————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (19)
—————————————————
ΜEΡΟΣ Γ΄: αντι-ποίηση - μη ποίηση, αντιποιητικός
————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (19)
—————————————————
ΜEΡΟΣ Γ΄: αντι-ποίηση - μη ποίηση, αντιποιητικός
αντιποίηση
Το πρόθημα αντι- δηλώνει πρωτίστως «αντίθεση, εναντίωση» σε σχέση με το δεύτερο συνθετικό. Συχνά εμπεριέχει την έννοια της απόρριψης κάθε συμβατικότητας, εκφράζει ριζοσπαστικότητα, πλήρη ανατροπή των παραδοσιακών αντιλήψεων ή καθιερωμένων απόψεων για ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Ο αβανγκαρντισμός (avant-gardisme, 1918) αμφισβήτησε τα γενικώς αποδεκτά πρότυπα και συνδέθηκε με τις ανανεωτικές δράσεις διαφόρων καλλιτεχνικών, κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Η αντι-τέχνη
(αγγλ. anti-art, 1937) αντιπροσωπεύει με τη μορφή του ντανταϊσμού τις ακραίες μορφές ελευθερίας της έκφρασης. Η απόρριψη παραδεδομένων αρχών και αξιών οδηγεί συχνά στην ανανέωση της τέχνης στις ποικίλες εκφάνσεις της. Το αντι-θέατρο (γερμαν. Anti-theater), νέο θέατρο
ή θέατρο του παραλόγου, εντάσσεται στο ίδιο ανανεωτικό κλίμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται κατάχρηση ή παρερμηνεία των σχετικών όρων.[1]
Η αντιποίηση είναι συνήθως γνωστή ως νομικός όρος («παράνομη οικειοποίηση δικαιώματος, ξένης ιδιοκτησίας ή κατάχρηση εξουσίας»), με γνωστότερη λεξική σύναψη την αντιποίηση Αρχής. Το ομώνυμο αντιποίηση, με τη σημασία «ό,τι αντιτίθεται ή αντίκειται στην ποίηση στην παραδοσιακή της μορφή», αντιδιαστέλλεται γραφηματικά ως αντι-ποίηση.[2]
Σε ένα πρόσφατο σύντομο δημοσίευμα γίνεται πρόσπάθεια ανάλυσης της αντιποίησης χωρίς στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο.[3] Αυτό που ενοχλεί, πέρα από τα μέτρια Αγγλικά, είναι οι απόλυτες οριοθετήσεις οι οποίες δεν ισχύουν στην πράξη. Αφού αποδεχτεί ο συγγραφέας τον ορισμό της ποίησης, όπως τον έδωσε ο William Wordsworth (1770-1850) «η αυθόρμητη υπερχείλιση πανίσχυρων αισθημάτων» (“the spontaneous overflow of powerful feelings”), προτιμά να ορίσει την αντιποίηση με μια εικόνα που δεν έχει επιστημονική βάση: αρέσκεται να πετά στον ουρανό της γλώσσας, ανέμελη σαν τη γαλιάντρα. Είναι το αποτέλεσμα της ποιητικής τρέλας (poetic madness), η φυγή από την τυραννία της γλώσσας. Κυριαρχείται από τη φαντασία και το συναίσθημα, ενώ η ποίηση αποτελεί άσκηση του μυαλού. Ο ποιητής λατρεύει τον Απόλλωνα και ο αντιποιητής το Διόνυσο. Το μόνο θετικό από αυτό το αλλόκοτο άρθρο είναι η διαπίστωση ότι από την αντιποίηση προκύπτει ένα νέο είδος ποίησης.
Ο σερβοαμερικάνος ποιητής Charles Simic (γενννήθηκε στο Βελιγράδι το 1938) αφού τονίσει ότι οι βαθύτερες εμπειρίες δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια, επισημαίνει τη δύσκολη αποστολή του ποιητή, ο οποίος καλείται να εκφράσει μέσω της γλώσσας το ανέκφραστο. Επομένως, με την έννοια αυτή, κάθε είδος ποίησης είναι αντι-ποίηση.
