28η Οκτωβρίου 2020

Πριν από μερικές ημέρες, μετά από πρόταση του Πρυτάνεως του Πολυτεχνείου ανέλαβα τον Πανηγυρικό της 28ης Οκτωβρίου και έτσι βρέθηκα αντιμέτωπος με το όχι εύκολο ερώτημα: τι θα μπορούσα να πω; Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ενώ σε άλλες χώρες εορτάζουν τη λήξη εκείνου του πολέμου, ενώ ίσως μόνον στη δική μας εορτάζεται η πρώτη ημέρα της σε αυτόν, σκέφτηκα διάφορα σενάρια για το θέμα της ομιλίας, μερικά για το ΟΧΙ και το Αλβανικό Μέτωπο και άλλα για τα χρόνια που ακολούθησαν. Ταυτοχρόνως επιθυμούσα το θέμα να έχει και ένα ειδικότερο περιεχόμενο όπως π.χ. «η Τυπογραφία στον πόλεμο του ’40», ή «τα Σχολεία στον πόλεμο του ’40», ή «οι Τέχνες στον πόλεμο του ’40», κ. ο. κ. Τελικά κατέληξα στο εξής: «ο Πόλεμος του 1940 και τα μνημεία». Η ομιλία, με δεδομένους τους εξ αιτίας της πανδημίας περιορισμούς, έγινε Πέμπτη πρωί (22/10/20) στην πολυτελή αίθουσα τελετών του Κτηρίου Αβέρωφ, με παρόντες μόνον τον Πρύτανη του ΕΜΠ, τους Αντιπρυτάνεις, τον Κοσμήτορα της Σχολής Αρχιτεκτόνων, ολίγους καθηγητές και τους τεχνικούς της μαγνητοσκόπησης, η οποία, μαζί με τις οικείες εικόνες, προβλέφθηκε να παρουσιαστεί διαδικτυακά την προτεραία ή ανήμερα της επετείου.
Στη φάση του γραψίματος του κειμένου, ή πιο σωστά της σύλληψης της δομής του, με ένα πρώτο μέρος για τον πόλεμο και ένα δεύτερο για τα μνημεία και τις αρχαιότητες, παρέλασαν γοργά ως επιλέξιμα διάφορα φευγαλέα σχεδιάσματα και συνδυασμοί με ιστορικά, επικά, κριτικά, αισθητικά, αισθηματικά, δημοσιογραφικά, ηθογραφικά και άλλα στοιχεία, αλλά πολύ σύντομα προτίμησα μια πιο γενική ηθική και θεωρητική προσέγγιση του πολέμου και μια πιο ιστορική και τεχνική ανάπτυξη του δεύτερου μέρους. Την επομένη της ομιλίας, συμφωνήθηκε η δημοσίευση του δεύτερου μέρους στον φετινό τόμο του «Επιλόγου», ενώ κατά προτροπή της Σύλβιας Κουτρούλη καλό θα ήταν να έθετα το πρώτο μέρος στην κρίση του Δημήτρη Καλοκύρη. Έτσι βρέθηκα και πάλι στον
Χάρτη, αφού προηγουμένως, κατά προτροπή τού ΔΚ, προσέθεσα στο τέλος του παρόντος κάτι από το τέλος του δεύτερου μέρους.

ΜΚ, 25/10/20

O ζωγράφος και φωτογράφος Γεώργιος Προκοπίου επί το έργον
O ζωγράφος και φωτογράφος Γεώργιος Προκοπίου επί το έργον

Άτομο: κατώτερα ένστικτα

Αν και βιώνουμε την μακρότερη χωρίς πόλεμο φάση των Νεώτερων Χρόνων στον τόπο μας και στην Ευρώπη γενικότερα, ο Πόλεμος φαίνεται να είναι συχνά ένα κεντρικό θέμα. Όχι μόνον επειδή σε άλλα, μάλλον κοντινά μέρη συνιστά μια σχεδόν ατέρμονη ενδημική κατάσταση, αλλά ίσως περισσότερο για λόγους αληθινής κατανόησης του.
Έτσι, ενώ σε επίπεδο καθημερινών εντυπώσεων και απλών εκθέσεων ιδεών ο πόλεμος εύκολα καταδικάζεται και δη για πολλούς και διαφόρους λόγους, βαθύτερα, όταν αναζητείται μια ολική και δίκαιη στάθμιση συνθηκών, απώτερων αιτίων και αποτελεσμάτων επί της διαγωγής των υποκειμένων, σε διάφορες εκφάνσεις αυτής, ιδίως τις πιο κρυφές του μέσου ατόμου, η διαδικασία κατανόησης οδηγεί σε πολυπλοκότερα συμπεράσματα και συγκρουόμενες αποτιμήσεις.
Ενώ λοιπόν όλοι συμφωνούν ότι κατά τον πόλεμο, ή κατά την προληπτική ετοιμασία του, συντελούνται τεχνολογικά άλματα που ωφελούν πολύ και σε καιρούς ειρήνης, ή ότι χάρις σε αυτόν πολλοί λαοί απέκτησαν την ελευθερία τους, ή ακόμη ότι πολλά καλλιτεχνικά αριστουργήματα είναι εμπνευσμένα από αυτόν, ή ότι σε επίπεδο ιστορικών νόμων ο πόλεμος είναι τόσο δικαιολογημένος όσο τα βίαια φυσικά φαινόμενα,… για να περιορισθώ στις πλέον δόκιμες διαπιστώσεις, …εκείνο που αναντίρρητα όλοι καταδικάζουν είναι η αισχρή και εγκληματική διαγωγή των εμπολέμων, συλλογική και ατομική.
Αμέτρητα στυγερά εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου διαπράττονται μέσα σε κάθε πόλεμο, ενάντια και στις επίσημες εγγυήσεις των στρατιωτικών διοικήσεων, νικητών και νικημένων.
Το φαινόμενο είναι στην πραγματικότητα απλώς κατάχρηση εξουσίας, και στην ψυχολογική βάση του δεν διαφέρει από τα εν καιρώ ειρήνης και ευνομίας περιστατικά παρόμοιας κατάχρησης. Τα περιστατικά αυτά, που βλάπτουν σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου, από την κορυφή της διοίκησης ενός κράτους έως το εσωτερικό μιας οικογένειας, έχουν πάντοτε την ρίζα τους στην ίδια κακή ανθρώπινη φύση και το μόνο που τα διαφοροποιεί ως προς την ένταση είναι οι συνθήκες.Τέτοιες συνθήκες κατάχρησης θέσεων από διάφορα άτομα διαμορφώνονται αυτομάτως από τη λειτουργική δομή κλειστών οικογενειών, κλειστών ομάδων, συμμοριών, αυταρχικών συλλογικών οργάνων, ισχυρών ιεραρχιών, αδιαφανών γραφειοκρατικών δομών κτλ.
Εν καιρώ πολέμου, στην κλίμακα των ατομικών και ομαδικών παραβάσεων κάθε στρατός προφανώς κατέχει την κορυφή και το άτομο που εν καιρώ ειρήνης καταχράται της εξουσίας του στα όρια της μικρής εμβέλειάς του ή της ελαστικότητας μιας Υπηρεσίας ή μιας κοινωνίας, επειδή απλώς έχει ένα κλειδί, μια σκούπα, ένα πέος, μια σφραγίδα ή μια σημαντική υπογραφή, όταν εν καιρώ πολέμου διαθέτει και ένα πιστόλι, εύκολα εξελίσσεται σε ολέθριο αυτουργό δεινών.
Η κατάχρηση εξουσίας, ενεργή ή δυνητική, ως ιδιοπάθεια των ομαδικών δομών δράσης και εν προκειμένω των εμπόλεμων ομάδων, αποτελεί τη χειρότερη από τις συμφορές του πολέμου.
Αλλά αν χάριν της αληθείας και μόνον ήθελε κανείς να πληρώσει πολύ ακριβά μια τέτοια αποκάλυψη του αληθινού, τότε η ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού» θα άρμοζε στο θέμα απολύτως:

μόνον σε τέτοιες έκρυθμες καταστάσεις ξεσκεπάζεται πραγματικά ο καλά κρυμμένος, αλλά πάντοτε ενυπάρχων ελαττωματικός χαρακτήρας κάποιων ανθρώπων και ως εκ τούτου ο πόλεμος μπορεί να έχει και την εξής ουσιώδη χρησιμότητα:

φανερώνει ποιοι ολίγοι είναι αληθινά τίμιοι και ποιοι εκ των πολλών σε διάφορους βαθμούς σκάρτοι. Με άλλα λόγια, στον πόλεμο βγαίνει στην επιφάνεια ο χειρότερος εαυτός μας, όπως άλλωστε συμβαίνει και χωρίς πόλεμο όταν επικρατεί κάποιος πολιτικός ή άλλος συστημικός ολοκληρωτισμός.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς ενιστάμενος να ισχυρισθεί ότι η αισχρότητα και η φαυλότητα δεν είναι έμφυτες ιδιότητες, αλλά επίκτητες.
Ότι γεννιούνται μόνον εξ αιτίας της εξωτερικής συνθήκης και ως εκ τούτου οι άνθρωποι θα ήταν χωρίς τον πόλεμο καλύτεροι.
Αλλά είναι όντως έτσι; Γέννηση ιδιοτήτων εκ του μηδενός;
Το θέμα έχει απασχολήσει πολλούς στοχαστές, όπως τον Χρήστο Καρούζο, αναφορικώς με την πολύ κακή διαγωγή κάποιων μορφωμένων Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Πάντως κατά την εμπειρία των πλέον παρατηρητικών, μεταξύ των οποίων πολλοί αρχαίοι στοχαστές, δυστυχώς το πρόβλημά μας υπάρχει γύρω μας, μέσα στις ψυχές μας και στους χαρακτήρες μας.

Φωτ. της Βούλας Παπαϊωάννου (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)
Φωτ. της Βούλας Παπαϊωάννου (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)

Ομάδα: προπαγάνδα και αγελοποίηση

Ωστόσο, θα ήταν άδικο να επιρρίπτεται όλη η ευθύνη μόνο στο άτομο ως μονάδα, για τα ελαττώματα του, ενώ η εμπειρία μας έχει πείσει και για την τεράστια δύναμη της με κάθε μέσον επίμονης αποσιώπησης ή παραπληροφόρησης και διάδοσης κάθε σκόπιμης παραποίησης της αλήθειας, παραποίησης η οποία όταν μεν είναι συνειδητή συνιστά αδίκημα ή έγκλημα, ενώ όταν είναι ασυνείδητη προδίδει επικίνδυνη ανικανότητα σκέψης.
Η επιτυχία των ολοκληρωτικών συστημάτων οφείλεται εξ ίσου, αν όχι περισσότερο στην ασυνείδητη παραποίηση παρά στην συνειδητή, επειδή η πρώτη, αντιθέτως προς τη δεύτερη, εμφανίζεται με πειστική φυσικότητα, η οποία κερδίζει ευκολότερα το κοινό.
Είναι η φοβερή περίπτωση εξαπάτησης, στην οποία ο απατεώνας είναι ο ίδιος το πρώτο θύμα της απάτης του – την οποία εκλαμβάνει ως μόνη αλήθεια, χωρίς καν να διανοείται την πιθανότητα δικής του αδυναμίας κατανόησης και πλάνης.
Κάπως έτσι δρουν ψυχικά οι ιδεαλιστικές, μη επιστημονικά αποδείξιμες δοξασίες, οι οποίες όταν μεν κινούνται, όπως π.χ. η Αστρολογία, σε πνευματικές ερημιές ξένες προς την κοινωνία είναι ελάχιστα βλαπτικές, ενώ όταν κινούνται στο κέντρο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι έχουν ως όχι σπάνιο αποτέλεσμα τον φανατισμό και την αγελοποίηση των λαών, φαινόμενα που εύκολα καταλήγουν σε καταστροφικούς πολέμους.
Στο σημείο αυτό έχει τη θέση της μια ακόμη σημαντική διαπίστωση. Η φαυλότητα όπως και η βλακεία είναι ιδιότητες που η Φύση μοιράζει αφειδώς στους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις – Ασχέτως κοινωνικού, οικονομικού ή μορφωτικού επιπέδου.
Ως εκ τούτου είναι αναληθής και άδικα γενικευτικός ο κοινότοπος ισχυρισμός «…έφταιγαν οι άλλοι !...»: κατά την γνώμη της ηγεσίας, οι απλοί και ανεύθυνοι διοικούμενοι, ή κατά την πεποίθηση των διοικουμένων μόνον οι υπεύθυνοι ηγήτορες.
Εν τέλει όλα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, αλλά σε έναν πόλεμο, ή μετά από αυτόν, τα περιστατικά είναι τόσο πολλά που μόνον τα βαρύτερα ή γνωστότερα μπορεί να χωρέσουν στην ημερησία διάταξη των στρατιωτικών ή πολιτικών δικαστηρίων.
Ακόμη χειρότερα, οι τρόποι με τους οποίους καλλιεργούνται πριν από τα αίσχη οι αναγκαίες συνθήκες, δηλαδή οι διάφοροι τύποι προπαγάνδας και αγελοποίησης δεν είναι πάντοτε επιδεκτικοί σαφούς εντοπισμού και καταλογισμού.

Γ. Προκοπίου, «Αργυρόκαστρο» 1940
Γ. Προκοπίου, «Αργυρόκαστρο» 1940

Αίτια: παρόν-παρελθόν

Αλλά ας επιστρέψουμε στην εξωτερική εικόνα του πολέμου με έμφαση στα αίτιά του. Αυτά σε τελευταία ανάλυση δεν είναι άλλα παρά οικονομικά, υπό την ευρύτατη όμως δυνατή έννοια του πράγματος (ακόμη και εκείνα που τώρα είναι καθαρά ιδεολογικά, έχουν στο απώτατο παρελθόν τους οικονομικές ρίζες).
Η επίθεση μιας πρωτόγονης φυλής σε μια γειτονική της κατά κανόνα αποσκοπεί στην απόκτηση της γης και την αποκόμιση κέρδους από την λεηλασία των υπαρχόντων και την υποδούλωση των μελών της.
Σε υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης η ίδια κατάσταση μπορεί να επαναλαμβάνεται με κίνητρα, όντως ή δήθεν, λιγότερο υλιστικά: π.χ. για θρησκευτικούς, ιστορικούς ή άλλους λόγους ιδεών.
Σε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης η διάγνωση και η επίρριψη ευθυνών είναι πολύ δυσκολότερη, επειδή ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την γενεαλογία των προβαλλόμενων ιδεών.
Έτσι όμως, ο κάθε πόλεμος, όπως και κάθε τι άλλο, από τα χειρότερα έως τα καλύτερα προϊόντα του πολιτισμού, εκτός από τις συγχρονισμένες με το εκάστοτε παρόν αιτίες και συνθήκες,
έχει συνήθως και κάποιες άλλες, αναγόμενες σε ένα πρόσφατο ή πιο παλαιό παρελθόν. Αυτές είναι εκ φύσεως ιστορικές, χωρίς να είναι απαραιτήτως ξεπερασμένες, δηλαδή φαντάσματα συντηρούμενα από τη μνήμη και τους εθνικούς εγωισμούς. Στην πραγματικότητα συμβαίνουν και τα δύο: οι λόγοι τους οποίους η μια ή η άλλη πλευρά επικαλείται ως ιστορικούς μπορεί ενίοτε να είναι απλώς φαντάσματα συντηρούμενα με κάποια κατάλληλη προπαγάνδα –πράγμα πολύ εύκολο–, ή να έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, κάποια ουσιώδη υπόσταση.
Ο σχετικός προβληματισμός είναι πολύ παλιός. Ο Διόδωρος Σικελιώτης μνημονεύει τον Συρακούσιο Νικόλαο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι τα Τρόπαια, δηλ. τα μνημεία πολεμικής νίκης, θα έπρεπε να παραμένουν με την συνήθη μετά τη μάχη ξύλινη κατασκευή τους και να μη αντικαθίστανται με μονιμότερα μαρμάρινα, ώστε με τη γοργή φθορά του ξύλου να ξεθωριάζει και η ανάμνηση της έχθρας.
Προς αντιμετώπιση του εκ των ως άνω λόγων κινδύνου πολέμου, ένοπλου ή ιδεολογικού, κάποιες σχολές σκέψης φρόντισαν και εν μέρει το κατάφεραν, η διδασκόμενη στα σχολεία τους Γενική Ιστορία να μη περιέχει τους πολέμους, ή τους περισσότερους από αυτούς, αλλά μόνον, ή κυρίως, μια γενικευμένη περιγραφή της προόδου των κοινωνικών συστημάτων.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί παλαιότερα στις αρχές του Μοντέρνου Κινήματος με διακηρύξεις καλλιτεχνικών κινημάτων που ζητούσαν «ρήξη με την ιστορία», διακοπή δηλαδή της αναμετάδοσής της, προς αποτίναξη κάθε παλαιού κανόνα της τέχνης συντηρούμενου μέσω της Ιστορίας της Τέχνης και του ιστορικού χαρακτήρα των μουσειακών συλλογών. Με αυτή τη ρήξη πίστευαν σε μια νέα αρχή της Τέχνης, τελείως ανεπηρέαστη από το «κακό παρελθόν» της.
Αλλά όλα αυτά έχουν ήδη παρέλθει και το μόνο που θυμίζει την πάλαι ποτέ βραχεία ύπαρξή τους είναι ακριβώς εκείνο που αυτά είχαν αρνηθεί, η ιστορική καταγραφή. Επομένως ό,τι σήμερα θα έπρεπε να επιδιώκεται παντί σθένει από αρμοδίους και εντεταλμένους, θα ήταν, κατά το δυνατόν, γνώση και τήρηση της ιστοριογραφικής δεοντολογίας.
Αλλά ακόμη και έτσι, τα ακανθώδη για κάθε λαό σημεία της Ιστορίας, της δικής του ή των άλλων, έστω και απαλλαγμένα από τις πλανερές υπερβολές, θα εξακολουθούσαν να είναι σε ικανό βαθμό δυσάρεστα.
Με αυτά κατά νουν, η άδικη Γερμανική επίθεση κατά της Γαλλίας δεν είναι αντιληπτή μόνον εντός των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών του εικοστού αιώνα, αλλά και ως συνέχεια μιας πολύ αρχαιότερης αντιπαράθεσης, η οποία περιλαμβάνει τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, την εισβολή του Γαλλικού στρατού στην Γερμανία (Austerlitz 1805, Jena 1806), την απροειδοποίητη ισοπέδωση πόλεων της νότιας Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της Χαϊδελβέργης, από Γαλλικά στρατεύματα το 1688 και 1699, μια μακρότατη σειρά άλλων συγκρούσεων κατά μήκος του Ρήνου κ.ο.κ., μέχρι τόσο πίσω στον χρόνο, όσο η Ρωμαϊκή κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον έντονο εκλατινισμό των Γάλλων, αλλά όχι και των Γερμανών.
Παρόμοια είναι τους τελευταίους τουλάχιστον δέκα αιώνες και η ιστορία των σχέσεων όλων των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά διαφόρους συνδυασμούς διμερών, τριμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή συμμαχιών.
Ωστόσο τα υποκείμενα αυτών των σχέσεων δεν είχαν πάντοτε την ίδια φύση.
Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση οι ρόλοι περιορίζονταν επί το πλείστον στους βασιλικούς οίκους και τις αυτοκρατορικές δυναστείες.
Αργότερα όμως, με την γοργή οικονομική ανάπτυξη, τις συνταγματικές ελευθερίες και τη διαμόρφωση του εθνικισμού, οι λαοί όλο και περισσότερο άρχισαν να προσλαμβάνουν το όλο γίγνεσθαι και ως δική τους υπόθεση, ασχέτως του βαθμού κατά τον οποίον θα μπορούσαν να το ελέγξουν ή να έχουν από αυτό ένα πραγματικό υλικό όφελος, έστω και άδικο.
Απέναντι στα σχετικά ερωτήματα υπήρξαν διάφορες θεωρίες.
Η πιο γνωστή ισχυρίζεται ότι οι λαοί δεν έχουν στην πραγματικότητα ούτε όφελος, ούτε ευθύνη, επειδή απλώς σύρονται από φαύλες ηγεσίες που υπηρετούν μόνον μια οικονομική ολιγαρχία.
Τούτο ισχύει μεν σε γενικές γραμμές για πλείστες των ιστορικών περιπτώσεων, αλλά όχι για όλες. Κάποιοι λαοί, υποκινούμενοι από την κατάλληλη προπαγάνδα, βάσιμα υπολόγιζαν σε οφέλη που εν τέλει υπήρξαν, αν και όχι στο προσδοκώμενο μέγεθος.
Εν συνόψει, η όλη ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι πρεσβεύει η μια ή η άλλη θεωρία, αλλά πάντως είναι επιδεκτική μιας καλύτερης κατανόησης με τη βοήθεια και μόνων των υπαρχουσών θεωριών, συνδυαστικά όμως και όχι δογματικά.

Aπόκρυψη αρχαιοτήτων στον Πόλεμο
Aπόκρυψη αρχαιοτήτων στον Πόλεμο

Πόλεμος με ποιούς; Με άλλους ή μεταξύ μας;

Ένα άλλο συμπέρασμα ορισμένων ειδικών που μου φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πριν από μισό αιώνα πολύ πειστικό είναι ότι στην πραγματικότητα όλοι οι πόλεμοι στη Δυτική Ευρώπη των τελευταίων 15 αιώνων δεν είναι παρά μόνον ένας μακρότατος εμφύλιος πόλεμος. Θα έλεγα, ένας πόλεμος όπως όλοι οι εσωτερικοί πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, ή όπως μια τοπική καταιγίδα σε έκταση μεγαλύτερη της Ευρώπης, μαινόμενη επί έξι συνεχείς αιώνες (όπως καταλαβαίνετε εννοώ τη μεγάλη κηλίδα του πλανήτη Δία).
Κατά την ίδια θεωρία μεγαλύτερη σημασία έχει ένα άλλο φαινόμενο με εν μέρει πολεμικά χαρακτηριστικά, το οποίο όμως είναι πολύ αρχαιότερο και ουσιαστικότερο: οι συνεχείς και συχνά επιτυχείς προσπάθειες των νομαδικών λαών να αποκτήσουν με αιφνιδιαστικές επιθέσεις, ή με διαδοχικές μικρές εισχωρήσεις μέρος της γης και του πλούτου εκείνων που πρόλαβαν πρώτοι να ανακαλύψουν και να ασκήσουν την αγροτική τεχνολογία, και από τροφοσυλλέκτες ή κυνηγοί να γίνουν καλλιεργητές, παράγοντες μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης, μόνιμοι οικιστές, δημιουργοί πολύ μεγάλων πόλεων και εντέλει κύριοι συντελεστές του πολιτισμού – παρέθεσα αυτή την αυστηρή θεώρηση, έστω και εάν αναγνωρίζω ότι η υστέρηση των νομάδων σε μεγάλο βαθμό είναι απότοκος της επί χιλιετίες εξελισσόμενης παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής.
Σε συζητήσεις μου με συναδέλφους από την άλλη άκρη της Ασίας, ειδικευμένους στις ιστορικές και αρχαιογνωστικές επιστήμες, κάποτε αιφνιδιάστηκα όταν μου είπαν ότι κατά τη δική τους αντίληψη, τα Ελληνικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά και Αγγλικά είναι απλώς μία γλώσσα, με πολύ μικρές εσωτερικές διαφοροποιήσεις (εγώ θα προσέθετα ως συναφή ομάδα και τις σλαβικές γλώσσες).
Προφανώς οι συνομιλητές μου παρατηρούσαν πολύ περισσότερο τη γραμματική και συντακτική δομή, όπως και τα ετυμολογικά, παρά τις όποιες δευτερογενείς φωνητικές ή άλλες διαφοροποιήσεις.
Οι ίδιοι τόνιζαν ως μόνη μείζονα απόδειξη, αυτό που άλλωστε είναι καλά γνωστό στους περισσοτέρους εξ ημών, την ριζικά διαφορετική δομή των ασιατικών γλωσσών.
Με αυτό το κοινό γλωσσολογικό κριτήριο, αλλά και με άριστη γνώση όλης της έως σήμερα παγκόσμιας ιστορίας, οι συνομιλητές μου είχαν ξεκάθαρη την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι μέρος της Δύσης.
Με αυτή την πεποίθηση και εγώ, τη βασιζόμενη μόνον σε επιστημονικά δεδομένα και όχι σε πολιτικές προτιμήσεις, ενώ ποτέ δεν αισθάνθηκα πικρία για την περσική εισβολή (μάλιστα όταν βρίσκομαι στο πεδίον του Μαραθώνα νοιώθω συγκίνηση και για τους Πέρσες νεκρούς), αντιθέτως αισθάνομαι ντροπή ή οργή για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έστω και εάν έχουν παρέλθει έκτοτε είκοσι και τέσσερις αιώνες.
Ομοίως αισθάνομαι οργή ως Έλληνας για την απρόκλητη και τελείως άδικη Ιταλική εισβολή και ακόμη περισσότερο για την Γερμανική επέλαση και κατοχή της χώρας μας, ενώ ταυτοχρόνως με ανακουφίζει η ανάμνηση του ΟΧΙ και της περήφανης στάσης της χώρας, εξαιρουμένων, βεβαίως, των αρνητικών πλευρών.
Ομοίως επίσης αισθάνομαι ντροπή ως Ευρωπαίος και μόνον στην σκέψη ότι σε τελευταία ανάλυση εκείνος ο πόλεμος ήταν ένας διευρυμένος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Αισθάνομαι αυτή την ντροπή επειδή, όπως και εσείς, εκτιμώ τις ανθρωπιστικές αξίες της Ευρώπης, ασυγκρίτως περισσότερο από άλλα στοιχεία της, συναρτώμενα με τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της οικονομικής και γεωπολιτικής δράσης.
Στο σημείο αυτό υποχρεωτικά ανακαλούμε την πιο πολύτιμη αρχαία διδαχή. Ο Θουκυδίδης, πρώτος αυτός, όχι μόνον διέκρινε αίτια και αφορμές, όχι μόνον διαφύλαξε τις μαρτυρίες μετά από ενδελεχή προσωπικό έλεγχο, όχι μόνον εισχώρησε στο ψυχολογικό τοπίο των εμπολέμων, όχι μόνον δεν απέκρυψε τα ατοπήματα των δικών του, αλλά με αίσθημα μεγάλης ευθύνης αποτίμησε τους πολέμους καταλήγοντας στο εξής αναντίρρητο: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας αληθινός Εμφύλιος, κόστισε έναντι των πολέμων κατά των Ασιατών εισβολέων, πολύ περισσότερα σε χρόνο, σε χρήμα, σε ζωές και σε ηθική φθορά.
Η διαπίστωση αυτή δυστυχώς ισχύει ακόμη περισσότερο για την ιστορία του Εικοστού Αιώνα, ευρωπαϊκή και ελληνική.
Με τέτοιες σκέψεις η αναζήτηση καλών επετειακών θεμάτων γίνεται πιο δύσκολη. Τα δυσάρεστα που προαναφέρθηκαν δεν τα επέβαλε κάποια αναπότρεπτη αρχαία Μοίρα, ούτε ένας παντοδύναμος θεός -– έστω και αν αυτό πιστεύεται από μια τεράστια μερίδα του πληθυσμού. Είναι μόνον ένα στατιστικό γεγονός με ισχύ μεν ιστορικού Νόμου, που όμως δεν παύει να είναι στατιστικό. Ως εκ τούτου η στατιστική εικόνα περιέχει και άλλες περιπτώσεις δράσης που συχνά φθάνουν σε υψηλά επίπεδα ανθρωπιάς, ευθύνης, ήθους και αυταπάρνησης. Η δράση αυτή, ως αποτέλεσμα νοοτροπίας και ισχυρών συστατικών κάθε καλού ανθρώπινου χαρακτήρα δεν είναι επιλεκτική, περιοριζόμενη π.χ. στο τάδε πεδίο ενός επαγγέλματος ή ορισμένου είδους πολέμου, αλλά ολική. Άνθρωποι αυτού του είδους είναι και στον πόλεμο τίμιοι, ήρεμοι και περήφανοι, όπως και στον λοιπό βίο τους. Όλοι αυτοί, συμπατριώτες μας, ή ξένοι, από κάθε επάγγελμα ή θέση ευθύνης, ανέπτυξαν παρόμοια δράση σε πλείστους τομείς, διαδηλώνοντας καθημερινά το δικό τους ΟΧΙ ενάντια ακριβώς σε εκείνο στο οποίο τους καταδίκαζε ο κατακτητής, την αδράνεια, την παραίτηση και την απελπισία.
Ενδεικτικά μνημονεύω τον [παραπλεύρως εικονιζόμενο] Γ. Προκοπίου, άριστο ζωγράφο, φωτογράφο και κινηματογραφιστή, από τη Σμύρνη, ο οποίος παρά τα εξήντα τέσσερα χρόνια του και την κλονισμένη από παλαιότερες κακουχίες υγεία του (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Τουρκικές Φυλακές), χρησιμοποίησε ακόμη και πολιτικά μέσα για να γίνει δεκτός ως εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο, όπου κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες παρήγε μοναδικές εικόνες, φωτογραφικές και ζωγραφικές, αφήνοντας εκεί την τελευταία του πνοή.
Αυτές τις μέρες τιμούμε και εμείς, όχι μόνον το ΟΧΙ της τότε ελληνικής ηγεσίας, αλλά ομοίως το έμπρακτο ΟΧΙ των ενόπλων δυνάμεων, εκείνο της Εθνικής Αντίστασης και όχι λιγότερο εκείνο των ανθρώπων της καθημερινής εργασίας και φροντίδας, που ακόμη και με κίνδυνο ζωής δεν παραιτήθηκαν μπροστά στις εξουθενωτικές δυσκολίες, αλλά κάθε ένας χωριστά και όλοι μαζί, φύλαξαν και κράτησαν ζωντανό για τους επιγενόμενους και για εμάς ό,τι, είχαν αναλάβει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: