Πράσινα, βελούδινα κουμπιά

Ανέ­βα­σα τη μά­να στο σπί­τι μα­ζί με τη σα­κού­λα με τα φάρ­μα­κα, κλεί­δω­σα κι έφυ­γα με το ίδιο τα­ξί για την και­νούρ­για γει­το­νιά της θεί­ας. Άλ­λα­ζε συ­χνά η θεία σπί­τι και γει­το­νιά. Κο­ντά στις γραμ­μές πά­ντα. Τώ­ρα τε­λευ­ταία εί­χε νοι­κιά­σει ένα ισό­γειο δια­μέ­ρι­σμα σε μια πο­λυ­κα­τοι­κία στο Ρουφ. Εί­χε δι­κή του εί­σο­δο κι έτσι οι επι­σκέ­πτες της μπαι­νό­βγαι­ναν απα­ρα­τή­ρη­τοι.
Χτύ­πη­σα το κου­δού­νι κι άκου­σα κά­τι ακα­τά­λη­πτο από το θυ­ρο­τη­λέ­φω­νο. Δεν μου άνοι­ξε. Βγή­κα στο δρό­μο και κοί­τα­ξα δε­ξιά-αρι­στε­ρά μή­πως ήταν κά­που παρ­κα­ρι­σμέ­νο το φορ­τη­γό του Μα­νό­λη. Την άκου­σα να μου χτυ­πά­ει με το δα­χτυ­λί­δι το τζά­μι. Γύ­ρι­σα. Με το άσπρο νυ­χτι­κό, τα ανα­στα­τω­μέ­να μαλ­λιά και το τσι­γά­ρο στα χεί­λια μου έκα­νε νο­ή­μα­τα. Κα­τά­λα­βα ότι έπρε­πε να γυ­ρί­σω αρ­γό­τε­ρα.
Περ­πά­τη­σα γύ­ρω-γύ­ρω. Κρύ­ω­να. Πα­γω­μέ­νος ο Μάρ­της φέ­τος. Χώ­θη­κα στο κα­φε­νείο «Η ωραία Νά­ξος». Κά­θι­σα μο­νά­χη ανά­με­σα σε άντρες ξα­ναμ­μέ­νους από τις εξά­ρες και τους άσους, τις εφη­με­ρί­δες και την άνοι­ξη που ερ­χό­ταν.
Το γκαρ­σό­νι μα­ζί με το τσάι που του πα­ράγ­γει­λα, μου ‘φε­ρε κι ένα χο­ντρό πο­τή­ρι με κο­νιάκ. Τον κοί­τα­ξα και μου ‘δει­ξε με το κε­φά­λι τον άντρα που κα­θό­ταν δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο. Εί­χε κα­λο­ξυ­ρι­σμέ­να, χο­ντρά μά­γου­λα που τα φού­σκω­νε κα­θώς σή­κω­νε το κε­φά­λι ψη­λά. Ελευ­θέ­ρω­νε ένα-ένα τα δα­χτυ­λί­δια του κα­πνού από τα χεί­λια του, έπει­τα από κά­θε ρου­φη­ξιά του τσι­γά­ρου.
Τα ίδια ολο­στρόγ­γυ­λα δα­χτυ­λί­δια ανέ­βα­ζε κι ο πα­τέ­ρας στο τα­βά­νι, όταν κλεί­στη­κε στο σπί­τι με­τά το ατύ­χη­μα. Κα­θό­ταν μέ­ρα και νύ­χτα στον κα­να­πέ με το χτυ­πη­μέ­νο πό­δι πά­νω σ’ ένα σκα­μνί. Στο ένα χέ­ρι το τη­λε­κο­ντρόλ και στ’ άλ­λο το τσι­γά­ρο. Όταν του μι­λού­σες δυ­νά­μω­νε τον ήχο της τη­λε­ό­ρα­σης. Δεν απα­ντού­σε. Έφτια­χνε όμως κά­τι δα­χτυ­λί­δια με τον κα­πνό άσπρα, θα­μπά, το ένα πί­σω απ’ τ’ άλ­λο. Τα­ξι­διά­ρι­κα.
Μό­λις του τε­λεί­ω­ναν τα τσι­γά­ρα μ’ άρ­πα­ζε απ’ το μα­νί­κι και μου ‘δει­χνε το άδειο πα­κέ­το. Απ’ τα μαλ­λιά μ’ άρ­πα­ζε όταν του τέ­λειω­νε το τσί­που­ρο. Αυ­τό το άρ­χι­σε αρ­γό­τε­ρα. Όταν κα­τόρ­θω­σε να διώ­ξει τους φί­λους, το συν­δι­κά­το και τις φι­λε­νά­δες της μά­νας.
Τό­τε άρ­χι­σε και τα αγιω­τι­κά η μά­να. Τα λι­βά­νια, τα θυ­μια­τά, τα ευ­χέ­λαια και τ’ αναμ­μέ­να κα­ντή­λια. Μέ­χρι τό­τε ήταν με τα κρα­γιόν, τη λε­πτή κάλ­τσα με τη ρα­φή, τα τα­γιέρ, τα μα­ντό. Έρα­βε κιό­λας μό­νη της. Εί­χε και μια πα­λιά ρα­πτο­μη­χα­νή. Η φι­λε­νά­δα της η Κα­τε­ρί­να, μο­δί­στρα στα θέ­α­τρα, της χά­ρι­ζε βε­λού­δα και τρέ­σες.
Εί­μαι σί­γου­ρη ότι με­ρι­κές φο­ρές βοη­θού­σε και τη θεία στις δου­λειές της. Κά­ποιες μέ­ρες έμπαι­ναν στο σπί­τι δια­λε­χτά κομ­μά­τια κρέ­ας, κυ­νή­για και πο­τά με ξέ­να ονό­μα­τα που εκεί­νη την επο­χή ήταν πο­λύ της μό­δας. Και μια γού­να με μαύ­ρες πι­τσί­λες ακό­μα σέρ­νε­ται στο σπί­τι.
Το γκαρ­σό­νι ακού­μπη­σε άλ­λο ένα χο­ντρό πο­τή­ρι με δύ­να­μη στο τρα­πέ­ζι μου. Άνοι­ξα τα μά­τια. Στην «Ωραία Νά­ξο». Ο άντρας απέ­να­ντι έπι­νε γου­λιά-γου­λιά τον κα­φέ του. Δεν κά­πνι­ζε. Με κοί­τα­ξε, ση­κώ­θη­κε κι έκα­νε να με πλη­σιά­σει. Άδεια­σα το πο­τή­ρι κι έκα­να να βγω από το κα­φε­νείο. Πρό­λα­βε και μου ‘βα­λε μια κάρ­τα στο χέ­ρι. Τον εί­δα από τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα να κά­θε­ται στην κα­ρέ­κλα μου και να μυ­ρί­ζει το άδειο πο­τή­ρι.
Πή­γα στο σπί­τι της θεί­ας κι αυ­τή τη φο­ρά μου άνοι­ξε ντυ­μέ­νη, βαμ­μέ­νη με κα­λο­χτε­νι­σμέ­να μαλ­λιά.

– Έρ­χε­ται ο Μα­νό­λης, φώ­να­ξε.

– Η επί­σκε­ψη έφυ­γε;

– Ουφ, καη­μέ­νη. Ο κύ­ριος Ανάρ­γυ­ρος ήτα­νε. Κα­θα­ρός κι ανοι­χτο­χέ­ρης. Σου ‘χω μι­λή­σει για τον αδελ­φό του;

– Ναι, μου εί­πες.

– Μην κοι­τά­ζεις αλ­λού σαν τον πα­τέ­ρα σου, εμέ­να κοί­τα. Θα σου δώ­σω το τη­λέ­φω­νό του κι εσύ ό,τι θέ­λεις κά­νε. Η μά­να σου;

– Δεν αντέ­χω άλ­λο, θεία. Πά­λι στο για­τρό πή­γα­με σή­με­ρα. Άλ­λα φάρ­μα­κα, άλ­λες εξε­τά­σεις. Θέ­λει άν­θρω­πο όλη την ημέ­ρα. Τα βρά­δια δεν κοι­μά­ται. Όλο κε­ριά και κα­ντή­λια ανά­βει. Όσο εγώ κρύ­βω τα σπίρ­τα τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα ανά­βει. Η κυ­ρά-Στέλ­λα από τό­τε που πή­ρε φω­τιά η κου­βέρ­τα δε θέ­λει να ξα­νά ‘ρθει. Να δου­λέ­ψω δεν μπο­ρώ, να βγω έξω δεν μπο­ρώ. Τι θα κά­νω; Έρ­χε­ται τα βρά­δια πά­νω από το κε­φά­λι μου με το μαύ­ρο μα­ντί­λι και το κε­ρί στο χέ­ρι, βά­ζει το δά­χτυ­λο στο στό­μα, σα να δια­τά­ζει σιω­πή, και ύστε­ρα κου­λου­ριά­ζε­ται στην πο­λυ­θρό­να μουρ­μου­ρί­ζο­ντας κα­τά­ρες. Γο­να­τί­ζει συ­νέ­χεια. Τρε­λαί­νο­μαι. Προ­σευ­χές, σταυ­ροί. Δεν κοι­μά­μαι. Κι ένα σι­γα­νό κλά­μα, ένα πα­ρά­πο­νο. Δεν αντέ­χω. Τι θα κά­νω;

– Κά­τσε να σου φέ­ρω ένα κομ­μά­τι τυ­ρό­πι­τα. Εί­ναι ακό­μα ζε­στή. Το πρωί την έφτια­ξα για το Μα­νό­λη. Ηρέ­μη­σε.

Έκλει­σα για μια στιγ­μή τα μά­τια. Κε­ριά, μαύ­ρα μα­ντί­λια, κα­ντή­λια, κλά­μα­τα. Τ’ άνοι­ξα από­το­μα. Κα­λύ­τε­ρα ξύ­πνια.
Η θεία έφε­ρε την τυ­ρό­πι­τα κι ένα μπου­κά­λι τσί­που­ρο. Τρώ­γα­με και πί­να­με αμί­λη­τες. «Το τσί­που­ρο το ‘φε­ρε ο Μα­νό­λης. Μό­νος του το ‘φτια­ξε», μουρ­μού­ρι­σε. «Με τα χέ­ρια του. Απ’ τα στα­φύ­λια του».
Χτύ­πη­σε το κου­δού­νι. «Ο Μα­νό­λης, ο Μα­νό­λης». Πε­τά­χτη­κε επά­νω, έφτια­ξε τα μαλ­λιά κι έτρε­ξε στην πόρ­τα. «Πή­γαι­νε και ρί­ξε λί­γο νε­ρό στο πρό­σω­πό σου. Κι ύστε­ρα χαι­ρέ­τη­σε και φύ­γε. Και τσι­μου­διά. Θα δού­με τι θα κά­νου­με». Μου έδω­σε ένα χαρ­τί δι­πλω­μέ­νο, μια σε­λί­δα από σχο­λι­κό τε­τρά­διο. Μ’ ένα τη­λέ­φω­νο. Κι ένα όνο­μα.
Πή­γα στην κου­ζί­να, άνοι­ξα τη βρύ­ση. Ήπια με τη χού­φτα νε­ρό. Ζα­λί­στη­κα. Κά­θι­σα στην άκρη της κα­ρέ­κλας. Τα πό­δια μου πα­ρά­λυ­τα. Ρυ­τι­δια­σμέ­να χέ­ρια με σπρώ­χνουν στο στρώ­μα. Χώ­νο­νται στα πλευ­ρά μου. Σκλη­ρές κι άγριες τρί­χες τρυ­πούν τα μά­γου­λά μου. Μπα­γιά­τι­κες ανά­σες. Πα­γω­μέ­νη και υγρή γλώσ­σα χώ­νε­ται στο λαι­μό μου. Κά­νω να φω­νά­ξω. Η μά­να με το μαύ­ρο μα­ντί­λι και το δά­χτυ­λο στο στό­μα.
Πε­τά­χτη­κα από την κα­ρέ­κλα. Η θεία με φώ­να­ζε. Πή­γα στο σα­λό­νι, χα­μο­γέ­λα­σα, χαι­ρέ­τη­σα κι έφυ­γα με την τυ­ρό­πι­τα και το τσί­που­ρο στα χέ­ρια.
Στο σπί­τι ευ­τυ­χώς η μά­να κοι­μό­ταν ακό­μα. Με τα πα­πού­τσια και το μα­ντί­λι. Δυ­να­τό το και­νούρ­γιο φάρ­μα­κο. Την σκέ­πα­σα και πή­γα στο σα­λό­νι. Άνοι­ξα την τη­λε­ό­ρα­ση. Χω­ρίς ήχο. Δεν κά­θι­σα στον κα­να­πέ του πα­τέ­ρα, ού­τε στην πο­λυ­θρό­να της μά­νας. Κά­θι­σα στο πρά­σι­νο, βε­λού­δι­νο σκα­μνί. Μέ­τρη­σα τα τέσ­σε­ρα κου­μπιά του. Βε­λού­δι­να κι αυ­τά. Πρά­σι­να.
Κοι­τά­ζω την κάρ­τα από το κα­φε­νείο. «Υδραυ­λι­κά-Μο­νώ­σεις», Παύ­λος Σ. Τη­λέ­φω­νο και ζω­γρα­φι­σμέ­νοι σω­λή­νες. Ανοί­γω τη σε­λί­δα του τε­τρα­δί­ου. Ανα­ξί­μαν­δρος. Τη­λέ­φω­νο μό­νο, χω­ρίς ζω­γρα­φιά. Παύ­λος ή Ανα­ξί­μαν­δρος; Ανα­ξί­μαν­δρος ή Παύ­λος; Ή και οι δύο; Η μά­να τρα­ντά­ζει την κλει­δω­μέ­νη εξώ­πορ­τα. Ξη­λώ­νω ένα – ένα τα πρά­σι­να κου­μπιά.

Στην τη­λε­ό­ρα­ση ο άντρας αγκα­λιά­ζει μια μι­κρή, ξαν­θιά κι εγώ σκέ­φτο­μαι με θυ­μό κι απέ­ρα­ντη νο­σταλ­γία εσέ­να.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: