———— ≈ ————
Λοιπόν εδώ θα ζήσουμε πολιτισμένα
με τα πουλιά που γίνανε αρουραίοι
και τον ουρανό σκουπιδότοπο.
(Γ. Κοντός, «Περί κλιματολογικών συνθηκών» (Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980)
Ο Γιάννης Κοντός δημοσίευσε ποίηση για πρώτη φορά το 1965, και το πρώτο του βιβλίο, η Περιμετρική, εκδόθηκε το 1970. Με τη γνωστή σπουδή του στις λέξεις και τη σημασία των τίτλων, ο ποιητής εμπνεύστηκε τον συγκεκριμένο, από τις ταμπέλες στα λεωφορεία που έπαιρνε έφηβος εξερευνώντας τα πέριξ της Αθήνας. Ήταν μόλις είχε απολυθεί από το στρατό και αφού πήρε την «έγκριση» από τον Γιάννη Νεγρεπόντη, μπήκε στο πρώτο τυπογραφείο που βρήκε μπροστά του. Επρόκειτο για το τυπογραφείο του Α.Ι. Χρυσοχού, στην οδό Γερανίου 7, και το γεγονός αφηγείται ο ίδιος στο Υστερόγραφό του, με μνεία ακόμη και στο εξαψήφιο νούμερο τηλεφώνου του τυπογράφου.
Το Υστερόγραφο δημοσιεύτηκε στη β΄ έκδοση της Περιμετρικής και βρίσκεται σε θέση Προλόγου για το σύνολο του Έργου του, στη συλλογική έκδοση των Ποιημάτων του (Ποιήματα 1970-2010, εκδόσεις Τόπος, 2013, υπό τη διεύθυνση του Άρη Μαραγκόπουλου) ─ έναν ογκώδη τόμο 479 σελίδων που περιλαμβάνει όλες τις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε επί μία τριακονταετία: Περιμετρική, 1970, Το χρονόμετρο, 1972- Τα απρόοπτα, 1975- Φωτοτυπίες, 1977- Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980- Τα οστά, 1982- Ανωνύμου μοναχού, 1985- Δωρεάν σκοτάδι, 1989- Στο γύρισμα της μέρας, 1992- Ο αθλητής του τίποτα, 1997- Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002- Δευτερόλεπτα του φόβου, 2006- Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008, Στάθμη του Σώματος, 2010.
Πρόκειται για εκδοτικό επίτευγμα, που ενδιαφέρει όχι μόνο τον απλό αναγνώστη αλλά και τον υποψήφιο μελετητή, που σε άλλη περίπτωση θα δυσκολευόταν να προμηθευτεί την κάθε ξεχωριστή συλλογή στην πρώτη της έκδοση. Ιδιαίτερα καλαίσθητο, εκτός από τα ποιήματα, φιλοξενεί έργα γνωστών ζωγράφων και φίλων του ποιητή ─των Νίκου Χουλιαρά, Γιάννη Μιχαηλίδη, Αλέκου Φασιανού, Χρήστου Καρά, Δημήτρη Μυταρά, Γιώργου Λαζόγκα και Γιάννη Ψυχοπαίδη─, μια προσωπογραφία του ποιητή από τον Ψυχοπαίδη και μια φωτογραφία-πορτρέτο του από τον Δημήτρη Γέρου, όλες ασπρόμαυρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή του εξώφυλλου, μαύρο, χωρίς καμιάν απεικόνιση, με εξαίρεση το ασημί στα γράμματα και ένα ανεπαίσθητο ίχνος διακόσμησης ─ επιλογή που ενώ παραπέμπει στο πένθος και το τρομακτικό, απελευθερώνει ταυτόχρονα μιαν αύρα εξέγερσης και αναγέννησης κι ένα είδος μυστικιστικής προσδοκίας.
«Πέρασα σαράντα χρόνια ανακαλύπτοντας ότι ο βασιλιάς όλων των χρωμάτων είναι το μαύρο», δήλωνε ο Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, ενώ την άποψη του Εντουάρ Μανέ ότι το μαύρο δεν είναι χρώμα, ο Ματίς την αμφισβητούσε ισχυριζόμενος ότι είναι το χρώμα του φωτός και όχι του σκοταδιού. Στο προκείμενο, το μαύρο εξώφυλλο φαίνεται να επιβεβαιώνει τόσο τα λόγια των Ρενουάρ και Ματίς, όσο και την μακρόχρονη μελέτη του Κοντού στη ζωγραφική και το χρώμα, προοιωνίζοντας μια τέχνη, που κάτω από το τρομακτικό, κρύβει αυτήν ακριβώς την αίσθηση της αμφισημίας.