Κάθε απόγευμα στις 5:00. Στις 5:00 ακριβώς. Εκείνη βγαίνει στο στενό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Εκείνος κάθεται ήδη στο δικό του, στην αντικρινή πολυκατοικία και περιμένει. Την παρατηρεί που παίρνει θέση στην ξύλινη πολυθρόνα της. Ύστερα με τις ίδιες όπως κάθε φορά, αργές κινήσεις τα τρεμάμενα λιπόσαρκα δάχτυλά της ισιώνουν τη ρόμπα της. Έχει τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Θα πρέπει κάποτε να τα είχε μακριά, σκέφτεται και τη φέρνει στον νου του με τις ολόμαυρες μπούκλες της νεανικής της ηλικίας, εκείνες τις μπούκλες που θα πρέπει να αναπηδούσαν κάποτε ατίθασα πάνω στους ώμους της. Κι άλλοτε τα βλέπει κυματιστά να πέφτουν στο πρόσωπο του γιου της όταν έσκυβε να του κουμπώσει τη ζακέτα ή πιασμένα αλογοουρά να κυματίζουν χαριτωμένα. Τώρα έχουν την υπόλευκη θλίψη των αναμνήσεων της. Κανένας αγέρας δεν αναστατώνει τη χιονισμένη ομίχλη τους.
Νιώθει την απογευματινή δροσιά να τον αγγίζει. Σε άλλη περίπτωση θα βιαζόταν να μπει μέσα. Τώρα ούτε πού το σκέφτεται. Εδώ και είκοσι τρεις μέρες είναι αυτή είναι η μόνη του χαρά. Η μόνη διέξοδος αφού δεν μπορεί αλλού να πάει, ούτε να βγει από το σπίτι του. Είκοσι τρεις μέρες λοιπόν βγαίνει και κάθεται εκεί ώσπου να πέσει ο ήλιος. Και μόνο τότε σηκώνεται και επιστρέφει στο μοναχικό του δωμάτιο.
Το ίδιο κι εκείνη. Ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα κάθε μέρα. Ή μήπως εκείνος ακολουθεί το δικό της; Την περιμένει να φανεί. Κάθεται στο απέναντι μπαλκόνι με τα μάτια καρφωμένα και περιμένει. Φοράει το κασκέτο του και έχει ριγμένο στους ώμους του ένα σακάκι. Νιώθει τους παλμούς του να δυναμώνουν ανεπαίσθητα όταν η μπαλκονόπορτα ανοίγει. Και την κοιτά καθώς εκείνη βηματίζει με αστάθεια. Τον εντυπωσιάζουν η αργή λεπτότητα των κινήσεων της, το βλέμμα της που στέκεται για ώρα στον ουρανό. Η σιγή που κρύβεται στα μάτια της. Τα μάτια της. Προσπαθεί να καταλάβει τι χρώμα να είχαν κάποτε. Μπορεί ένα ελαφρύ γαλάζιο σαν της θάλασσας μπορεί και σμαραγδί. Σίγουρα ανοιχτόχρωμο πάντως. Αλλά τα δικά του μάτια είναι θολά από τα χρόνια και δεν τον βοηθούν. Και παραμένει εγκλωβισμένος στην καθημερινή επανάληψης μιας πλάνης. Εκείνης της πλάνης που θα μπορούσε να ήταν η συνύπαρξή τους, και γιατί όχι, ακόμα κι ένας έρωτας. Ένας τελευταίος έρωτας αφού άλλη δύναμη ζωής μεγαλύτερη από τον έρωτα δεν υπάρχει.
Γελάει, και σκέφτεται την κόρη του. Αν τον έβλεπε τι θα έλεγε. Και τον εγγονό του· παλληκαράκι πια. Μα δεν τον νοιάζει. Εκείνος ξέρει ότι ο έρωτας θέλει δύναμη. Η πείρα του τον έμαθε πως δεν είναι για όλους εφικτός, δεν είναι παιχνίδι. Μια ακραία μορφή ευτυχίας είναι, μια υπέρβαση. Μια ανάγκη να εκχωρήσει κανείς τον εαυτό του στην ανάγκη ενός άλλου. Κάπου το είχε διαβάσει αυτό.
Του άρεσε πάντα να διαβάζει. Και τώρα κοιτάζει την άγνωστη γυναίκα απέναντί του και σκέφτεται πόσο πολύ θα ήθελε να καθόταν δίπλα της και να της διάβαζε, να της έλεγε όσα είχε ο ίδιος μάθει, να την έβλεπε να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια με ενδιαφέρον, ίσως και με λίγο θαυμασμό —θα καταλάβαινε έτσι κιόλας ποιο ακριβώς είχε υπάρξει κάποτε το χρώμα των ματιών της— να την έκανε να γελάσει με την ψυχή της και να αντικρίσει μέσα στο γέλιο της το βάρος των δικών της αναμνήσεων προτού αποκαλύψει εκείνος τις δικές του. Να προσπαθούσε να αφουγκραστεί την ιστορία των ρυτίδων της, να τις ανάγκαζε να του πουν τις αλήθειες της ζωής της.
Μα νιώθει φυλακισμένος. Και δεν υπάρχει χειρότερη φυλακή από τον φόβο του χρόνου. Ακόμα και τώρα που μοιάζει να σταμάτησε για λίγο η ζωή, εκείνος τρέχει αξόδευτος. Μόνο που και για τους δύο είναι πια περιορισμένος. Το βλέπει στις αργές της κινήσεις, στον τρόπο που γέρνει το κορμί της, το νιώθει στο σώμα του κάθε πρωί που ξυπνάει, στα πόδια που πονούν και στα μάτια που δεν μπορούν πια να διακρίνουν το χρώμα των ματιών της. Και παραμένει αθόρυβος θεατής της δικής της μοναξιάς, εκεί κάθε απόγευμα στις 5:00. Στέκεται βουβός μπροστά στη διαφυλαγμένη της μοναχικότητα, έτοιμος να παραιτηθεί από τον εαυτό του αν χρειαστεί για να την πλησιάσει, να νιώσει τη συνύφανση μιας τυχαίας ελπίδας, μιας τελευταίας συνύπαρξης, τη μεταμόρφωση εκείνου του μπαλκονιού σε ένα παράθυρο διευρυμένων οριζόντων. Για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει στον χρόνο να διαρκέσει στο αύριο, να ενδώσει στην πλάνη ότι ο θάνατος δεν υπάρχει, στην τελική αναμέτρηση ακυρώνεται από τον έρωτα.
Την κοιτάζει από μακριά και προσπαθεί να της πει πως την έχει ανάγκη για να επιβιώσει· για να γίνει αλησμόνητος στη δική της ψυχή, έστω για λίγο προτού φύγει και λησμονηθεί για πάντα, για να συντελεστεί το θαύμα, μια ελάχιστη στιγμή αθανασίας αυτός είναι ο έρωτας, αλλά φοβάται πως ο χρόνος την άφησε για χρόνια πολλά κρυμμένη σε ένα διαφορετικό πεπρωμένο. Κι εκείνος άργησε να τη βρει.
Η ώρα πέρασε. Εκείνη σηκώνεται. Μαζεύει τη ζακέτα της από τους ισχνούς της ώμους και τη σφίγγει επάνω της. Ύστερα ανοίγει τη μπαλκονόπορτα για να περάσει μέσα. Αλλά σταματά. Γυρίζει προς το μέρος του και τον κοιτάζει λίγο προτού τελικά κάνει το επόμενο βήμα και κλείσει τη πόρτα πίσω της. Και πάλι δεν πρόλαβε να δει καλά το χρώμα των ματιών της.
Αύριο στις 5:00 θα είναι πάλι εκεί.