Οι φακές / Η πιατέλα

Oι φακές

Παντοπωλείο σε κεντρικό σημείο της μικρής πόλης είχε ο πατέρας της, γυναίκα, κι εφτά μ’ εκείνην μαζί παιδιά. Κύριος οίδε πώς, ιδέες μεγαλείου μπήκαν στης μάνας στο κεφάλι, βάλθηκε να μάθει τους καλούς τρόπους, με σιδηρά πειθαρχία επέβαλε τη γνώση αυτή και στα παιδιά. Ειδικά στο τραπέζι: Πώς κρατάμε το μαχαίρι, πώς κόβουμε το ψωμί, πώς κομψά σκουπίζουμε το στόμα με την πετσέτα κλπ. Πεποίθηση μιας επαρχιώτισσας με στοιχειώδη, και αν, σχολική εκπαίδευση, ότι αυτή είναι η διαδρομή για τ’ αψηλά. Απ’ όλα τα παιδιά, η Ολυμπιάδα, μικρή το δέμας παρά το τεράστιο, το επικό όνομα, διέθετε την υψηλή νοημοσύνη που προϋποθέτει η κατανόηση τέτοιων στόχων. Η μετέπειτα ζωή της απέδειξε και αυτό. Νεαρή σύζυγος εμπόρου στην αυγή του εικοστού αιώνα, συνειδητά στάθηκε στο πλευρό του άνδρα της στη δημιουργία ενός πολλά υποσχόμενου οικογενειακού πυρήνα, με γερά θεμέλια (δική του δουλειά αυτή), με λάμψη και, στόχος δικός της απώτερος: αίγλη. Τι ακριβώς ήταν αυτή η αίγλη, τής διέφευγε. Με το ένστικτο την κυνήγησε.

Η στιβαρή ιδιοσυγκρασία, η ακατάβλητη ενέργεια ίσως έφταναν και περίσσευαν για μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία, αν η ζωή είχε φυτέψει την Ολυμπιάδα σε άλλο τόπο και χρόνο. Όμως εκεί, στο μεγάλο δίπατο σπίτι, με αντικείμενο εργασίας τη διεύθυνση και διαχείριση του οικογενειακού εργοταξίου –σύζυγος, πέντε παιδιά, υπηρέτριες δυο και τρεις, εσωτερικές κι εξωτερικές–, με αρμοδιότητες περιορισμένες κι απεριόριστες συνάμα, όμως πάντα σε μικρή κλίμακα, χωρίς ανάσες, χωρίς διαφυγές, οι εκκολαπτόμενες πνευματικές αρετές παραμορφώθηκαν, διαστράφηκαν, συστράφηκαν, συμπτύχθηκαν εντέλει σε μία: σ’ έναν ανελέητο αυταρχισμό. Χειρότερα ακόμα: η πνευματική συρρίκνωση του ζωτικού της χώρου άφησε το πεδίο ελεύθερο σε δυνάμει επικίνδυνες παραφυάδες ενός ενισχυμένου θυμικού να αναπτυχθούν, να διογκωθούν και να διοχετευθούν με τον γνωστό σε όλους μας τρόπο στα συνήθη θύματα: τα παιδιά της.

Όπως και να ΄ναι, με τούτα και με κείνα, και με τα περίφημα καπέλα της που τα παράγγελνε στην Αθήνα, η Ολυμπιάδα βρισκόταν στο επίκεντρο των συζητήσεων στη μικρή κοινωνία της πόλης. Ταλαίπωροι σύζυγοι συνεδρίαζαν κρυφά, να βρουν λύση για το «σύνδρομο της Ολυμπιάδας», φαινόμενο επιδημικών διαστάσεων στον έγγαμο γυναικείο πληθυσμό. Όλες ανεξαιρέτως οι κυράδες ζήλευαν την «τύχη» της. Ίδια όνειρα, ίδιο μεγαλοϊδεατισμό για την πάρτη τους, για το μικρό τους σύμπαν, είχαν κι αυτές. Άρα τι έφταιγε; Ο σύζυγος που δεν προκόβει. Ίσαμε εκεί τους έκοβε. Εκείνη όμως με το μυαλό την ύφανε την «τύχη» της. Ο δικός της μικρο-μεγαλοϊδεατισμός ήταν σύλληψη με εύρος και βάθος προοπτικής. Μελετημένη και στην τελευταία λεπτομέρεια ήταν η συλλογή εργαλείων που θα τη βοηθούσαν να στήσει το μεγάλο σκηνικό για το μικρό της σύμπαν. Η Χρηστοήθεια ή Κανόνες τινές του Πολιτισμού, πάντα στο μαξιλάρι της μαζί με τη Βίβλο, ήταν το πιο πολύτιμο κομμάτι της συλλογής, που την ανανέωνε συχνά, κοιτώντας πάντα έξω – και μακριά. Από εκεί θα έπαιρνε κατευθύνσεις για την πορεία τη δική της και των παιδιών της.

§

Στο σπίτι μιας τέτοιας γυναίκας, δεκαετία πια του πενήντα, στο τέλος μιας κοινωνικής βραδιάς που είχε προαναγγελθεί στην τοπική εφημερίδα, μπροστά σε καμιά εικοσαριά καλεσμένους τόλμησε να απευθυνθεί ως εξής ο γαμπρός της, ο Ορφέας, αφελώς τάχα, στην υπηρέτρια: «Βρε Γιαννούλα, δε ζεσταίνεις αυτές τις φακές που περίσσεψαν απ’ το μεσημέρι, να τσιμπήσουμε;». Μ’ αυτό το καλαμπούρι κόπηκε η βραδιά στα δυο: πριν και μετά. Το «μετά» συζητήθηκε πολύ τις μέρες που ακολούθησαν.

Ήδη την επομένη η πόλη έχει ενημερωθεί πλήρως για το «συμβάν», η ανθρώπινη ασχήμια γίνεται ένα με τις αποτρόπαιες γουρουνοκεφαλές, τις εκτεθειμένες σε κοινή θέα στα χασάπικα της κεντρικής αγοράς. Επειδή όμως, εκτός απ’ το δηλητήριο, και το χιούμορ ένας να το έχει φτάνει, κι επειδή αυτός ο ένας, αντάξιος χιουμορίστας του γαμπρού της Ολυμπιάδας υπάρχει, πέφτει σύρμα, και τα παντοπωλεία δεν προφταίνουν τις παραγγελίες: «Βάλε ένα σακί φακές, Θανάση!»… «Θα μου το στείλεις σπίτι;»… «Καλά, βάλε δύο!». Τάχιστα διαδόθηκαν τα νέα, τάχιστα μπήκαν στο νόημα οι πωλητάδες: «Σκέτες φακές, κυρία, ε; Μάααλιστα!». Φακές και χάχανα ήταν το μενού, ολόκληρο Σαββατοκύριακο σ’ όλη την πόλη, φακές ταΐστηκε ο Ορφέας την επομένη και τις επόμενες μέρες, όσο κράτησε η φιλοξενία στο σπίτι της «βασιλομήτορος» και πεθεράς του. Ας ήταν καλά η υπηρετριούλα που έβαζε στην άκρη κόκορα κρασάτο «για τον κύριο». Είχε αυτή τον τρόπο της κρυφά να χορταίνει κοκόρους με κοκόρους. Κρυφά κι απ’ την αμείλικτη λογιστική της Ολυμπιάδας.

Οι φακές / Η πιατέλα

Η πιατέλα

Εκκωφαντικός κρότος απ’ τα επάνω διαμερίσματα. Αυτοί πια δεν είναι νεκροί. Ζώνεκροι θα ‘ναι, τους άδειασε ο Χάρος στ’ ανοιχτά του Αχέροντα. Τί θέλουν, τι της λένε, το ζητάνε πάλι. Γέμισε ο τόπος γυαλιά. Η κρυστάλλινη πιατέλα. Λαχταριστά φρούτα, μέθη χρωμάτων. Ζωγραφιά με αχτίδα ήλιου από μισάνοιχτη κουρτίνα το πρωινό τους γεύμα. Πρόσωπα λάμπουν στο ξύπνημα από ύπνους δροσερούς, αγγίγματα σε πηχτό λάδι και καταβάσεις σε βαθιά σιωπή. Τώρα γιατί πικρίζει ξαφνικά το στόμα. Γυαλιά, κρύσταλλα μικρά μικρά στο πέλμα της, πονάει. Κι αυτό το ωραίο χρώμα που πατάει επάνω του δεν είναι μούρα. Τι μήνυμα να ΄ναι αυτό.  

Μέγα σφάλμα να κρατήσει την κρυστάλλινη πιατέλα που της χάρισε η μητριά της. Της χάρισε, τρόπος του λέγειν δηλαδή. Της γιαγιάς της ήταν, της συνονόματης. Γι’ αυτό την κράτησε. Σφάλμα. Ποτέ δεν κρατάς δώρο μητριάς. Πιο πολύ αν είναι αυτή που μπήκε σφήνα ανάμεσα στους γονείς σου. Σφήκα. Με ντροπή θυμήθηκε την εικόνα στο νοσοκομείο. Ήταν αυτή στα τελευταία της, «Ευαγγελισμός», φορείο σε διάδρομο. Σφοδρή αιματέμεση. Και ξαφνικά, εκεί που παραιτημένα ψηλαφεί ο γιατρός το ημιθανές σαρκίο της ενενηντάχρονης, μια αδιανόητα ζωντανή, ίσια, κατάμαυρη τρίχα προβάλλει επιθετικά μέσα απ’ το σεντόνι που καλύπτει την κάτω κοιλιακή χώρα. Κεντρί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: