Από μακριά μόνο μιλούμε. / Με τη φωνή μιλούμε, με τον αντίλαλο /
Μ’ όλα τα όργανα της Απουσίας: / Με τηλεβόες, / Κλήσεις, / Με τηλέφωνα. [...]
Γιώργος Θέμελης, «Άφωνη γλώσσα»
Βγες απ’ τον ίσκιο σου κι αγκάλιασέ με
Έρση Σωτηροπούλου, Μπορείς;
Η σχεδόν σαρανταετής αδιάκοπη παρουσία της Έρσης Σωτηροπούλου στα ελληνικά γράμματα, που περιλαμβάνει μία διόλου ευκαταφρόνητη (και πολυβραβευμένη) πεζογραφική –κυρίως– παραγωγή,[1] διαιρείται χωρίς αυστηρά όρια, κατά τις πρώτες απόπειρες περιοδολόγησης του έργου της, σε δύο συνήθως φάσεις: Τα πρώτα σύντομα, συμπυκνωμένης έντασης κείμενά της ώς τη Φάρσα (1982) και εν μέρει το Μεξικό (1988), συνιστούν ένα ξεκίνημα πειραματικών μορφικών αναζητήσεων, το οποίο, σταδιακά, θα προσφέρει τα κεκτημένα του στην προσπάθεια ύφανσης ενός πιο στέρεου αφηγηματικού ιστού, με ευδιάκριτους, γυναικείους πρωτίστως, χαρακτήρες, σε μία δίκλωνη κατεύθυνση που μεγεθύνει αφενός τη σεξουαλικότητα και το αδιέξοδο των προσώπων και αναδεικνύει αφετέρου, πάντα με διακριτή ειρωνεία, την παθογένεια κυρίαρχων κοινωνικών νοοτροπιών.[2] Από τα διηγήματα του Βασιλιά του φλίπερ (1998) ώς εκείνα του Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα (2011) κι από το εμβληματικό Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές (επανεκδόθηκε φέτος από τον Πατάκη –α’ έκδ. 1999) μέχρι την Εύα (2009), το μυθοπλαστικό σύμπαν της Σωτηροπούλου λειτουργεί, με μικρές ή μεγαλύτερες αποκλίσεις, σαν ένα πνιγηρό κέλυφος από το οποίο οι ηρωίδες/ές της επιθυμούν αλλά τελικά αδυνατούν (ή αποφεύγουν) να αποδράσουν. Τα δύο τελευταία μυθιστορήματά της ωστόσο, το Τι μένει από τη νύχτα (2015) και δη το Μπορείς; (2017) που με ενδιαφέρει άμεσα εδώ, μοιάζουν, κατά κοινή ομολογία, σαν ξένα σώματα μέσα στο σύνολο της εργογραφίας της·[3] κι αν για το πρώτο, όπου η συγγραφέας υφαίνει το μύθο γύρω από μία γωνιά της ζωής του πρωταγωνιστή της Κ. Π. Καβάφη, έχει χυθεί αρκετό μελάνι, το Μπορείς; δεν έχει εξαντληθεί, πιστεύω, ερμηνευτικά, ιδίως ως προς τη λειτουργία της τολμηρής (αντι)αφηγηματικής του στρατηγικής: την αποκλειστική λογοτεχνική αξιοποίηση του «προβληματικού είδους» της επιστολής, σε ένα είδος σύγχρονου –με όρους 21ου αιώνα (email και viber)– επιστολικού μυθιστορήματος.
Η ανοικειωτική αυτή επιλογή της πεζογράφου, που επαναφέρει βέβαια σε νέα συμφραζόμενα και τα γνωστά (μετα)μοντερνιστικά ερωτήματα περί ορίων, φόρμας και εν γένει «λογοτεχνικότητας» στη μυθοπλασία, δεν αποτελεί παρά μία μονάχα πτυχή ενός πολυδιάστατου εγχειρήματος· αρκεί να αναφερθεί προκαταρκτικά εδώ πως το βιβλίο εγείρει, μεταξύ άλλων, την προβληματική της κατασκευής εαυτού, αφού ο αναγνώστης παρακολουθεί την ερωτική ηλεκτρονική αλληλογραφία μίας συγγραφέως ονόματι «Έρση Σωτηροπούλου», σε μια ιδιότυπη autofiction που εξελίσσεται την ίδια στιγμή σε ημερολόγιο γραφής του προηγούμενου μυθιστορήματός της, του Τι μένει από τη νύχτα. Το κατά πόσον ωστόσο τα δύο βιβλία αποκλίνουν ή εγκαινιάζουν μια νέα περίοδο στην πεζογραφία της, ο τρόπος που επικοινωνούν και γενικότερα οι αντισυμβατικές κι ενίοτε προκλητικές επιλογές της Σωτηροπούλου, δε θα μονοπωλήσουν το παρόν κείμενο, ούτως ώστε η εστίαση να μετατεθεί στον τρόπο και στο μέτρο που εξυπηρετούν τη γενικότερη στόχευση του Μπορείς;: το μυθιστόρημα θέτει επί τάπητος διαχρονικά υπαρξιακά ζητήματα, όπως αυτό της διχοτόμησης του συγγραφικού (κι όχι μόνο) εγώ μεταξύ έρωτα και γραφής, τέχνης και ζωής, αναζητά απτές και ποιητικές διαφυγές, με την επιστολική του μορφή να επιδιώκει μεν την πριμοδότηση της προαναφερθείσας πλευράς του, λογοδοτώντας παράλληλα σε μια συγχρονική επικοινωνιακή και αναγνωστική διάσταση.
(Αντι)αφηγηματικό περίγραμμα και θεωρητικό πλαίσιο
Μέσα αποκλειστικά από τα χνάρια της γραφής, το ψηφιακό εναπομένον κατακάθι μιας «παράνομης» σχέσης –που, ανάλογα τις πολιτισμικές συντεταγμένες, μπορεί να τεθεί κι η ίδια εντός εισαγωγικών και τανάπαλιν–, ξεδιπλώνεται στο Μπορείς;[4] η ερωτική ιστορία μιας συγγραφέως κι ενός (παντρεμένου) οινοπαραγωγού, της Έρσης και του Γιώργου, της Φάρσας και του Σπουργίτη όπως αυτοαποκαλούνται στα mail τους,[5] που προσπαθούν να υποκαταστήσουν την απουσία με την εξ αποστάσεως επικοινωνία μέχρι να καταφέρουν κάθε φορά να συναντηθούν. Οι δύο εραστές ανταλλάσσουν στη δική τους διάλεκτο, όπου μετονομάζονται σε Βυζάκι και Φιλάκι ή σαρκαστικότερα σε «κ. Κονιορτόπουλος» (281) και «πνευματικό αιδοίο» (742), ηλεκτρονικές επιστολές και μηνύματα με καταιγιστικό ρυθμό, στα οποία παρεισφρέουν αναπόφευκτα τα μείζονα και ελάσσονα της καθημερινότητας και των προβληματισμών τους: αισθηματικές διακυμάνσεις, επαγγελματικά ζητήματα, ιατρικά άγχη, αναμνήσεις και ταξιδιωτικές εντυπώσεις στο πολιτικό φόντο της Ελλάδας της κρίσης. Εκείνο ωστόσο που κυριαρχεί στην επικοινωνία τους είναι ο στοχασμός γύρω από τους σκοπούς και τη λειτουργία της Τέχνης –όπως κεφαλαιογραφείται στο βιβλίο υπό την καβαφική επιρροή της Έρσης–, χέρι-χέρι με τη συγγραφική της αγωνία ενόσω έγραφε το Τι μένει από τη νύχτα· σκέψεις ενδεδυμένες με παραπομπές σε λογοτεχνικά (και δικά τους) κείμενα, μουσικές, ταινίες, εκθέσεις και φωτογραφίες, «διακείμενα» που, όταν δεν καθίστανται άμεσα προσβάσιμα, σχολιάζονται ή παρατίθενται ως (υπαρκτά) links, συνθέτοντας την πολιτισμική ατμόσφαιρα της σχέσης, στην οποία για επτακόσιες και πλέον σελίδες μυούν τον αναγνώστη.
Είναι ήδη εμφανή από το περιληπτικό αυτό σκίτσο τα θεωρητικά ζητήματα που εγείρει τόσο η επιλογή του συγκεκριμένου μορφολογικού καλουπιού όσο και οι θεματικές του προεκτάσεις. Η αμηχανία ειδολογικής κατάταξης του βιβλίου –που χαρακτηρίστηκε αδόκιμα λ.χ. και ως «ψηφιακό μυθιστόρημα»–[6] αποτελεί ένα τέτοιο πρώτο εμπόδιο, το οποίο υπερπηδάται, με σχετική ασφάλεια, με τη συνδρομή και την αναγκαία επανεννοιολόγηση του είδους εκείνου που άκμασε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 18ου
αιώνα, του «επιστολικού μυθιστορήματος». Αν και η απόσταση που χωρίζει το Μπορείς;
από την τυπολογία του επιστολικού λόγου και τα μυθοπλαστικά ζητούμενα άλλων εποχών δεν είναι αμελητέα, το βιβλίο εφάπτεται έντονα σε σημεία με τις ρομαντικές αναβιώσεις του είδους κατά τον 19ο αιώνα κι ακόμη περισσότερο με εκείνες του δεύτερου μισού τού 20ού, εντασσόμενο εν πολλοίς στη νεοσύστατη παράδοση της λεγόμενης «τεκμηριωτικής μεταμυθοπλασίας».[7] Από τα γράμματα του μονοφωνικού Κιβωτίου (1975) του Άρη Αλεξάνδρου ώς τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978) και το κολλάζ των Στοιχείων για τη δεκαετία του ’60 (1989) του Θανάση Βαλτινού, τα πιο πρόσφατα Θα υπογράφω Λουί (1993) της Ρέας Γαλανάκη και Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια (1996) του Αλέξη Πανσέληνου, τα γράμματα ως τεκμήρια, λειτούργησαν, μεταξύ άλλων, σαν οδοδείκτες ρεαλισμού, συνδετικοί αφηγηματικοί κρίκοι, τρόποι αμφισβήτησης και ταυτόχρονα προβολής της μυθοπλαστικής συνθήκης·[8] με τη διαφορά πως εδώ έγιναν mail και συγκρότησαν αυτόνομα ένα υπερμέγεθες επεισόδιο, χωρίς να επιδιώκουν να απαλλαγούν από τις εγγενείς αδυναμίες του είδους: τα χάσματα που συνεπάγεται η παντελής απουσία αφηγητή, την ακινησία, το αμετάβατο –μονάχα επί τόπου πέταγμα– της πλοκής. Αυτό το τελολογικά περιττό υπό άλλες συνθήκες θα γίνει εδώ το ίδιο το θέμα, μέσα στη «φενάκη του ερωτικού χρόνου» όπου κινείται το μυθιστόρημα.[9]
Παράλληλα, αυτή η στατικότητα, σε συνδυασμό με την εισχώρηση σε εξεπιτούτου απροσδιόριστο βαθμό του αυτοβιογραφικού στοιχείου, φέρνει το βιβλίο κοντά στο προσωπικό ημερολόγιο και άρα στην επί Ρομαντισμού επικρατούσα εκδοχή του επιστολικού μυθιστορήματος.[10] Τα δύο είδη, άλλωστε, συγγενεύουν στενά, αφού διέπονται από τον βιωματικό (αντί του ιστορικού) χρόνο και κατακερματίζουν τον λόγο, πολλαπλασιάζοντας τη στιγμή της εκφώνησης σε μια σειρά από ημερολογιακές καταγραφές ή επιστολές όπως στον κορμό του Μπορείς;, παράγοντας ένα χρονικό τής εξέλιξης του γράφοντος υποκειμένου, και ειδικότερα εδώ, ένα παλμογράφημα του ιδιαίτερου δεσμού των δύο εραστών στο χρονικό άνυσμα τριών περίπου χρόνων από την αλληλογραφία τους. Στην «προς τα έξω» αυτή κίνηση της επιστολής –σε αντίθεση με την ταύτιση πομπού και δέκτη στο ημερολόγιο–, στην a priori παρουσία του Άλλου, ανιχνεύεται το βασικό διαφοροποιητικό τους χαρακτηριστικό.[11] Κι αν η περίπτωση συγκεκριμένα των ερωτικών επιστολών νοείται ως υπόθεση αυστηρά ιδιωτική, η συρραφή τους υπό τη λογοτεχνική ομπρέλα «μυθιστόρημα» διανοίγεται στο δημόσιο, ρευστοποιώντας τα όρια μεταξύ επιστολογράφου κι επιστολικού συγγραφέα,[12] με το Μπορείς;, όπου οι δύο ρόλοι ταυτίζονται, να καταλαμβάνει τον χώρο μεταξύ πραγματικού κι επινοημένου, αυτομυθοπλασίας και κλειστής ερωτικής αλληλογραφίας, προβάλλοντας σαν ένας φάκελος με σπασμένο βουλοκέρι, φορτισμένος με τη σαγήνη της διάρρηξης του απαραβίαστου.[13]
Κι εδώ εισέρχεται στην εξίσωση η ερμηνευτική συνιστώσα του αναγνώστη. Ο ρόλος του αναβαθμίζεται στο βιβλίο προσιδιάζοντας σχεδόν σε εκείνον του συγγραφέα, εφόσον, ελλείψει αφηγητή, αναλαμβάνει την ευθύνη σύνδεσης των γραπτών τεκμηρίων, την ανακατασκευή όσων μεσολαβούν: σημαντικών κι ασήμαντων γεγονότων, τηλεφωνικών κλήσεων, των (αραιών) συναντήσεών τους, του αποτυπώματος της επαφής τους. Αντιμέτωπος με το «ανοιγμένο γράμμα», με έντονη από τις πρώτες κιόλας σελίδες την αίσθηση του απρόσκλητου ηδονοβλεψία, παγιδεύεται σε μια καλοστημένη φάρσα (της Φάρσας) ώσπου σταδιακά αντιλαμβάνεται πως όντως «δεν είναι αυτό που νομίζει».[14] Η λογοτεχνική αυτή παγίδα θέτει στο στόχαστρο πρωτίστως τον «διαβασμένο» αναγνώστη που λ.χ. θα υποψιαστεί ήδη από το όνομα στο mail ή τις διαρκείς αναφορές στο καβαφικό μυθιστόρημα το μεταμυθοπλαστικό παιχνίδι της Σωτηροπούλου και θα πιαστεί ευκολότερα στο δίχτυ των αυτοαναφορικών αξιώσεων. Η συγγραφέας δεν θα διστάσει μάλιστα να επέμβει με μία έμμεση (μποντλερική) απεύθυνση από την αρχή του βιβλίου στην εν λόγω άλλη ερμηνευτική/αναγνωστική στιγμή, φροντίζοντας να επαναλάβει το τολμηρό αυτό κλείσιμο του ματιού ξανά προς το τέλος, όταν ο αναγνώστης θα έχει πια παρασυρθεί στις σπειροειδείς τροχιές της γραφής και του έρωτα, στον πυρήνα του Μπορείς;: «Hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère» (σ. 14, 461), (= Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδερφέ μου).[15]
Όπως είδαμε παραπάνω, το τελευταίο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου κινείται μορφολογικά αλλά και θεματολογικά στα αχαρτογράφητα νερά του ενδιάμεσου. Από τον προσδιορισμό της ειδολογικής του ταυτότητας ώς την αληθοφάνεια των «επιστολών» του, τη χαρακτηριστικά μοντερνιστική αυτοαναφορά του και τον συνάμα μεταμοντέρνο σχολιασμό της,[16] μοιάζει να αναζητά τον δικό του χώρο σε μια μεταιχμιακή ζώνη, στην οποία το στοιχείο του φαντασιακού διεκδικεί, όπως θα φανεί ευκρινέστερα παρακάτω, έναν πιο ενεργό ρόλο· άλλωστε, κατά τον Μπαρτ, το «πλέον» του έρωτα, της ηδονής, είναι «το καθεστώς του Φαντασιακού», στα εδάφη του οποίου η λογοτεχνία στήνει συχνά τα δικά της παιχνίδια με τους καθρέφτες.[17] Αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, τα αναδυόμενα θεματικά ζεύγη του Μπορείς;
θα προσπαθήσω να αναλύσω στη συνέχεια, αφού αποσαφηνιστεί οριστικά ο τρόπος που συντελείται στο βιβλίο η μετάβαση από την επιστολή στο mail και το viber, η αναβάπτιση της φόρμας προς νέους σκοπούς και θεματικές κατευθύνσεις.
Εκκινώντας από τις στερεότυπες φόρμουλες, την τυπολογία της ερωτικής επιστολογραφίας, είναι εξαρχής εμφανές πως στο Μπορείς; ουκ ολίγα επιβιώνουν της σαρωτικής αλλαγής παραδείγματος που επέφερε στην επικοινωνία (και) η εισβολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: η επαναναληπτικότα, η μονοτονία που συνεπάγεται η ατελείωτη εκπομπή του ίδιου πάντα μηνύματος («σ’ αγαπώ»/«σε σκέφτομαι»), η αδυναμία ερωτικής πλήρωσης και οι απρόβλεπτες εναλλαγές υψηλού και χαμηλού, συνθέτουν ένα καθόλα γνώριμο σκηνικό-υποκατάστατο της απουσίας, ορατό στο αποτύπωμα σχεδόν κάθε σελίδας του βιβλίου.[18] Ήδη από τα επιλεγμένα motti του ή λ.χ. το χαρακτηριστικό θέμα μίας σειράς από mail του πρώτου κεφαλαίου –«Subject: Καβάφης/Προυστ/Εσύ» (87 κ.ε.), γίνεται ενδεικτικά αντιληπτή αυτή η διαρκής μετατόπιση από τα μείζονα στα ελάσσονα και το αντίστροφο, ενόσω το μυθιστόρημα αδράχνει στους επάλληλους κύκλους του τον αναγνώστη, φτάνοντας στο σημείο να επαναλαμβάνει ακόμα και τον εαυτό του (σ. 221-222 με 692-693, 480 με 523 κ.α). Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ανοιχτή του στίξη: παρενθέσεις που δεν κλείνουν και τελείες που απουσιάζουν διασπείρονται σε όλη του την επικράτεια (π.χ. σ. 50, 65, 68, 84, 86, 505),[19] όχι λόγω του συνήθη υπόπτου δαίμονα του τυπογραφείου αλλά εξαιτίας του συγγραφικού δαιμονίου της Σωτηροπούλου που, υπό την επιρροή μάλλον του αγαπημένου της Κάμινγκς, επιδιώκει να ενισχύσει έτσι την αίσθηση της ατέρμονης συνέχειας που αποπνέει το Μπορείς;. Τέλος, όσο κι αν πρωτεύον μέλημα της «επιστολικής» αυτής επικοινωνίας είναι να ακυρώσει έστω και προσωρινά την απουσία, εκείνη δεν παύει να θεριεύει όταν αδυνατεί πια να μετουσιωθεί σε άγγιγμα: