά και κοίταξε να δει αν θα γελάσουν όλοι με τη φραστική της τόλμη.
Μετά, οι καλεσμένοι πέρασαν στην τραπεζαρία. Η φρόιλαϊν Στούπενχαϊμ μπήκε με προσοχή κρατώντας τη σουπιέρα. Σούπα και παστή ρέγγα. Και κρασί, φυσικά. Έπειτα κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια για την κουζίνα, όπου ήταν μουλιασμένο το ρύζι μέσα στον τσίγκινο κουβά και έβαλε τα ξύλα στην ξυλόσομπα. Πήρε κι άνοιξε το ντουλάπι και τράβηξε δυο σκελίδες σκόρδο. Άπλωσε τα σνίτσελ στο τραπέζι και με τον μπαλτά βάλθηκε να τα πλαταίνει, να τα ισιώνει, να τα χαράζει. Έβαλε τρίμμα φρυγανιάς σε μια μεγάλη πιατέλα κι έσπασε τέσσερα αυγά σε μια γαβάθα. Με το που πήρε την πηρούνα κι άρχισε να χτυπάει τ΄αυγά ένας θόρυβος της τράβηξε την προσοχή. Κάποιες γερμανικές προσφωνήσεις έρχονταν ακαταλαβίστικες από το καθιστικό, αλλά η φροϋλάιν είχε ήδη αφαιρεθεί.
Όταν ξαναήρθε στα σύγκαλά της κι έσκυψε πάνω από τον πάγκο με τα χτυπημένα σνίτσελ, είδε πως υπήρχαν μόνο επτά, ενώ εκείνη είχε ετοιμάσει δέκα.
«Τσιλιπινίκελε!» φώναξε με αγριεμένη φωνή, «Τσιλιπινίκελε!»
Το σκυλί άφαντο. Η γυναίκα δεν πρόλαβε να πνίξει τον θυμό της και σκαρφιζόταν ήδη τι ψέμα θα έλεγε για να καλύψει την ένδεια του δείπνου, όμως ένας κρότος ξερός από περίστροφο την άφησε σύξυλη. Ήχος από μπότες που ανέβαιναν τα τρία εξωτερικά σκαλοπάτια της κουζίνας την έκαναν να στραφεί. Κάρφωσε το βλέμμα της στον τοίχο. Ο ξεφλουδισμένος, άχρωμος τοίχος με τα κομμάτια από σοβά που κρέμονταν άρχισε να ξεδιπλώνει, μπροστά στα μάτια της, θάλασσες και βουνά και πεδιάδες.
Τη συνέφερε το επίμονο χτύπημα στην πόρτα της κουζίνας. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της κι ανασκουμπώθηκε. Και, με το που άνοιξε την πόρτα, κόντεψε να λιποθυμήσει. Ο γερμανός στρατιώτης τής πέταξε στα πόδια, καταματωμένο και άψυχο, τον Τσιλιπινίκελο.
§
Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ μονοπώλησε την κουβέντα τη βραδιά αυτή, που μάλλον τη θεωρούσε μια από τις πιο πετυχημένες της. Μίλησε για τη Σκάλα του Μιλάνου, για την καριέρα του άντρα της, για τον μεγάλο ιταλό σκηνοθέτη που είχε την τύχη να έχει ιμπρεσάριο στο ξεκίνημά της: μια μέτζο είχε αρρωστήσει ξαφνικά –παραμονή πρεμιέρας– κι είχε πέσει σ’ εκείνην ο κλήρος να την αντικαταστήσει στο θέατρο στην Πάντοβα, που το είχε γεμίσει μάλιστα για τρεις βραδιές.
– Τότε με κάλεσε αυτό το (καθoίκι να τον πω;), ο ιμπρεσάριος στο γραφείο του. «Έχετε ταμπεραμέντο, σινιόρα Λεπενιώτης», μου κάνει, και με κοιτάει στον κώλο. «Πώς το εννοείτε;» ρωτάω εγώ. «Έχετε ταμπεραμέντο», ξαναλέει αυτός «και μπορείτε να το αποδείξετε».
Του λέω τότε: «Μα νομίζω πως το απέδειξα, στη σκηνή!» «Όχι», μου κάνει το καθoίκι, «να το αποδείξετε σ’ εμένα».
Ο πατέρας και η μητέρα παρακολουθούσαν με αμείωτο ενδιαφέρον τη σοπράνο, να δυσκολεύεται να κόψει το σνίτσελ της, ενώ συνέχιζε να μιλά ακατάπαυστα.
Κλεισμένη στην κουζίνα της και κρατώντας τον ματωμένο μπαλτά η φροϊλάιν Στούπενχαιμ προσπαθούσε να συνέλθει, φέρνοντας φέρει στο μυαλό της μόνο όμορφα πράγματα. Τα παιδιά θα πρέπει να είχαν ήδη ξαπλώσει στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού της γιαγιάς.
Η ώρα ήταν περασμένη. Δίπλα της ένα τεράστιο ζεμπίλι με πεταμένα κρέατα ανέδιδε μια μυρωδιά αρχόμενης αποσύνθεσης. Της έλειπαν πολύ τα παιδιά. Μαύρες σκέψεις άρχισαν να την τριγυρίζουν και πάλι. Έτσι, έφερε στο νου της τον απογευματινό περίπατο, τις μέρες που είχε άδεια. Η Κυψέλη μια πραγματική κηπούπολη, το κάθε σπίτι είχε αυλή με γαρδένιες και φούλι, αρμπαρόρριζα, δυόσμο και μαντζουράνα που σε ζάλιζαν. Και εσπεριδοειδή στα πεζοδρόμια, κυρίως νεραντζιές.
Έξω έκανε ένα κρύο διαολεμένο.Ο γερμανός διοικητής είχε μισοκλείσει τα μάτια και λαγοκοιμόταν, ενώ το γραμμόφωνο έπαιζε ήδη κάποια βαλσάκια του Στράους.
Κάτω από το τραπέζι, η δις Λεπενιώτη είχε βγάλει το γοβάκι της και ακουμπούσε, με τα δάχτυλα του ποδιού τυλιγμένα στο μαύρο καλσόν, τον καβάλο του. Η πριμαντόνα άναψε ένα από τα τσιγάρα του χωρίς να τον ρωτήσει.
– Ευχαριστώ χρυσέ μου, έκανε, και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε:
– Άααα, ώστε έτσι λοιπόν το εννοείτε το ταμπεραμέντο! Θα σας παρακαλούσα λοιπόν, σινιόρε Tιμπόνι, να λέτε πως εγώ έχω “τ α λ έ ν τ ο ”! “Ταμπεραμέντο” έχουν οι … –έκανε η δις Λεπενιώτη με τραβηγμένη ιταλική προφορά-… οι πουτάαανες!
Και άνοιξε ένα στόμα να! καταβροχθίζοντας την τελευταία μπουκιά από το –κάπως αλμυρό, είναι η αλήθεια– σνίτσελ που είχε μπροστά της.