Τον Γιάννη Κοντό τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1974 τότε που έπεσε η Χούντα. Έλειπα εφτά χρόνια στο εξωτερικό κι όταν ήρθα στην Αθήνα δεν γνώριζα κανένα νέο ποιητή η συγγραφέα . Ο πρώτος που γνώρισα ήταν ο Κοντός. Με οδήγησε εκεί, στο βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», γωνία Σόλωνος και Ομήρου, ο Βασίλης Βασιλικός. Μου έκανε εντύπωση ότι με υποδέχτηκε σα να γνωριζόμαστε από καιρό. Με μεγάλη οικειότητα μου μίλησε για το βιβλίο μου που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν (1973) στον «Κέδρο». Με τον καιρό κατάλαβα ότι ο Γιάννης γνώριζε τα πάντα για όλους τους ανθρώπους των γραμμάτων, του θεάτρου και της ζωγραφικής, οι περισσότεροι μάλιστα ήταν και φίλοι του. Όχι τυπικοί, όπως θα νομίσει κανείς, αλλά ουσιαστικοί. Μέσα από τον Γιάννη γνώρισα τότε πολλούς νέους ποιητές της αποκαλούμενης αργότερα «Γενιάς του ’70», αρχίζοντας από τον Θανάση Νιάρχο, που ήταν συνιδιοκτήτης και «επι των εξωτερικών σχέσεων» του βιβλιοπωλείου. Μετά, τον Στεριαδη, τον Βαρβέρη, τον Φωστιερη κι άλλους. Από τότε δημιουργήσαμε μια φιλική σχέση που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Βλεπόμαστε συχνά, ακόμα και τα χρόνια της ενεργού ανάμειξης μου στην πολιτική, άλλοτε οι δυο μας , άλλοτε με κοινή παρέα, συνήθως τον Κώστα Μουρσελα.
Στην ποίηση του ο Κοντός θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο μέντορα του τον σεβαστό του φίλο Τάκη Σινόπουλο, γύρω από τον οποίο είχε δημιουργηθεί μια πνευματική παρέα νέων που συναντιόταν στο σπίτι του τελευταίου στα χρόνια της δικτατορίας. Η μετέπειτα εργασιακή σχέση που είχε για πολλά χρόνια με τις εκδόσεις «Κέδρος», οι συναναστροφές με συγγραφείς και ο λόγος περί βιβλίων και λογοτεχνίας που κυριαρχούσε στην καθημερινότητά του, τον ωθούσε να ασχολείται με την προσωπική του δημιουργία. Η ποίηση ως γνωστόν πυροδοτείται κι από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Ακολουθούσε έτσι έναν δικό του κανόνα «κάθε δυο χρόνια και μια ποιητική συλλογή». Η πρακτική αυτή τον κρατούσε ποιητικά «εν εγρηγορσει» βοηθώντας ταυτόχρονα την ανανέωση της ποιητικής του έκφρασης.
Ο Γιάννης ήταν ένας απολαυστικός αφηγητής προσωπικών ιστοριών που αφορούσαν όλους τους συγγραφείς, τις συμπεριφορές τους και το έργο τους, συγγραφείς που είχε γνωρίσει από κοντά, κυρίως της γενιάς του μεταπολεμου αλλά και παλιότερους και, βεβαίως, σύγχρονους της γενιάς του. Ήταν ένα λογοτεχνικό ραντάρ. Γνώριζε ιδιοτροπίες κι διέθετε γι’ αυτούς πολλά ανέκδοτα, τα διηγούταν με πολύ χιούμορ κι αγάπη. Μερικοί τον κατηγορούσαν για κυνήγι δημοσίων σχέσεων, αλλά πέρα που αυτό ήταν μέρος της δουλειάς του στον «Κέδρο», ήταν και μια ανάγκη του να συνευρίσκεται, να ανησυχεί, να πασχίζει με όλο το καλλιτεχνικό σινάφι. Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος μόνος, κι οι φίλοι γίνονταν κατά κάποιο τρόπο η οικογένεια του. «Εγώ να δεις πόσα κουσούρια έχω», έλεγε και πράγματι «κρύωνε» χειμώνα-καλοκαίρι, το κασκόλ ήταν το σήμα κατατεθέν του, ασχέτως καιρού, ακόμα και τον Αύγουστο το φορούσε, στη θάλασσα δεν έμπαινε ποτέ, ένιωθε συνεχώς –καμιά φορά ήταν– ένα βήμα πριν την αρρώστια, αλλά απέφευγε να πηγαίνει σε γιατρούς. Δεν ήθελε να υπενθυμίζεις την ηλικία του και αντιδρούσε στην αναφορά του θανάτου. «Σταματήστε τώρα , θα σηκωθώ να φύγω» ήταν η αντίδραση του. Αγρίμι που είναι ο καιρός/Τον βάζουμε σε κλουβί/και τον εξημερώνουμε/Μετα, μέσα στο σπίτι/τρέχει, παίζει και κοιμάται/Ξαφνικά μια μέρα θυμάται /την ελεύθερη ζωή του/και μας τρώει.
Στις 15 ποιητικές συλλογές, που είναι η κύρια δημιουργία του Γιάννη Κοντού, μπορεί κανείς να δει τη διαδρομή και τον ποιητικό του κόσμο, είναι ο κόσμος ενός ποιητή της Αθήνας, γιατί ο Γιάννης δεν ταξίδευε σχεδόν ποτέ, όπως λέει σε ένα στίχο του: Λέω να πάρω των ομματιων μου/και να πάω πέντε μέτρα παρακάτω.
Στα μέσα της δεκαετίας του’70 είχε καταφέρει να πάρει ένα μικρό εξοχικό στο Μεταξοχώρι, έξω από τη Λάρισα, όπου είχε δημιουργηθεί μια παροικία συγγραφέων και καλλιτεχνών , Μποστ, Πέτρος Αμπατζόγλου, Λουκιανός Κηλαϊδόνης και Άννα Βαγενά κ.ά. Είναι ζήτημα αν πήγε 2-3 φορές. Στη μια από αυτές συμπέσαμε, ήταν κατακαλόκαιρο κι είχα πάει στο φίλο από παλιά Πέτρο Αμπατζόγλου· ο Κοντός έμενε κλεισμένος μέσα σπίτι του, δεν έβγαινε καθόλου, φοβόταν μη κρυώσει! Οι προσωπικές ιδιοτροπίες του δεν ταυτίζονταν με το έργο του που ήταν μια ποίηση ανοιχτή, φρέσκια, στη καθομιλουμένη, με νοητικά ξαφνιάσματα. Σκόνη πέφτει, όπως τρίζουν τα δοκάρια/του ουρανού/Μας ασπρίζουν τα μαλλιά/Δεν πρόκειται να γίνει καμιά καταστροφή/ απλώς περνάνε τα χρόνια.
Τα πρώτα ποιήματα του Κοντού απηχούν τις ποιητικές γραφές που πρωτογνώρισε και τον επηρέασαν: Σινόπουλος, Σαχτούρης, Ασλανογλου, όμως κι εκεί ακόμα αναδύεται σε κάποια ποιήματα η προσωπική του χαρακτηριστική γραφή που θα αναπτυχτεί αργότερα και θα μας χαρίσει μια ποίηση που τον κάνει πολύ ιδιαίτερο και διακριτό στην γενιά του ’70. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Κοντού είναι η απλότητα της περιγραφής, με ένα σουρεαλιστικό τρόπο, καταστάσεων της καθημερινότητας. Διαθέτει μια αμεσότητα στη γλώσσα και μια ποικιλία ιδιαίτερων χρωματισμών στους στίχους του. Ο λόγος του είναι μάλλον προφορικός με απηχήσεις θυμοσοφίας των αιωνίων υπαρξιακών θεμάτων.