Η αντιποίηση του Nicanor Parra
Ο Χιλιανός ποιητής Parra (1914-2018), με ασυνήθιστη μακροζωία και διαύγεια πνεύματος, χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του αντι-ποιητή. Σπούδασε μηχανικός στο Σαντιάγο, φυσική στο Πανεπιστήμιο Brown και κοσμολογία στην Οξφόρδη. Διέπρεψε ως καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Σαντιάγο, πολύ νωρίς όμως ξεχώρισε ως ποιητής, με επαναστατικές για την εποχή του ιδέες, γλύπτης και εικαστικός καλλιτέχνης. Η συλλογή του Poemas y Antipoemas (1954) τον καθιέρωσε ως τον κυριότερο εκπρόσωπο της αντιποίησης.[4] Το έργο του μετέφρασαν και επηρεάστηκαν από αυτό ποιητές της εμβέλειας του William Carlos Williams (1883-1963) και του Allen Ginsberg (1926-1997). Ο σπουδαίος κριτικός της λογοτεχνίας Harold Bloom (1930-2019), συγγραφέας του περίφημου Δυτικού κανόνα, τον κατέταξε στους λογοτέχνες στους οποίους άξιζε να απονεμηθεί το βραβείο Noμπέλ.
Στο αιώνιο ερώτημα «Τι είναι ποίηση;» έδωσε την αμφιλεγόμενη απάντηση: Ό,τι λέει κανείς είναι ποίηση/ό,τι γράφεις είναι πρόζα.// ό,τι κινείται είναι ποίηση και ό,τι μένει στάσιμο είναι πρόζα.[5] Ο ορισμός αυτός έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την ιδεαλιστική αρχή σύμφωνα με την οποία η ποίηση εκφράζει την αρχετυπική γλώσσα της ανθρωπότητας. Ο Johann Georg Hamann (1730-1788), λουθηρανός φιλόσοφος, γνωστός ως «ο μάγος του Βορρά», πίστευε ότι η γλώσσα απεικονίζει την ενότητα ψυχής, πνεύματος και σώματος. Χαρακτήρισε την ποίηση ως τη «μητρική γλώσσα του ανθρώπινου γένους».[6]
Ο Parra όρισε τα ποιήματά του «θεατρικές ομιλίες» (parlamentos dramáticos). Διαβλέπω έντονη συνάφεια με τις περίφημες «ζακυνθινές ομιλίες».
Παραθέτω μικρό δείγμα της επαναστατικής γραφής του από το ποίημα “Siete trabajos voluntarios y un acto sedicioso” («Επτά εθελοντικές εργασίες και μια πράξη ανταρσίας») σε δική μου μετάφραση.[7]
6.
el poeta se atrinchera en la Tumba del Soldato Desconocido
y desde ahí dispara flechas envenenadas a los transeúntes
7.
el poeta maldido
se entretiene tirándoles pájaros a las piedras
6.
Ο ποιητής οχυρώνεται στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
και από εκεί ρίχνει δηλητηριασμένα βέλη στους περαστικούς
7.
ο καταραμένος ποιητής
διασκεδάζει πετώντας πουλιά στις πέτρες
Σε γλώσσα απλή, καθημερινή, ο Parra περιγράφει κωμικοτραγικές καταστάσεις. Στην αντιποίηση εναλλάσσεται αρμονικά η κωμωδία με το δράμα.[8] Κύρια γνωρίσματα της ποίησής του είναι: εναντίωση στον κομφορμισμό, τρυφερότητα, αυτοσαρκασμός και αστείρευτη φαντασία με παραδοξότητες τις οποίες διαπερνά διαβρωτικό, σκοτεινό χιούμορ. Πίσω από την κωμική μάσκα κρύβεται ένας πνευματικός δημιουργός που αντιμετωπίζει με απόλυτη σοβαρότητα τις καταστάσεις που περιγράφει. Η λεπτή αίσθηση του χιούμορ φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, όπως και τους αναγνώστες της ποίησής του.
Τελικά, ο Parra απομυθοποίησε την ποίηση και τους ποιητές, καταφέροντας καίριο πλήγμα πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό, με το γνωστό αυτοσαρκασμό του: Παίρνω πίσω όλα όσα είπα (Me retrato de todo lo que he dicho).
Η μη ποίηση
Ο ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας και μεταφραστής Martin Rueff (γεννήθηκε στον Καναδά το 1968) δημοσίευσε στην εφημερίδα Libération ένα άρθρο με τίτλο “La non-poésie des non-poètes” («Η μη ποίηση των μη ποιητών») στο οποίο θέτει μια σειρά εννοιολογικών προβλημάτων που επιζητούν τη λύση τους.[9] Λόγω της μεγάλης αντίδρασης που προκάλεσαν οι σκέψεις του, χρειάστηκε να επανέλθει με εκτενές δημοσίευμα στο οποίο εντυπωσιάζει ο καίριος θεωρητικός προβληματισμός ενός σπουδαίου διανοητή. Το επίθετο ποιητικός παραπέμπει στο ποίημα, το αντίστροφο όμως δεν συμβαίνει πάντοτε. Η μη ποίηση
(Nicht-Poesie) ενδέχεται να είναι ο ποιητικός λόγος που απεχθάνεται την ποίηση. Η ποίηση, αιώνες τώρα, τροφοδοτείται αναγκαστικά, προκειμένου να επιβιώσει, και από μη ποιητικά στοιχεία. Αυτό που θεωρείται «μη ποιητικό» είναι κατά κάποιο τρόπο «μη ποιητικό ακόμα», ή «μη ποιητικό πλέον», αν οι ποιητικοί μηχανισμοί δεν έχουν παγιωθεί, ξεπεραστεί ή απορριφθεί, αντίστοιχα.[10]
Η ποιητική πράξη (poetic act) είναι μια πολύπλοκη διαδικασία τόσο ως προς την κωδικοποίηση όσο και ως προς την αποκωδικοποίησή της. Η ακριβής οριοθέτηση των εννοιών «ποίηση» - «μη ποίηση» δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι δεν είναι ο ποιητής που δημιουργεί τη γλώσσα, αλλά η ίδια η γλώσσα καθοδηγεί τον ποιητή για να διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Η γλώσσα είναι ο δράστης (actor) των ποιητικών αποκαλύψεων. Η ποίηση είναι «πνευματικό κίνημα ενός αισθήματος που γίνεται εμπειρία, μετά ένα κείμενο και τελικά ένας χώρος της ανθρώπινης πραγμάτωσης. Έτσι, η ατομική αισθητική εμπειρία αποκτά ευρύτερη πολιτιστική και πολιτισμική διάσταση.[11] Από το άλλο μέρος, η ποιητική δημιουργία είναι πολύπλοκο φαινόμενο που καθορίζεται όχι μόνο από τη συνείδηση, αλλά και από το υποσυνείδητο του συγγραφέα σε σχέση με τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες. Αυτό που ο ίδιος ο ποιητής θεωρεί «ποίηση» μπορεί να είναι «μη ποίηση» στα μάτια του αναγνώστη, και αντιστρόφως. Ο ποιητής διατυπώνει τις ιδέες και τα συναισθήματά του με τους προσφυέστερους κατά την άποψή του τρόπους, δεν γνωρίζει όμως ποιοι είναι ή θα είναι στο μέλλον οι παρείσακτοι «συνομιλητές» του, οι οποίοι, ως εκ των πραγμάτων, δεν μένουν σταθεροί στις αισθητικές τους αντιλήψεις και αποτιμήσεις.
Το πολύσημο επίθετο αντιποιητικός
Η πρώτη σημασία είναι: «που δεν προσιδιάζει ή αντιτίθεται στους κανόνες της ποίησης». Αυτόματα όμως ανακύπτει το ερώτημα: «ποιοι είναι οι κανόνες της ποίησης και ποιος τους καθορίζει;». Εξυπακούεται ότι μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, η ποίηση του William Blake (1757-1827) είχε χαρακτηριστεί «αντιποιητική» και ο ίδιος «παράφρων». Η μεγαλοσύνη του πνεύματός του αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους διεθνώς ποιητές καθώς τα εκστατικά και προφητικά οράματά του έλαβαν σάρκα και οστά μέσα από το λόγο, τη χαρακτική και τη ζωγραφική.
Δεύτερη επιμέρους σημασία, προέκταση της πρώτης, είναι: «που δεν ευνοεί την καλλιέργεια της ποίησης, και γενικότερα των τεχνών, αλλά και την πρόσληψή της».
Η τρίτη σημασία αποτελεί φυσικό επακόλουθο των δύο άλλων: «πεζός», «ρεαλιστικός». Κατά παράδοξο τρόπο, ο ρεαλισμός θεωρείται από ορισμένους ως αντιποιητικό στοιχείο, κατ’ εξοχήν γνώρισμα του πεζού λόγου. Γενικευτικές αναφορές αυτού του τύπου δεν μπορούν να έχουν απόλυτη ισχύ. Υπάρχουν ποιήματα στα οποία κυριαρχεί η ρεαλιστική απεικόνιση του βίου, με άφθονα πεζολογικά στοιχεία, όπως και πεζά με ασύγκριτο λυρισμό. Δεν έχει ακόμα μελετηθεί αναλυτικά η περίπτωση πεζογράφων οι οποίοι αρνούνται την ποιητικότητα του έργου τους.[12]
Το επίθετο αντιποιητικός
(αγγλ. antipoetic) δεν ταυτίζεται φυσικά με το μη ποιητικός (non poetic). Αξίζει να μελετηθεί η εννοιολογική τους διαφοροποίηση με βάση την πραγματική τους χρήση και όχι τη διαίσθηση του ομιλητή.
Ζούμε σε αντιποιητική εποχή;
Το αιώνιο αυτό ερώτημα μπορεί να απαντηθεί καταφατικά, αλλά και αρνητικά, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα. Σε συγχρονικό επίπεδο κυριαρχεί η σκληρή πραγματικότητα και η αγωνία για το αβέβαιο μέλλον που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ρομαντικές αναπολήσεις, ούτε δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για την πρόσληψη της απαιτητικής ποίησης. Η καταφυγή στο παρελθόν, ως αντίρροπη δύναμη για τη μείωση των κραδασμών που επιφέρουν τα προβλήματα του παρόντος, οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεκτικότητα που φτάνει μέχρι την ωραιοποίηση, ακόμα και την εξιδανίκευση καταστάσεων.
Ο Johann Gottfried von Herder (1744-1803) κάνει λόγο για την αντιποιητική εποχή του, η οποία εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι ήταν κάθε άλλο παρά αντιποιητική.[13] Ο Friedrich Hölderlin (1770-1843), ποιητής και φιλόσοφος με ανεπανάληπτη λυρική ευαισθησία, αναφωνεί με πόνο ψυχής: Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;[14] Ο Νίκος Ἐγγονόπουλος (1910-1985), «Ποίηση 1948», διαπιστώνει: τούτη η εποχή/του εμφυλίου σπαραγμού/δεν είναι εποχή/για ποίηση/και άλλα παρόμοια.
Ο αξέχαστος Χριστόφορος Λιοντάκης (1945-2019) κινείται σε εντελώς διαφορετικό κλίμα: «Δεν υπάρχουν ποιητικές και αντιποιητικές εποχές. Αντίθετα, οι δύσκολες εποχές, όπως αυτή, πυροδοτούν ποιητικά ερεθίσματα».[15]
Συνήθως γίνεται αναφορά στην αντιποιητική εποχή που ζούμε, σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί γενικά το αντιποιητικό πνεύμα. Όλες αυτές οι αρνητικές αναφορές στο παρελθόν και το παρόν συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την αντιπνευματικότητα. Η έννοια του αντιποιητικού παραπέμπει στην παρακμής της παιδείας και του πολιτισμού. Η θρηνωδία για την αντιποιητική ζωή αποτελεί διαχρονικό και διατοπικό φαινόμενο. Tίθεται, επομένως, εν αμφιβόλω η αξιοπιστία όσων οδύρονται για την έλλειψη ποιητικής ευαισθησίας εκ μέρους των πολλών.
Διαφορετική είναι η ερμηνεία για το χαρακτηρισμό του 18ου αιώνα ως «αντιποιητικού», σε ευρωπαϊκό επίπεδο.[16] Τα σχετικά νεοελληνικά ποιητικά έργα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υστερούν έναντι των εκπληκτικών δημιουργημάτων της Κρητικής λογοτεχνίας. Έχει υποστηριχτεί ότι «Ακόμη και από τον ‘θούριο’ του Ρήγα λείπει η γνήσια ποιητική πνοή». Τι σημαίνει όμως «γνήσια ποιητική πνοή»; Το επαναστατικό πνεύμα που εκφράζει με ιδιοφυή τρόπο ο Βελεστινλής, δεν συμβαδίζει με τις λυρικές εξάρσεις και τις ωραιολογίες. Ο ‘Θούριος’ εξεπλήρωσε το σκοπό για τον οποίο γράφτηκε. Καθαγιάστηκε παράλληλα με την ηρωική μορφή του δημιουργού του, μάρτυρα της λευτεριάς. Αποτελεί αθάνατο μνημείο λόγου, το οποίο κρίθηκε εκ του αποτελέσματος, από την απήχηση που είχε στο σκλαβωμένο Γένος και τους υπόδουλους βαλκανικούς λαούς και δεν επιδέχεται ψυχρές μεταμοντέρνες υφολογικές αναλύσεις.