ΙΣΡΑΗΛ ΒΑΚΧΕΥΩΝ
καὶ λέγει, οὐκ ἔστιν φωνὴ ἐξαρχόντων κατ’ ἰσχὺν οὐδὲ φωνὴ ἐξαρχόντων τροπῆς, ἀλλὰ φωνὴν ἐξαρχόντων οἴνου ἐγὼ ἀκούω
Περπατούσαμε γυμνοί παντού
Κι ήταν η καρδιά μας μ᾽ όλα ξένη.
Να ᾽μασταν τυφλοί ή μεθυσμένοι;
Ή στην παραζάλη πυρετού;
Θεός αέρας σκίζει και πονεί
σαν τρυφερή αγκαλιά μας μάγεψε τ’ αμόνι
μέσα στην πέτρα, μέσα στη σκόνη
γυμνοί μοιραίοι κοινοί.
Ο γέρος θα ᾽ρθει;
Εκεί ψηλά γυρεύει τον Γιεχβά
Τον βρήκε;
Ο μόσχος ο χρυσός ζητάει να τον χλευάσει.
Ίσως και να κουράστηκε πια ο γέρος να ρωτά
Κι επέστρεψε στης σιωπής το λίκνο να πλαγιάσει
Γυμνός
Χωρίς αιδώ αψηφάει την παγωνιά
Ο θάνατος έχει θαρρείς μ’ αηδία προσπεράσει.
Δεν θα το βρει, το ξέρει πια, ό,τι χρόνια αναζητά.
Ίσως στ᾽ αλήθεια να ᾽χει πια τι αναζητά ξεχάσει.