Ανέβασα τη μάνα στο σπίτι μαζί με τη σακούλα με τα φάρμακα, κλείδωσα κι έφυγα με το ίδιο ταξί για την καινούργια γειτονιά της θείας. Άλλαζε συχνά η θεία σπίτι και γειτονιά. Κοντά στις γραμμές πάντα. Τώρα τελευταία είχε νοικιάσει ένα ισόγειο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία στο Ρουφ. Είχε δική του είσοδο κι έτσι οι επισκέπτες της μπαινόβγαιναν απαρατήρητοι.
Χτύπησα το κουδούνι κι άκουσα κάτι ακατάληπτο από το θυροτηλέφωνο. Δεν μου άνοιξε. Βγήκα στο δρόμο και κοίταξα δεξιά-αριστερά μήπως ήταν κάπου παρκαρισμένο το φορτηγό του Μανόλη. Την άκουσα να μου χτυπάει με το δαχτυλίδι το τζάμι. Γύρισα. Με το άσπρο νυχτικό, τα αναστατωμένα μαλλιά και το τσιγάρο στα χείλια μου έκανε νοήματα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να γυρίσω αργότερα.
Περπάτησα γύρω-γύρω. Κρύωνα. Παγωμένος ο Μάρτης φέτος. Χώθηκα στο καφενείο «Η ωραία Νάξος». Κάθισα μονάχη ανάμεσα σε άντρες ξαναμμένους από τις εξάρες και τους άσους, τις εφημερίδες και την άνοιξη που ερχόταν.
Το γκαρσόνι μαζί με το τσάι που του παράγγειλα, μου ‘φερε κι ένα χοντρό ποτήρι με κονιάκ. Τον κοίταξα και μου ‘δειξε με το κεφάλι τον άντρα που καθόταν δίπλα στο παράθυρο. Είχε καλοξυρισμένα, χοντρά μάγουλα που τα φούσκωνε καθώς σήκωνε το κεφάλι ψηλά. Ελευθέρωνε ένα-ένα τα δαχτυλίδια του καπνού από τα χείλια του, έπειτα από κάθε ρουφηξιά του τσιγάρου.
Τα ίδια ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια ανέβαζε κι ο πατέρας στο ταβάνι, όταν κλείστηκε στο σπίτι μετά το ατύχημα. Καθόταν μέρα και νύχτα στον καναπέ με το χτυπημένο πόδι πάνω σ’ ένα σκαμνί. Στο ένα χέρι το τηλεκοντρόλ και στ’ άλλο το τσιγάρο. Όταν του μιλούσες δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης. Δεν απαντούσε. Έφτιαχνε όμως κάτι δαχτυλίδια με τον καπνό άσπρα, θαμπά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Ταξιδιάρικα.
Μόλις του τελείωναν τα τσιγάρα μ’ άρπαζε απ’ το μανίκι και μου ‘δειχνε το άδειο πακέτο. Απ’ τα μαλλιά μ’ άρπαζε όταν του τέλειωνε το τσίπουρο. Αυτό το άρχισε αργότερα. Όταν κατόρθωσε να διώξει τους φίλους, το συνδικάτο και τις φιλενάδες της μάνας.
Τότε άρχισε και τα αγιωτικά η μάνα. Τα λιβάνια, τα θυμιατά, τα ευχέλαια και τ’ αναμμένα καντήλια. Μέχρι τότε ήταν με τα κραγιόν, τη λεπτή κάλτσα με τη ραφή, τα ταγιέρ, τα μαντό. Έραβε κιόλας μόνη της. Είχε και μια παλιά ραπτομηχανή. Η φιλενάδα της η Κατερίνα, μοδίστρα στα θέατρα, της χάριζε βελούδα και τρέσες.
Είμαι σίγουρη ότι μερικές φορές βοηθούσε και τη θεία στις δουλειές της. Κάποιες μέρες έμπαιναν στο σπίτι διαλεχτά κομμάτια κρέας, κυνήγια και ποτά με ξένα ονόματα που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας. Και μια γούνα με μαύρες πιτσίλες ακόμα σέρνεται στο σπίτι.
Το γκαρσόνι ακούμπησε άλλο ένα χοντρό ποτήρι με δύναμη στο τραπέζι μου. Άνοιξα τα μάτια. Στην «Ωραία Νάξο». Ο άντρας απέναντι έπινε γουλιά-γουλιά τον καφέ του. Δεν κάπνιζε. Με κοίταξε, σηκώθηκε κι έκανε να με πλησιάσει. Άδειασα το ποτήρι κι έκανα να βγω από το καφενείο. Πρόλαβε και μου ‘βαλε μια κάρτα στο χέρι. Τον είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα να κάθεται στην καρέκλα μου και να μυρίζει το άδειο ποτήρι.
Πήγα στο σπίτι της θείας κι αυτή τη φορά μου άνοιξε ντυμένη, βαμμένη με καλοχτενισμένα μαλλιά.
– Έρχεται ο Μανόλης, φώναξε.
– Η επίσκεψη έφυγε;
– Ουφ, καημένη. Ο κύριος Ανάργυρος ήτανε. Καθαρός κι ανοιχτοχέρης. Σου ‘χω μιλήσει για τον αδελφό του;
– Ναι, μου είπες.
– Μην κοιτάζεις αλλού σαν τον πατέρα σου, εμένα κοίτα. Θα σου δώσω το τηλέφωνό του κι εσύ ό,τι θέλεις κάνε. Η μάνα σου;
– Δεν αντέχω άλλο, θεία. Πάλι στο γιατρό πήγαμε σήμερα. Άλλα φάρμακα, άλλες εξετάσεις. Θέλει άνθρωπο όλη την ημέρα. Τα βράδια δεν κοιμάται. Όλο κεριά και καντήλια ανάβει. Όσο εγώ κρύβω τα σπίρτα τόσο περισσότερα ανάβει. Η κυρά-Στέλλα από τότε που πήρε φωτιά η κουβέρτα δε θέλει να ξανά ‘ρθει. Να δουλέψω δεν μπορώ, να βγω έξω δεν μπορώ. Τι θα κάνω; Έρχεται τα βράδια πάνω από το κεφάλι μου με το μαύρο μαντίλι και το κερί στο χέρι, βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σα να διατάζει σιωπή, και ύστερα κουλουριάζεται στην πολυθρόνα μουρμουρίζοντας κατάρες. Γονατίζει συνέχεια. Τρελαίνομαι. Προσευχές, σταυροί. Δεν κοιμάμαι. Κι ένα σιγανό κλάμα, ένα παράπονο. Δεν αντέχω. Τι θα κάνω;
– Κάτσε να σου φέρω ένα κομμάτι τυρόπιτα. Είναι ακόμα ζεστή. Το πρωί την έφτιαξα για το Μανόλη. Ηρέμησε.
Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια. Κεριά, μαύρα μαντίλια, καντήλια, κλάματα. Τ’ άνοιξα απότομα. Καλύτερα ξύπνια.
Η θεία έφερε την τυρόπιτα κι ένα μπουκάλι τσίπουρο. Τρώγαμε και πίναμε αμίλητες. «Το τσίπουρο το ‘φερε ο Μανόλης. Μόνος του το ‘φτιαξε», μουρμούρισε. «Με τα χέρια του. Απ’ τα σταφύλια του».
Χτύπησε το κουδούνι. «Ο Μανόλης, ο Μανόλης». Πετάχτηκε επάνω, έφτιαξε τα μαλλιά κι έτρεξε στην πόρτα. «Πήγαινε και ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου. Κι ύστερα χαιρέτησε και φύγε. Και τσιμουδιά. Θα δούμε τι θα κάνουμε». Μου έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο, μια σελίδα από σχολικό τετράδιο. Μ’ ένα τηλέφωνο. Κι ένα όνομα.
Πήγα στην κουζίνα, άνοιξα τη βρύση. Ήπια με τη χούφτα νερό. Ζαλίστηκα. Κάθισα στην άκρη της καρέκλας. Τα πόδια μου παράλυτα. Ρυτιδιασμένα χέρια με σπρώχνουν στο στρώμα. Χώνονται στα πλευρά μου. Σκληρές κι άγριες τρίχες τρυπούν τα μάγουλά μου. Μπαγιάτικες ανάσες. Παγωμένη και υγρή γλώσσα χώνεται στο λαιμό μου. Κάνω να φωνάξω. Η μάνα με το μαύρο μαντίλι και το δάχτυλο στο στόμα.
Πετάχτηκα από την καρέκλα. Η θεία με φώναζε. Πήγα στο σαλόνι, χαμογέλασα, χαιρέτησα κι έφυγα με την τυρόπιτα και το τσίπουρο στα χέρια.
Στο σπίτι ευτυχώς η μάνα κοιμόταν ακόμα. Με τα παπούτσια και το μαντίλι. Δυνατό το καινούργιο φάρμακο. Την σκέπασα και πήγα στο σαλόνι. Άνοιξα την τηλεόραση. Χωρίς ήχο. Δεν κάθισα στον καναπέ του πατέρα, ούτε στην πολυθρόνα της μάνας. Κάθισα στο πράσινο, βελούδινο σκαμνί. Μέτρησα τα τέσσερα κουμπιά του. Βελούδινα κι αυτά. Πράσινα.
Κοιτάζω την κάρτα από το καφενείο. «Υδραυλικά-Μονώσεις», Παύλος Σ. Τηλέφωνο και ζωγραφισμένοι σωλήνες. Ανοίγω τη σελίδα του τετραδίου. Αναξίμανδρος. Τηλέφωνο μόνο, χωρίς ζωγραφιά. Παύλος ή Αναξίμανδρος; Αναξίμανδρος ή Παύλος; Ή και οι δύο; Η μάνα τραντάζει την κλειδωμένη εξώπορτα. Ξηλώνω ένα – ένα τα πράσινα κουμπιά.
Στην τηλεόραση ο άντρας αγκαλιάζει μια μικρή, ξανθιά κι εγώ σκέφτομαι με θυμό κι απέραντη νοσταλγία εσένα.