μνήμη Γιάννη Κοντού
Ήτανε ζωντανός με το μεγάλο του κασκόλ
στ' όνειρο, μα ήξερα ότι δεν ήταν.
Ακολουθούσαμε μια κηδεία αγνώστου,
χειμώνας καιρός κι είχε χιονίσει τη νύχτα.
Το μάτι του λαμπύριζε. Παιδί με φαντασία ενήλικα,
καθώς οι ποιητές.
«Τι κάνεις Γιάννη;» τονε ρώτησα, «πώς είναι εκεί κάτω;»
«Έχεις στον κάτω κόσμο άνοιξη, βρε Γιάννη;
έχεις ανθισμένες κουτσουπιές;
Κίσσαβο και Μεταξοχώρι έχεις κάτω εκεί;»
«Δες, σκέψου, φαντάσου, τι υπέροχες ζωές
χιονοσκέπαστες έχει στους τάφους
και παρηγορήσου»
–αποκρίθηκε.
Ξύπνησα λυπημένος.
«Αχ, μωρέ Γιάννη, τι γύρευες
στης Ιπποκράτους τα υψίπεδα;
Της Γεωργίου Γενναδίου και της στοάς
Πανεπιστημίου και Χ. Τρικούπη,
των πεδινών εσύ παιδί,
του κέδρου τα αρώματα ξεχείλιζε η ψυχή σου,
στους χιονισμένους τάφους, Γιάννη, τι γυρεύεις;»
– μονολόγησα…