Πόλεμος με ποιούς; Με άλλους ή μεταξύ μας;
Ένα άλλο συμπέρασμα ορισμένων ειδικών που μου φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πριν από μισό αιώνα πολύ πειστικό είναι ότι στην πραγματικότητα όλοι οι πόλεμοι στη Δυτική Ευρώπη των τελευταίων 15 αιώνων δεν είναι παρά μόνον ένας μακρότατος εμφύλιος πόλεμος. Θα έλεγα, ένας πόλεμος όπως όλοι οι εσωτερικοί πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, ή όπως μια τοπική καταιγίδα σε έκταση μεγαλύτερη της Ευρώπης, μαινόμενη επί έξι συνεχείς αιώνες (όπως καταλαβαίνετε εννοώ τη μεγάλη κηλίδα του πλανήτη Δία).
Κατά την ίδια θεωρία μεγαλύτερη σημασία έχει ένα άλλο φαινόμενο με εν μέρει πολεμικά χαρακτηριστικά, το οποίο όμως είναι πολύ αρχαιότερο και ουσιαστικότερο: οι συνεχείς και συχνά επιτυχείς προσπάθειες των νομαδικών λαών να αποκτήσουν με αιφνιδιαστικές επιθέσεις, ή με διαδοχικές μικρές εισχωρήσεις μέρος της γης και του πλούτου εκείνων που πρόλαβαν πρώτοι να ανακαλύψουν και να ασκήσουν την αγροτική τεχνολογία, και από τροφοσυλλέκτες ή κυνηγοί να γίνουν καλλιεργητές, παράγοντες μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης, μόνιμοι οικιστές, δημιουργοί πολύ μεγάλων πόλεων και εντέλει κύριοι συντελεστές του πολιτισμού – παρέθεσα αυτή την αυστηρή θεώρηση, έστω και εάν αναγνωρίζω ότι η υστέρηση των νομάδων σε μεγάλο βαθμό είναι απότοκος της επί χιλιετίες εξελισσόμενης παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής.
Σε συζητήσεις μου με συναδέλφους από την άλλη άκρη της Ασίας, ειδικευμένους στις ιστορικές και αρχαιογνωστικές επιστήμες, κάποτε αιφνιδιάστηκα όταν μου είπαν ότι κατά τη δική τους αντίληψη, τα Ελληνικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά και Αγγλικά είναι απλώς μία γλώσσα, με πολύ μικρές εσωτερικές διαφοροποιήσεις (εγώ θα προσέθετα ως συναφή ομάδα και τις σλαβικές γλώσσες).
Προφανώς οι συνομιλητές μου παρατηρούσαν πολύ περισσότερο τη γραμματική και συντακτική δομή, όπως και τα ετυμολογικά, παρά τις όποιες δευτερογενείς φωνητικές ή άλλες διαφοροποιήσεις.
Οι ίδιοι τόνιζαν ως μόνη μείζονα απόδειξη, αυτό που άλλωστε είναι καλά γνωστό στους περισσοτέρους εξ ημών, την ριζικά διαφορετική δομή των ασιατικών γλωσσών.
Με αυτό το κοινό γλωσσολογικό κριτήριο, αλλά και με άριστη γνώση όλης της έως σήμερα παγκόσμιας ιστορίας, οι συνομιλητές μου είχαν ξεκάθαρη την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι μέρος της Δύσης.
Με αυτή την πεποίθηση και εγώ, τη βασιζόμενη μόνον σε επιστημονικά δεδομένα και όχι σε πολιτικές προτιμήσεις, ενώ ποτέ δεν αισθάνθηκα πικρία για την περσική εισβολή (μάλιστα όταν βρίσκομαι στο πεδίον του Μαραθώνα νοιώθω συγκίνηση και για τους Πέρσες νεκρούς), αντιθέτως αισθάνομαι ντροπή ή οργή για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έστω και εάν έχουν παρέλθει έκτοτε είκοσι και τέσσερις αιώνες.
Ομοίως αισθάνομαι οργή ως Έλληνας για την απρόκλητη και τελείως άδικη Ιταλική εισβολή και ακόμη περισσότερο για την Γερμανική επέλαση και κατοχή της χώρας μας, ενώ ταυτοχρόνως με ανακουφίζει η ανάμνηση του ΟΧΙ και της περήφανης στάσης της χώρας, εξαιρουμένων, βεβαίως, των αρνητικών πλευρών.
Ομοίως επίσης αισθάνομαι ντροπή ως Ευρωπαίος και μόνον στην σκέψη ότι σε τελευταία ανάλυση εκείνος ο πόλεμος ήταν ένας διευρυμένος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Αισθάνομαι αυτή την ντροπή επειδή, όπως και εσείς, εκτιμώ τις ανθρωπιστικές αξίες της Ευρώπης, ασυγκρίτως περισσότερο από άλλα στοιχεία της, συναρτώμενα με τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της οικονομικής και γεωπολιτικής δράσης.
Στο σημείο αυτό υποχρεωτικά ανακαλούμε την πιο πολύτιμη αρχαία διδαχή. Ο Θουκυδίδης, πρώτος αυτός, όχι μόνον διέκρινε αίτια και αφορμές, όχι μόνον διαφύλαξε τις μαρτυρίες μετά από ενδελεχή προσωπικό έλεγχο, όχι μόνον εισχώρησε στο ψυχολογικό τοπίο των εμπολέμων, όχι μόνον δεν απέκρυψε τα ατοπήματα των δικών του, αλλά με αίσθημα μεγάλης ευθύνης αποτίμησε τους πολέμους καταλήγοντας στο εξής αναντίρρητο: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας αληθινός Εμφύλιος, κόστισε έναντι των πολέμων κατά των Ασιατών εισβολέων, πολύ περισσότερα σε χρόνο, σε χρήμα, σε ζωές και σε ηθική φθορά.
Η διαπίστωση αυτή δυστυχώς ισχύει ακόμη περισσότερο για την ιστορία του Εικοστού Αιώνα, ευρωπαϊκή και ελληνική.
Με τέτοιες σκέψεις η αναζήτηση καλών επετειακών θεμάτων γίνεται πιο δύσκολη. Τα δυσάρεστα που προαναφέρθηκαν δεν τα επέβαλε κάποια αναπότρεπτη αρχαία Μοίρα, ούτε ένας παντοδύναμος θεός -– έστω και αν αυτό πιστεύεται από μια τεράστια μερίδα του πληθυσμού. Είναι μόνον ένα στατιστικό γεγονός με ισχύ μεν ιστορικού Νόμου, που όμως δεν παύει να είναι στατιστικό. Ως εκ τούτου η στατιστική εικόνα περιέχει και άλλες περιπτώσεις δράσης που συχνά φθάνουν σε υψηλά επίπεδα ανθρωπιάς, ευθύνης, ήθους και αυταπάρνησης. Η δράση αυτή, ως αποτέλεσμα νοοτροπίας και ισχυρών συστατικών κάθε καλού ανθρώπινου χαρακτήρα δεν είναι επιλεκτική, περιοριζόμενη π.χ. στο τάδε πεδίο ενός επαγγέλματος ή ορισμένου είδους πολέμου, αλλά ολική. Άνθρωποι αυτού του είδους είναι και στον πόλεμο τίμιοι, ήρεμοι και περήφανοι, όπως και στον λοιπό βίο τους. Όλοι αυτοί, συμπατριώτες μας, ή ξένοι, από κάθε επάγγελμα ή θέση ευθύνης, ανέπτυξαν παρόμοια δράση σε πλείστους τομείς, διαδηλώνοντας καθημερινά το δικό τους ΟΧΙ ενάντια ακριβώς σε εκείνο στο οποίο τους καταδίκαζε ο κατακτητής, την αδράνεια, την παραίτηση και την απελπισία.
Ενδεικτικά μνημονεύω τον [παραπλεύρως εικονιζόμενο] Γ. Προκοπίου, άριστο ζωγράφο, φωτογράφο και κινηματογραφιστή, από τη Σμύρνη, ο οποίος παρά τα εξήντα τέσσερα χρόνια του και την κλονισμένη από παλαιότερες κακουχίες υγεία του (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Τουρκικές Φυλακές), χρησιμοποίησε ακόμη και πολιτικά μέσα για να γίνει δεκτός ως εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο, όπου κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες παρήγε μοναδικές εικόνες, φωτογραφικές και ζωγραφικές, αφήνοντας εκεί την τελευταία του πνοή.
Αυτές τις μέρες τιμούμε και εμείς, όχι μόνον το ΟΧΙ της τότε ελληνικής ηγεσίας, αλλά ομοίως το έμπρακτο ΟΧΙ των ενόπλων δυνάμεων, εκείνο της Εθνικής Αντίστασης και όχι λιγότερο εκείνο των ανθρώπων της καθημερινής εργασίας και φροντίδας, που ακόμη και με κίνδυνο ζωής δεν παραιτήθηκαν μπροστά στις εξουθενωτικές δυσκολίες, αλλά κάθε ένας χωριστά και όλοι μαζί, φύλαξαν και κράτησαν ζωντανό για τους επιγενόμενους και για εμάς ό,τι, είχαν αναλάβει.