Δωρεά του έρωτα / εκδορά της σάρκας / δορά της γραφής

Δωρεά του έρωτα / εκδορά της σάρκας / δορά της γραφής

Ανδρέας Μήτσου, «Η αστυνόμος», Καστανιώτης 2019

Τί­τλος: Η αστυ­νό­μος. Ει­δο­λο­γι­κός υπό­τι­τλος: Μυ­θι­στό­ρη­μα.

Στο νέο βι­βλίο του Αν­δρέα Μή­τσου, οι ανα­γνω­στι­κές απο­ρί­ες εγεί­ρο­νται ήδη από το εξώ­φυλ­λο και επε­κτεί­νο­νται στο οπι­σθό­φυλ­λο της κομ­ψής έκ­δο­σης: Μια αστυ­νό­μος, ονό­μα­τι Λέ­να Στρα­τή­γη, αντι­πα­λεύ­ει το ανι­κα­νο­ποί­η­το της ζω­ής, ωθώ­ντας δό­λια τον συγ­γρα­φέα πα­τέ­ρα της να εμπλα­κεί σε εγκλη­μα­τι­κές ιστο­ρί­ες για να εμπνευ­στεί και να συγ­γρά­ψει ό,τι εκεί­νη οφεί­λει να εξι­χνιά­σει. Βα­θύ­τε­ρος σκο­πός: Να αλ­λά­ξει η ίδια ζωή ή μή­πως να εκ­δι­κη­θεί ανα­τρέ­πο­ντας του πα­τέ­ρα της τη ζωή; Να υφαρ­πά­σει τη συγ­γρα­φι­κή του ιδιό­τη­τα ή να τον πα­γι­δεύ­σει σε μια τι­μω­ρία πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή; Σε τί πα­ρα­πέ­μπει, άρα­γε, Η αστυ­νό­μος ως τί­τλος: Σε επαγ­γελ­μα­τι­κή ιδιό­τη­τα ή σε μια ιδιο­συ­γκρα­σια­κή οντό­τη­τα αντι­φα­τι­κή και εκ­δι­κη­τι­κή; Και πώς αι­τιο­λο­γεί­ται ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας ενός αφη­γή­μα­τος που δεν υπερ­βαί­νει τα τρία-τέσ­σε­ρα χρό­νια ως ιστο­ρία –βία πέ­ντε, αν προσ­δώ­σω με­γα­λύ­τε­ρη χρο­νι­κή από­στα­ση στα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια (Φ & Χ) του βι­βλί­ου– και τις 239 σε­λί­δες ως πλο­κή, όταν βα­σι­κά δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού εί­δους νο­ού­νται μια σύν­θε­τη αφη­γη­μα­τι­κή δο­μή, με ευ­ρεία πλο­κή, που συ­νέ­χει με­γά­λο αριθ­μό πρω­τευό­ντων και δευ­τε­ρευό­ντων ηρώ­ων και ιστο­ριών, η οποία (πλο­κή) εκτεί­νε­ται σε με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, επι­πλέ­ον;

Εστιά­ζο­ντας προ­σώ­ρας στο τε­λευ­ταίο ερώ­τη­μα, οφεί­λω να επι­ση­μά­νω ότι, κα­τά τον Ρώ­σο θε­ω­ρη­τι­κό Μι­χα­ήλ Μπα­χτίν, η κα­τε­ξο­χήν ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος στην ιστο­ρία της ευ­ρω­παϊ­κής και πα­γκό­σμιας γραμ­μα­τεί­ας έγκει­ται στο γε­γο­νός ότι δια­μορ­φώ­νει μια «και­νο­φα­νή ει­κό­να του κό­σμου», που ελέγ­χε­ται αστα­θής και ρευ­στή μέ­σω μιας νέ­ας ιστο­ρι­κής αντί­λη­ψης του χρό­νου, η οποία –συν­δέ­ο­ντας το πα­ρελ­θόν με το πα­ρόν και το μέλ­λον– συ­νε­πι­φέ­ρει μια νέα ει­κό­να του αν­θρώ­πι­νου βί­ου και, κα­τ’ επέ­κτα­σιν, του εκά­στο­τε μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού προ­σώ­που, που –ως «οντό­τη­τα υπό δια­μόρ­φω­ση»– ενέ­χει αντι­φά­σεις ικα­νές να το εκ­θέ­τουν σε απρό­βλε­πτες κα­τα­στά­σεις, επι­φέ­ρο­ντας ανά πά­σα στιγ­μή μιαν ανα­τρο­πή. Συ­νε­πώς, εν αντι­θέ­σει με το δι­ή­γη­μα που στο­χεύ­ει στην πρό­κλη­ση «μιας ενιαί­ας συ­νο­λι­κής εντύ­πω­σης», υιο­θε­τώ­ντας κα­τά τον Αμε­ρι­κα­νό κρι­τι­κό και θε­ω­ρη­τι­κό Μ. Χ. Έϊ­μπραμς τη δο­μή ενός αι­νίγ­μα­τος, η πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή δο­μή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «αντι­στοι­χεί στο παι­χνί­δι [ενός] γρί­φου», όπου «οι εν­διά­με­σες κα­τα­σκευ­ές εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κές από την απά­ντη­ση» ή –για να το πω πε­ρί­που με τα λό­για του Άγ­γλου πε­ζο­γρά­φου, ποι­η­τή και κρι­τι­κού Ντέι­βιντ Χ. Λώ­ρενς – όπου δεν πρέ­πει να «εμπι­στεύ­ε­σαι το δί­δαγ­μα» αλ­λά αυ­τή κα­θαυ­τή την ιστο­ρία.
Κρα­τά­με, λοι­πόν, τον αντι­συμ­βα­τι­κό τρό­πο σκέ­ψης του γρί­φου, την αστά­θεια που συ­νε­πά­γε­ται μια αφη­γη­μα­τι­κή δο­μή ανοι­χτή σε κά­θε ανα­τρο­πή και το παι­χνί­δι ως ψη­λά­φη­ση των «κα­χε­κτι­κών» ή μη «ορί­ων» (σ. 91) μιας υπάρ­χου­σας τά­ξης πραγ­μά­των, προ­τού επι­στρέ­ψου­με στο προς με­λέ­την έρ­γο του Α. Μή­τσου που μας απα­σχο­λεί.

*

Εξε­τά­ζο­ντας κα­ταρ­χάς το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο με όρους αφη­γη­μα­το­λο­γί­ας, η κύ­ρια αφή­γη­ση αρ­χί­ζει in medias res και ρέ­ει απρό­σκο­πτα με γρή­γο­ρο βη­μα­τι­σμό, συν­δυά­ζο­ντας εντέ­χνως έναν αφη­γη­μα­τι­κό τρό­πο άλ­λο­τε μι­μη­τι­κό και άλ­λο­τε δι­η­γη­τι­κό, μέ­σω της χρή­σης του δια­λό­γου, στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση –ο οποί­ος δρα­μα­το­ποιεί την αφή­γη­ση προ­σφεύ­γο­ντας αντι­στοί­χως σ’ έναν ευ­θύ και απο­δι­δό­με­νο λό­γο, συ­νή­θως (ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά από το Κε­φά­λαιο Α: «Τη σκό­τω­σα», μου εί­πε σι­γα­νά. «Τη σκό­τω­σα», επα­νέ­λα­βε πιο δυ­να­τά, ακού­μπη­σε τα χέ­ρια του στο γρα­φείο και έσκυ­ψε προς το μέ­ρος μου. Μου ‘χε κο­πεί η ανά­σα. «Τη σκό­τω­σα σου λέω. Ακούς; Τη σκό­τω­σα», ούρ­λια­ζε εκτός εαυ­τού. Ση­κώ­θη­κα και πλη­σί­α­σα κο­ντά του. «Έλα, κά­θι­σε. Κά­θι­σε, μην κά­νεις έτσι», προ­σπά­θη­σα να τον καλ­μά­ρω, κοι­τά­ζο­ντας απε­γνω­σμέ­να για βο­ή­θεια προς την πόρ­τα, […]), ή μιας δι­ή­γη­σης πιο γρή­γο­ρης και συ­νο­πτι­κής, στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η οποία εξε­λίσ­σει την πλο­κή εκτός δια­λο­γι­κής σκη­νής (ανα­φέ­ρω εξί­σου εν­δει­κτι­κά το κεφ. Μ), ασχέ­τως εάν, στο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο, η δι­ή­γη­ση συ­νι­στά συ­χνά προ­σω­πείο ενός μο­νο­λό­γου εσω­τε­ρι­κού και λί­αν εξο­μο­λο­γη­τι­κού (όπως στο β’ μέ­ρος του κεφ. Λ, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι).
Τί­θε­ται, όμως, αμέ­σως το ερώ­τη­μα: Τον εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο «ποί­ου;» Ερώ­τη­μα που μας πα­ρα­πέ­μπει στην οπτι­κή γω­νία της αφή­γη­σης, γνω­στή με τον όρο εστί­α­ση. Σε όλο το έρ­γο, έχου­με μια εστί­α­ση εσω­τε­ρι­κή –που πε­ριο­ρί­ζε­ται, δη­λα­δή, σε όσα σκέ­φτε­ται, αντι­λαμ­βά­νε­ται και αι­σθά­νε­ται ένας λο­γο­τε­χνι­κός χα­ρα­κτή­ρας μό­νον– αλ­λά ου­χί στα­θε­ρή, κα­θώς με­τα­το­πί­ζε­ται επι­λε­κτι­κά από την οπτι­κή γω­νία της «ψυ­χρής και αδί­στα­κτης μπα­τσί­νας» Λέ­νας Στρα­τή­γη, όπως τη θε­ω­ρούν οι άλ­λοι, στην αντί­στοι­χη οπτι­κή του «οι­στρή­λα­του συγ­γρα­φέα» και «αδιόρ­θω­του γόη» πα­τέ­ρα της, Πέ­τρου Στρα­τή­γη. Πρό­κει­ται για μια εσω­τε­ρι­κή εστί­α­ση ακρι­βο­δί­καια μοι­ρα­σμέ­νη (από 11 κε­φά­λαια έκα­στος, ασχέ­τως εάν η κό­ρη παίρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τη σκυ­τά­λη στην αρ­χή και προς το τέ­λος της αφή­γη­σης, αφή­νο­ντας στον συγ­γρα­φέα πα­τέ­ρα της τον κα­θαυ­τό πυ­ρή­να του έρ­γου), που πι­στο­ποιεί ένα εί­δος υπο­νο­ού­με­νης ισο­δυ­να­μί­ας με­τα­ξύ τους, στην οποία θα επα­νέλ­θω.
Στην εν λό­γω πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση των δύο ομο­δι­η­γη­τι­κών αφη­γη­τών –που αφη­γού­νται, δη­λα­δή, μια ιστο­ρία όπου εί­ναι πα­ρό­ντες ως χα­ρα­κτή­ρες και επω­μί­ζο­νται, επι­πλέ­ον, ένα ρό­λο ισό­κυ­ρα πρω­τα­γω­νι­στι­κό–, πρέ­πει να συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με, επί­σης, τρεις πα­ρέμ­βλη­τες ή εμ­βό­λι­μες αφη­γή­σεις (σσ. 99-100, 104-109, 195-196), οι οποί­ες –ως «απο­στα­σιο­ποι­η­τι­κό» τέ­χνα­σμα εξαι­ρε­τι­κά οι­κείο και προ­σφι­λές στη λο­γο­τε­χνι­κή γρα­φή του Α. Μή­τσου, εν γέ­νει– όσο κι αν πι­στώ­νο­νται τύ­ποις στον πα­τέ­ρα Στρα­τή­γη, ενερ­γο­ποιούν ένα εν­διά­με­σο προ­σω­πείο του συγ­γρα­φέα, το­κί­ζο­ντας με βα­θύ­τε­ρα ψυ­χι­κά θε­μέ­λια το πρω­το­πρό­σω­πο μυ­θο­πλα­στι­κό εγώ, χά­ρη στο ανα­λη­πτι­κό υλι­κό (από τον όρο ανά­λη­ψη, δη­λα­δή, ανα­δρο­μή σ’ ένα απώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν), εν εί­δει flashback, που ανα­σύ­ρουν στην αφη­γη­μα­τι­κή επι­φά­νεια. Ως εάν ορι­σμέ­νες παι­δι­κές ή νε­α­νι­κές ανα­μνή­σεις του συγ­γρα­φέα πα­ρα­μέ­νουν με­τέ­ω­ρες μέ­σα του, προσ­δο­κώ­ντας καρ­τε­ρι­κά τη γρα­φή που θα ’ρ­θει να κου­μπώ­σει επά­νω της σαν ρού­χο οι­κείο, παίρ­νο­ντας κά­τι από την αχλή που ενέ­χει της προ­σω­πι­κής του μνή­μης το ορυ­χείο. Προσ­δί­δουν βά­θος στην αφή­γη­ση του σή­με­ρα οι εμ­βό­λι­μες αφη­γή­σεις του χθες και, συγ­χρό­νως, ερ­μη­νευ­τι­κή προ­ο­πτι­κή· γί­νο­νται, δη­λα­δή, ανα­στο­χα­σμού αφορ­μή για τον ανα­γνώ­στη που ακο­λου­θεί τον συγ­γρα­φέα στα πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα μιας μνή­μης που σκέ­φτε­ται, μιας σκέ­ψης που μνη­μο­νεύ­ει.
(Βλ. εν­δει­κτι­κά την εμ­βό­λι­μη αφή­γη­ση για την «ανοι­χτή πλη­γή» στην Αι­νειά­δα του Βιρ­γι­λί­ου, που απο­ρεί ο συγ­γρα­φέ­ας ως παι­δί για­τί δεν χα­ρο­ποιεί τον ποι­η­τή, σσ. 195-196.)

Μια πλη­γή σκα­λί­ζουν ή πα­ρω­δούν επί­μο­να, με τη δέ­ου­σα ει­ρω­νεία, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι διά­λο­γοι και, κυ­ρί­ως, οι εσω­τε­ρι­κοί μο­νό­λο­γοι και οι αφη­γη­μα­τι­κές πα­ρεκ­βά­σεις στο έρ­γο που με­λε­τά­με. Προ­σώ­ρας, όμως, επεί­γο­μαι να διευ­κρι­νί­σω ότι οι εν λό­γω διά­λο­γοι, μο­νό­λο­γοι και οι εμ­βό­λι­μες αφη­γή­σεις –σε συν­δυα­σμό με αρ­κε­τές δια­κει­με­νι­κές και δια­καλ­λι­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές (σε στί­χους του Σε­φέ­ρη και του Μαρ­κό­που­λου, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ή σε τρα­γού­δια του Χα­τζι­δά­κι και του Μα­μα­γκά­κη)– συ­νι­στούν ποι­κί­λους τρό­πους έκ­φρα­σης και έκ­φαν­σης της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης, ποι­κί­λες φω­νές και γλωσ­σι­κούς τρό­πους ανα­πα­ρά­στα­σης του κό­σμου, συν­θέ­το­ντας –μέ­σα από αμ­φι­βο­λί­ες, αντι­φά­σεις, συ­νει­δη­σια­κές πα­λιν­δρο­μή­σεις και συ­γκρου­σια­κές αντι­δρά­σεις– μια πο­λύ­γλωσ­ση (κα­τά τον Μπα­χτίν) ή πο­λύ­φω­νη ερ­μη­νεία του κό­σμου, που απο­τε­λεί κα­τε­ξο­χήν ιδί­ω­μα του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού εί­δους.
Έχου­με να κά­νου­με με ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, λοι­πόν, και, συγ­χρό­νως, με αντι­θε­τι­κά ζεύ­γη, τα οποία, μέ­σα από δια­δο­χι­κές δυα­δι­κές συν­δέ­σεις, προ­σπα­θούν να απο­κα­τα­στή­σουν –πό­τε μι­λώ­ντας σο­βα­ρά και πό­τε πα­ρω­δια­κά– την αλή­θεια μέ­σω της «εις άτο­πον απα­γω­γής του ψεύ­δους», όπως θα έλε­γε και ο Μπα­χτίν.
Ας τα με­λε­τή­σου­με λί­γο από κο­ντά.

Με όρους ζευ­γα­ρω­τών αντι­θέ­των, τα βα­σι­κά δί­πο­λα αρ­σε­νι­κού-θη­λυ­κού στο έρ­γο που με­λε­τά­με συν­θέ­τουν από τη μια η αστυ­νό­μος Λέ­να με τον συγ­γρα­φέα πα­τέ­ρα της Πέ­τρο Στρα­τή­γη και, από την άλ­λη, η άνερ­γη αλ­λά ιδιαι­τέ­ρως δρα­στή­ρια ερω­τι­κά Νί­κη με τον ντα­λι­κέ­ρη άντρα της Από­στο­λο Ευ­θυ­μί­ου. Τα εν λό­γω δί­πο­λα πλαι­σιώ­νουν δύο άλ­λα δί­πο­λα αρ­σε­νι­κού-θη­λυ­κού, που απορ­ρέ­ουν εν μέ­ρει από τα πρώ­τα: Ο συγ­γρα­φέ­ας πα­τέ­ρας Πέ­τρος με τη για­τρό σύ­ντρο­φό του Μαί­ρη, την οποία «δεν χω­νεύ[ει]» (σ. 43) η κό­ρη του Λέ­να, και ο ίδιος πα­τέ­ρας με την «απε­ρί­γρα­πτης ωραιό­τη­τας» (σ. 49), αλ­λά «πο­λύ λαϊ­κιά» (σ. 57) και «δια­βό­η­τη» (σ. 69) για της απι­στί­ες της ένα­ντι του ντα­λι­κέ­ρη, Νί­κη.
Το τε­λευ­ταίο ζεύ­γος εί­ναι κομ­βι­κής ση­μα­σί­ας στο βι­βλίο· όχι τό­σο για­τί αναι­ρεί στα­δια­κά το ζεύ­γος πα­τέ­ρα και Μαί­ρης –γε­γο­νός που συ­νι­στά, μάλ­λον, επι­φαι­νό­με­νο μιας συμ­βα­τι­κής, σα­θρής και διό­λου «υγιούς», εν τέ­λει, σχέ­σης–, όσο για­τί συ­νι­στά μη­χά­νευ­μα της κό­ρης του συγ­γρα­φέα Στρα­τή­γη, πο­νη­ρό και δό­λιο τέ­χνα­σμα της αστυ­νο­μι­κού, δη­λα­δή, στην προ­σπά­θειά της να πα­γι­δεύ­σει τον πα­τέ­ρα της («Πα­γί­δευ­ση» τι­τλο­φο­ρεί­ται το Α’ μέ­ρος) για να τον τι­μω­ρή­σει («Τι­μω­ρία» τι­τλο­φο­ρεί­ται το Β’ μέ­ρος του έρ­γου), εκ­δι­κού­με­νη, Θε­ός οί­δε, για τί από όλα όσα του κα­τα­λο­γί­ζει (την απώ­λεια της μά­νας της σε νη­πια­κή ηλι­κία; το επάγ­γελ­μα της αστυ­νο­μι­κού που επέ­λε­ξε ωθού­με­νη από εκεί­νον; τη μόρ­φω­ση που στε­ρή­θη­κε; την ανέ­ρα­στη ζωή της ένα­ντι του νάρ­κισ­σου και αε­νά­ως μπλεγ­μέ­νου σε ερω­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες πα­τέ­ρα της;) ή μή­πως απλώς για­τί τον γνω­ρί­ζει; («Κοί­τα, σε ξέ­ρω, εγώ σε γέν­νη­σα», γέ­λα­σα, αφύ­σι­κα δυ­να­τά, με την εξυ­πνά­δα μου. Και εί­χε ένα σα­δι­σμό το γέ­λιο μου. Το άκου­σα και ξαφ­νιά­στη­κα, τρό­μα­ξα. Σαν να έβλε­πα μπρο­στά μου να ξε­τυ­λί­γε­ται όλη ετού­τη η φρι­χτή ιστο­ρία. Για­τί αντί­κρι­ζα το τέ­λος της. Το άγριο.» Πρό­κει­ται για λό­για και σκέ­ψεις της αστυ­νο­μι­κού από το Β’ κεφ. του βι­βλί­ου, που προ­οι­κο­νο­μούν σα­φώς την –κα­τό­πιν πα­γί­δευ­σης– τι­μω­ρία. Τη δι­κή του, τη δι­κή της ή και των δύο;)
Το μυ­θι­στό­ρη­μα ενέ­χει, άρα, μια δο­μή αστυ­νο­μι­κή, η οποία υπη­ρε­τεί κα­τά βά­σιν, όμως, μια σφι­χτο­δε­μέ­νη πλο­κή, σε βαθ­μό που κά­θε με­τα­τό­πι­ση, αντί­δρα­ση ή ρή­ξη κά­νει να ακού­γο­νται οι αλυ­σί­δες που κρα­τούν τα πρό­σω­πα δέ­σμια σ’ ένα προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο modus vivendiγια να πα­ρα­φρά­σω τα λό­για της Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ, όπως δια­τυ­πώ­νο­νται στο βι­βλίο: «Πώς όποιος δεν κι­νεί­ται, δεν ακού­ει της αλυ­σί­δες του.» (σ. 38).
Την ίδια αστυ­νο­μι­κή δο­μή, την ίδια εκ­δι­κη­τι­κή τα­κτι­κή ή ρο­πή ανι­χνεύ­ου­με και σε πρό­τε­ρα έρ­γα του Α. Μή­τσου· τις ίδιες αλυ­σί­δες αφου­γκρα­ζό­μα­στε κι εκεί. Θα μπο­ρού­σα να ανα­φερ­θώ συ­γκρι­τι­κά στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Τα ανί­σχυ­ρα ψεύ­δη του Ορέ­στη Χαλ­κιό­που­λου (1995), όπου ο ομώ­νυ­μος ήρω­ας «χαλ­κεύ­ει» την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ωθώ­ντας τον κα­θη­γη­τή του να εμπλα­κεί σε ερω­τι­κή σχέ­ση με τη μη­τέ­ρα του, με τον ίδιο τρό­πο που η αστυ­νό­μος Λέ­να ωθεί τον πα­τέ­ρα της να μπλέ­ξει ερω­τι­κά με το όμορ­φο θύ­μα και πα­ρ’ ολί­γον πτώ­μα της χθε­σι­νο­βρα­δι­νής βάρ­διάς της. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, υπάρ­χει ένας απα­τη­μέ­νος σύ­ζυ­γος απών, που τα­ξι­δεύ­ει με πλοίο ή ντα­λί­κα, ρι­σκά­ρο­ντας τη ζωή του για να θρέ­ψει την οι­κο­γέ­νειά του. Δεν θα ακο­λου­θή­σω, όμως, άλ­λο το μο­νο­πά­τι αυ­τό, για­τί στον Ορέ­στη Χαλ­κιό­που­λο έχου­με να κά­νου­με με ανί­σχυ­ρα ψεύ­δη, ενώ στην Αστυ­νό­μο με ισχυ­ρές –έστω και αντι­φα­τι­κές– αλή­θειες. Απε­να­ντί­ας, θα προ­τι­μή­σω να στα­θώ στη νου­βέ­λα Ο κύ­ριος Επι­σκο­πά­κης – Η εξο­μο­λό­γη­ση ενός δει­λού (2007), με πα­ρα­πλή­σιας ση­μα­σιο­λο­γι­κής υφής κε­φά­λαια («Εκ­βια­σμός», «Τα­πεί­νω­ση», «Τι­μω­ρία»), όπου ο υπο­τι­θέ­με­νος δει­λός ομώ­νυ­μος ήρω­ας ενέ­χει και την κό­ρη που πα­ρα­τη­ρεί-επι­σκο­πεί-αστυ­νο­μεύ­ει-υπο­νο­μεύ­ει στην Αστυ­νό­μο, χω­ρίς να απο­τολ­μά να μπει στη ζωή, και τον πα­τέ­ρα της, ο οποί­ος απο­τολ­μά να βιώ­σει τον έρω­τα που συ­να­ντά σε προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία, τόλ­μη για την οποία θα τα­πει­νω­θεί και θα τι­μω­ρη­θεί.
Δεν θα κα­τα­στή­σω πιο σύν­θε­τη τη σύ­γκρι­ση, ανα­πτύσ­σο­ντας ποιος ήρω­ας στην Αστυ­νό­μο ενέ­χει δύο ήρω­ες της νου­βέ­λας Επι­σκο­πά­κης, αντι­στοί­χως. Θα αρ­κε­στώ να εστιά­σω μό­νο στην εμ­μο­νή του συγ­γρα­φέα Α. Μή­τσου σε ένα ετε­ρώ­νυ­μο δί­πο­λο ερω­τι­κής πε­ρι­πά­θειας –τον Άγ­γε­λο και την Αντι­γό­νη, από τη μια, τον Πέ­τρο και τη Νί­κη, από την άλ­λη– η οποία (εμ­μο­νή) οδη­γεί­ται με άσφαλ­τη νο­μο­τέ­λεια, έν­θεν κα­κεί­θεν, σε μιαν ολέ­θρια απώ­λεια του έρω­τα και της ζω­ής, συγ­χρό­νως, ως εάν Η αστυ­νό­μος συ­νι­στά ξε­πλή­ρω­μα πα­λιάς οφει­λής του συγ­γρα­φέα, ασχέ­τως εάν, στην προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση, ο φό­νος της Νί­κης –διό­τι η γυ­ναί­κα φο­νεύ­ε­ται πά­ντα– υπερ­βαί­νει το χρο­νι­κό πλαί­σιο της πλο­κής του έρ­γου, βά­σει του ει­σα­γω­γι­κού ση­μειώ­μα­τος που προ­τάσ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα, εν εί­δει εξω­τε­ρι­κής πρό­λη­ψης ή προ­οι­κο­νο­μί­ας: «Πε­νή­ντα χρο­νών άντρας κα­τέ­σφα­ξε τη σύ­ζυ­γό του για­τί τον απα­τού­σε, και στη συ­νέ­χεια απαγ­χο­νί­στη­κε.» (σ. 9)

Alea jacta est / Ο κύ­βος ερ­ρί­φθη, δεν λέ­ει ο Ιού­λιος Καί­σα­ρας δια­σχί­ζο­ντας τον πο­τα­μό Ρου­βί­κω­να – τον ίδιο πο­τα­μό που ομο­λο­γεί ότι διά­βη­κε και ο Πέ­τρος Στρα­τή­γης με­τά τον χω­ρι­σμό του με τη Νί­κη (σ. 189); Ανοί­γο­ντας το βι­βλίο, τα πά­ντα δεί­χνουν να έχουν ήδη τε­λε­στεί. Συ­νε­πώς, ο ανυ­πο­ψί­α­στος ανα­γνώ­στης –με αυ­τόν τον τί­τλο, αυ­τό το προ­οί­μιο που συ­νι­στά εκτός αφη­γη­μα­τι­κής πλο­κής προ­οι­κο­νο­μία, αυ­τό το incipit ως πρώ­τες λέ­ξεις του Α’ κε­φα­λαί­ου (ένας «θη­ριώ­δης» άν­δρας ορ­μά­ει ένα βρά­δυ στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα «ανε­μί[ζο­ντας] μια κο­τσί­δα μα­τω­μέ­να μαλ­λιά», με «κόκ­κι­να μά­τια, μύ­τες, αυ­τιά», φο­ρώ­ντας ένα επί­σης «μα­τω­μέ­νο λευ­κό μπλου­ζά­κι» που γρά­φει στο στή­θος ψη­λά τη γνω­στή απει­λη­τι­κή φρά­ση από την ται­νία Ο εξο­λο­θρευ­τής: «Ill be back», σ. 13)– ο ανυ­πο­ψί­α­στος ανα­γνώ­στης, λοι­πόν, προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για ένα έγκλη­μα. Αντ’ αυ­τού, από το Β’ κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου, προ­σκρού­ει πά­νω σ’ ένα έλ­λειμ­μα· έλ­λειμ­μα έμπνευ­σης, αλ­λά, πρω­τί­στως, έλ­λειμ­μα ζω­ής. Της αστυ­νό­μου Λέ­νας Στρα­τή­γη; Όχι, και του πα­τέ­ρα της, συγ­χρό­νως.

Ας το σκε­φτού­με λί­γο. Ο πα­τέ­ρας της αστυ­νό­μου εί­ναι ένας πα­τέ­ρας μορ­φω­μέ­νος, συγ­γρα­φι­κά κα­τα­ξιω­μέ­νος και νάρ­κισ­σος, επί­σης. Αλ­λά εί­ναι μα­ζί ένας πα­τέ­ρας-γιος, κα­θώς η κό­ρη που τον «έχει γεν­νή­σει» σπεύ­δει κά­θε τό­σο να τον τα­ΐ­σει με φρέ­σκιες και ασυ­νή­θι­στες ιστο­ρί­ες που ξε­ση­κώ­νει από τα αστυ­νο­μι­κά δελ­τία της υπη­ρε­σί­ας της, προ­κει­μέ­νου να μπει εκεί­νος –τό­σο μό­νον– στο «παι­χνί­δι», να αδρά­ξει την έμπνευ­ση και να την κα­τα­γρά­ψει κα­τό­πιν στο χαρ­τί, υφαί­νο­ντάς την από την αρ­χή για να την κα­τα­στή­σει ως ιστο­ρία –δι­κή του ή ξέ­νη– δια­φο­ρε­τι­κή· «ένα άλ­λο βί­ω­μα» (σ. 26), δη­λα­δή.
Έχου­με μια βο­λι­κή και εκα­τέ­ρω­θεν βο­λε­μέ­νη συ­ναλ­λα­γή, άρα· δυο κομ­μά­τια μή­λου κα­μί­ας έρι­δος· ώς τη στιγ­μή που ο συγ­γρα­φέ­ας πα­τέ­ρας θα μπει –εκών άκων– σ’ ένα προ­με­λε­τη­μέ­νο από την κό­ρη του παι­χνί­δι, αδυ­να­τώ­ντας να βγει, κα­θώς ο άλ­λος, «ο θαμ­μέ­νος [του] εαυ­τός» θα ανα­δυ­θεί σαν «προϊ­στο­ρι­κός δει­νό­σαυ­ρος […] κά­τω από βου­νά πά­γου», «φρισ­σο­μα­νώ­ντας και τι­νά­ζο­ντας ψι­λή βρο­χή από πά­νω του, χιό­νια και τρίμ­μα­τα κρυ­στάλ­λου» (σ.90). Έρω­τας λέ­γε­ται αυ­τός ο αιφ­νί­διος γυ­ρι­σμός. Ένας έρω­τας που συ­ντα­ράσ­σει σαν «σει­σμός» (σ. 102), όπως ο σει­σμός που φέρ­νει στο νου η «τε­ρά­στια ενέρ­γεια» που απε­λευ­θε­ρώ­νει ο σω­ρός από σερ­σέ­γκια στη δεύ­τε­ρη εμ­βό­λι­μη αφή­γη­ση του βι­βλί­ου, κά­νο­ντας το σα­νι­δέ­νιο τα­βά­νι του πέ­τρι­νου σπι­τιού στο χω­ριό να σπα­ρά­ζει (βλ. σσ. 106-107).
Ξε­φεύ­γει από τον έλεγ­χο πα­τέ­ρα και κό­ρης ο συ­γκλο­νι­σμός αυ­τός («τό­ση τρι­κυ­μία, τέ­τοια ανα­τρο­πή», σ. 99), για­τί ο «θαμ­μέ­νος εαυ­τός […] φα­νε­ρώ­νε­ται σε μια και­νούρ­για γι’ αυ­τόν επο­χή, σ’ έναν άγνω­στο κό­σμο» (σ. 90) (ιδού η «και­νο­φα­νής ει­κό­να του κό­σμου» που δια­μορ­φώ­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­τά τον Μπα­χτίν), προ­ξε­νώ­ντας συγ­χρό­νως «μια πρω­τό­γνω­ρη εξέ­γερ­ση της σάρ­κας» (σ. 98) (για­τί, όπως λέ­ει ο Πα­ζο­λί­νι, «δεν έχου­με σώ­μα, εί­μα­στε σώ­μα»), που αφυ­πνί­ζει ένας «αχα­λί­νω­το[ς] ερω­τι­σμό[ς]» (σ. 99).
Αν το σύ­νη­θες μας πεί­θει, το υπέρ­τε­ρο μας αιχ­μα­λω­τί­ζει, νοη­μα­το­δώ­ντας τη ζωή μας μ’ έναν πρω­το­φα­νή σκο­πό («Τώ­ρα τον έβλε­πα μπρο­στά μου, ζω­ντα­νό, το[ν] σκο­πό που με δι­καί­ω­νε. Πού έδι­νε το νό­η­μα. Την άγνω­στη σ’ εμέ­να χα­ρά που υπο­σχό­ταν […]», στο ίδιο)· δυ­να­μι­τί­ζει, όμως, ταυ­το­χρό­νως τον ακλό­νη­το, μέ­χρι πρό­τι­νος, βρά­χο της σαρ­κι­κής αυ­τάρ­κειάς μας, όπως το φουρ­νέ­λο που ρί­χνουν «οι ερ­γά­τες» στον βρά­χο «ουρ­λιά­ζο­ντας στην πα­ρα­λια­κή πο­λί­χνη» (στο ίδιο) της πρώ­της εμ­βό­λι­μης αφή­γη­σης του βι­βλί­ου.
Η δω­ρεά του έρω­τα, επι­φέ­ρο­ντας την εκ­δο­ρά της σάρ­κας, δεν απο­κα­λύ­πτει μό­νο ένα «και­νούρ­γιο […] δέρ­μα» (σ. 98), αλ­λά κι έναν «άγνω­στο εαυ­τό» (σ. 188), που, από «δαρ­μέ­νο σκυ­λί» (σ. 97) και «τραυ­μα­τι­σμέ­νο που­λί» (σ. 100), παύ­ει στα­δια­κά να δει­λιά­ζει και κοι­τά­ζει «μ[ε] αγά­πη» τον «μαύ­ρο γκρε­μό» (σ. 157) της αβύσ­σου. Πρό­κει­ται, όμως, για κα­τα­κρή­μνι­ση σε γκρε­μό ή για αναρ­ρί­χη­ση ύψους, απ’ όπου δρα­πε­τεύ­ουν της ψυ­χής οι τρό­μοι και το μυα­λό γί­νε­ται ηχώ ενός σώ­μα­τος που πα­ρα­φρο­νεί, κα­θώς οι­κειώ­νε­ται την ευ­λο­γία του υψη­λού; «Δεν κό­ντε­ψα, τρε­λά­θη­κα [για χά­ρη της]. Και το ‘χω για κα­λό» (σ. 187), δη­λώ­νει απε­ρί­φρα­στα στην κό­ρη του ο ερω­τευ­μέ­νος πα­τέ­ρας. Και σπεύ­δει να προ­σθέ­σει: «Το σώ­μα μου εί­χε πα­ρα­φρο­νή­σει. Το μυα­λό ανα­γκά­ζε­ται, στις πιο λα­μπρές στιγ­μές του, να ακο­λου­θή­σει τις επι­τα­γές του κορ­μιού. Δεν μι­λά­με τό­τε για τρε­λό, αλ­λά για μα­γε­μέ­νο, για τον εκλε­κτό» (σ. 189).
Η μέ­θε­ξη του ύψους κά­νει τον ερω­τευ­μέ­νο να υψη­γο­ρεί, να αλα­ζο­νεύ­ε­ται, δη­λα­δή, με έπαρ­ση και, κα­τά την κό­ρη του, με στόμ­φο, ταυ­τί­ζο­ντας εαυ­τόν άλ­λο­τε με «άγιο του έρω­τα» και άλ­λο­τε με «Θεό» (σσ. 157, 188). Απο­βαί­νει ιδιαι­τέ­ρως ση­μα­ντι­κό, όμως, ότι η εν λό­γω υψη­γο­ρία εντάσ­σε­ται σ’ έναν εκ των υστέ­ρων απο­λο­γι­σμό του συγ­γρα­φέα-πα­τέ­ρα, που δεν τον επι­στρέ­φει μό­νο ως «κα­τα­φυ­γή και σω­τη­ρία» στο χάρ­τι­νό του εγώ (σ. 165), αλ­λά τον γο­να­τί­ζει με ευ­λά­βεια –τολ­μώ να πω– μπρος στην πλη­γή που άνοι­ξε στο σώ­μα του ο χα­μέ­νος έρω­τάς του με τη Νί­κη. (Ίδια με την «ανοι­χτή πλη­γή» στην Αι­νειά­δα του Βιρ­γι­λί­ου, που προ­α­νέ­φε­ρα.)
Για ποιον πα­τέ­ρα «άθυρ­μα» (σ. 229) μι­λά­με, τό­τε; Γι’ αυ­τόν που τόλ­μη­σε να αψη­φή­σει την εγ­γε­νή δει­λία του και να εν­δυ­θεί τη σιω­πή ενός αδι­ή­γη­του ερω­τι­κού πά­θους –αξί­ζει να προ­σε­χθεί ότι ως συγ­γρα­φέ­ας αρ­νεί­ται πια να γρά­ψει και, συγ­χρό­νως, να εμπλα­κεί σε άλ­λη ιστο­ρία για να εμπνευ­στεί (βλ. σ. 189)– επει­δή «αξιώ­θη­κε το χά­ρι­σμα» της «τέ­λεια[ς] ομορ­φιά[ς]» (στο ίδιο);
Αν αλη­θεύ­ει πως ο έρω­τας βιώ­νε­ται πά­ντα «εκτός νό­μου», κα­τά την Τζού­λια Κρί­στε­βα (Ιστο­ρί­ες αγά­πης), ως έρω­τας πα­ρά­νο­μος και μοι­χός που εξω­θεί στο έγκλη­μα και στην τρέ­λα, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από τον έρω­τα του Ρω­μαί­ου και της Ιου­λιέ­τας –όπου ο άν­δρας εκ­προ­σω­πεί το φως του ήλιου (στο φως της μέ­ρας θα πρω­το­δεί ο Πέ­τρος Στρα­τή­γης την τραυ­μα­τι­σμέ­νη Νί­κη και θα την ερω­τευ­τεί), ενώ η γυ­ναί­κα το σκο­τά­δι της νύ­χτας (νύ­χτα θα πρω­το­συ­να­ντή­σει η Νί­κη τον πα­ρά­νο­μο ερω­τι­κό της σύ­ντρο­φο, νύ­χτα θα τον εγκα­τα­λεί­ψει ένα χρό­νο με­τά και με­σά­νυ­χτα θα απο­πει­ρα­θεί, μέ­σω του ντα­λι­κέ­ρη άντρα της, να τον ακυ­ρώ­σει για να εκ­δι­κη­θεί), εί­ναι εξί­σου αλη­θές, κα­τά τον Ρο­λάν Μπαρτ (Απο­σπά­σμα­τα του ερω­τι­κού λό­γου), ότι ο έρω­τας εί­ναι atopos/άτο­πος, για­τί, ως μο­να­δι­κός, πα­ρα­μέ­νει ατα­ξι­νό­μη­τος, εκτός τό­που και λό­γου, δη­λα­δή.

Τί απο­μέ­νει; Ένας έρω­τας–πα­τρί­δα νοη­τή ή, μάλ­λον, ένα ερώ­με­νο σώ­μα που ο έρω­τας με­γα­λύ­νει ως πά­τρια γη. Άπα­τρις ο συγ­γρα­φέ­ας-πα­τέ­ρας της αστυ­νό­μου, λοι­πόν, και ου­χί «άθυρ­μα». Ένας πρώ­ην άβου­λος και βο­λε­μέ­νος, αν θέ­λε­τε, που δια­βιεί σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα άνευ­ρη, πλη­κτι­κή και, εν πολ­λοίς κα­τα­θλι­πτι­κή, συ­νται­ριά­ζο­ντας τέ­χνη και ζωή, ώς την ανα­τρο­πή του με­γά­λου έρω­τα, που θα τον ωθή­σει να επι­λέ­ξει από την τέ­χνη, ως υπό­γεια συ­ναλ­λα­γή, τη ζωή, ως εύ­ση­μη πα­τρί­δα/πλη­γή. Συ­νε­πώς, στους αντί­πο­δες του «Οβάλ πορ­τραί­του» του Έντ­γκαρ Άλ­λαν Πόε –όπου ο πα­θια­σμέ­νος ήρω­ας ζω­γρά­φος πα­ρά­γει ένα έρ­γο τέ­χνης τό­σο ζω­ντα­νό ώστε να μοιά­ζει με προ­ϊ­όν θεϊ­κού όντος, ζω­γρα­φί­ζο­ντας διαρ­κώς την σπά­νιας ομορ­φιάς γυ­ναί­κα του και στραγ­γί­ζο­ντας, συγ­χρό­νως, το πνεύ­μα και την υγεία της μέ­χρι πλή­ρους μα­ρα­σμού και θα­νά­του της–, Η αστυ­νό­μος του Αν­δρέα Μή­τσου προ­κρί­νει σα­φώς τη ζωή ένα­ντι της τέ­χνης και, δη, μια ζωή αφιε­ρω­μέ­νη στην υπη­ρε­σία της ομορ­φιάς και, κα­τ’ επέ­κτα­σιν, στην πο­λύ­φω­νη αρ­μο­νία ενός σώ­μα­τος που «υπάρ­χει» με μο­να­δι­κό «σκο­πό» «να βγά­λει ένα τρα­γού­δι» (σ. 156), δη­λα­δή, μια μου­σι­κή, εκ­φρά­ζο­ντας της χα­ράς τον αλα­λαγ­μό, της αγά­πης το μι­νύ­ρι­σμα, της αγω­νί­ας την κραυ­γή, του πό­νου την οι­μω­γή. («[…] Μου­σι­κήν ποί­ει και ερ­γά­ζου» δεν προ­στά­ζει το όνει­ρο τον Σω­κρά­τη στον Φαί­δω­να;)

*

Ανά­με­σα στη δω­ρεά του έρω­τα, την εκ­δο­ρά της σάρ­κας και τη δο­ρά της γρα­φής, υπάρ­χει μό­νον ένας τοί­χος πά­νω στον οποίο στρι­μώ­χνε­σαι –όπως ο τοί­χος όπου στρι­μώ­χνει ο ντα­λι­κέ­ρης Ευ­θυ­μί­ου τον συγ­γρα­φέα Στρα­τή­γη για να τον ακυ­ρώ­σει ως άν­δρα, αν όχι για να τον σκο­τώ­σει (κεφ. Σ)– ή πί­σω από τον οποίο κρύ­βε­σαι, για­τί –για να πα­ρα­φρά­σω τον Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη– «η [μυ­θο­πλα­σία] εί­ναι […] ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος για να κρύ­ψου­με το πρό­σω­πό μας» («Εκεί»).
Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας με όρους αλη­θο­λο­γί­ας (βλ. Από­στο­λο Μπε­νά­τση), λοι­πόν, τα αντι­θε­τι­κά ζεύ­γη που προ­α­νέ­φε­ρα, προ­κει­μέ­νου να απο­κα­τα­στή­σου­με –με ερ­γα­λείο την αντί­θε­ση ανά­με­σα στο εί­ναι και το φαί­νε­σθαι– την αλή­θεια μέ­σω της «εις άτο­πον απα­γω­γής του ψεύ­δους», όπως προ­εί­πα επί­σης, δια­πι­στώ­νου­με ότι: ο συγ­γρα­φέ­ας πα­τέ­ρας Πέ­τρος με τη για­τρό σύ­ντρο­φό του Μαί­ρη εκ­προ­σω­πούν το μη εί­ναι και φαί­νε­σθαι, που αντι­στοι­χεί στο ψεύ­δος· ο ίδιος πα­τέ­ρας με την ερω­μέ­νη του Νί­κη εκ­προ­σω­πούν το εί­ναι και μη φαί­νε­σθαι, που αντι­στοι­χεί στο μυ­στι­κό· ενώ η ερω­τι­κά δρα­στή­ρια Νί­κη με τον ντα­λι­κέ­ρη άντρα της εκ­προ­σω­πούν το εί­ναι και φαί­νε­σθαι, που αντι­στοι­χεί στο αλη­θι­νό. Απο­βαί­νει θλι­βε­ρό το γε­γο­νός ότι το μό­νο αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος που επα­λη­θεύ­ει την αντι­στοι­χία εί­ναι και φαί­νε­σθαι κα­τα­λή­γει σε φο­νι­κό. Ίσως, για­τί –όπως λέ­ει ο Μπαρτ και πά­λι– ενί­ο­τε, «η φρί­κη του να κα­τα­στρέ­ψεις εί­ναι πιο δυ­να­τή από την αγω­νία τού να χά­σεις». Ίσως, πά­λι, για­τί η Νί­κη αψή­φη­σε ότι η επι­στρο­φή του άντρα της («Ill be back» δεν εί­πα­με ότι γρά­φει το μπλου­ζά­κι του;) ισο­δυ­να­μεί με την απει­λη­τι­κή επα­νά­λη­ψή του.
Μέ­νει ένα τε­λευ­ταίο αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος, που προ­α­νέ­φε­ρα: η αστυ­νό­μος Λέ­να με τον συγ­γρα­φέα πα­τέ­ρα της Πέ­τρο Στρα­τή­γη. Ζεύ­γος, το οποίο –στους αντί­πο­δες του ζεύ­γους Νί­κης και ντα­λι­κέ­ρη– εκ­προ­σω­πεί το μη εί­ναι και μη φαί­νε­σθαι, ήτοι, το μη αλη­θι­νό, δη­λα­δή, τις δύο όψεις του ιδί­ου αν­θρώ­που, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας –ας προ­σε­χθεί– ενέ­χει την κό­ρη και τον πα­τέ­ρα μα­ζί. Κα­νέ­να σύν­δρο­μο της Ηλέ­κτρας, άρα, κα­τ’ εμέ· συ­νε­πώς, κα­μία ανά­γκη για ηθι­κή κρι­τι­κή, εφό­σον η αστυ­νό­μος Λέ­να εκ­προ­σω­πεί την εσω­τε­ρι­κή δια­πά­λη του ιδί­ου προ­σώ­που με­τα­ξύ ζω­ής και γρα­φής, με άλ­λα λό­για, τον άλ­λο του εαυ­τό, που τον αστυ­νο­μεύ­ει και, συγ­χρό­νως, υπο­νο­μεύ­ει κά­θε προ­σπά­θειά του να οι­κειω­θεί στη ζωή του μια γεν­ναία ανα­τρο­πή.
Κι όμως, αυ­τό το αντι­φα­τι­κό και αμ­φο­τέ­ρω­θεν συ­γκρου­σια­κό ζεύ­γος εί­ναι το μό­νο από τα αντι­θε­τι­κά ζεύ­γη του βι­βλί­ου που θα συ­νε­χί­σει να ζει μα­ζί, διαιω­νί­ζο­ντας μια σχέ­ση αμοι­βαί­ας κα­χυ­πο­ψί­ας και μί­σους, ανα­λη­θή και ζο­φε­ρή, όπως εκεί­νη η «μαύ­ρη κου­κί­δα» που δια­κρί­νουν η αστυ­νό­μος και ο πα­τέ­ρας της «στα πο­τή­ρια που πί­νου[ν] νε­ρό» και μαρ­τυ­ρεί «το πη­χτό μί­σος ανά­με­σά [του]ς» (σ. 239), όμοιο με το «πη­χτό μαύ­ρο σύν­νε­φο» που δια­γρά­φουν στον ορί­ζο­ντα τα σερ­σέ­γκια, «θρη­νο­λογ[ώντας] τον όλε­θρο» (σ. 107) της ζω­ής τους. Από τη δω­ρεά του έρω­τα και την εκ­δο­ρά της σάρ­κας, το μό­νο που απο­μέ­νει εί­ναι η δο­ρά μιας ακυ­ρω­μέ­νης ζω­ής· ή, μάλ­λον, η δο­ρά της γρα­φής ως εκ­δί­κη­ση ένα­ντι μιας πλη­κτι­κής, πε­ρί­φο­βης και πε­ρί­κλει­στης ζω­ής.

[ Ιανουάριος 2020 ]

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
«Η αστυ­νό­μος» ΤΟΥ Αν­δρέα Μή­τσου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: