Η πρόσφατη επίμονη, κραυγαλέα και υπέρμετρης συχνότητας χρήση χαρτών και χαρτογραφημάτων στη γεωγραφική γειτονιά μας είναι ένα στοιχειώδες παράδειγμα της μεθόδου της «οπτικής ρητορικής» (visual rhetoric) για τη διάχυση και εμπέδωση γεωπολιτικών αυθαίρετων σχεδιασμών και επεκτατικών φιλοδοξιών. Η μέθοδος στοχεύει στη μάγευση της γεωπολιτικής με τους χάρτες και στην εργαλειοποίησή τους για λόγους μαζικής επιρροής και επιβολής ισχύος. Η σύγχρονη «οπτική ρητορική» βασισμένη πλέον σε επιστημονικούς κανόνες, που αναπτύσσονται από τους γκουρού της, παίζει σοβαρό αποδομητικό ρόλο στην ασταθή διεθνή σκηνή, όπως φάνηκε στο πρόσφατο Brexit και στην πρακτική των πολιτικών δυνάμεων του σοβρανισμού που δρουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και άλλων – εκτός αυτής – με στόχο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η χρήση όμως χαρτών και χαρτογραφημάτων, ως μέσων «οπτικής ρητορικής» για τη μάγευση γεωπολιτικών προθέσεων και σχεδιασμών, όπως γίνεται τώρα στη γειτονιά μας, μας φαίνεται πρωτόγνωρη. Όμως δεν είναι κάτι νέο. Πάει μακριά πίσω στον χρόνο, στα τέλη του κομβικού 15ου αιώνα και στον επόμενο 16ο. Τότε που η γεωγραφία και οι εικόνες της – οι χάρτες – ήταν για τη Δύση οι πόρτες για τη διεύρυνση της ευρωπαϊκής οικουμένης προς τους Ωκεανούς. Τι συνέβη τότε στη σπουδαία χρονική διεπαφή που ήταν ο 15ος
αιώνας, μεταξύ του Μεσαίωνα και της πολύ μικρότερης νεότερης περιόδου μέχρι σήμερα; Ποιοι ήταν άραγε οι σημαντικότεροι άξονες περιστροφής – τα pivots – της ευρωπαϊκής Δύσης σε αυτόν τον αιώνα-διεπαφή; Κατά πολλούς μελετητές ήταν, με χρονική σειρά, η μετάφραση της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου από τα ελληνικά στα λατινικά, η Τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, και οι λεγόμενες Μεγάλες Ανακαλύψεις με τους πλόες νότια και δυτικά στον Ατλαντικό Ωκεανό που οδήγησαν στην ανακάλυψη μιας νέας ηπείρου – της Αμερικανικής – και των νέων ωκεάνιων δρόμων προς τις μεγάλες αγορές της Ασίας.
Από τα τρία αυτά γεγονότα παγκόσμιας σημασίας, τα δύο, η γνωριμία της Δύσης με τη πτολεμαϊκή Γεωγραφία και η έξοδος των πλόων στον Ατλαντικό, σχετίζονται με την κατάκτηση των εδαφών του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς. Η μεν μεταφορά της Γεωγραφίας από την Κωνσταντινούπολη στη Φλωρεντία και η γρήγορη μετάφρασή της οφείλεται στη μεγάλη έξοδο βυζαντινών λογίων στη Δύση που έφεραν πολλά σημαντικά ελληνικά βιβλία για τη σωτηρία τους εκεί – η οθωμανική απειλή ήταν προ των πυλών – η δε έξοδος της ευρωπαϊκής ναυτοσύνης στον Ατλαντικό και από εκεί στην Ασία και την Αμερική ήταν συνέπεια της ουσιαστικής φραγής που επέφερε η συνεχής γεωγραφική επέκταση των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα και οι συνακόλουθες εμπορικές δυσκολίες για τη Δύση. Στην πρώτη περίπτωση – της Γεωγραφίας – έχουμε ένα πολιτιστικό και μορφωτικό γεγονός, που εξελίχθηκε σε γεωπολιτικό, ενώ στη δεύτερη – των Μεγάλων Ανακαλύψεων – έχουμε ένα εξ αρχής γεωπολιτικό διακύβευμα με εμπορικές και οικονομικές συνέπειες που επέφεραν συσσώρευση πλούτου στη Δύση από την εκμετάλλευση των ωκεάνιων δρόμων προς τα κερδοφόρα ασιατικά προϊόντα. Και τα δύο γεγονότα με παγκόσμιο πολιτικό περιεχόμενο είχαν πάντως γεωγραφική αναφορά και χαρτογραφική υποστήριξη. Όσο για τον τρίτο μεγάλο σταθμό του αιώνα, την ανακάλυψη της Τυπογραφίας στις μορφωμένες πόλεις παρά τον Ρήνο ποταμό, περίπου μια δεκαετία πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά η τυπογραφική δραστηριότητα αναπτύχθηκε αστραπιαία και μαζικά παντού στην ευρωπαϊκή Δύση, στην αυτοκρατορική Οθωμανική επικράτεια έφτασε πολύ αργά, μόλις στις αρχές του 18ου αιώνα, με τα όποια έντυπα τεκμήρια κυκλοφόρησαν εκεί να προέρχονται μέχρι τότε από τη Δύση, μεταξύ των οποίων και τα γεωγραφικά.
Με τη μελέτη της Γεωγραφίας και την εξέλιξή της, η Δύση εμπέδωσε πλέον το σφαιρικό σχήμα της γης, το οποίο έπαιξε τεράστιο ρόλο στην πρώτη γεωπολιτική ρύθμιση, μεταξύ Πορτογαλίας και Ισπανίας, της Συνθήκης Tordesillas (1494) – της «Αλεξανδρινής γραμμής» στα ελληνικά – καθώς και στις γεωγραφικές/γεωπολιτικές συμπληρώσεις της που επέφερε η Συνθήκη της Σαραγόσα, 1529. Οι δύο αυτές συνθήκες κανόνισαν την εμπορική (κυρίως) κυριαρχία στους Ωκεανούς των δύο ναυτικών δυνάμεων της Ιβηρικής, μέχρι τουλάχιστον την εμφάνιση των Ολλανδών ως ωκεάνιας ναυτικής δύναμης. Επιπλέον, τότε καθιερώθηκε η χρήση των σφαιρικών συντεταγμένων των μεσημβρινών και παραλλήλων της υδρογείου για την απεικόνιση των τόπων και των γεωγραφικών σχηματισμών στους χάρτες. Η γεωπολιτική μάγευση των Λουζιτανών και Καστιλιάνων ηγεμόνων από τους χάρτες είναι πλέον γεγονός μεγάλης σημασίας από τα τέλη του 15ου και κατά τον 16ο
αιώνα. Οι χάρτες και οι υδρόγειες σφαίρες έγιναν κτήμα της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Με τη χρήση των συντεταγμένων υπό κλίμακα (σε σμίκρυνση) τοποθετούνται στους χάρτες οι άγνωστοι τόποι που ανακαλύπτονται και σε σχέση με τους ήδη γνωστούς και απεικονισμένους, ενώ γίνονται ευκολότερα οι χαρτογραφικές διορθώσεις και βελτιώσεις με νέες και ακριβέστερες μετρήσεις, επίγειες και αστρονομικές. Χάρις στην εξέλιξη της πτολεμαϊκής Γεωγραφίας σε νέα χαρτογραφικά πρότυπα, για να ικανοποιήσουν την απεικόνιση της διευρυμένης πλέον οικουμένης στους Ωκεανούς, βελτιώθηκαν και οι ναυτικοί πορτολάνοι χάρτες. Αυτά τα ωραία προϊόντα της Μεσογειακής ναυτοσύνης, τα οποία αναπτύχθηκαν στα μέσα της μεσαιωνικής περιόδου (όπως μέχρι τώρα γνωρίζουμε) ώστε να ανταποκρίνονται περισσότερο στη ναυτική πράξη και εμπειρία. Οι πορτολάνοι χάρτες εξοπλίστηκαν και με τη λογική της μαθηματικής τάξης που έφερε η παράδοση της πτολεμαϊκής Γεωγραφίας, αποκτώντας – μετά τον 15ο αιώνα – τη μαθηματική γεωγραφική τους αναφορά σύμφωνα με τη λογική των συντεταγμένων. Οι Μεγάλες Ανακαλύψεις και η επέκταση των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης στην υδρόγειο με τις αρχές και μεθόδους της Γεωγραφίας και της εξέλιξής τους – αρχικά στην Ιταλία – ανέδειξαν με τους χάρτες που κατασκευάστηκαν τον 16ο αιώνα τη μάγευση της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό, με τη σειρά του, διαμόρφωσε από τότε τα διακυβεύματα της γεωπολιτικής, αιώνες πριν τις θεωρητικές διατυπώσεις των Mahan, Mackinder και των Γερμανών εισηγητών του «Zωτικού χώρου» (Lebensraum), του οποίου τις πρακτικές ασκήσεις ζούμε και σήμερα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ως αντικατοπτρισμό της πρώιμης διψασμένης για ζωτικό χώρο οθωμανικής γεωπολιτικής της περιόδου της ακμής της, από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή και τον Βαγιαζίτ Β΄ μέχρι τον Σουλεϊμάν Α΄ τον Μεγαλοπρεπή ή Κανουνί και τον ατυχή Μουράτ Γ΄. Οι χάρτες από τότε έγιναν αντικείμενα ισχύος, διπλωματίας, διαπλοκής, προδοσίας, εξαγοράς, σχέσεων, γνώσης, στρατηγικής και διακύβευμα γεωπολιτικής, ενώ οι μεγάλοι χαρτογράφοι της περιόδου κέρδισαν την ιστορική επωνυμία τους για πάντα.
Οι πρώτοι κυρίαρχοι των Ωκεανών ήταν οι Πορτογάλοι, αρκετά πριν το τέλος του 15ου αιώνα. Είδαν γρήγορα, ιδίως μετά το πρώτο θαλάσσιο ταξίδι στην Ινδία με τον Βάσκο ντα Γκάμα να φτάνει στην Καλκούτα το 1498, ότι μετά τη φραγή ισχύος που επέβαλαν οι Οθωμανοί στην Ανατολική Μεσόγειο, τα προϊόντα από τις θάλασσες της Ασίας που έφθαναν με τους Άραβες στα Μεσογειακά λιμάνια θα ήταν αγοραστικά όλο και πιο ασύμφορα για τη Δύση. Το κατάλαβαν και οι Βενετοί, από μακρά παράδοση εμπορικά παρόντες στην Ανατολική Μεσόγειο, όταν όμως ήταν αργά. Η Λισσαβόνα έγινε γρήγορα το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Ευρώπης με προϊόντα της Ασίας, υποβαθμίζοντας τη Βενετία των τελικά μικρών θαλάσσιων οριζόντων. Με τη χάραξη των ωκεάνιων δρόμων προς τις αγορές της Ασίας, οι Πορτογάλοι με την θεσμικά καλλιεργημένη ναυτοσύνη τους, τα αποτελεσματικά logistics που ανέπτυξαν για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των συστηματικών και σίγουρων νηοπομπών τους, αλλά και με τον παραδοσιακά εγκρατή βίο τους ως λαός, αναδείχτηκαν σε παγκόσμια δύναμη. Εκμεταλλευόμενοι τη Συνθήκη Τordesillas και περιπλέοντας πρώτοι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, έφτιαξαν μια ισχυρή παγκόσμια παράκτιο επικράτεια, κατά μήκος της αφρικανικής και ασιατικής ακτογραμμής, καλά περιφρουρημένης, φέρνοντας στην Ευρώπη φθηνότερα τα προϊόντα από εκεί χωρίς την διαμεσολάβηση τρίτων και τους αυξημένους δασμούς που επέβαλε η φραγή ισχύος των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο, στις νότιες ακτές της Μεσογείου και στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι χάρτες έγιναν γρήγορα απόρρητα έγγραφα για τους Πορτογάλους και αντικείμενα κατασκοπείας και εξαγοράς για τους Βενετούς, Οθωμανούς και Ισπανούς, με τους τελευταίους να είναι ιδιαίτερα επιτυχείς στην προσέλκυση στις υπηρεσίες τους – με κατάλληλες απολαβές – έμπειρων Πορτογάλων ναυσιπλόων και χαρτογράφων, όπως οι Μαγγελάνος και Ριμπέιρο αντίστοιχα. Οι Οθωμανοί, μετά τη σταθερή επικράτησή τους στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο, γρήγορα συμπεριέλαβαν στο επεκτατικό γεωπολιτικό τους όραμα και τον Ινδικό Ωκεανό μέσω της κυριαρχίας τους στην Ερυθρά Θάλασσα, Αίγυπτο, Συρία και Υεμένη. Μαζί με τις προσπάθειες κατάληψης της Κεντρικής Ευρώπης, των βόρειων ακτών της Μαύρης Θάλασσας, της Αδριατικής μέχρι τη Βενετία και τις γαλλικές ακτές της Μεσογείου, η έξοδός τους στον Ινδικό Ωκεανό έγινε γεωπολιτική εμμονή. Όμως στην έξοδό τους εκεί, από την Ερυθρά, βρήκαν απέναντι τους Πορτογάλους πολύ ισχυρούς και εμπειρότερους στη θάλασσα, τη γεωγραφία και τη χαρτογραφία, αλλά και την ευέλικτη διπλωματία παγκόσμιων οριζόντων. Ο Βαγιαζίτ είχε ήδη φροντίσει την κατασκευή τεράστιου στόλου (λέγεται για τετρακόσια πλοία, με διακόσιες βαριά οπλισμένες γαλέρες την αυγή του 16ου αι.) που ναυλοχούσε – κυρίως για τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και του διαμετακομιστικού εμπορίου – στον Γαλατά για τη Μαύρη Θάλασσα, στη Χίο για το Αιγαίο, στον Αυλώνα για την Αδριατική-Κεντρική Μεσόγειο και στη Μάκρη (τη βυζαντινή Τελμησσό, σήμερα Φετίγιε) για την Ανατολική Μεσόγειο. Ο κύριος όμως στόχος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα ήταν ο έλεγχος των αγορών της Ερυθράς Θάλασσας και οι θαλάσσιοι δρόμοι προς την Ινδία στους οποίους κυριαρχούσαν οι Πορτογάλοι. Τότε σε αυτό το πλαίσιο της οθωμανικής ναυτικής ισχύος οι χάρτες απέκτησαν ενδιαφέρον για την κυριαρχία των Οθωμανών στη θάλασσα και τότε αναδείχτηκε ως σπουδαίος χαρτογράφος ναυτικών χαρτών ένας πλοίαρχος, ο Πίρι Ρέις. Το 1517 παρουσίασε στο Κάιρο, στον Σελίμ Β΄, τον παγκόσμιο χάρτη του των «επτά θαλασσών» (σώζεται μόνο ένα μέρος που απεικονίζει την Ιβηρική, τη Δυτική Αφρική και τη Νότιο Αμερική – κυρίως). Σε κείμενό του γράφει ότι για τον χάρτη αυτόν «χρησιμοποίησε νέους χάρτες των ινδικών και κινεζικών θαλασσών που κανείς άλλος δεν είχε ξαναδεί στην αυτοκρατορία των Οθωμανών», όπως και πολλούς άλλους ναυτικούς και παγκόσμιους χάρτες, «μεταξύ των οποίων ένας της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αραβικοί και πορτογαλικοί χάρτες και ένας του Κολόμβου με την απεικόνιση των δυτικών γαιών». Όπως πιστεύουν νεότεροι (κυρίως Βρετανοί) μελετητές – και αυθόρμητοι θαυμαστές του – ο Πίρι Ρέις χρησιμοποίησε αραβικά, ελληνικά και ιταλικά αντίγραφα της πτολεμαϊκής Γεωγραφίας, που υπήρχαν ήδη στην Κωνσταντινούπολη όπως και μεταγενέστερους ναυτικούς χάρτες πορτογαλικής και ινδικής καταγωγής. Οι ερμηνείες αυτές ενισχύουν τον ισχυρισμό ότι το έργο του Πίρι Ρέις, όπως το παρουσιάζει ο ίδιος, δείχνει το ενδιαφέρον της οθωμανικής ηγεσίας για την παγκόσμια γεωγραφία και την παρακολούθηση – μέσω των χαρτών – της επέκτασης στον κόσμο των δυτικών δυνάμεων κατά την περίοδο της πρώιμης νεότερης εποχής. Όμως ο Πίρι Ρέις δεν σταμάτησε στην παγκόσμια θεώρηση της θαλάσσιας γεωγραφίας. Λίγα χρόνια μετά συνέταξε ένα εγχειρίδιο θαλάσσιων ζητημάτων και ναυσιπλοΐας για τη Μεσόγειο το οποίο εμπλουτίστηκε με περίπου διακόσιους πορτολάνους χάρτες και πολλά κεφάλαια λεπτομερών υδρογραφικών, νησολογικών και ακτογραμμικών απεικονίσεων. Στη συνέχεια παρουσίασε στον φιλόδοξο Κανουνί το επηυξημένο εγχειρίδιό του με προσθήκες περί των πορτογαλικών ναυτικών επιτευγμάτων κατά την ακτογραμμή της Αφρικής και των ταξιδιών του ντα Γκάμα και του Βαρθολομαίου Ντίαζ μέχρι την εμπορική κυριαρχία των Πορτογάλων στον Ινδικό Ωκεανό. Οι Πορτογάλοι φαίνεται να αποτελούν την οθωμανική εμμονή της εποχής εκείνης, γιατί παρότι ένας μικρός ευρωπαϊκός λαός μερικών εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων –τότε– διέπρεψαν, μεταξύ των άλλων ικανοτήτων τους, και στη διπλωματία με τους τοπικούς Ινδούς ηγεμόνες απέναντι στην εχθρότητα των μουσουλμανικών δυνάμεων της περιοχής και των οθωμανικών φιλόδοξων γεωπολιτικών σχεδιασμών εκεί. Επίμονα ο Πίρι Ρέις παρακολουθεί και καταγράφει με λεπτομέρειες την πορτογαλική γεωγραφική και εμπορική κυριαρχία στους ωκεανούς της Ανατολής. Επιδεικνύει ο ίδιος ιδιαίτερη γεωπολιτική ικανότητα σκέψης και αναλυτικής αντίληψης για το ρόλο των χαρτών στην ανάπτυξη της δύναμης των αυτοκρατοριών και το έργο του αντανακλά τις φιλοδοξίες του Οθωμανού ναυάρχου-χαρτογράφου. Ένα έργο που μπορεί να μάγεψε το οθωμανικό Παλάτι αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αφομοιώθηκε και έγινε κατανοητή η σημασία του, εφόσον τελικά ο Πίρι Ρέις θα αποκεφαλιστεί το 1554 ως υπεύθυνος των αποτυχιών του οθωμανικού στόλου απέναντι στους Πορτογάλους, για την κυριαρχία των στενών του Ορμούζ.
Μαγεύουν τη γεωπολιτική οι χάρτες;
Αλλά και το θέμα της εμφάνισης και επιρροής της Γεωγραφίας παρουσιάζει την ίδια σποραδικότητα και περιορισμούς στο συνολικό γεωγραφικό και χαρτογραφικό πανόραμα της οθωμανικής εξουσίας του 15ου
και 16ου αιώνα, όπως οι ναυτικοί χάρτες του Πίρι Ρέις, που είναι τελικά και το σημαντικότερο επίτευγμα, αν και παράγωγο δυτικής κυρίως χαρτοτεχνίας, όπως π.χ. είναι η περίπτωση του νησολογίου του. Αυτό ίσως να οφείλεται και στο ότι τα γεωγραφικά ενδιαφέροντα του Μωάμεθ Β΄, μετά την Άλωση, δεν πρόλαβαν να εδραιώσουν μια ευρεία και σταθερή παράδοση λόγω του θανάτου του το 1481. Η ατελής και αποσπασματική αξιοποίηση από τους Οθωμανούς της παράδοσης των Αράβων αλλά και η σποραδικότητα των επαφών με την πτολεμαϊκή Γεωγραφία ήταν οι κύριοι λόγοι της οθωμανικής χαρτογραφικής ανεπάρκειας σε σύγκριση με τα επιτεύγματα της Δύσης. Αν και ο Πορθητής γρήγορα αναζήτησε τη Γεωγραφία, με τη σχετική ανάθεση μιας νέας παραγωγής της (1465) στον Γεώργιο Αμιρούτζη –εξισλαμισθέντα Τραπεζούντιο λόγιο– η Γεωγραφία δεν απέδωσε καρπούς, όπως ήταν άτυχη και η αυτόκλητη πιεστική προθυμία του Φλωρεντινού Φραντσέσκο Μπερλινγκέρι να του αφιερώσει τη Γεωγραφία του, από τις πρώτες έντυπες στην Ιταλία. H προθυμία του Μπερλινγκέρι να συμβάλλει στη γεωγραφική προαγωγή της οθωμανικής εξουσίας με την πτολεμαϊκή Γεωγραφία – ενημερωμένη με νέους χάρτες – και το «σίριαλ» των προσπαθειών για αφιερώσεις, με πολιτική σημασία, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ως μέρος της δυτικής αμφιθυμίας απέναντι στην αυξανόμενη ισχύ των Οθωμανών. Η μάγευση από την γεωγραφική επέκτασή τους έφθανε μέχρι τις λαθραίες μεταφορές στην Κωνσταντινούπολη – κυρίως από την Ιταλία – διαβαθμισμένων γεωγραφικών στρατιωτικών πληροφοριών, όπως αυτές που ενθάρρυναν τους Οθωμανούς να εισβάλλουν στο Ότραντο το 1480. Ο Μπερλινγκέρι άρχισε τη συγγραφή της νέας έκδοσης της Γεωγραφίας το 1464 και φιλοδοξούσε να την παρουσιάσει με αφιέρωση στον Πορθητή, αλλά δεν πρόλαβε αφού η έκδοση με τους νέους χάρτες ολοκληρώθηκε το 1482 έναν χρόνο μετά το θάνατο του σουλτάνου. Αρκέστηκε σε αφιερώσεις στους διαδόχους του και σε Φλωρεντινούς ηγεμόνες.
Σε αυτήν την μάλλον ασυνέχεια των αραιών χαρτογραφικών επιδόσεων των Οθωμανών, συγκρινόμενη με την δυτική συνεχή και πυκνή άνθιση της χαρτογραφίας και των χαρτών, συμπεριλαμβάνονται και τα οθωμανικά χαρτογραφήματα, οι πανοραμικές εικόνες και οι εικονογραφήσεις τοπογραφικού στρατιωτικού περιεχομένου της Κεντρικής Ευρώπης και των ακτών της Μεσογείου, υψηλής αισθητικής αλλά περιορισμένης γεωμετρικής αξίας, όπως είναι τα έργα του Βόσνιου γενίτσαρου Ματρακτσί Νασούχ απεικονίσεις των πολέμων του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (του Κανουνί). Τα χαρτογραφικά επιτεύγματα των Οθωμανών την περίοδο που οι χάρτες άρχισαν να μαγεύουν την γεωπολιτική στην ιστορική διεπαφή μεταξύ του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης νεότερης εποχής (15ος–16ος αιώνας), αν και ενδιαφέροντα, υπολείπονται σαφώς εκείνων της Δύσης και σε ποσότητα και σε γεωπολιτική σημασία. Ίσως η κατά σχεδόν δυόμισι αιώνες καθυστέρηση της τυπογραφικής δραστηριότητας στην Οθωμανική επικράτεια δεν επέτρεψε την ευρύτερη ανάπτυξη και διάδοση των χαρτών και της επιρροής τους στα επίπεδα που έφτασαν στη Δύση. Η «οπτική ρητορική» που προσφέρουν οι χάρτες ήταν τότε κατά πολύ εντυπωσιακότερη και αποτελεσματικότερη στη Δύση μαγεύοντας περισσότερο τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των δυτικών ηγεμόνων της εποχής.
Οι χάρτες στη Δύση και στις αναπτυγμένες χώρες της Ασίας παίζουν ακόμη και σήμερα τον ρόλο που τους αρμόζει, με την ωριμότητα των χωρών που τους παράγουν εκεί να έχει απομαγεύσει την επιρροή τους στη σύγχρονη γεωπολιτική. Αντίθετα, τα χαρτογραφικά ελλείμματα των Οθωμανών έναντι της Δύσης, την σημαντική περίοδο της μετάβασης από τον Μεσαίωνα στη νεότερη εποχή, ίσως να εξηγούν την ετεροχρονισμένη μάγευση που φαίνεται να ασκούν οι χάρτες, τα χαρτογραφήματα και τα συναφή τους στους σημερινούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς ηγεσιών που τείνουν προς την παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας του Κανουνί. Αυτό φαίνεται και από τον παροξυσμό με τον οποίο παίζεται η «οπτική ρητορική» των χαρτογραφημάτων τους, η οποία είναι τόσο απαρχαιωμένη, όσο και η έννοια της Αυτοκρατορίας. Ενδεχομένως να συγχέεται η πρακτική της «οπτικής ρητορικής», που ακολουθούν οι ηγεσίες αυτές, με τις επιστημονικές πρακτικές «οπτικής ρητορικής» που εφαρμόζουν κάποιες πολιτικές του σοβρανισμού – με τους γκουρού τους – ίσως στοχεύοντας στη διάλυση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτές όμως οι πρακτικές «οπτικής ρητορικής» συνήθως δεν χρησιμοποιούν τους χάρτες, τουλάχιστον μέχρι τώρα.