9+2 ποιήματα

Μετάφραση: Γιώργος Χουλιάρας


———————————————  ≈  ———————————————

Η βρά­βευ­ση της Λουίζ Γκλικ (Louise Glück), όπως προ­φέ­ρε­ται το επώ­νυ­μό της, με το Βρα­βείο Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας 2020 απο­τε­λεί κο­ρυ­φαία ανα­γνώ­ρι­ση μιας σπου­δαί­ας Αμε­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τριας με ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση με την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία και την κλα­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Γεν­νη­μέ­νη στη Νέα Υόρ­κη το 1943 και έχο­ντας πε­ρά­σει μια δύ­σκο­λη εφη­βεία στην αμε­ρι­κα­νι­κή Μα­κρό­νη­σο (Λονγκ Άι­λαντ), το 1968 εξέ­δω­σε την πρώ­τη της συλ­λο­γή Πρω­τό­το­κος (Firstborn), ενώ γνω­στή έγι­νε με το βι­βλίο της Ο θρί­αμ­βος του Αχιλ­λέα το 1985, με ποι­ή­μα­τα που εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει όταν κά­η­καν το σπί­τι και όλα τα υπάρ­χο­ντά της. Άρ­χι­σε να γρά­φει τη συλ­λο­γή Αρα­ράτ (1990) με­τά τον θά­να­το του πα­τέ­ρα της.
Η δε­κα­ε­τία του 1990 υπήρ­ξε πο­λύ πα­ρα­γω­γι­κή, με­τά από ένα δύ­σκο­λο δια­ζύ­γιο. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν οι συλ­λο­γές Η άγρια ίρις (1992), Λει­μώ­νες (1997) και Νέα ζωή (Vita Nova, 1999). Το 1994 εκ­δό­θη­κε η συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων για την ποί­η­ση Απο­δεί­ξεις και θε­ω­ρί­ες, ενώ το 2017 δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων με τί­τλο Αμε­ρι­κα­νι­κή πρω­το­τυ­πία. Τη συλ­λο­γή ποι­η­μά­των Οι επτά επο­χές (2001) ακο­λού­θη­σαν οι συλ­λο­γές Αβέρ­νο (2006), Μια ζωή στο χω­ριό (2009) και Πι­στή και ενά­ρε­τη νύ­κτα (2014). Κο­ντά στην αρ­χαία Δι­καιαρ­χία (Πο­τσουό­λι) στην επαρ­χία Κα­μπά­νια, η λί­μνη Αβέρ­νο απο­τε­λού­σε εί­σο­δο στον κά­τω κό­σμο. Εί­χαν με­σο­λα­βή­σει συ­γκε­ντρω­τι­κές εκ­δό­σεις και αυ­το­τε­λώς τα ποι­ή­μα­τα Ο κή­πος (1976) και Οκτώ­βριος (2004), όπου ελ­λη­νι­κοί μύ­θοι επι­στρα­τεύ­ο­νται για τη διε­ρεύ­νη­ση του τραύ­μα­τος της επί­θε­σης στους Δί­δυ­μους Πύρ­γους στις 11 Σε­πτεμ­βρί­ου 2001. Έχει τι­μη­θεί με ση­μα­ντι­κά αμε­ρι­κα­νι­κά βρα­βεία.

«Δεν εί­μαι σί­γου­ρη πως θα κρα­τή­σω αυ­τή τη λέ­ξη»: Αυ­στη­ρό­τη­τα και ακρί­βεια στις στο­χα­στι­κά λυ­ρι­κές συ­μπυ­κνώ­σεις της Λουίζ Γκλικ, που δεν ξο­δεύ­ει άσκο­πα τις λέ­ξεις της, τη συν­δέ­ουν με την Έμι­λυ Ντί­κιν­σον και την Ελί­ζα­μπεθ Μπί­σοπ. Δεν εν­στερ­νί­ζε­ται τον εξο­μο­λο­γη­τι­κό τό­νο που υιο­θε­τεί η Σύλ­βια Πλαθ, λό­γου χά­ριν. Τη Λουίζ Γκλικ πρέ­πει να εί­χα στο μυα­λό μου όταν άλ­λο­τε χα­ρα­κτή­ρι­ζα την ποί­η­ση ως «αντι-εξο­μο­λο­γη­τι­κή αυ­το­βιο­γρα­φία».

Στο τεύ­χος #5 (Μαϊ­ου 2019) του Χάρ­τη έχουν δη­μο­σιευ­τεί, σε με­τα­φρά­σεις μου, τα ποι­ή­μα­τά της «Ο θρί­αμ­βος του Αχιλ­λέα» και «Ένας μύ­θος αφο­σί­ω­σης», ενώ στο Ημε­ρο­λό­γιο 2014 της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, με θέ­μα «Οδυσ­σέ­ας: Ένας διε­θνής ελ­λη­νι­κός μύ­θος», εί­χαν προη­γη­θεί δύο ποι­ή­μα­τα, για την Πη­νε­λό­πη και την Κίρ­κη, που εμ­φα­νί­ζο­νται πά­λι, σε μια επι­λο­γή από αδη­μο­σί­ευ­τες με­τα­φρά­σεις ποι­η­μά­των της Λουίζ Γκλικ που ανα­στο­χά­ζο­νται ελ­λη­νι­κούς μύ­θους.

Τί­τλοι στα αγ­γλι­κά ποι­η­μά­των της Λουίζ Γκλικ, σε από­δο­ση Γιώρ­γου Χου­λιά­ρα, που ακο­λου­θούν: Σει­ρή­να (Siren), Τρα­γού­δι της Πη­νε­λό­πης (Penelope’s Song), Η δύ­να­μη της Κίρ­κης (Circe's Power), Το βα­σα­νι­στή­ριο της Κίρ­κης (Circe's Torment), Η λύ­πη της Κίρ­κης (Circe's Grief), Ο μύ­θος της αθω­ό­τη­τας (The Myth of Innocence), Περ­σε­φό­νη η Πε­ρι­πλα­νώ­με­νη (Persephone the Wanderer), Αβέρ­νο (Averno), Πα­ρα­βο­λή των ομή­ρων (Parable of the Hostages).

9+2 ποιήματα

Σειρήνα & Πηνελόπη

Σειρήνα

Έγινα εγκληματίας όταν ερωτεύτηκα.
Προηγουμένως ήμουν σερβιτόρα.

Δεν ήθελα να πάω στο Σικάγο μαζί σου.
Ήθελα να σε παντρευτώ, ήθελα
Η γυναίκα σου να υποφέρει.

Ήθελα η ζωή της να είναι σαν θεατρικό έργο
Όπου όλα τα μέρη είναι μέρη λυπημένα.

Ένας καλός άνθρωπος
Σκέφτεται έτσι; Αξίζω

Έπαινο για το θάρρος μου –

Κάθισα στο σκοτάδι στη βεράντα σου.
Όλα ήταν σαφή:
Αν η γυναίκα σου δεν σε άφηνε να φύγεις
Αυτό ήταν απόδειξη ότι δεν σε αγαπούσε.
Αν σε αγαπούσε
Δεν θα ήθελε να είσαι ευτυχισμένος;

Σκέφτομαι τώρα
Πως αν ένιωθα λιγότερα θα ήμουν
Καλύτερος άνθρωπος. Ήμουν
Καλή σερβιτόρα.
Κουβαλούσα οκτώ ποτά.

Συνήθιζα να σου λέω τα όνειρά μου.
Χθες βράδυ είδα μια γυναίκα σε σκοτεινό λεωφορείο –
Στο όνειρο κλαίει, το λεωφορείο όπου καθόταν
Απομακρύνεται. Με το ένα χέρι
Αποχαιρετά· με το άλλο χαϊδεύει
Ένα κουτί αβγά γεμάτο μωρά.

Το όνειρο δεν σώζει την κόρη.


——————————  ≈  ——————————


Τραγούδι της Πηνελόπης

Μικρή ψυχή, μικρή διαρκώς ξεγυμνωμένη,
Κάνε τώρα αυτό που σου λέω, σκαρφάλωσε
Τα κλαδιά σαν εταζέρες του έλατου ·
Περίμενε στην κορυφή, προσεκτική, όπως
Φρουρός σε επιφυλακή. Θα γυρίσει σπίτι σύντομα ·
Σου ταιριάζει να είσαι
Γενναιόδωρη. Ούτε εσύ ήσουν εντελώς
Άμεμπτη άλλωστε · με το ενοχλητικό σου σώμα
Έχεις κάνει πράγματα που δεν θα έπρεπε
Να συζητάς σε ποιήματα. Επομένως
Κάλεσέ τον πάνω από τα ανοιχτά νερά, πάνω από τα λαμπρά
Νερά
Με το σκοτεινό τραγούδι σου, με το αρπακτικό
Αφύσικο τραγούδι σου – γεμάτο πάθος
Όπως η Μαρία Κάλλας. Ποιος
Δεν θα σε ήθελε; Τίνος την πιο δαιμονική όρεξη
Δεν θα μπορούσες να ικανοποιήσεις; Σύντομα
Θα γυρίσει από όπου και αν πάει
Εν τω μεταξύ,
Ηλιοκαμένος από την απουσία του, επιθυμώντας
Το ψητό κοτόπουλό του. Α, πρέπει να τον υποδεχθείς,
Πρέπει να τινάξεις τα κλωνάρια του δέντρου
Για να τραβήξεις την προσοχή του,
Αλλά προσεκτικά, προσεκτικά, μην τυχόν
Και παραμορφωθεί το όμορφό του πρόσωπο
Από πάρα πολλές βελόνες που θα πέφτουν.


Τρία ποιήματα της Κίρκης

——————————  ≈  ——————————

Η δύ­να­μη της Κίρ­κης

Πο­τέ δεν με­τα­μόρ­φω­σα κα­νέ­ναν σε γου­ρού­νι.
Κά­ποιοι άν­θρω­ποι εί­ναι γου­ρού­νια· τους κά­νω
Να φαί­νο­νται σαν γου­ρού­νια.

Έχω σι­χα­θεί τον κό­σμο σου
Που αφή­νει το έξω να με­ταμ­φιέ­ζει το μέ­σα. Δεν ήταν κα­κοί οι άντρες σου ·
Η μη πει­θαρ­χη­μέ­νη ζωή
Τους το έκα­νε αυ­τό. Σαν γου­ρού­νια,

Με τη φρο­ντί­δα τη δι­κή μου
Και των γυ­ναι­κών μου
Γλύ­κα­ναν αμέ­σως.

Με­τά αντέ­στρε­ψα το ξόρ­κι, δεί­χνο­ντάς σου την κα­λο­σύ­νη μου
Κα­θώς και τη δύ­να­μή μου. Εί­δα ότι
Θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε ευ­τυ­χι­σμέ­νοι εδώ,
Όπως εί­ναι άντρες και γυ­ναί­κες
Όταν οι ανά­γκες τους εί­ναι απλές. Ταυ­τό­χρο­να,

Προ­έ­βλε­ψα την ανα­χώ­ρη­σή σου,
Οι άντρες σου με τη βο­ή­θειά μου να αψη­φούν
Την κλα­μέ­νη, μα­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα. Νο­μί­ζεις

Λί­γα δά­κρυα με στε­νο­χω­ρούν; Φί­λε μου,
Κά­θε μά­γισ­σα εί­ναι
Πραγ­μα­τί­στρια κα­τά βά­θος · κα­νείς δεν βλέ­πει την ου­σία
Αν δεν βλέ­πει όρια. Αν ήθε­λα μό­νο να σε κρα­τή­σω
Θα σε κρα­τού­σα αιχ­μά­λω­το.


——————————  ≈  ——————————


Το βα­σα­νι­στή­ριο της Κίρ­κης

Με­τα­νιώ­νω πι­κρά
Τα χρό­νια που σε αγά­πη­σα
Στην πα­ρου­σία και την απου­σία σου, με­τα­νιώ­νω
Για τον νό­μο, το λει­τούρ­γη­μα
Που μου απα­γο­ρεύ­ουν να σε κρα­τή­σω, η θά­λασ­σα

Ένα σε­ντό­νι από γυα­λί, η ομορ­φιά των
Λευ­κών από τον ήλιο ελ­λη­νι­κών πλοί­ων: πώς
Θα μπο­ρού­σα να έχω τη δύ­να­μη αν
Δεν εί­χα την επι­θυ­μία
Να σε με­τα­μορ­φώ­σω: όπως

Αγα­πού­σες το σώ­μα μου,
Όπως εκεί έβρι­σκες
Το πά­θος που υψώ­σα­με πά­νω
Από κά­θε άλ­λο δώ­ρο, σε εκεί­νη τη μια στιγ­μή
Πά­νω από την τι­μή και την ελ­πί­δα, πά­νω από την
Αφο­σί­ω­ση, στο όνο­μα αυ­τού του δε­σμού
Σου αρ­νού­μαι
Πα­ρό­μοιο αί­σθη­μα για τη γυ­ναί­κα σου
Κα­θώς σε αφή­νω
Να ξα­πλώ­σεις μα­ζί της, σου αρ­νού­μαι
Τον ύπνο ξα­νά
Αν δεν μπο­ρώ να σε έχω.


——————————  ≈  ——————————


Η λύ­πη της Κίρ­κης

Στο τέ­λος, απο­κά­λυ­ψα
Τον εαυ­τό μου στη γυ­ναί­κα σου όπως
Ένας θε­ός θα έκα­νε, στο δι­κό της σπί­τι, στην
Ιθά­κη, μια φω­νή
Χω­ρίς σώ­μα: στα­μά­τη­σε
Να πλέ­κει, γυ­ρί­ζο­ντας το κε­φά­λι της
Πρώ­τα δε­ξιά, έπει­τα αρι­στε­ρά
Αν και δεν υπήρ­χε ελ­πί­δα βέ­βαια
Να συν­δέ­σει τον ήχο με οποια­δή­πο­τε
Πραγ­μα­τι­κή πη­γή: αμ­φι­βάλ­λω
Αν θα γυ­ρί­σει στον αρ­γα­λειό της
Με όσα ξέ­ρει τώ­ρα. Όταν
Θα την ξα­να­δείς, πες της
Έτσι λέ­ει αντίο ένας θε­ός.
Αν εί­μαι στο κε­φά­λι της για πά­ντα
Εί­μαι στη ζωή σου για πά­ντα.





Δύο ποιήματα της Περσεφόνης

——————————  ≈  ——————————


Ο μύ­θος της αθω­ό­τη­τας

Ένα κα­λο­καί­ρι πη­γαί­νει στον αγρό όπως συ­νή­θως
κά­νο­ντας μία στά­ση στη δε­ξα­με­νή όπου συ­χνά
κοι­τά­ζει τον εαυ­τό της για να δει
αν δια­κρί­νει κα­θό­λου αλ­λα­γές. Βλέ­πει
το ίδιο άτο­μο, τον φρι­κτό μαν­δύα
της θυ­γα­τρι­κό­τη­τας κολ­λη­μέ­νο ακό­μη πά­νω της.

Ο ήλιος φαί­νε­ται, στο νε­ρό, πο­λύ κο­ντά.
Αυ­τός εί­ναι ο θεί­ος μου που πά­λι κα­τα­σκο­πεύ­ει, σκέ­φτε­ται –
τα πά­ντα στη φύ­ση εί­ναι κα­τά κά­ποιον τρό­πο συγ­γε­νείς της.
Δεν εί­μαι πο­τέ μό­νη, σκέ­φτε­ται,
με­τα­τρέ­πο­ντας τη σκέ­ψη σε προ­σευ­χή.
Έπει­τα εμ­φα­νί­ζε­ται ο θά­να­τος, όπως η απά­ντη­ση σε μια προ­σευ­χή.

Κα­νείς δεν κα­τα­λα­βαί­νει πια
πό­σο όμορ­φος ήταν. Αλ­λά η Περ­σε­φό­νη θυ­μά­ται.
Επί­σης ότι την αγκά­λια­ζε, εκεί ακρι­βώς,
με τον θείο της να πα­ρα­κο­λου­θεί. Θυ­μά­ται
το φως του ήλιου να λά­μπει στα γυ­μνά μπρά­τσα του.

Αυ­τή εί­ναι η τε­λευ­ταία στιγ­μή που θυ­μά­ται κα­θα­ρά.
Έπει­τα ο σκο­τει­νός θε­ός την πή­ρε μα­κριά.

Επί­σης θυ­μά­ται, λι­γό­τε­ρο κα­θα­ρά,
την ψυ­χρή επί­γνω­ση πως από εκεί­νη τη στιγ­μή
δεν μπο­ρού­σε πια να ζή­σει χω­ρίς εκεί­νον.

Το κο­ρί­τσι που εξα­φα­νί­ζε­ται από τη δε­ξα­με­νή
δεν θα επι­στρέ­ψει πο­τέ. Μια γυ­ναί­κα θα επι­στρέ­ψει,
ψά­χνο­ντας για το κο­ρί­τσι που υπήρ­ξε.

Στέ­κε­ται στη δε­ξα­με­νή λέ­γο­ντας, πό­τε πό­τε,
ήμουν θύ­μα απα­γω­γής, αλ­λά της ακού­γε­ται
λά­θος, κα­μία σχέ­ση με το τι ένιω­σε.
Έπει­τα λέ­ει, δεν ήμουν θύ­μα απα­γω­γής.
Έπει­τα λέ­ει, προ­σφέρ­θη­κα, ήθε­λα από το σώ­μα μου
να δρα­πε­τεύ­σω. Ακό­μη, κά­ποιες φο­ρές,
το επι­θυ­μού­σα. Αλ­λά η άγνοια

δεν μπο­ρεί να επι­θυ­μή­σει τη γνώ­ση. Η άγνοια
επι­θυ­μεί κά­τι φα­ντα­στι­κό, που πι­στεύ­ει ότι υπάρ­χει.

Όλα τα δια­φο­ρε­τι­κά ου­σια­στι­κά –
τα λέ­ει πε­ρι­στρο­φι­κά.
Θά­να­τος, σύ­ζυ­γος, θε­ός, ξέ­νος.
Όλα ακού­γο­νται τό­σο απλά, τό­σο συμ­βα­τι­κά.
Πρέ­πει να ήμουν, σκέ­φτε­ται, ένα απλό κο­ρί­τσι.

Δεν μπο­ρεί να θυ­μη­θεί τον εαυ­τό της ως εκεί­νο το άτο­μο
αλ­λά συ­νε­χί­ζει να σκέ­φτε­ται ότι η δε­ξα­με­νή θα θυ­μά­ται
και θα της εξη­γή­σει τη ση­μα­σία της προ­σευ­χής της
ώστε να κα­τα­λά­βει
αν απα­ντή­θη­κε ή όχι.


——————————  ≈  ——————————

Περ­σε­φό­νη η Πε­ρι­πλα­νώ­με­νη

Στην πρώ­τη εκ­δο­χή, η Περ­σε­φό­νη
απο­σπά­ται από τη μη­τέ­ρα της
και η θεά της γης
τι­μω­ρεί τη γη – αυ­τό
συμ­φω­νεί με όσα ξέ­ρου­με για την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά,

ότι τα αν­θρώ­πι­να όντα νιώ­θουν βα­θιά ικα­νο­ποί­η­ση
να κά­νουν κα­κό, ιδί­ως
όχι συ­νει­δη­τό κα­κό:

μπο­ρού­με αυ­τό να το απο­κα­λέ­σου­με
αρ­νη­τι­κή δη­μιουρ­γία.

Στης Περ­σε­φό­νης το αρ­χι­κό
τα­ξί­δι στην κό­λα­ση συ­νε­χί­ζουν
να απλώ­νουν χέ­ρι λό­γιοι που αμ­φι­σβη­τούν
τις αι­σθή­σεις της παρ­θέ­νου:

συ­νερ­γά­στη­κε στον βια­σμό της,
ή ναρ­κώ­θη­κε, ή βιά­στη­κε πα­ρά τη θέ­λη­σή της,
που συμ­βαί­νει τό­σο συ­χνά σε σύγ­χρο­να κο­ρί­τσια.

Όπως εί­ναι γνω­στό, η επι­στρο­φή της αγα­πη­μέ­νης
δεν διορ­θώ­νει
την απώ­λεια της αγα­πη­μέ­νης: η Περ­σε­φό­νη

επι­στρέ­φει σπί­τι
λε­κια­σμέ­νη με κόκ­κι­νο χυ­μό όπως
ένας χα­ρα­κτή­ρας στον Χώ­θορν –

δεν εί­μαι σί­γου­ρη πως
θα κρα­τή­σω αυ­τή τη λέ­ξη: εί­ναι η γη
«σπί­τι» της Περ­σε­φό­νης; Βρί­σκε­ται σπί­τι, εν­δε­χο­μέ­νως,
στο κρε­βά­τι του θε­ού; Δεν εί­ναι
σπί­τι που­θε­νά; Έχει
γεν­νη­θεί πε­ρι­πλα­νώ­με­νη, με άλ­λα λό­για,
ένα υπαρ­ξια­κό
αντί­γρα­φο της μη­τέ­ρας της, που λι­γό­τε­ρο
εμπο­δί­ζουν ιδέ­ες αι­τιό­τη­τας;

Εί­ναι επι­τρε­πτό να μην σας αρέ­σει
κα­νείς, ξέ­ρε­τε. Οι χα­ρα­κτή­ρες
δεν εί­ναι άν­θρω­ποι.
Εί­ναι πλευ­ρές ενός δι­λήμ­μα­τος ή μιας σύ­γκρου­σης.

Τρία μέ­ρη: ακρι­βώς όπως διαι­ρεί­ται η ψυ­χή,
εγώ, υπε­ρε­γώ, εκεί­νο. Πα­ρο­μοί­ως

τα τρία επί­πε­δα του γνω­στού κό­σμου, 
ένα εί­δος δια­γράμ­μα­τος που χω­ρί­ζει
τον ου­ρα­νό από τη γη από την κό­λα­ση.

Πρέ­πει να ανα­ρω­τη­θεί­τε:
πού χιο­νί­ζει;

Το λευ­κό της αμνη­σί­ας
της βε­βή­λω­σης –

Χιο­νί­ζει στη γη · ο πα­γω­μέ­νος αέ­ρας λέ­ει

Η Περ­σε­φό­νη κά­νει έρω­τα στην κό­λα­ση.
Σε αντί­θε­ση με τους υπό­λοι­πους εμάς, δεν γνω­ρί­ζει      
τι εί­ναι χει­μώ­νας, μό­νον ότι
εκεί­νη εί­ναι αυ­τό που τον προ­κα­λεί.

Εί­ναι ξα­πλω­μέ­νη στο κρε­βά­τι του Άδη.

Τι έχει στο μυα­λό της;
Φο­βά­ται; Έχει κά­τι
σβή­σει την ιδέα
του μυα­λού;

Γνω­ρί­ζει ότι η γη
διοι­κεί­ται από μη­τέ­ρες, του­λά­χι­στον αυ­τό
εί­ναι βέ­βαιο. Επί­σης γνω­ρί­ζει
ότι δεν εί­ναι πια αυ­τό
που ονο­μά­ζε­ται κο­ρί­τσι. Σε σχέ­ση
με τη φυ­λά­κι­ση, πι­στεύ­ει

ότι υπήρ­ξε αιχ­μά­λω­τη αφού υπήρ­ξε κό­ρη.

Οι τρο­με­ρές επα­νε­νώ­σεις που της επι­φυ­λάσ­σο­νται
θα εξα­ντλή­σουν το υπό­λοι­πο της ζω­ής της.
Όταν το πά­θος για εξι­λέ­ω­ση
εί­ναι χρό­νιο, σφο­δρό, δεν επι­λέ­γεις
τον τρό­πο που ζεις. Δεν ζεις ·
δεν σου επι­τρέ­πε­ται να πε­θά­νεις.

Πα­ρα­σύ­ρε­σαι με­τα­ξύ γης και θα­νά­του
που μοιά­ζουν, τε­λι­κά,
πε­ριέρ­γως πα­ρό­μοια. Λό­γιοι λέ­νε

πως δεν έχει νό­η­μα να ξέ­ρεις τι θέ­λεις
όταν οι δυ­νά­μεις που σε διεκ­δι­κούν
θα μπο­ρού­σαν να σε σκο­τώ­σουν.

Λευ­κό της αμνη­σί­ας,
λευ­κό της ασφά­λειας –

Λέ­νε
πώς υπάρ­χει ένα ρήγ­μα στην αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή
που δεν κα­τα­σκευά­στη­κε για να ανή­κει
εξ ολο­κλή­ρου στη ζωή. Η γη

μας κα­λεί να αρ­νη­θού­με το ρήγ­μα αυ­τό, μια απει­λή
με­ταμ­φιε­σμέ­νη ως πρό­τα­ση –
όπως εί­δα­με
στην ιστο­ρία της Περ­σε­φό­νης
που πρέ­πει να δια­βα­στεί

ως μια αντι­δι­κία με­τα­ξύ της μη­τέ­ρας και του ερα­στή –
η κό­ρη εί­ναι απλώς το κρέ­ας.

Όταν έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη με τον θά­να­το, πο­τέ δεν βλέ­πει
το λι­βά­δι χω­ρίς τις μαρ­γα­ρί­τες.
Ξαφ­νι­κά δεν τρα­γου­δά πια
τα παρ­θε­νι­κά της τρα­γού­δια
για της μη­τέ­ρας της
την ομορ­φιά και τη γο­νι­μό­τη­τα. Εκεί όπου
εί­ναι το ρήγ­μα, εί­ναι η διά­σπα­ση.

Τρα­γού­δι της γης,
τρα­γού­δι του μυ­θι­κού ορά­μα­τος της αιώ­νιας ζω­ής –

Η ψυ­χή μου
θρυμ­μα­τι­σμέ­νη από την έντα­ση
της προ­σπά­θειας να ανή­κει στη γη –

Τι θα κά­νεις,
όταν έρ­θει η σει­ρά σου στον αγρό με τον θεό;



Αβέρνο & Οι Έλληνες στις ακτές της Τροίας

——————————  ≈  ——————————

Αβέρ­νο

Averno. Αρ­χαίο όνο­μα, Avernus. Μι­κρή λί­μνη σε κρα­τή­ρα, δέ­κα μί­λια από τη Νά­πο­λη, στην Ιτα­λία. Οι αρ­χαί­οι Ρω­μαί­οι τη θε­ω­ρού­σαν εί­σο­δο στον κά­τω κό­σμο.

        I

Πε­θαί­νεις όταν το πνεύ­μα σου πε­θαί­νει.
Αλ­λιώς, ζεις.
Μπο­ρεί να μην το κά­νεις κα­λά, αλ­λά συ­νε­χί­ζεις –
κά­τι για το οποίο δεν έχεις επι­λο­γή.

Όταν το λέω αυ­τό στα παι­διά μου
δεν δί­νουν προ­σο­χή.
Οι ηλι­κιω­μέ­νοι, νο­μί­ζουν –
αυ­τό κά­νουν πά­ντο­τε:
μι­λά­νε για πράγ­μα­τα που κα­νείς δεν μπο­ρεί να δει
για να κα­λύ­ψουν τα εγκε­φα­λι­κά κύτ­τα­ρα που χά­νουν.
Κά­νουν νεύ­μα­τα με­τα­ξύ τους ·
άκου τι λέ­ει, μι­λά για το πνεύ­μα
για­τί δεν θυ­μά­ται πια τη λέ­ξη για την κα­ρέ­κλα.

Εί­ναι φο­βε­ρό να εί­σαι μό­νος σου.
Δεν εν­νοώ να ζεις μό­νος σου –
να εί­σαι μό­νος σου, όπου κα­νείς δεν σε ακού­ει.

Θυ­μά­μαι τη λέ­ξη για την κα­ρέ­κλα.
Θέ­λω να πω – απλώς δεν εν­δια­φέ­ρο­μαι πια.

Ξυ­πνώ με τη σκέ­ψη
πρέ­πει να ετοι­μα­στείς.
Σύ­ντο­μα το πνεύ­μα θα πα­ρα­δο­θεί –
όλες οι κα­ρέ­κλες στον κό­σμο δεν θα με βοη­θή­σουν.


——————————  ≈  ——————————


Πα­ρα­βο­λή των ομή­ρων

Οι Έλ­λη­νες κά­θο­νται στην πα­ρα­λία
και ανα­ρω­τιού­νται τι να κά­νουν όταν τε­λειώ­σει ο πό­λε­μος. Κα­νείς
δεν θέ­λει να πά­ει σπί­τι, πί­σω
σε αυ­τό το κοκ­κα­λιά­ρι­κο νη­σί · όλοι θέ­λουν λί­γο πα­ρα­πά­νω
από όσα υπάρ­χουν στην Τροία, πε­ρισ­σό­τε­ρη
ζωή με έντα­ση, αυ­τή την αί­σθη­ση κά­θε ημέ­ρας λες και
εί­ναι γε­μά­τη εκ­πλή­ξεις. Αλ­λά πώς να το εξη­γή­σεις αυ­τό
σε όσους εί­ναι σπί­τι, για τους οποί­ους
το να πά­ρεις μέ­ρος σε έναν πό­λε­μο εί­ναι μια εύ­λο­γη
δι­καιο­λο­γία απου­σί­ας, ενώ
το να ερευ­νή­σεις τις δυ­να­τό­τη­τές σου πε­ρι­σπα­σμών
δεν εί­ναι. Λοι­πόν, αυ­τό μπο­ρεί να αντι­με­τω­πι­στεί
αρ­γό­τε­ρα · εκεί­νοι
εί­ναι άν­δρες της δρά­σης, έτοι­μοι να αφή­σουν
την επί­γνω­ση στις γυ­ναί­κες και τα παι­διά.
Ενώ τα σκέ­φτο­νται αυ­τά στον καυ­τό ήλιο, ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι
από μια νέα δύ­να­μη στα μπρά­τσα τους, που φαί­νο­νται
πιο χρυ­σά από όσο στο σπί­τι, σε με­ρι­κούς
αρ­χί­ζει να τους λεί­πει η οι­κο­γέ­νειά τους λί­γο,
να τους λεί­πουν οι γυ­ναί­κες τους, να θέ­λουν να δουν
αν ο πό­λε­μος τούς γέ­ρα­σε. Και λί­γοι γί­νο­νται
κά­πως ανή­συ­χοι: και αν ο πό­λε­μος εί­ναι απλώς
μια αρ­σε­νι­κή εκ­δο­χή του να φο­ρά­με τα κα­λά μας,
ένα παι­χνί­δι που έχει σχε­δια­στεί για να απο­φεύ­γου­με
σο­βα­ρές πνευ­μα­τι­κές ερω­τή­σεις; Α,
μα δεν ήταν μό­νον ο πό­λε­μος. Ο κό­σμος εί­χε αρ­χί­σει
να τους κα­λεί, μια όπε­ρα που ξε­κι­νά με του πο­λέ­μου
τις δυ­να­τές χορ­δές και λή­γει με την πλω­τή άρια των σει­ρή­νων.
Εκεί στην πα­ρα­λία, συ­ζη­τώ­ντας τα δια­φο­ρε­τι­κά
δρο­μο­λό­για επι­στρο­φής στο σπί­τι, κα­νείς δεν πί­στευε
πως θα έπαιρ­νε δέ­κα χρό­νια για να γυ­ρί­σεις στην Ιθά­κη ·
κα­νείς δεν προ­έ­βλε­πε τη δε­κα­ε­τία άλυ­των δι­λημ­μά­των – α, ανυ­πό­κρι­τη
οδύ­νη της αν­θρώ­πι­νης καρ­διάς: πώς να μοι­ρά­σεις
την ομορ­φιά του κό­σμου σε απο­δε­κτές
και μη απο­δε­κτές αγά­πες! Στις ακτές της Τροί­ας,
πώς θα μπο­ρού­σαν να ξέ­ρουν οι Έλ­λη­νες
ότι ήταν όμη­ροι ήδη: όποιος μια φο­ρά
κα­θυ­στε­ρεί το τα­ξί­δι έχει στη γοη­τεία
ήδη υπο­κύ­ψει · πώς θα μπο­ρού­σαν να ξέ­ρουν
ότι από τον μι­κρό τους αριθ­μό
με­ρι­κούς θα κρα­τού­σαν για πά­ντα τα όνει­ρα της ηδο­νής,με­ρι­κούς του ύπνου, με­ρι­κούς της μου­σι­κής


ΣΧΕ­ΤΙ­ΚΑ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΑ
Χρώ­μα­τα των χαρ­το­γρά­φων
της Ελί­ζα­μπεθ Μπί­σοπ
15 Μα­ΐ­ου: Έμι­λυ Ντί­κιν­σον [3 ποι­ή­μα­τα]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: