Seconds (1966), του John Frankenheimer

Seconds (1966), του John Frankenheimer

Εδώ στου δρό­μου τα μι­σά
έφτα­σε η ώρα να το πω
άλ­λα εί­ναι εκεί­να που αγα­πώ
γι’ αλ­λού, γι’ αλ­λού ξε­κί­νη­σα

γρά­φει ο Ελύ­της στο «Πα­ρά­πο­νο». Υπάρ­χει μια σπα­ρα­κτι­κή αλή­θεια σ’ αυ­τούς τους στί­χους που τους κα­θι­στά οι­κου­με­νι­κούς. Ανα­δί­δει μια πα­ναν­θρώ­πι­νη πι­κρία το «Πα­ρά­πο­νο» που αφο­ρά πε­ρί­που τους πά­ντες. «Στ’ αλη­θι­νά στα ψεύ­τι­κα/ το λέω και τ’ ομο­λο­γώ/ σαν να ‘μουν άλ­λος κι όχι εγώ/ μες στη ζωή πο­ρεύ­τη­κα»…Για­τί όσο προ­σε­κτι­κά κι αν έχει σχε­διά­σει τη ζωή του κα­νείς, πά­ντα έρ­χε­ται εκεί­νη η στιγ­μή που του φαί­νε­ται ότι δεν βρί­σκει τον εαυ­τό του μέ­σα σ’ αυ­τήν. Σαν κά­ποιος άλ­λος να τη ζει στη θέ­ση του κι ο ίδιος να μέ­νει απο­κλει­σμέ­νος, εξό­ρι­στος απ’ την επι­κρά­τειά της. «Εγώ εί­ναι ένας άλ­λος» θα πει ο Ρε­μπώ διαι­σθα­νό­με­νος αυ­τό το υπαρ­ξια­κό πα­ρά­δο­ξο. Αρ­γά ή γρή­γο­ρα, έρ­χε­ται η ώρα που νο­σταλ­γού­με την «άλ­λη» ζωή, την αλη­θι­νή, εκεί­νη που πάλ­λε­ται από ση­μα­σία και που, σαν από κά­ποια μυ­στή­ρια πα­ρε­ξή­γη­ση, αφή­σα­με να μας γλι­στρή­σει μέ­σα από τα χέ­ρια.

Ο Άρ­θουρ Χά­μιλ­τον εί­ναι ένας άν­θρω­πος με τα­κτο­ποι­η­μέ­νο βίο: ευ­κα­τά­στα­τος, με ση­μα­ντι­κή κοι­νω­νι­κή θέ­ση, ωραίο σπί­τι στα προ­ά­στια, σύ­ζυ­γο και κό­ρη. Αλ­λά φτά­νο­ντας «στου δρό­μου τα μι­σά», αρ­χί­ζει να υπο­πτεύ­ε­ται ότι κά­τι έκα­νε λά­θος. Αυ­τή η τα­κτο­ποι­η­μέ­νη, ευ­πα­ρου­σί­α­στη ζωή δεν τον ικα­νο­ποιεί, του φαί­νε­ται ξέ­νη, τον απο­γοη­τεύ­ει. Πνί­γε­ται μέ­σα της, δεν μπο­ρεί να ανα­σά­νει. Μα­θαί­νει, λοι­πόν, από έναν πα­λιό του φί­λο, ότι μπο­ρεί να της ξε­φύ­γει. Υπάρ­χει μια εται­ρία που ανα­λαμ­βά­νει, ένα­ντι ενός ικα­νού πο­σού, να σκη­νο­θε­τή­σει τον θά­να­τό του και να του χα­ρί­σει νέα ταυ­τό­τη­τα και νέα όψη. Να τον κά­νει «άλ­λο». Ο «ξα­να­γεν­νη­μέ­νος» αυ­τός άν­θρω­πος, θα ζή­σει επι­τέ­λους όπως πραγ­μα­τι­κά εί­χε ονει­ρευ­τεί: ελεύ­θε­ρος από οι­κο­γε­νεια­κές και επαγ­γελ­μα­τι­κές υπο­χρε­ώ­σεις, με νέα ιδιό­τη­τα, αυ­τήν του φτα­σμέ­νου ζω­γρά­φου. Ήταν ένας με­σό­κο­πος τρα­πε­ζί­της με ήπια κα­τά­θλι­ψη, που δεν εί­χε τί­πο­τα να πει στη γυ­ναί­κα του, θα γί­νει ένας γοη­τευ­τι­κός ερ­γέ­νης, ένας μπο­έμ καλ­λι­τέ­χνης με τον απα­ραί­τη­το κύ­κλο θαυ­μα­στών που θα τρο­φο­δο­τούν ακα­τά­παυ­στα τη μα­ταιο­δο­ξία του. Όλα τα ανα­λαμ­βά­νει η εται­ρία. Η δεύ­τε­ρη ευ­και­ρία γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο βα­ρε­τός Άρ­θρουρ Χά­μιλ­τον θα «πε­θά­νει» για να πά­ρει τη θέ­ση του ο συ­ναρ­πα­στι­κός Τό­νι Γουίλ­σον.

Επει­δή, όμως, τί­πο­τα δεν εί­ναι απλό όταν πρό­κει­ται για την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, επει­δή δεν μπο­ρείς να «επι­διορ­θώ­σεις» την ψυ­χή όπως επι­διορ­θώ­νεις ένα χα­λα­σμέ­νο αντι­κεί­με­νο, ο αρ­τι­γέν­νη­τος Τό­νι Γουίλ­σον εξα­κο­λου­θεί να υπο­φέ­ρει μέ­σα σ’ αυ­τό το όμορ­φο ψέ­μα όπως ακρι­βώς υπέ­φε­ρε και στην άσχη­μη αλή­θεια της προη­γού­με­νης ζω­ής του. Η εται­ρία, όπως τον ενη­με­ρώ­νει ο διευ­θυ­ντής, του προ­σέ­φε­ρε το «όνει­ρο κά­θε Αμε­ρι­κα­νού άν­δρα στη μέ­ση ηλι­κία», όχι όμως το ΔΙ­ΚΟ ΤΟΥ όνει­ρο, κι εκεί εί­ναι που παί­ζε­ται όλο το παι­χνί­δι. Ο Άρ­θουρ συ­νει­δη­το­ποιεί ότι γι’ άλ­λη μια φο­ρά βρέ­θη­κε πα­γι­δευ­μέ­νος μέ­σα στο σχέ­διο των άλ­λων. Η «πρώ­τη» ζωή του τον κα­τέ­θλι­βε για­τί δεν την εί­χε επι­λέ­ξει, για­τί ήταν μια ζωή που του εί­παν οι άλ­λοι πως πρέ­πει να ζή­σει, για­τί εί­χε σχε­δια­στεί πριν από αυ­τόν γι’ αυ­τόν και του δό­θη­κε να τη φο­ρέ­σει σαν ένα δα­νει­κό ρού­χο. Το ίδιο συμ­βαί­νει, όμως, και με τη «δεύ­τε­ρη». Την «πρώ­τη» την κα­θό­ρι­σαν οι κοι­νω­νι­κές προσ­δο­κί­ες, τα ιδα­νι­κά της πλειο­ψη­φί­ας, η κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία, η νόρ­μα, ίσως η κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα και τα γο­νί­δια. Τη «δεύ­τε­ρη» ένας συν­δυα­σμός από αντι­θέ­σεις και προ­ε­κτά­σεις των προη­γού­με­νων πα­ρα­γό­ντων δια­μόρ­φω­σης της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας.

Τό­σο στη μία όσο και στην άλ­λη, αυ­τό που λεί­πει εί­ναι το στοι­χείο της ελεύ­θε­ρης επι­λο­γής, το νό­η­μα που δί­νου­με οι ίδιοι στα πράγ­μα­τα, ό,τι εν­νο­ού­σε ο Σαρτρ με τη λέ­ξη, «ύπαρ­ξη». Αυ­τή την ύπαρ­ξη θα ζη­τή­σει ο Χά­μιλ­τον/Γουίλ­σον, κι από αυ­τήν θα κα­τα­λά­βει ότι βρί­σκε­ται μια για πά­ντα απο­κλει­σμέ­νος. Τό­σο πριν όσο και με­τά, ζη­τού­σε νό­η­μα και αυ­τό που του έδι­ναν στη θέ­ση του ήταν πράγ­μα­τα, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα (η κρι­τι­κή στο αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο και το κα­πι­τα­λι­στι­κό ιδε­ώ­δες εί­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω από ξε­κά­θα­ρη). Θέ­λη­σε την αλή­θεια κι αυ­τό που του προ­μή­θευαν αντ’ αυ­τής ήταν πλα­στές ει­κό­νες, σχή­μα­τα, ση­μεία κοι­νω­νι­κής υπε­ρο­χής (τό­σο ο τύ­πος του πλού­σιου τρα­πε­ζί­τη όσο κι εκεί­νος του επι­τυ­χη­μέ­νου καλ­λι­τέ­χνη, καί­τοι αντι­πα­ρα­τι­θέ­με­νοι σε ό,τι αφο­ρά τη στά­ση ζω­ής ή τα στε­ρε­ό­τυ­πα που υπε­ρα­σπί­ζο­νται, εί­ναι ισά­ξια επι­βλη­τι­κοί πί­να­κες στο μου­σείο της αστι­κής με­τα­φυ­σι­κής). Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, όμως, οι επι­θυ­μί­ες του, ακό­μα κι οι πιο αγνές, εί­ναι ετε­ρο­κα­θο­ρι­σμέ­νες. Γι’ αυ­τό η εκ­πλή­ρω­σή τους, αντί να τον κά­νει ευ­τυ­χι­σμέ­νο, με­γα­λώ­νει το κε­νό μέ­σα του. Όπως έλε­γε ο Λα­κάν, η Επι­θυ­μία εί­ναι πά­ντα επι­θυ­μία του Άλ­λου. Το ελεύ­θε­ρο, αυ­τό­νο­μο άτο­μο εί­ναι μια χί­μαι­ρα, να τι υπο­νο­εί το δυ­σοί­ω­νο αρι­στούρ­γη­μα του Φραν­κεν­χάι­μερ: ο κό­σμος μάς «φτιά­χνει» όπως θέ­λει κι αδια­φο­ρεί αν μας αρέ­σει αυ­τό. «Δεύ­τε­ρη ζωή δεν έχει» απο­φαί­νε­ται με­λαγ­χο­λι­κά ο Ελύ­της. Και να εί­χε, λέ­ει το «Seconds», τί­πο­τα δεν θα άλ­λα­ζε. Θα πα­ρα­μέ­να­με ανι­κα­νο­ποί­η­τοι, θα συ­νε­χί­ζα­με να πι­στεύ­ου­με ότι πο­ρευ­τή­κα­με σαν να ήμα­σταν άλ­λοι. Για να μην συμ­βεί αυ­τό, χρεια­ζό­μα­στε ένα νό­η­μα που να μη μας έρ­χε­ται έτοι­μο απ’ έξω, που να έχει τη σφρα­γί­δα μας, να εί­ναι δι­κό μας δη­μιούρ­γη­μα, αλ­λά αυ­τό εί­ναι ένα ιδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λο έρ­γο. Χρειά­ζε­ται μό­χθος, αγώ­νας, προ­σπά­θεια εξα­ντλη­τι­κή για να κα­τα­φέ­ρει ένας άν­θρω­πος να δώ­σει νό­η­μα στη ζωή του και στα πράγ­μα­τα, έτσι ώστε να μην αι­σθά­νε­ται κά­θε στιγ­μή ότι κά­ποιος άλ­λος παίρ­νει τις απο­φά­σεις, κι­νεί τα νή­μα­τα και κλέ­βει την ταυ­τό­τη­τά του.

Την απο­τυ­χία αυ­τής της προ­σπά­θειας, στη με­τα­πο­λε­μι­κή Δύ­ση του ατο­μι­κι­σμού και της υλι­στι­κής επέ­λα­σης, με­τα­τρέ­πει σε ανα­τρι­χια­στι­κό ψυ­χο­λο­γι­κό θρί­λερ ο Φραν­κεν­χάι­μερ, επι­δει­κνύ­ο­ντας μια σκη­νο­θε­τι­κή βιρ­τουο­ζι­τέ που 54 χρό­νια με­τά εξα­κο­λου­θεί να λει­τουρ­γεί ως σε­μι­νά­ριο μο­ντέρ­νου κι­νη­μα­το­γρά­φου. Οι αστα­μά­τη­τα αγ­χω­τι­κές γω­νί­ες λή­ψεις, η αδια­νό­η­τη χρή­ση των φα­κών, οι χί­λιοι δυο τρό­ποι με τους οποί­ους στή­νει την κά­με­ρα ώστε να πε­τύ­χει μια θαυ­μά­σια ισορ­ρο­πία ανά­με­σα στο ρε­α­λι­στι­κό και το υπερ­ρε­α­λι­στι­κό (όλο αυ­τό που πα­ρα­κο­λου­θού­με θα μπο­ρού­σε να εί­ναι απλώς ένας εφιάλ­της), η πλη­ρο­φο­ρια­κή πυ­κνό­τη­τα του κά­δρου, το υπέ­ρο­χα με­λαγ­χο­λι­κό score, τα πά­ντα εδώ φα­νε­ρώ­νουν έναν ξε­χω­ρι­στό δη­μιουρ­γό σε στιγ­μή τρο­με­ρής έμπνευ­σης, ικα­νό να με­ταμ­φιέ­σει ένα –απο­καρ­διω­τι­κά απαι­σιό­δο­ξο– φι­λο­σο­φι­κό δρά­μα με μπερ­γκ­μα­νι­κή ψυ­χή (φα­νε­ρή ει­δι­κά στον κα­τα­πλη­κτι­κό διά­λο­γο ανά­με­σα στον, με­τα­μορ­φω­μέ­νο σε Γουίλ­σον πια, Χά­μιλ­τον και τη γυ­ναί­κα του, προς το τέ­λος της ται­νί­ας, που θα μπο­ρού­σε άνε­τα να έχει ξε­πη­δή­σει από την πέ­να του με­γά­λου Σου­η­δού), σε αγω­νιώ­δες νουάρ τρό­μου με στοι­χεία sci-fi.

Το «Seconds» αξιο­ποιεί τέ­λεια τη γλώσ­σα του σι­νε­μά των ει­δών προ­κει­μέ­νου να μι­λή­σει για πράγ­μα­τα δύ­σκο­λα, σύν­θε­τα και επώ­δυ­να. Με την καφ­κι­κή συμ­βο­λι­κή, τις πο­λι­τι­κές αιχ­μές και τις ψυ­χα­να­λυ­τι­κές του προ­ε­κτά­σεις, αυ­τό εδώ εί­ναι ένα θε­σπέ­σιο φιλμ πά­νω στην αδυ­να­μία να βγά­λου­με άκρη με τον κό­σμο και τον εαυ­τό μας, να πλά­σου­με από το χά­ος της ζω­ής μας μια ακέ­ραιη, χω­ρίς εσω­τε­ρι­κές ρωγ­μές, ενό­τη­τα ύφους και νο­ή­μα­τος –όπως εί­ναι ένα έρ­γο τέ­χνης– όπου μέ­σα της να μπο­ρέ­σου­με επι­τέ­λους να νιώ­σου­με ότι έχου­με βρει τη θέ­ση μας. Αλ­λά «όσο κι αν κα­νείς προ­σέ­χει/ όσο κι αν το κυ­νη­γά/ πά­ντα πά­ντα θα ‘ναι αρ­γά»… Ίσως για­τί στο ρα­ντε­βού με το αλη­θι­νό Εγώ μας, πη­γαί­νου­με πά­ντα αρ­γο­πο­ρη­μέ­νοι. Όταν φτά­νου­με, έχει ήδη φύ­γει. Και το χει­ρό­τε­ρο εί­ναι πως δεν το προ­λα­βαί­νου­με για λί­γα «δευ­τε­ρό­λε­πτα».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: