A la recherche du père perdu

A la recherche du père perdu

Ντάνιελ Μέντελσον, «Μία Οδύσσεια. Ένας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος», μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πατάκη 2019

«Θα έλεγα ότι απ’ όλους τούς χαρακτήρες που πλάθει ένας μεγάλος συγγραφέας, οι πιο ενδιαφέροντες είναι οι αναγνώστες του».
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία. Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ, Τολστόι,
(
Επιμέλεια-Εισαγωγή Fredson Bowers, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Εκδόσεις Πατάκη 2020)

Α.

Πριν ξεκινήσω την ανάγνωση τού βιβλίου τού Ντάνιελ Μέντελσον (Ντ. Μ.), το είχα ήδη στην κατοχή μου, χαρισμένο από φίλο, στην γαλλική του μετάφραση, μερικούς μήνες νωρίτερα. Το ξεκίνησα τότε αλλά, για κάποιον λόγο, θα τον αναφέρω στην συνέχεια, το άφησα στην άκρη μετά τις περίπου πενήντα πρώτες σελίδες.
Τον λόγο που διέκοψα την ανάγνωση τής γαλλικής έκδοσης τον κατάλαβα κατά την ανάγνωση τής ελληνικής μετάφρασης.

A la recherche du père perdu

Β.

Το βιβλίο είναι αυτό που λέει ο υπότιτλός του: Ενας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος.

Ο γιός, κλασικός φιλόλογος, διδάσκει τo ομηρικό έπος στο Bard College. ο πατέρας, Τζέι Μέντελσον, ζητάει να παρακολουθήσει το σεμινάριο τού γιού του κατά το πρώτο εξάμηνο τού 2011, «για λόγους, γράφει ο Ντ. Μ., που εκείνη τη στιγμή θεωρούσα πως καταλάβαινα, […] κι εγώ είπα ναι. Ετσι, μια φορά την βδομάδα και για τις επόμενες δεκαέξι βδομάδες, ο πατέρας μου έκανε όλη τη διαδρομή από το συνηθισμένο μικροαστικό σπίτι του στα προάστια τής Νέας Υόρκης, το πατρικό μου όπου ακόμα ζούσε με τη μητέρα μου, έως το Μπαρντ, το μικρό κολλέγιο στις όχθες τού ποταμού όπου διδάσκω» (σελ. 17).

A la recherche du père perdu

Γ.

Το βιβλίο είναι ένα διπλότυπο. Εξελίσσεται σε δύο παράλληλες ενότητες : η διδασκαλία τής Οδύσσειας, η μία, η άλλη, η αμιγώς διαπροσωπική σχέση πατέρα και γιου όπως αυτή εκτίθεται από τον γιο στα κεφάλαια τού βιβλίου με τους τίτλους : ΠΡΟΟΙΜΙΟ (Επίκληση) 1964-2011, ΤΗΛΕΜΑΧΕΙΑ 1. Παίδευσις 2. Ομοφροσύνη, ΑΠΟΛΟΓΟΙ, ΝΟΣΤΟΣ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ, ΣΗΜΑ.
Οι δύο ενότητες αλληλοπεριχωρούνται, συνδιαλέγονται, συνυπάρχουν, κρατώντας κατά διαστήματα τις αποστάσεις που προκύπτουν από την σύμπλευση δύο πλευρών από τις οποίες η μία είναι ένα κλασικό ποιητικό έπος, η άλλη μία οικογενειακή «σάγκα», άρα κι αυτή, με τον τρόπο της, ένα έπος, με στοιχεία αμιγώς βιογραφικά (αφορούν προπάντων τον πατέρα) και αυτοβιογραφικά (αφορούν αποκλειστικά τον γιο).
Ο Ντ. Μ. είχε ασχοληθεί διεξοδικά και σε προηγούμενο βιβλίο του, Οι χαμένοι (2006), με την, για άλλους λόγους οδυσσειακή, αναζήτηση των εξαφανισμένων κατά την ναζιστική εποχή έξι συγγενών του: μία εκπληκτικής έντασης και έκτασης αφήγηση η οποία με το εύρος της, την πυκνότητα και δεξιοτεχνία τής γραφής παραπέμπει εν πολλοίς στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο τού Μαρσέλ Προυστ. 
Η αναζήτηση, άλλου τύπου εδώ, πολύ σχετικού όμως με την έννοια τού χρόνου ως παρελθόντος όπου έχει εγκιβωτιστεί μία ολόκληρη ζωή τής οποία επιδιώκει να ανεύρει τα απόκρυφα πολύσημα κοιτάσματα, τον απασχολεί ως θεματολογία και ως μεθοδολογία και σ’ αυτό το βιβλίο του, καλύπτοντας, στην προκειμένη περίπτωση, αποστάσεις χιλιετιών, συναιρώντας τον 7ο αιώνα τού Ομήρου με τον 20ό, όπου καθέκαστα του ομηρικού έπους, καθώς αυτό αναλύεται στα σεμινάρια του γιου, συνδυάζονται και, συχνά, συμπίπτουν με τα πολυάριθμα στοιχεία τού βιογραφικού-αυτοβιογραφικού μέρους, δημιουργώντας έτσι μία ενορχηστρωμένη συνομιλία ανάμεσα στα δύο σκέλη τού βιβλίου.
Άρα, έχουμε μία διείσδυση στην προσωπική ιστορία –ο συγγραφέας και ο πατέρας του– με το μέσον μιας μη-προσωπικής ιστορίας –Οδύσσεια– ενόψει ενός γνωστικού αποτελέσματος, μιας σταδιακής ανίχνευσης στοιχείων τα οποία, δίκην αστυνομικής σχεδόν έρευνας, όταν εντοπιστούν θα σχηματίσουν τα βαθύτερα και εν πολλοίς άγνωστα χαρακτηριστικά όχι μόνο τού προσώπου που αναζητείται αλλά και, εξίσου, εκείνου που το αναζητάει: μία διπλή κίνηση, που οι πτυχές της είναι όλες οι σελίδες τού βιβλίου.

A la recherche du père perdu

Δ.

Το «ανά» της αναζήτησης, εδώ, είναι αυτό μιας επαναλαμβανόμενης αναστολής, μιας διαρκώς παρεμβαίνουσας συστολής, ενός ανασταλτικού βηματισμού προς το σημείο της εκκάλυψης, μιας συνεχώς επανερχόμενης αναβολής με κατεύθυνση και στόχο την μοναδική κατεύθυνση και τον μοναδικό στόχο που είναι το τι ακριβώς είναι αυτός ο πατέρας, ποιος υπήρξε, και ως άτομο και ως δεσπόζον οικογενειακό μέλος στις σχέσεις του με την γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά και με όλους όσοι, συγγενείς και φίλοι, είχαν παίξει κάποιο όχι ασήμαντο ρόλο στην ζωή του.
Ο γιος, στην διάρκεια τής εξάμηνης διδασκαλίας τού ομηρικού έπους, και μάλλον εξαιτίας αυτής, βρίσκεται για πρώτη, όπως φαίνεται και όπως λέγεται εμμέσως αλλά σαφώς, φορά τόσο σοβαρά, βασανιστικά μάλιστα, προβληματισμένος με την περίπτωση τού πατέρα του και ως πατέρα και ως ανθρώπου, σχεδόν αναπόδραστα δέσμιος ενός πολύ ισχυρού και αρχέγονου νήματος το οποίο με τεράστια αντοχή αντιστέκεται στην ανέλιξή του, απειλώντας ανά πάσα στιγμή να ανακοπεί, να χαθεί, και να αναστείλει οριστικά την ανεύρεση τού μυστικού σημείου όπου κείται η απαρχή του.
Η αναζήτηση, επομένως, στο βιβλίο, ως κίνηση διαλεύκανσης και κατανόησης, είναι ουσιαστικά επικεντρωμένη σε ένα και μόνο πρόσωπο, στον πατέρα· όλα τα άλλα εν μέρει και ο γιός, είναι περιφερειακά και δευτερεύοντα, όπως περιφερειακά και δευτερεύοντα είναι επίσης όλα τα πρόσωπα της «Οδύσσειας» γύρω από τον Οδυσσέα. αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι ασήμαντα, κάθε άλλο· σημαίνει ότι είναι εξαρτημένα από τον έναν και μόνον άξονα, τον Οδυσσέα. Με την έννοια αυτή, ο πατέρας στην εν λόγω οικογενειακή Οδύσσεια κατέχει την θέση που κατέχει ο ομηρικός ήρωας, συνεπώς και ο γιος εκείνην του Τηλέμαχου.
Η περίπτωση τού πατέρα ως Οδυσσέα και του γιου ως Τηλέμαχου αποκτά ιδιάζοντα χαρακτήρα όταν συναποφασίζουν να κάνουν οι δυό τους με κρουαζιερόπλοιο ένα θεματικό ταξίδι στην Μεσόγειο. Αυτό το ταξίδι θα πάρει πολύ σημαντικές διαστάσεις μέσα στην οργάνωση του βιβλίου, κυρίως γιατί, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ουσιαστικά, θα φέρει τους δύο άντρες, πατέρα και γιο, πολύ πιο κοντά από κάθε άλλη φορά τον έναν στον άλλο αλλά και στα μυθικά πρόσωπα, τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο, προπαντός θα αποκαλύψει κάποια ελάχιστα από τα αναρίθμητα που ο γιος αναζητούσε να μάθει για τον πατέρα του.

A la recherche du père perdu

Ε.

Τα ονόματα και η ετυμολογία τους αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία, με πρώτα αυτά των προσώπων της Οδύσσειας, όπως επισημαίνεται σε πολλές περιπτώσεις από τον Ντ. Μ., προσδίδοντας στο εκάστοτε πρόσωπο χαρακτηριστικά που μόνο το όνομά τους εμπεριέχει και που αναδεικνύονται άκρως ουσιώδη για την βαθύτερη ταυτότητά τους.
Γράφει, συγκεκριμένα για τον Οδυσσέα: «Όσοι ξέρουν αρχαία ελληνικά μπορούν να διακρίνουν κάτω ακριβώς από την επιφάνεια του ονόματος Οδυσσέας τη λέξη οδύνη. (…) Που σημαίνει ότι ο ήρωας τού τεράστιου αυτού ταξιδιωτικού έπους είναι, κατά κυριολεξία ‘ο άνθρωπος τής οδύνης’» (σελ. 49). Όπως και για τον Τηλέμαχο: «Το όνομα τού νεαρού σημαίνει ‘μακρινός πολεμιστής’· ο γιος που αυτοπροσδιορίζεται διά της απουσίας του πατέρα του φέρει ένα όνομα που αποδίδει τόσο την ίδια την απουσία του όσο και τον λόγο τής απουσίας αυτής» (σελ. 101).

Αλλά και το όνομα του ίδιου του Ντ. Μ., αυτό που λέει η ετυμολογία του, αγγίζει ευθέως το ίδιο το θέμα τού βιβλίου του : Η κατάληξη sonh του Mendelsohn, γερμανική λέξη όπως και ολόκληρο το επώνυμο, σημαίνει γιος. Το Mendel, εκτός από πικραμύγδαλο, και την συχνότητά του στα εβραϊκά ονόματα και ως Mandel, παραπέμπει ευθέως στον Gregor Johann Mendel, αυστριακό βοτανολόγο και μοναχό (1822-1884), «τού οποίου οι νόμοι, γνωστοί ως μεντελικοί νόμοι, επιχειρούν να περιγράψουν την μετάδοση κληρονομικών χαρακτηριστικών από γενιά σε γενιά, και αποτελούν την πρώτη εμπεριστατωμένη διαπραγμάτευση τού ζητήματος τής κληρονομικότητας και ταυτόχρονα τον πυρήνα ιδεών τής κλασικής γενετικής. Ενας από τούς πιο ένθερμους υποστηρικτές τής μεντελιανής θεωρίας για την κληρονομικότητα είναι ήταν ο Άγγλος William Bateson ο οποίος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο γενετική. (…) Η θεωρία τού Μέντελ έγινε περισσότερο αποδεκτή, ιδιαίτερα μετά τις εργασίες τού Walter Sutton που τόνιζαν τον ρόλο των χρωμοσωμάτων στην κληρονομικότητα, καθώς τα χρωμοσώματα αποτελούσαν τη φυσική βάση που περιέγραφε ο Μέντελ» (Βικιπαιδεία).
Daniel σημαίνει «Κριτής μου ο Θεός», έτσι συνδέει εγγενώς τον συγγραφέα με την εβραϊκή καταγωγή του, η οποία μοιραία συνεπάγεται την εβραϊκή σκέψη και παράδοση, με όσα αυτές σημαίνουν, και σημαίνουν απείρως πολλά, ως θεμελιώδεις άξονες που συνέστησαν την διαμόρφωση, όχι μόνο τού εβραϊκού αλλά και τού παγκόσμιου πολιτισμού. «Κριτής μου ο Θεός», όπως θα δούμε πιο κάτω, υποβάλει έκτυπα την έννοια τού Πατέρα, όπου ο Θεός είναι η κατ’ εξοχήν πατρική μορφή, και όπου ο Κριτής αποκτά συνταρακτική θέση, γενικότερα και ειδικότερα: είναι αυτός που ασκεί την εξουσία (του) ως κρίση, δηλαδή ως απόφανση καταδίκης ή αθώωσης, και μάλιστα επιχειρούμενη επί του Υιου –το αφήγημα Κρίση (καθόλου τυχαίος ο τίτλος) του Φραντς Κάφκα, είναι η αιχμηρότερη διαχείριση τού θέματος, σε σημείο όπου ο γιος εξωθείται στην αυτοκτονία από τον πατέρα του– με όλη την βαρύτητα ενός ζητήματος που εκτός από αρχαιόθεν θεολογικό είναι και εξόχως και αλληλένδετα υποκειμενικό.
Στο Μία Οδύσσεια, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι εξαιρετικά καίριο αλλά και ιδιαίτερα διασταλτικό σε συνειρμούς το γεγονός ότι η εβραϊκή πλευρά συνομιλεί/συμπαρατίθεται με την ελληνική, και μάλιστα με ένα, μαζί με την Ιλιάδα, ιδρυματικό έπος της τελευταίας. Αυτή η συνομιλία/συμπαράθεση διατρέχει, όχι υπογείως, όλο το βιβλίο. Δεν θα υπεισέλθω, ως μη ειδικός, στα θηριώδη ζητήματα που απορρέουν από αυτήν την συνομιλία/συμπαράθεση, ωστόσο πρέπει να πω ότι συνιστά επίτευγμα του Ντ. Μ. το να φέρει, με ευέλικτο τρόπο, αυτές τις δύο κεφαλαιώδεις παραδόσεις να συνυπάρξουν στο βιβλίο του, έστω κι αν η δική του, εβραϊκή, πλευρά, δεν είναι ισοβαρής με την ομηρική, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που θα το θίξουμε στην συνέχεια.

Πατήρ και υιός
Πατήρ και υιός

ΣΤ.

α.

Την διάρθρωση του βιβλίου, σε ό,τι αφορά την ίδια την διμερή αφήγηση, την κατάθεση περιστατικών και σχολίων, χαρακτηρίζει μία αλληλουχία τακτικών παρεκβάσεων, αλλεπάλληλων εγκιβωτισμών: τα διαδραματιζόμενα στα σεμινάρια εναλλάσσονται με αναδρομές στο παρελθόν οι οποίες αφορούν την παιδική, εφηβική και νεανική αλλά και ώριμη ηλικία τού συγγραφέα, πάντα σε μόνιμη αναφορά στον πατέρα τού οποίου επίσης καταγράφεται το αντίστοιχο παρελθόν σε διάφορες περιόδους τής δικής του ζωής.
Αυτές οι εναλλαγές και μεταπηδήσεις, συχνά με μακροπερίοδες προτάσεις, έχοντας ως περιεχόμενο έναν παρελθόντα χρόνο, φέρνουν στον νου την αναδρομική γραφή του Μαρσέλ Προυστ, με μία, μεταξύ άλλων, βασική διαφορά: ότι εδώ δεν είναι η μητέρα το κυρίαρχο σε βαθμό εμμονής πρόσωπο, αλλά ο πατέρας. Και παρότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στη μητέρα μου», είναι σποραδικές αλλά και σκιώδεις οι εμφανίσεις τής τελευταίας, εκτός από τίς ακροτελεύτιες σελίδες όπου, εκ των πραγμάτων, γίνεται πιο προβεβλημένη η παρουσία της, πάλι όμως με τρόπο συγκρατημένο, σκιώδη, εντελώς εξαρτημένο από την κρίσιμη κατάσταση τής υγείας τού πατέρα – σαν να προσπαθεί, αγωνιωδώς θα έλεγα, ακόμα και ενοχικώς, ο συγγραφέας να μην επιτρέψει την παραμικρή μείωση της δεσποτικής, κυριολεκτικά πατριαρχικής, επικράτησης αυτού του πολύπλοκου, δυσπρόσιτου pater.
Οι διασκελισμοί από το ένα τμήμα στο άλλο, από τα σεμινάρια, όπου συζητιούνται η μία μετά την άλλη οι 24 ραψωδίες του έπους, με τον πατέρα πάντα παρόντα και παρεμβαίνοντα σ’ αυτά με ζωηρό, έντονο ύφος, στην ενδοοικογενειακή/ιδιωτική ιστορία, προπαντός σε όσα συνέβησαν κατά την διάρκεια τής θεματικής κρουαζιέρας στην Μεσόγειο, δεν είναι, κατά την γνώμη μου, η πιο κατορθωμένη επιδίωξη του βιβλίου. 
Το όλον, έτσι όπως είναι διαρθρωμένο, πάσχει από ανισομέρεια και ετεροβαρύτητα, συνεχώς «μπατάρει» στα νερά της δομικής Μεσογείου, γίνονται εμφανείς προσπάθειες να αποτραπεί ο κίνδυνος καταποντισμού. Αυτό σημαίνει ότι το υλικό των συζητήσεων γύρω από το ομηρικό έπος έχει μία βαρύτητα την οποία δεν διαθέτει, και είναι μοιραίο να μη διαθέτει, το υλικό των περιστατικών τής ζωής των Μέντελσον· αυτό το δεύτερο καθίσταται εκ των πραγμάτων δευτερεύον, συνοδευτικό· επέρχεται ως υποστηρικτικό παράδειγμα έναντι των ομηρικών τεκταινομένων· προπαντός δεν έχει το ειδικό βάρος τής ομηρικής αφήγησης η καταγραφή τής κρουαζιέρας τής οποίας η τυπολατρικά τουριστική διάσταση, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, ξέρουμε τι σημαίνει, προσδίδει σ’ αυτόν τον οδυσσειακό περιηγητικό περίπλου μία χροιά όχι μόνο ελαφρότητας, κυρίως ασημαντότητας, ακόμα και ευτέλειας, την οποία ενισχύει η κάθε άλλο παρά τουριστική σύμπλευση των επικών περιπετειών τού ομηρικού ήρωα.
Δεν θέλω να πω ότι η ανισομέρεια δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη –μυθοπλασία/σχολιασμός, ποίηση/καθημερινότητα, έργο κλασικής λογοτεχνίας/βιογραφία-αυτοβιογραφία τρέχουσας πραγματικότητας–, αλλά ότι η εγγύτατη συμπαράθεσή τους ενισχύει εξόφθαλμα μια οργανική ανισορροπία.
Αυτή η ανισορροπία είναι που υπονομεύει σε σοβαρό βαθμό την κυρίαρχη πρόθεση τού συγγραφέα να παραθέτει διηνεκείς, ενίοτε εύστοχες αλλά αλυσιτελείς, αντιστοιχίες ανάμεσα στις ραψωδίες τής Οδύσσειας και στα τεκταινόμενα τής βιογραφίας σχεδόν αποκλειστικά τού πατέρα του. Το ποιητικό μέγεθος τού έπους κατά διαστήματα συνθλίβει, όπως περίπου οι βράχοι που εκτόξευσε ο Πολύφημος κατά του πλοίου τού Οδυσσέα και των εναπομεινάντων συντρόφων του, όσα καταγράφει με ημερολογιακή ακρίβεια ο γιος καθώς ανακαλύπτει την μία μετά την άλλη άγνωστες, απόκρυφες πλευρές τού χαρακτήρα και της ζωής τού γεννήτορά του.

β.

Μία επιπλέον πλευρά που, νομίζω, συνιστά μειονέκτημα το οποίο θίγει το βιβλίο στο σύνολό του, είναι αυτός ο άκρως προσωπικός, ιδιωτικός, χαρακτήρας της αναζήτησης από τον Ντ. Μ. τής εν πολλοίς προσωπικότητας του Τζέι Μέντελσον.
Είναι πολλές οι φορές όπου αισθάνθηκα ότι δεν μπορεί να αφορά ίσως κανέναν, πάντως μία μειοψηφία, αυτή η αναζήτηση· ότι πρόκειται για εντελώς, σε βαθμό αποκλειστικότητας προβληματισμού και στενότητας ενδιαφέροντος, δικό του και μόνον λόγο για τον οποίο επιδίδεται σ’ αυτή την αναζήτηση· ότι, άρα, μην ανήκοντας το βιβλίο στην μυθοπλασία, ούτε σε μία συμβατική βιογραφία η οποία θα ενδιέφερε ως εκείνη ενός δημιουργού άλλου αναστήματος, αλλά ούτε και στην αυτοβιογραφία προσώπου τού οποίου ο βίος κινεί το ενδιαφέρον ως εξαρτώμενη από ένα σημαίνον συγγραφικό έργο, στην περίπτωση τού Ντ. Μ. έχουμε ένα στενά ενδοπροσωπικής σημασίας πρόβλημα· αυτό δεν είναι άλλο από το κατ’ εξοχήν εβραϊκό πρόβλημα, το πρόβλημα τού πατέρα, αλλά εδώ σε θεματικό επίπεδο το οποίο σπάνια και ελάχιστα επιτρέπει στο πρόβλημα να υπερβεί τον άκρως ιδιωτικό πρόσημό του.
Μου ερχόταν κάθε τόσο στον νου η Επιστολή στον πατέρα τού Φραντς Κάφκα, αν και η σύνδεσή της με το «Μια Οδύσσεια» μόνο για λόγους ειδολογικής συγγένειας μπορεί να επιχειρηθεί: για λόγους που επικεντρώνονται στις σχέσεις πατέρα-γιού, και μάλιστα, όχι χωρίς λόγο, ενός πατέρα και ενός γιου εβραϊκής ταυτότητας.
Θα μπορούσε να πει κανείς, και βάσιμα μάλλον, ότι το Μία Οδύσσεια είναι επίσης μία επιστολή σ’ έναν πατέρα . πίσω από όσα αφηγούμενος καταγράφει για τον δικό του πατέρα ο Ντ. Μ., γίνεται εμφανής, έντονα μάλιστα, μια σχεδόν του ίδιου τύπου με τον πατέρα τού Κάφκα ελλειμματική συνύπαρξη, ένας συνδυασμός φόβου και κατωτερότητας, μία κομπιασμένη, μπλοκαρισμένη διάθεση εκ μέρους τού γιού προς τον πατέρα, στην ουσία ένα υπαρκτικό χάσμα, ένα διανθρώπινο vacuum.

A la recherche du père perdu
Επανέρχεται δριμύ το κατ’ εξοχήν εβραϊκό θέμα του πατρός έναντι του υιου και αντιστρόφως, με όλες τις θεολογικής κατηγορίας συνισταμένες του.
A la recherche du père perdu

Ζ.

Όταν άρχισα την ανάγνωση του Μια Οδύσσεια, η αντικρυστή παράθεση των σεμιναρίων με θέμα την ομηρική Οδύσσεια αφενός και τής προσωπικής ιστορίας τού Ντ. Μ. και του πατέρα του αφετέρου, με έκανε να σκεφτώ το μυθιστόρημα Χλωμή φωτιά του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (ελλ. έκδ. Καστανιώτης 2001, αγγλ. έκδ. Pale fire, G. P. Putnam’s Sons 1962). Εκεί, ένα ποίημα, γραμμένο ‘a la maniere de’, σχολιάζεται από έναν γνωστό και γείτονα τού ποιητή στον οποίο έχει περιέλθει το ποίημα μετά την δολοφονία του τελευταίου, ο σχολιασμός όμως δεν ακολουθεί κατά γράμμα το ποίημα, παρεκτρέπεται πολύ σύντομα σε άλλες αφηγήσεις οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο τον ίδιο προσωπικά τον σχολιαστή ο οποίος αποκαλύπτεται άλλος απ’ αυτόν που είναι.
Ισως, στο βάθος τού εκλεπτυσμένου και πεπαιδευμένου μυαλού του Ντ. Μ. να λειτούργησε, ως λόγιος συνειρμός, το επίτευγμα τού Ναμπόκοφ, αφού η συγγενής ιδιότητα και των δύο συγγραφέων είναι, εκτός από την συγγραφική, και η ακαδημαϊκή.
Αυτή η αναφορά στην Χλωμή φωτιά, σχετίζεται άμεσα με αυτό που θα αναφερθεί στη επόμενη ενότητα: η αντιπαράθεση/συμπαράθεση που επιχειρεί ο Ντ. Μ. στο δικό του βιβλίο είναι άλλης κατηγορίας από εκείνη τού Ναμπόκοφ, πρόκειται για μία μέθοδο κειμενικής παραλληλίας και αντιγραφής η οποία, όπως ίσως είναι γνωστό, δεν έχει να κάνει με κάποια νεωτερική επινόηση· είναι, όπως θα δούμε, μία φιλολογική τρόπον τινά τεχνοτροπία, ένα λογοτεχνικό εν πολλοίς είδος, απότοκο πνευματικών ρευμάτων που έδρασαν κατά την διάρκεια περασμένων αλλά καθοριστικών εν συνεχεία εποχών.

A la recherche du père perdu

Η.

α.

Ο Dennis R. MacDonald (1946), καθηγητής στο Claremont School of Theology όπου διδάσκει την Καινή Διαθήκη, συνδιευθυντής στο Institute for Antiquity and Christianity του Claremont Graduate University, χρησιμοποιεί και αναλύει διεξοδικά αυτήν ακριβώς την τεχνοτροπία στο βιβλίο του Τα ομηρικά έπη και το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, μτφρ. Κώστας Τσαπόγας, εκδ. Κάκτος 2004 (The Homeric Epics and the Gospel of Marc, Yale University, 2000).
To έργο του Μακντόναλντ περιλαμβάνει σειρά βιβλίων που επικεντρώνονται σ’ αυτήν την παραλληλία, με ενδεικτικούς τίτλους: The Legend and the Apostles, 1983· There is no male and female: The fate of dominical Saying in Paul and Gnosticism, 1987· Christianizing Homer: the Odyssey, Plato and the Acts of Andrew, 1994· Does the New Testament Imitate Homer? Four Cases from the Acts of the Apostles, 2003· The Acts of Andrew, Early Christian Apocrypha, 2005· The Gospels and Homer, Imitations of Greek Epic in Mark and Luke-Acts (The New Testament and Greek Literature), 2014.
Όπως σημειώνει ο επιστημονικός επιμελητής της ελληνικής έκδοσης Νίκος Ζαρκαντζάς: «Αναδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου η φιλολογική μίμησις των Ομηρικών Επών από τον συγγραφέα του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, γεγονός που παραστατικά ‘ζωγραφίζεται’ στα 21 κεφάλαια του βιβλίου με τις παράλληλες συγκρίσεις των κειμένων στην πρωτότυπη εκδοχή τους. Η έννοια τής μιμήσεως δεν υπέχει σε καμία περίπτωση τη σημασία τής κλεψίτυπης-κρυφής αντιγραφής ή τής δουλικής απομίμησης, αλλά χρησιμοποιείται με την αρχαία φιλολογική σημασία τής ανανεωτικής μεταμορφώσεως ενός αναγνωρισμένου και σημαντικού λογοτεχνικού έργου για την εξυπηρέτηση των σκοπών τού συγγραφέα ή τής ομάδας που αυτός εκπροσωπεί σε μιαν άλλη εποχή. (…) Η μίμηση καθιερωμένων πολιτιστικών προτύπων με δημιουργική ανάπλαση, σύγχρονη των αναγκών και των τάσεων κάθε εποχής, αποτέλεσε στα ελληνορωμαϊκά χρόνια τη βάση πάνω στην οποία ευδοκίμησαν όλες οι νέες τάσεις, φιλοσοφίες, θρησκείες και κινήματα. Η μίμηση αποτέλεσε τον μοχλό και το οξυγόνο τής ανάπτυξης ρηξικέλευθων νέων προτάσεων και ιδεών, που πολλές φορές βέβαια συνέτειναν στην αλλοίωση ή την καταστροφή και τον υποβιβασμό δεδομένων θρησκευτικών και εθνικών σχηματισμών τού παρελθόντος».
Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει μεταξύ άλλων στον δικό του πρόλογο στην ελληνική έκδοση: «Στο παρόν βιβλίο υποστηρίζω ότι οι μιμήσεις τού Ομηρικού Έπους από τον Μάρκο, τόσο οι συγκαλυμμένες όσο και οι εμφανείς, αποκρύπτουν και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα. Ο αρχαιότερος ευαγγελιστής μεταμφίεσε την εξάρτησή του γράφοντας σε πεζό λόγο, μεταβάλλοντας το ομηρικό λεξιλόγιο, επαναδιευθετώντας τα επεισόδια και δανειζόμενος την ίδια στιγμή και ιουδαϊκές γραφές. Όπως η μέλισσα τού Σενέκα, ο Μάρκος ανέμειξε «αρκετές γεύσεις σε ένα εύγευστο μείγμα». Αλλά ο Μάρκος δεν ήταν δούλος των μοντέλων που χρησιμοποίησε. Αντίθετα, ανταγωνίστηκε σε βάθος, έξυπνα και στρατηγικά τις ιστορίες που προσέλαβε, ώστε να παρουσιάσει τον Ιησού ως περισσότερο ευσπλαχνικό, δυνατό, ευγενή και σκληραγωγημένο από τον Οδυσσέα. (…) Σχεδόν κάθε επεισόδιο (σ. του Ευαγγελίου) που παραλληλίζεται με κάποιο από τα έπη καταδεικνύει τέτοια θεολογική άμιλλα. Ο Μάρκος παρέχει αρκετούς δείκτες σχετικά με τα έπη με σκοπό να πληροφορήσει τον αναγνώστη για «το παιχνίδι του … ανάμεσα στην αποκάλυψη και τη συγκάλυψη» (Hinds). Δυστυχώς, αυτές οι σημαδούρες μοιάζουν να έχουν μείνει αόρατες στους αναγνώστες, ακόμα και σε κάποιον καλλιεργημένο Έλληνα όπως ο συγγραφέας του ευαγγελίου τού Λουκά. Ο Μάρκος ήταν μεγάλος στην συγκάλυψη και μικρός στην αποκάλυψη».

β.

Χρειάστηκε να παραθέσω τα παραπάνω εκτενή αποσπάσματα προκειμένου να δοθεί μία έγκυρη πληροφόρηση σχετική με την βασική θεματική του βιβλίου τού Μακντόναλντ, έστω περιληπτικά, ώστε να μπορέσω να θέσω εν συνεχεία αυτά που, κατά την γνώμη μου, συνδέουν αυτό το βιβλίο και την οργάνωσή του με το βιβλίο τού Ντ. Μ. και την δική του οργάνωση.
Δεν είμαι ούτε εξ αποστάσεως ομηρολόγος, οπότε η θέση μου απέναντι στον ομηριστή Ντ. Μ. είναι συντριπτικά μειονεκτική· μειονεκτική, πιστεύω, είναι και απέναντι στον μελετητή τής ποίησης, ιδίως τού Καβάφη, αλλά και απέναντι στον οξυδερκή και απολαυστικό αρθρογράφο του New Yorker – το βιβλίο του με άρθρα που δημοσίευσε στο εν λόγω περιοδικό και κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Περιμένοντας τούς βαρβάρους, είναι υποδειγματικό και αξιοθαύμαστο.
Επομένως, το βιβλίο του Μία Οδύσσεια. Ενας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος, έχει απέναντί του τίποτα περισσότερο από έναν αναγνώστη. Αυτή όμως η ιδιότητα είναι η εντελώς και αποκλειστικώς εκείνη που προσφέρει την δυνατότητα για την πιο αποδοτική σχέση με ένα βιβλίο. Και ειδικά για την περίπτωση αυτού τού βιβλίου, η ανάγνωση είναι ό,τι πιο συγγενικό υπάρχει με την ίδια την σύστασή του. Η ανάγνωση, και μόνον αυτή, έχει εδώ τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

A la recherche du père perdu

Θ.

Αυτό το διά των προηγούμενων λέξεων των σχετικών με την ανάγνωση, είναι νομίζω καίριας σημασίας για ένα βιβλίο όπως το Μια Οδύσσεια.
Η αντιπαράθεση/συνδιαλλαγή τού ομηρικού έπους από την μία πλευρά και τού οικογενειακού αφηγήματος από την άλλη, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την σταθερή διαμεσολάβηση τού συγγραφέα που είναι και ο κύριος, ο μοναδικός, κινητήρας αυτής τής κειμενικής/βιωματικής συνύπαρξης.
Έχουμε στην ουσία μία διανθρώπινη κατάσταση όπου τα δύο μέλη διεκδικούν αμφότερα εξίσου την ανθρώπινη διάσταση, με την πλευρά τού ποιήματος του Ομήρου να μην υστερεί σε τίποτα σε ό,τι αφορά την σαρκική διάσταση των προσώπων του, την ενυπόστατη, υλική, ζώσα ύπαρξή τους. Το ποίημα βγαίνει θριαμβευτικά κερδισμένο και αυτοκρατορικά ενισχυμένο από την παραλληλία του με το οικογενειακό αφήγημα, αναδεικνύεται μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο σε σφύζουσα πραγματικότητα, θα έλεγα το τετριμμένο αλλά εδώ κυριολεκτικό: πιο πραγματική από την πραγματική. Το τότε επικρατεί κατά κράτος του τώρα το οποίο εξαναγκάζεται να εμφανίζεται ως υποσημείωση στο τότε, ως εξασθενημένος απόγονος ενός σφριγηλού προγόνου, ως ελάσσον υιος ενός μείζονος πατρός.
Αυτή η διαμεσολάβηση/διαπόρευση/διαπραγμάτευση ωστόσο, αποτελεί και το μείζον πρόβλημα του βιβλίου.

A la recherche du père perdu

Ι.

Στην εισαγωγή τής μετάφρασής του τού βιβλίου τού Χάρολντ Μπλουμ Η αγωνία τής επίδρασης. Μία θεωρία για την ποίηση, εκδ. Άγρα 1989 (The Anxiety of influence. A theory of poetry, Oxford University Press, 1973), Δημήτρης Δημηρούλης γράφει: «Ο σύγχρονος ποιητής υποφέρει από μία μόνιμη και καταλυτική αγωνία τής επίδρασης, επειδή ακριβώς είχε την ατυχία να έρθει αργά στην ιστορία. Αναπόφευκτα η ανάγκη αυτή υπονομεύει δραματικά την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αφού νοθεύει την αυθεντικότητά του ως ποιητή (τη γνησιότητα δηλαδή τής ποιητικής του έμπνευσης) και περιορίζει αμετάκλητα την αυθεντία του ως δημιουργού μέσα στην ιστορία (δηλαδή την ικανότητά του να κερδίζει το παιχνίδι τού χρόνου). Η καθυστέρηση δηλώνει οφειλή και εξάρτηση από τον πρόγονο, από την πατρική μορφή του γεννήτορα, από εκείνον που είχε την τύχη να έρθει λίγο πιο νωρίς (ακριβώς, ίσως, στην κατάλληλη στιγμή) και να πει τον λόγο του έγκαιρα και επίκαιρα. Η αγωνία της οφειλής οδηγεί στην αγωνία της επίδρασης και αυτή με την σειρά της στο άγχος της υπέρβασης τού προγόνου. Κάθε ποιητής μετά τον Μίλτον, είτε το παραδέχεται είτε όχι, βιώνει τις συνέπειες τής καθυστερημένης γέννησής του. Οσο μάλιστα πιο αργά εμφανίζεται στη σκηνή της ιστορίας (όσο πιο σύγχρονος είναι), τόσο πιο πολύ συντρίβεται από τις αγωνίες της επιρροής, και από την παμφάγο επιθυμία να γίνει ο πατέρας του εαυτού του. Στον εντελώς σημερινό ποιητή η ιστορική αργοπορία επενεργεί τόσο καταπιεστικά και συγκριτικά, ώστε στο τέλος τον καθιστά ανίκανο να γράψει ποίηση, τον ευνουχίζει καθώς τον εξαφανίζει στις σκιές των γιγάντων προγόνων του» (σελ. 14-15).
Αυτό το απόσπασμα από την εισαγωγή τού Δημηρούλη στο βιβλίο τού Μπλουμ, εμπεριέχει πολλά από αυτά που θα μπορούσαν να ισχύσουν για την περίπτωση της σχέσης τού Ντ. Μ. με τον Τζέι Μέντελσον, κυρίως όμως η κεντρική ιδέα, που είναι αυτή του βιβλίου τού Μπλουμ, της σχέσης προγόνου και επιγόνου, πατέρα και γιου.
Επανέρχεται δριμύ το κατ’ εξοχήν εβραϊκό θέμα του πατρός έναντι του υιου και αντιστρόφως, με όλες τις θεολογικής κατηγορίας συνισταμένες του.


[ Το δεύτερο μέρος στο επόμενο τεύχος ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: