Όχι πολύ καιρό μετά τα εγκαίνια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (Σεπτ. 2006), Γεωργιανοί ιθύνοντες –δεν έμαθα ποιοι–, εντυπωσιασμένοι φαίνεται από αυτό που είδαν, με ειδοποίησαν τηλεφωνικά αν θα ήθελα να περάσω από το Προξενείο τους για να μιλήσω με τον πρόξενο. Πράγματι συναντηθήκαμε –θυμάμαι είχε ένα εντυπωσιακό ρολόι χειρός και ένα αντίγραφο ορθόδοξης εικόνας στο τραπέζι, μάλλον από αυτές του Αγίου Όρους– και συμφωνήσαμε να αναλάβω την επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Κουταϊσι (Kutaisi), τη δεύτερη δηλαδή πόλη της Γεωργίας μετά την Tiφλίδα (Tbilisi).
Πήγα αρκετές φορές. Το ταξίδι πολύ κουραστικό, μέσω Μονάχου, χαράματα στην Τιφλίδα. Ο δρόμος προς την πόλη είχε ομίχλη χειμώνα καλοκαίρι, ερημιά και εκείνο τον εφιαλτικό πορτοκαλί φωτισμό. Ξενοδοχείο Riverside. Σε μερικές ώρες ερχόταν στη ρεσεψιόν καταρχάς η Μάκα Καμουσάτζε (Σεπτ. 1974 – 13 Μαρτ. 2020). Μου συστήθηκε ότι θα είναι η διερμηνέας μου. Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι τα ελληνικά της ήταν εξαιρετικά και η δεύτερη ότι είχε πρόσωπο και βλέμμα αγίας. Αυτό που έχει συνεχώς ένα αδιόρατο χαμόγελο. Μου είπε αμέσως σχεδόν ότι διδάσκει, ως καθηγήτρια, ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας, ότι δίδαξε π.χ. Ιορδανίδου (Λωξάνδρα) και Βενέζη, και ότι η διδακτορική διατριβή της ήταν για τον ελληνικό υπερρεαλισμό και ιδιαίτερα τον Εγγονόπουλο.
Οι πρώτες ενημερωτικές συναντήσεις γινόταν στο γραφείο του τότε Γ.Γ. Πολιτισμού. Μία φορά είχε κληθεί και ο δικός μας πρέσβης και μία άλλη φορά η κρατική τηλεόραση. Η Μάκα δε μ΄άφηνε ούτε λεπτό. Αργότερα αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στο Κουταϊσι, με το υπηρεσιακό τζιπ. Παντού τρεχούμενα νερά που αγρίευαν με την πρώτη βροχή, αγελάδες στους δρόμους, τσιμπούσια με κάθε ευκαιρία πλάι σε τρεχούμενα νερά. Στο κέντρο και στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης νόμιζες ότι ήσουν στον 19 αι., μην πω και παλιότερα. Σκηνικά έτοιμα για γυρίσματα, ιδιαίτερα για σενάρια βασισμένα σε ρώσους κλασικούς, ίσως περισσότερο στον Τσέχωφ. Ιδίως το σαλόνι του σπιτιού τού διευθυντή τού μουσείου που μας κάλεσε ένα μεσημέρι για ένα από τα εθιμικά γεωργιανά πλούσια τραπεζώματα. Ο διευθυντής θα πρέπει να ήταν απλός διοικητικός, ενώ το μουσείο στεγαζόταν σε ένα παλιό, ετοιμόρροπο σχεδόν, κτίριο και είχε για φύλακες δυο τρεις εθελόντριες, γηραιές κυρίες. Από την πόλη περνούσε η κοίτη ποταμού με άσπρα απότομα βράχια φαγωμένα από τα νερά. Μου είπαν ότι είναι ο Φάσις, το ποτάμι που οδήγησε τους Αργοναύτες στην Κολχίδα…
Με τριγύρισαν, για να έχω μια γενική εικόνα, σε πολλούς χώρους με αποθηκευμένα πάσης φύσεως αντικείμενα, από προϊστορικά μέχρι έπιπλα του περασμένου αιώνα, και με ενημέρωναν διάφοροι σεβάσμιοι ειδικοί όλων των τομέων του παρελθόντος, ακόμη και για τα παλαιολιθικά. Νομίζω ότι είχε γίνει αποδεκτή η άποψή μου ότι με τις κατάλληλες προσαρμογές θα μπορούσε να εφαρμοστεί και εκεί το σκεπτικό της επανέκθεσης του Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η ιστορία αυτή ξαφνικά σταμάτησε, υποθέτω λόγω των πολιτικών αλλαγών που επήλθαν στο μεταξύ. Δεν έμαθα, ούτε ρώτησα να μάθω.
Στο μεταξύ με τη Μάκα ανταλλάσσαμε ευχετήρια μέιλ, μου έστειλε μια δυό φορές κείμενά της να δω αν της ξέφυγε κάτι κλπ. Την είχα δει και δύο φορές στη Θεσσαλονίκη την μία μου είχε φέρει ένα μπουκάλι κόκκινο γεωργιανό κρασί –ίσως, λένε, το καλύτερο κρασί του κόσμου– για να με παρηγορήσει για εκείνο που μου είχαν κατακρατήσει στο αεροδρόμιο. Την άλλη έξω από τον Άγιο Δημήτριo, έχοντας ήδη φορέσει τσεμπέρι και έτοιμη να μπει στην ουρά για να προσκυνήσει ένα ιερό κειμήλιο από το Άγιον Όρος. «Μη στεναχωριέστε, δε θα ταλαιπωρηθώ εκτός, γιατί η ουρά είναι μέσα στο ναό, σα σαλίγκαρος», μου είπε.
Την πρώτη Μαϊου φέτος, και αφού πριν από μέρες της είχα στείλει απάντηση «Καλή Ανάσταση, επίσης» στο messenger, μου είχε στείλει, πάλι στο messenger, μεγάλο μήνυμα για την κατάστασή της, το οποίο το πήρε φευγαλέα το μάτι μου, αλλά νόμισα ότι κάνω λάθος, το ξέχασα. Δεν το διάβασα. Εξάλλου αποφεύγω πολλές φορές να βλέπω το messenger γιατί μπλοκάρει το fb, δεν ξέρω γιατί. Στο tablet. Ώσπου κατά τα μέσα Μαϊου άρχισα να βλέπω στο fb απανωτές αναρτήσεις στα γεωργιανά –με εκείνα τα υπέροχα γραμματάκια σαν αυγουλάκια– που αναφερόταν στη Μάκα και έμοιαζαν με εκφράσεις σπαραγμού για το θάνατό της. Οι μεταφράσεις ήταν ακαταλαβίστικες, οπότε θυμάμαι το messenger και το μήνυμά της που δεν είχα διαβάσει. Έλεγε ότι από το Φεβρουάριο είναι με το σύζυγο της σε κλινική του Μονάχου, ότι πέρασε πολύ δύσκολα με εγχείρηση, πολυήμερο κώμα και ότι τώρα λειτουργεί το μυαλό και η καρδιά της και ότι θα επανέλθουν πιστεύει και τα άλλα όργανα. Και να προσέχω τον κορωνοϊό. Έφυγε στις 13 Μαρτίου. Ελπίζω να μη πρόλαβε να ανησυχήσει που δεν απάντησα στο μήνυμά της.
(4 Ιουνίου 2020)