Οσμή κατακλυσμού: Ο Όμηρος στα ποιήματα του Γ.Κ.

Τζον Φλάξμαν, «Ο Όμηρος επικαλείται τη Μούσα» (1790)
Τζον Φλάξμαν, «Ο Όμηρος επικαλείται τη Μούσα» (1790)

Στην ποίηση όσων μοντερνιστών απευθύνονται περισσότερο στις αισθήσεις και στη φαντασία παρά στη νόηση του αναγνώστη δεν συναντάμε συχνά αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα. Τέτοιες αναφορές απαιτούν γνώσεις και τείνουν να μετακινήσουν το κέντρο βάρους της συγκίνησης από την αίσθηση στη διάνοια. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Ενώ είναι αισθησιοκεντρική (χρωστά τη δραστικότητά της στον ιδιαίτερο χειρισμό της εικόνας, του ελεύθερου συνειρμού και διαδοχικών μεταφορών), περιλαμβάνει αρκετές αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα. Το αποδεικνύει η σύγκριση του αριθμού των ιστορικών ονομάτων στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του (Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970–2010), εκδ. Τόπος, 2013) με τους αντίστοιχους αριθμούς σε έργα ανάλογης τεχνοτροπίας παλαιότερων μαστόρων της νεωτερικής εικονοποιίας του Σαχτούρη, του Ρίτσου, του Ελύτη.
Η πλειονότητα των προσώπων στα ποιήματά του είναι συγγραφείς, ιδίως ποιητές. Ακολουθούν ζωγράφοι, κινηματογραφιστές, μουσικοί και άλλοι. Ανανεωτές ή ριζοσπάστες, οι περισσότεροι. Η συγγένεια που ο Κοντός αισθάνεται μαζί τους δεν ξαφνιάζει. Όπως και άλλοι ομότεχνοί του της γενιάς του '70, βλέπει το έργο του σαν έναν ακόμη κρίκο της αλυσίδας του μοντερνισμού. Ορισμένοι από τους συγγραφείς που τον απασχολούν συγγενεύουν και με μια πλευρά της ιδιοσυγκρασίας του: η απαισιοδοξία στα έργα τους είναι παραπλήσια με την αγωνία και αποστροφή απέναντι σ’ ένα απειλητικό περιβάλλον που κυριαρχεί σε ποιήματα του Κοντού. Έτσι, ο Καρυωτάκης δίνει το παρών περισσότερες φορές από κάθε άλλον. Ο Κάφκα επίσης συγκαταλέγεται στους τακτικούς επισκέπτες. Από αυτήν την άποψη, η περίοπτη θέση και του Ομήρου ανάμεσά τους ίσως προκαλεί έκπληξη. Εξηγείται, πάντως, αν διαβάσει κανείς τα σχετικά ποιήματα και τα συγκρίνει με εκείνα στα οποία εμφανίζονται άλλα πρόσωπα. Η σύγκριση καταδεικνύει πως ενώ η αναφορά ονομάτων άλλων δημιουργών απορρέει από την έλξη που ασκούν στον Κοντό στοιχεία της προσωπικότητάς τους ή το καινοτόμο έργο τους, η μνεία του Ομήρου πηγάζει από την ανάγκη του για μια αναμέτρηση με την κληρονομία των ποιητικών προγόνων.
Αν δεν παραπατώ στο μέτρημα, το όνομα του Ομήρου εντοπίζεται πέντε φορές στη συγκεντρωτική έκδοση. Σε τέσσερα ποιήματα από ισάριθμα βιβλία («Η αναζήτηση του νερού ή Τρεις μέρες μυθολογίας [Δεύτερη μέρα]» (Περιμετρική, 1970), «Ο φόβος φυλάει τα έρημα» (Τα απρόοπτα, 1975), «Το τέλος μιας μέρας» (Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980), «Μαθήματα ορθοφωνίας» (Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008)) και σε ένα εισαγωγικό τετράστιχο που παρατίθεται ως μότο της συλλογής Ο αθλητής του τίποτα (1997). Έτσι, ο Όμηρος αναδεικνύεται ως το τρίτο συχνότερα αναφερόμενο πρόσωπο ανάμεσα στα πολλά (πάνω από σαράντα στο σύνολο) που ενέπνευσαν τον Κοντό κατά τη διάρκεια της τεσσαρακονταετούς ποιητικής του διαδρομής. Προηγούνται ο Καρυωτάκης και ο Σολωμός. Αν όμως υπολογίσουμε ως αναφορές στον Όμηρο και τις αναφορές σε πρόσωπα των ομηρικών επών (από τη σκηνή του Κοντού περνούν ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος, ο Κύκλωπας, ο Ελπήνωρ και άλλοι), τότε ο Όμηρος καθίσταται το συχνότερα ευθέως ή πλαγίως μνημονευόμενο πρόσωπο.
Το κοινό γνώρισμα πολλών προσώπων που εμφανίζονται, ως επί το πλείστον αστραπιαία, στους στίχους του Κοντού είναι η συνάφεια του τρόπου ζωής τους ή των αντιλήψεών τους με την ευαισθησία και τα ενδιαφέροντα των χαρακτηριστικότερων ποιητών της γενιάς του '70, στο ξεκίνημά της, μεταξύ των οποίων συναριθμείται και ο ίδιος: κοινωνική αμφισβήτηση, αιτήματα χειραφέτησης, απομυθοποίηση των μεγάλων οραμάτων, υπονόμευση αυθεντιών, σεξουαλική απελευθέρωση, δυσπιστία απέναντι στη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και στη μαζική κατανάλωση, καταγραφή της καθημερινότητας στα αστικά κέντρα ή στην ύπαιθρο σε πεζολογικό ή προγραμματικά αντιλυρικό τόνο. Οι αναφορές, λόγου χάρη, στον Σωκράτη και στον Μπέκετ, στον Καβάφη και στον Μπρεχτ, στον Εμπειρίκο και στον Μαγιακόφσκι είναι συμβατές με αυτό το κλίμα όσο είναι και η τακτική μνεία του Καρυωτάκη και του Κάφκα.
Ο κόσμος όμως του Ομήρου, ένας κόσμος υψηλών ιδανικών, αυστηρών ιεραρχήσεων και πατροπαράδοτων εθίμων, αρχαίος και συνάμα μυθικός, βρίσκεται στους αντίποδες του κλίματος που εμπνέει συνήθως τον Κοντό και τους ομηλίκους του ποιητές. Εξάλλου για τον ίδιο τον Όμηρο αν δεχθούμε πως είναι ιστορικό πρόσωπο και συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια– μας είναι γνωστά τόσο λίγα ώστε μπορούμε να ισχυριστούμε πως κινείται ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα, γεγονός που τον κάνει λιγότερο κατάλληλο για τα βιογραφικής υφής φωτογραφικά στιγμιότυπα στα οποία οι στίχοι του Κοντού απαθανατίζουν ποιητές και άλλους. Εφόσον η εγγύτητα που νιώθει ο Κοντός με τη στάση ζωής άλλων προσώπων δεν εξηγεί και τις αναφορές του στον Όμηρο, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα διαφορετικό σημείο επαφής. Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η θέαση του Ομήρου ως του απώτατου ποιητικού προγόνου. Όπως θα δούμε, τα σχετικά αποσπάσματα των ποιημάτων επιβεβαιώνουν αυτήν την υπόθεση και φωτίζουν τη σχέση του Κοντού με την αρχετυπική μορφή του ποιητή πατέρα αλλά και την αίσθησή του για την αντοχή της ποίησης.
Ο Όμηρος δεν είναι ο μόνος ποιητής που προσέρχεται στα ποιήματα του Κοντού με την ιδιότητα του προγόνου. Ο Σολωμός, ο Σικελιανός, αλλά και ο Σεφέρης μνημονεύονται επίσης. Κι αφού η συνάφεια του βίου και των οραμάτων τους με τις αντίστοιχες συντεταγμένες του Κοντού είναι ισχνή, φαίνεται πως και αυτοί χρωστούν τα περάσματά τους από τα ποιήματα στην έγνοια του για μια συνομιλία με λογοτεχνικούς προπάτορες. Αξίζει να διαβάσουμε ορισμένους σχετικούς στίχους:

Όταν το μαύρο παλτό
του Διονυσίου Σολωμού
σκεπάζει τον ήλιο τη ζωή.

(«Κάθε μέρα», Φωτοτυπίες, 1977)

Και η καρδιά του Σικελιανού έδινε τις τελευταίες
οδηγίες στη Σίβυλλα, για τον μεγάλο χρησμό.

(«Στο μουσείο των Δελφών», Περιμετρική, 1970)

Το σπίτι γεμάτο πικροδάφνες, και από πίσω ο Σεφέρης,
μελαψός από τα πολλά θαλάσσια λουτρά, σφυρίζει
αδιάφορος, μετατοπίζοντας άμμο από το ένα χέρι
στο άλλο. Όμως, στο βάθος του ορίζοντα μια κουκκίδα
μαύρο λαμπάδιασε και καταλαμβάνει το στερέωμα. […]

(«Πέμπτη», Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002)

Ας τους αντιπαραβάλλουμε τώρα με ορισμένους από τους πολλούς στίχους που αναφέρονται σε συγγραφείς των οποίων η ζωή και η τέχνη βρίσκονται πλησιέστερα στις εμπειρίες και στον τόνο φωνής του Κοντού:

Γι’ αυτό ο Φραντς Κάφκα τα Σαββατοκύριακα
δεν πήγαινε πουθενά.
Καθότανε σε μια πολυθρόνα
με το λίγο κορμί του γυμνό
και έπινε γάλα κοιτάζοντας το δωμάτιο μέσα. […]

(«Ο φόβος φυλάει τα έρημα», Τα απρόοπτα, 1975)

«100»

Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο
του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας
πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).

(Τα οστά, 1982)[1]

Βάζω αυγά στη χόβολη, σκέφτομαι (θυμάμαι)
βασανιστικά λέξεις και τον Τάκη Σινόπουλο.

(«Τρίτη», Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002)

Είναι φανερό πως οι αναφορές σε συγγραφείς με τους οποίους ο Κοντός αισθάνεται εγγύτητα έχουν κυρίως βιογραφικό ή ψευδοβιογραφικό χαρακτήρα και αποπνέουν μια αίσθηση προσωπικής επικοινωνίας. Αντιθέτως, στις αναφορές σε ποιητές που έρχονται στη σκηνή των ποιημάτων με την ιδιότητα του ποιητικού πατέρα ανιχνεύεται ένας βαθμός αποστασιοποίησης, ενώ το ονειρικό στοιχείο επιτείνεται και κατατείνει στην αποκάλυψη ενός κρυμμένου κόσμου που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και προκαλεί σαγήνη αλλά και δέος: το παλτό του Σολωμού «σκεπάζει τον ήλιο τη ζωή»· ο Σικελιανός υπαγορεύει στη Σίβυλλα «τον μεγάλο χρησμό»· την ώρα που ο Σεφέρης χύνει μια χούφτα άμμο πλάι στη θάλασσα, «μια κουκκίδα / μαύρο λαμπ(αδιάζει) και καταλαμβάνει το στερέωμα». Αυτού του είδους η απεικόνιση του ποιητή προγόνου ως μύστη ή μάγου, που ανατρέπει τη νομοτέλεια της φύσης και ανακαινίζει τον κόσμο, προκύπτει με μεγαλύτερη συχνότητα, φυσικότητα και ένταση στις περιπτώσεις όπου γίνεται μνεία του Ομήρου. Στην πινακοθήκη του Κοντού, η προσωπογραφία του Ομήρου τοποθετείται σ’ έναν διάκοσμο μυσταγωγικό, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μύθο:

Είδα το άλλο μάτι σου
το μέσα, το χωμάτινο
να μου τραγουδά
Όμηρο και Τομ Σώγιερ.

(Ο αθλητής του τίποτα, 1997)

Εδώ ο Κοντός διαλέγει για συνοδοιπόρο του Ομήρου, τον επινοημένο ήρωα από το γνωστό μυθιστόρημα του Μάρκ Τουαίην. Η ανάδειξη της μυθικής διάστασης του Ομήρου επιτυγχάνεται ως εξής: πρώτον, «Όμηρος» σ’ αυτά τα συμφραζόμενα σημαίνει και «Οδυσσέας», εξού και η συμπαράθεσή του με τον επίσης τετραπέρατο και φιλαπόδημο Τομ της παιδικής λογοτεχνίας· δεύτερον, η αφήγηση των περιπετειών τους θέλει τραγούδι (όχι πρόζα). Και μάλιστα, τραγούδι που μελωδεί όσα πιάνει όχι η κοινή όραση, αλλά «το άλλο μάτι σου / το μέσα, το χωμάτινο», δηλαδή η διαισθητική προσέγγιση του κόσμου που ο Σολωμός κι έπειτα ο Παλαμάς ονομάζουν «τα μάτια της ψυχής μου».
Η μυθοποίηση του Ομήρου είναι εναργής και σε στίχους που περιγράφουν τη μαγική επίδραση της φωνής του πάνω στις δυνάμεις της φύσης:

[…] O αέρας θα φυσά από τη μεριά του Ομήρου
και ένα δέντρο θα τραβά τα μαλλιά σου στο κενό. […]

(«Μαθήματα ορθοφωνίας», Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008)

Δεύτερη μέρα

Ο γέροντας μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μου ’πε
για το νερό που περίμενε τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ήταν τυφλός και πάνω στο μέτωπό του
με λεπτομέρειες χαραγμένα όλα τα ποτάμια της γης.
Μου ψιθύρισε: « Νιώθω την οσμή του κατακλυσμού».

Νομίζω πως ο Όμηρος κάπως έτσι πρέπει να ήτανε.

(Περιμετρική, 1970)

Το τρίτο μέρος του τρίπτυχου μας καλεί να φανταστούμε τον Όμηρο ως βροχοποιό, σαμάνο αρχαίας φυλής προικισμένο με το χάρισμα να προκαλεί βροχή σε καιρό ξηρασίας. Πρόκειται για ένα αινιγματικό ποίημα βιολογικής και λογοτεχνικής γενεαλογίας:

Τρίτη μέρα

                                                                                    Στον πατέρα μου

Μια κίτρινη πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της
και μαζί ανοίξανε τα μάτια μου.
Και είδα τότε πραγματικό σκοτάδι.
Είδα το νερό να τρέχει παντού
και να κυνηγά τον αγέρα από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Και το σταματημένο από χρόνια άροτρο
να μπήγεται στα μάτια του παππού Οδυσσέα,
που χαμογελά ακόμη στην Πηνελόπη μέσα από τους καπνούς.
Από τη φτέρη βγήκε μουσική, και τα μάρμαρα
άρχισαν να αρκουδίζουν σαν τα μωρά.

Ο πατέρας ξέμπλεξε τα δάχτυλά του και έφερε
τον κατακλυσμό.
Ο πατέρας μου είναι βροχοποιός.
                 

Οίτη, Σεπτέμβριος '68

(Περιμετρική, 1970)

Μια πειστική ερμηνεία προκύπτει αν συσχετίσουμε το ποίημα με το αμέσως προηγούμενο, το δεύτερο μέρος του τρίπτυχου: το γεγονός ότι ο τυφλός γέρος της «Δεύτερης μέρας», που νιώθει «την οσμή του κατακλυσμού», θυμίζει στον αφηγητή τον Όμηρο μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως και ο βροχοποιός στην «Τρίτη μέρα» δεν είναι άλλος από τον Όμηρο. Η διακρίβωση όμως της ταυτότητας του ανώνυμου βροχοποιού δεν αποτελεί και τη λύση του μυστηρίου του ποιήματος, διότι το ποίημα χρωστά τον κρυπτικό χαρακτήρα του όχι τόσο στον εκ πρώτης όψεως άγνωστων στοιχείων βροχοποιό, αλλά στην αμφίσημη μαγική δράση του και στα ανάμικτα συναισθήματα που αυτή προκαλεί στον αφηγητή. Άλλωστε, η αδρή έκφραση των συγκρουόμενων συναισθημάτων που απορρέουν από καταλυτικές εμπειρίες δίνει τον τόνο σε αρκετά από τα καλύτερα ποιήματα του Κοντού (άλλο παράδειγμα είναι η αποτύπωση των αισθημάτων κατευνασμού και παράλυσης, αφοσίωσης και απώθησης, που μπορεί να εμπνεύσει μια ερωτική σχέση, στο ποίημα «Η πολεμοχαρής αμαζόνα Άννα», Ανωνύμου μοναχού, 1985).
Στην «Τρίτη μέρα» η πηγή της αμφιθυμίας είναι διπλή: από τη μια, η σχέση με τον Όμηρο, που λόγω της θρυλικής ανά τους αιώνες επίδρασης του έργου του φαντάζει στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου ως μάγος και, γενικότερα, η σχέση με κάθε επιβλητική πατρική παρουσία· από την άλλη, το γεγονός ότι η βροχή που είναι επιθυμητή για την καλλιέργεια της γης εγκυμονεί και κίνδυνο βιβλικής καταστροφής. Έτσι, ενώ ορισμένες εικόνες του ποιήματος (π.χ. το χαμόγελο του Οδυσσέα, η μουσική που βγαίνει από τη φτέρη) και η επονομασία «βροχοποιός» είναι καταπραϋντικές, άλλες αναφορές εκφράζουν ανησυχία για τον ερχομό του κατακλυσμού ή τον συσχετίζουν με εσωτερική αναστάτωση και δυστυχήματα (πέφτει «πραγματικό σκοτάδι», το νερό κυνηγάει τον αέρα μέσα στο σπίτι, το μέχρι πρότινος σταματημένο άροτρο μπήγεται στα μάτια του Οδυσσέα). Ο μυθοποιημένος Όμηρος προβάλλεται, λοιπόν, όχι μόνο ως εγγυητής της σωτηρίας αλλά ίσως και ως προπομπός της καταστροφής ή μάλλον είναι σε θέση να οδηγήσει τους απογόνους του στη σωτηρία από μια οδό που τους επιφυλάσσει κινδύνους και ενδεχόμενες απώλειες.
Η συνύφανση ευχάριστων και τρομακτικών στιγμιότυπων δίνει στο ποίημα μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα, θρεμμένη και από τον υφέρποντα ερωτισμό κάποιων στίχων του που δεν περνάει απαρατήρητος από τον ευαίσθητο αναγνώστη. Εντέλει, τα μικτά συναισθήματα απέναντι τόσο στον ένδοξο λογοτεχνικό πρόγονο και στον πατέρα όσο και στον κατακλυσμό συμπλέκονται μεταξύ τους σ’ ένα ρομαντικής σύλληψης μωσαϊκό συμβόλων. Ο κατακλυσμός, ένα από τα φυσικά φαινόμενα που προσφέρονται για την τεκμηρίωση της γνωστής από την αισθητική φιλοσοφία του Έντμουντ Μπερκ αντίληψης πως η αίσθηση του υψηλού είναι η αίσθηση του τρομερού λειτουργεί εδώ ως μεταφορά για την ανακαινιστική κι όμως σαρωτική, την αποκαλυπτική αλλά και καθηλωτική –με μια λέξη, την κατακλυσμιαία– επίδραση που έχει σ’ έναν νέο ποιητή μιας παράταιρης εποχής η επίγνωση της σημασίας του έργου ενός συντριπτικού προγόνου, όπως ο Όμηρος. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η «Τρίτη μέρα» αναδεικνύεται ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα του Κοντού για τους προγόνους. Η σχέση μαζί τους σκιαγραφείται ως γοητευτική αλλά επίμοχθη μαθητεία ή υποταγή.
Η πραγμάτευση της αμφιθυμικής σχέσης με τον Όμηρο δεν εξαντλείται στο μοτίβο της μαγικής του επενέργειας στη φύση και στους απογόνους του. Ο Κοντός διεκτραγωδεί τις δυσκολίες που συναντούν οι ποιητές του σύγχρονου κόσμου όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη βαριά σκιά του Ομήρου και σε ποιήματα στα οποία βλέπει τον Όμηρο μέσα από τη διόπτρα του Σεφέρη. Σ’ αυτά αποτυπώνει ένα βίωμα που μας φέρνει στο νου την παρακάτω στροφή από το Μυθιστόρημα (σημαδιακή για τη σχέση και άλλων Ελλήνων μοντερνιστών με την κληρονομιά του αρχαίου κόσμου): «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια / που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω. / Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο / έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει».
Η πικρή γεύση που μοιράζεται μαζί μας ο Σεφέρης προκύπτει από την αίσθηση πως ο αρχαίος κόσμος είναι χειροπιαστός μόνο υπό μορφή θραυσμάτων και ερειπίων –βρίσκεται δίπλα μας, αλλά ενίοτε δείχνει απροσπέλαστος. Το βίωμα αυτό είναι πιο επώδυνο όταν το χάσμα ανάμεσα στην αρχαιότητα και στο σήμερα γίνεται αντιληπτό όχι ως αναπόφευκτη συνέπεια της χρονικής απόστασης, αλλά ως δείγμα της απομάκρυνσής μας από μια αυθεντική ζωή, οπότε το συναπάντημα με αρχαιολογικά ευρήματα παίρνει στα μάτια μας διαστάσεις εισβολής ενός χαμένου παρελθόντος σ’ ένα ανερμάτιστο παρόν. Μια τέτοια εισβολή εξιστορούν, με εφιαλτικό τρόπο, και οι ακόλουθοι στίχοι του Κοντού:

Μετά σκύβεις στον καθρέφτη:
βλέπεις ανθρώπους παλιούς
ανθρώπους του Ομήρου να βγαίνουν
διψασμένοι από τον κάτω κόσμο.
Δεν γνωρίζεις κανένα.
Ζητάνε φωτογραφίες για παρέα.
Ζητάνε φαγητό, εφημερίδα, ραδιόφωνο.
Γεμίζουν το σπίτι. Κρέμονται από τα παράθυρα.
Κλείνουν το δρόμο. Γεμίζουν την πόλη.
Σταματάνε όλα. Αλλάζουν οι ώρες.
Στερεύει το νερό. Τώρα διψάμε εμείς
–οι απέξω– και αρχίζει ο πανικός. […]

(«Το τέλος μιας μέρας», Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980)

Όπως γίνεται φανερό, η ανάδυση των ανθρώπων του Ομήρου στον σύγχρονο κόσμο και τα ανεκπλήρωτα αιτήματα που απευθύνουν σε όσους εκόντες άκοντες τους υποδέχονται φέρνουν στο φως την αίσθηση απειλής που εμπνέει το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, αλλά και τον φόβο σύνθλιψης της συγκαιρινής μας πραγματικότητας υπό το βάρος παμπάλαιων προγόνων. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σημερινή εποχή και σ’ εκείνην του Ομήρου απασχολεί τον Κοντό όχι μόνο στο επίπεδο της συλλογικής ζωής, όπως στους προηγούμενους στίχους, αλλά και αναφορικά με τη δραστικότητα της γλώσσας. Τον προβληματίζει η μειωμένη ικανότητα της αισθαντικής γλώσσας της ποίησης άλλων καιρών να εκφράσει τη σημερινή δαιδαλώδη ευαισθησία· σε τέσσερις στίχους συμπυκνώνει το παράπονο ενός άνδρα που δεν βρίσκει στον Όμηρο τις λέξεις που θα ταίριαζαν στα αντιθετικά συναισθήματα που του εμπνέει η αγαπημένη του:

Βαθύζωνη,
ελικόφρυδη, σε είπε ο Όμηρος.
Μόνο για τα μικρά σου στήθη
δεν είπε τίποτα και μου τρυπάνε τα χέρια. […]

(«Ο φόβος φυλάει τα έρημα», Τα απρόοπτα, 1975)

Η διάγνωση της όχι σπάνιας έλλειψης συντονισμού της ποιητικής έκφρασης με την εμπειρία που τη γεννά είναι κοινός τόπος της μοντερνιστικής ποίησης και δοκιμιογραφίας. Ο Κοντός επεξεργάζεται ένα θέμα γνωστό στον Έλληνα αναγνώστη από τον Σεφέρη, ήδη από το «Fog» της Στροφής, και πρωτοτυπεί επαρκώς χάρη στην ιδέα του να συνδυάσει το άγχος από την αδυναμία έκφρασης ανάκατων ερωτικών συναισθημάτων με την ανησυχητική εντύπωση πως ούτε η ιδιοφυής γλώσσα του Ομήρου προσφέρεται για την αποκρυστάλλωση ενός γλυκόπικρου ή αδιαφανούς βιώματος. Το πιο αξιοσημείωτο, όμως, είναι πως η συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου με τον Όμηρο σ’ αυτούς τους στίχους είναι, κατ’ ουσίαν, μια συνομιλία με τον Σεφέρη· για την ακρίβεια, μια συνομιλία με τη γλώσσα της εποχής του Ομήρου που έχει χωνευτεί στην ποίηση του Σεφέρη. Από τις δύο λέξεις που ο αφηγητής αποδίδει στον Όμηρο, «βαθύζωνη» και «ελικόφρυδη», μόνο η πρώτη είναι λέξη ομηρική. Απαντάται ως χαρακτηρισμός για γυναίκες μια φορά στην Ιλιάδα τέκνα δέ τ λλοι γουσι βαθυζώνους τε γυνακας.» [Ι 594]) και μια στην Οδύσσεια (κτήματά τ ντιθέμεσθα βαθυζώνους τε γυνακας.» [Γ 154]). Αργότερα χρησιμοποιείται και από άλλους ποιητές. Το επίθετο «ελικόφρυδη» δεν εντοπίζεται ούτε στα ομηρικά έπη ούτε σε άλλο από τα γνωστότερα έργα της αρχαίας και νεότερης ελληνικής ποίησης. Το παρεμφερές «ελικοβλέφαρος» ο αναγνώστης θα το βρει σε αρχαία κείμενα. Όχι όμως στον Όμηρο, αλλά στον Ησίοδο (ως προσωνυμία της Αφροδίτης [Θεογονία, 16]), στους Ομηρικούς ύμνους, στον Σιμωνίδη. Και, ελαφρώς παραλλαγμένο («ελικογλέφαρος»), στον Πίνδαρο (Πυθιόνικος ΙV, 172).
Αν δεχτούμε πως το «ελικόφρυδη» είναι επινόηση του Κοντού ή μάλλον αθέλητη παραφθορά του «ελικοβλέφαρος», και δεδομένου ότι ταυτόχρονη χρήση και των δυο επιθέτων («βαθύζωνος» και «ελικοβλέφαρος» ή «ελικογλέφαρος») δεν έχει κάνει ούτε ο Όμηρος ούτε άλλος αρχαίος ποιητής (ο Πίνδαρος επιστρατεύει και τα δύο στους Πυθιόνικους, αλλά σε δυο διαφορετικούς ύμνους), θα ήταν εύλογο να υποθέσει κανείς πως η ζευγαρωτή αναφορά τους είναι πρωτοτυπία του Κοντού. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα δυο επίθετα έχουν χρησιμοποιηθεί απανωτά στο παρελθόν. Από τον Σεφέρη: «ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη / γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά», διαβάζουμε στην Κίχλη. Και στα σχεδιάσματα για την Κίχλη που έχουν περιληφθεί, υπό τον τίτλο «“Νότες” για ένα ποίημα», στη μεταθανάτια έκδοση, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄ (1976), βρίσκουμε το ακόλουθο δίστιχο: «Ελικοβλέφαρη χαμογελούσα / βαθύζωνη μέσα στην τραγική γαλήνη –».

Είτε σκόπιμη είτε όχι, η απόδοση της πατρότητας χρήσης των δυο επιθέτων για το ίδιο πρόσωπο στον Όμηρο αντί για τον Σεφέρη, στον οποίο ανήκει, συνιστά τεκμήριο για τη σχέση του Κοντού με το έργο των δύο ποιητών. Μαρτυρά και την αίσθησή του για τη δύσκολη σχέση ανάμεσα στην ποίηση της γενιάς του, από τη μια πλευρά, και στην ποίηση του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και της αρχαιότητας, από την άλλη. Δεν είναι μόνο πως η σκιά του Ομήρου σμίγει με τη σκιά του Σεφέρη. Είναι κυρίως η αίσθηση που υποβάλλει η εισχώρηση της σκιάς του ενός προγόνου σ’ εκείνην του άλλου· η αίσθηση πως η συστοιχία ανάμεσα στην εμπειρία και στον ποιητικό λόγο, που έχει πλέον διαταραχθεί, ήταν ή έμοιαζε κατορθωμένη και στα χρόνια του Ομήρου και στα χρόνια του Σεφέρη. Κι ακόμη, η εντύπωση πως η δυνατότητα της λυρικής γλώσσας να αναπλάθει με πιστότητα αρχετυπικά βιώματα έχει πιθανώς ατονήσει στις λίγες δεκαετίες που χωρίζουν τον καιρό του Σεφέρη από τον χρόνο συγγραφής του ποιήματος του Κοντού ταχύτερα απ’ ό,τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια των χιλιετιών που μεσολάβησαν ανάμεσα στον Όμηρο και στον Σεφέρη. Η εντύπωση αυτή δεν φαίνεται να ευσταθεί (εξάλλου το ποίημα δεν φιλοδοξεί να σχολιάσει την πορεία της ποίησης από αντικειμενική σκοπιά)· είναι, πάντως, ενδεικτική για την εικόνα που είχε ο Κοντός για ποιητές του κανόνα αλλά και για τη δυσκολία διαμόρφωσης ενός δόκιμου ποιητικού ιδιώματος υπό την πίεση αφενός μιας μακράς ποιητικής παράδοσης και αφετέρου μιας ιστορικής συγκυρίας –αυτής του τελευταίου τετάρτου του εικοστού αιώνα– που απειθεί στον λυρικό τρόπο.

Περνώντας από ποιήματα που τοποθετούν τον Όμηρο στη σφαίρα του μύθου σε άλλα που επικεντρώνονται στη γονιμοποιό ή ανασταλτική επίδρασή του σε ποιητές της εποχής μας, ο αναγνώστης διαπιστώνει πως οι αναφορές του Κοντού στον Όμηρο είναι όχι μόνο συχνές αλλά και ποικίλες. Αποκαλύπτουν πτυχές της ευαισθησίας του Κοντού που δεν είναι εξίσου διακριτές σε αναφορές του σε ορισμένους άλλους συγγραφείς, ενώ συμβάλλουν και στη δημιουργία της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας ποιημάτων όπου η αμφιθυμία και το άγχος άλλοτε κυριαρχούν και άλλοτε αμβλύνονται χάρη σε μια ονειρική αναδόμηση του περιβάλλοντος που τα έχει εκθρέψει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι αναφορές στον Όμηρο υπηρετούν την αισθησιοκεντρική ποίηση του Κοντού, δηλαδή γίνονται δίοδοι όχι νοητικών κρυσταλλώσεων, αλλά αισθητικής έντασης. Εν ολίγοις, διευρύνουν το πεδίο αναφοράς των ποιημάτων χωρίς να υπονομεύουν την κατακτημένη ισορροπία του προσιτού και συνάμα αινιγματικού κόσμου του Κοντού, ενός κόσμου που ταλαντεύεται ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως διατρέχοντας τις ενδιάμεσες αποχρώσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: