Ο παλαιστής-μοναχός-ποιητής

Χειρόγραφο ανέκδοτο ποίημα του Γ.Κ. (Αρχείο Δ. Κοσμ.)
Χειρόγραφο ανέκδοτο ποίημα του Γ.Κ. (Αρχείο Δ. Κοσμ.)

Ένας ανώ­νυ­μος μο­να­χός που γρά­φει σε έναν άχω­ρο χώ­ρο, σ΄έναν άχρο­νο χρό­νο. Στο πα­ντού και στο που­θε­νά. Μέ­σα από χο­ά­νες τρύ­πες και μέ­σα σε ένα από­λυ­τα ορ­γα­νω­μέ­νο Χά­ος τα πρό­σω­πα και τα πράγ­μα­τα γλι­στρούν συ­νέ­χεια και πέ­φτουν σε άλ­λα επί­πε­δα ενώ σχή­μα­τα και χρώ­μα­τα αλ­λά­ζουν διαρ­κώς. Πο­τέ το ά-σχη­μο δεν ήταν τό­σο όμορ­φα σχη­μα­τι­σμέ­νο. Μι­κρά κεί­με­να ποι­η­τι­κής πρό­ζας. Όχι υπερ­ρε­α­λι­στι­κά, αλ­λά υπερ-φα­ντα­στι­κά.
Κά­ποιοι από τους τί­τλους έχουν ήδη γρά­ψει την ιστο­ρία του βι­βλί­ου. Αφού σύμ­φω­να με τον Γιάν­νη Κο­ντό: Τα ποι­ή­μα­τα χρειά­ζο­νται ηλε­κτρο­λό­γο, ο χρό­νος έχει πα­νά­δες, τα πράγ­μα­τα εί­ναι σε χρό­νο ενε­στώ­τα, ο πα­λαι­στής εί­ναι μο­να­χός, ένας άντρας με βιο­λί, με τι­ρά­ντες, με κί­τρι­νο σκύ­λο κυ­κλο­φο­ρεί με μία γυ­ναί­κα με φα­κί­δες, με γυα­λιά, με σι­δε­ρέ­νια χτέ­να, το ξύ­ρι­σμα ολο­κλη­ρώ­νε­ται σε πέ­ντε απλές κι­νή­σεις,, η τε­λευ­ταία μέ­ρα, σ’ έναν σκο­τει­νό θά­λα­μο, ποιο εί­ναι το τι­μώ­με­νο πρό­σω­πο, η κα­ρυ­διά, στην Πρά­γα, ψυ­χο­σάβ­βα­το, θέ­λουν να πε­ρά­σουν τα χρό­νια αλ­λά η σχά­ρα του σώ­μα­τος τα συ­γκρα­τεί, η ξη­ρα­σία των επο­χών, το ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο ενός μα­νε­κέν, μι­λά­ει ο δρά­κος στον Άγιο Γε­ώρ­γιο, ο κά­τοι­κος του υπο­γεί­ου βλέ­πει κή­πους και γε­λά­ει, η ανα­πό­λη­ση του γε­γο­νό­τος ή πού τε­λειώ­νει ένα τσι­γά­ρο, η φυ­το­λο­γία και η πο­λε­μο­χα­ρής αμα­ζό­να Άν­να, το να­νού­ρι­σμα και το μα­ξι­λά­ρι, στην κά­το­ψη δια­με­ρί­σμα­τος, η γυ­ναί­κα μου παίρ­νει το πρω­ι­νό της, όλα εί­ναι ήσυ­χα, κλει­στά και μό­να και στον ύπνο το χέ­ρι ζη­τια­νεύ­ει.
Πα­πού­τσια, κα­λο­γυ­μνα­σμέ­νοι πάν­θη­ρες, δα­γκώ­νουν τους πε­ρα­στι­κούς. Ένα σώ­μα ίπτα­ται αφή­νο­ντας πί­σω σω­ρό άδειων ρού­χων. Το όνο­μα και το Όνο­μα. Φω­νά­ζεις με το μι­κρό σου όνο­μα δυ­να­τά τον Οκτώ­βριο. (Το πή­δη­μα θα­νά­του). Ο μο­να­χός θα πα­ρα­μεί­νει ανώ­νυ­μος. Ο ποι­η­τής Γιάν­νης Κο­ντός πά­λι όχι. Ο φαρ­μα­κο­ποιός με το μαύ­ρο κε­φά­λι που δια­νυ­κτε­ρεύ­ει χρό­νια, έχει να κοι­μη­θεί χι­λιά­δες ώρες, πί­νει όλα τα φάρ­μα­κα -ποι­ή­μα­τα που φτιά­χνει και αντί να πε­θά­νει, δυ­να­μώ­νει. (Φαρ­μα­κείο).
Ο ανώ­νυ­μος μο­να­χός μας δί­νει οδη­γί­ες για το ξύ­ρι­σμα. Τα φτε­ρά πέ­φτουν αρ­γά στους ώμους. Το φα­νε­λά­κι χιο­νι­σμέ­νο (Το ξύ­ρι­σμα εί­ναι πέ­ντε απλές κι­νή­σεις), ο άγ­γε­λος της παι­δι­κής ηλι­κί­ας φο­ρά­ει πια μαύ­ρο κου­στού­μι, αλ­λά­ζει πρό­σω­πα και δί­νει τα φτε­ρά του σ’ έναν άγνω­στο (Το τι­μώ­με­νο πρό­σω­πο),
Η κα­ρυ­διά κα­μπου­ριά­ζει, κε­λαη­δά με πα­ρά­πο­νο, κρύ­βει τα αντι­κεί­με­να στο σπί­τι (η κα­ρυ­διά), την καί­ρια στιγ­μή ένας ηλε­κτρο­λό­γος μπαί­νει στην ιστο­ρία και προ­κα­λεί βρα­χυ­κύ­κλω­μα(ο ηλε­κτρο­λό­γος του ποι­ή­μα­τος).
Τα λί­γα πρό­σω­πα που κυ­κλο­φο­ρούν στη συλ­λο­γή δεν έχουν ηλι­κία. Από την μία στιγ­μή στην άλ­λη το στά­τους της ύπαρ­ξής τους αλ­λά­ζει, μπο­ρεί να ξυ­πνή­σουν ξαφ­νι­κά με άσπρα μαλ­λιά, οι φύ­λα­κες των αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων φο­βού­νται τους τυμ­βω­ρύ­χους, δεν ξέ­ρουν την αρ­χαία γλώσ­σα και κλαιν.
Ο αριθ­μός των δα­χτύ­λων δεν πα­ρα­μέ­νει πο­τέ ο ίδιος.
Με­τράω τα δά­χτυ­λά μου και τα βρί­σκω πα­ρά πέ­ντε (η ξη­ρα­σία των επο­χών).
Τα μα­νε­κέν πε­τούν στο τα­βά­νι, κλαιν, δεν θέ­λουν το σώ­μα τους και με­τά ξαφ­νι­κά μέ­σα σε μία μέ­ρα περ­νούν χρό­νια και παίρ­νουν σύ­ντα­ξη.(Το ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο ενός μα­νε­κέν). Όταν μέ­σα στη συλ­λο­γή αυ­τή κά­ποιος κα­πνί­ζει ένα τσι­γά­ρο μι­κρά ζώα πέ­φτουν στο φρά­χτη του φίλ­τρου όπου ψή­νο­νται.(Πού τε­λειώ­νει το τσι­γά­ρο;) Το μα­ξι­λά­ρι αυ­τό το μι­κρό πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μο γε­μί­ζει βρο­χή (Το μα­ξι­λά­ρι), η γυ­ναί­κα κα­τα­βρο­χθί­ζει για πρω­ι­νό αμά­ση­τα που­λιά αφού σπά­σει με τα δά­χτυ­λα τα πό­δια τους (η γυ­ναί­κα μου παίρ­νει το πρω­ι­νό της).
Όταν ένα σώ­μα σπά­ει δεν χύ­νε­ται αί­μα αλ­λά χι­λιά­δες μυρ­μή­γκια (οι πα­νά­δες του χρό­νου).
Αυ­τό το άγριο σύ­μπαν έκ­πλη­ξη, το σύ­μπαν ανα­τρο­πή, το σύ­μπαν όπου κά­θε πόρ­τα που ανοί­γει ο ανα­γνώ­στης κρύ­βει ένα αρ­νί, μία επο­χή, λευ­κά πο­ντί­κια, το πο­τή­ρι με το γά­λα που πί­νει ο Κάφ­κα ή τον σφαγ­μέ­νο κό­κο­ρα που λα­λεί στα θε­μέ­λια, εί­ναι απο­κλει­στι­κά δη­μιούρ­γη­μα του ποι­η­τή του, του Γιάν­νη Κο­ντού. Εί­ναι φρι­κα­λέο, απο­τρό­παιο, σπιν­θη­ρο­βό­λο, θαυ­μά­σιο, ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο.
Ποια εί­ναι η άκρη της νύ­χτας διε­ρω­τά­ται η γυ­ναί­κα που έχει ένα πέ­πλο φα­κί­δες γύ­ρω από το σώ­μα της. Ποια εί­ναι η αρ­χή και το τέ­λος αυ­τής της τό­σο πα­ρά­ξε­νης και ατμο­σφαι­ρι­κής συλ­λο­γής; Δεν υπάρ­χει τί­πο­τε συ­μπα­γές, κα­νέ­να χε­ρού­λι για να κρα­τη­θείς. Ο ανα­γνώ­στης γκρε­μί­ζε­ται συ­νε­χώς σε κρυ­φές κα­τα­πα­κτές που κα­ρα­δο­κούν σε κά­θε του βή­μα, υπάρ­χουν πα­γί­δες που με τα δί­χτυα τους τον κρε­μούν ανά­πο­δα σε δέ­ντρα που ουρ­λιά­ζουν μό­να στο σκο­τά­δι. Η συλ­λο­γή αυ­τή κα­ταρ­ρα­κώ­νει κά­θε βε­βαιό­τη­τα κά­θε λο­γι­κού και προ­σγειω­μέ­νου ανα­γνώ­στη.
Αυ­τός άλ­λω­στε εί­ναι και ο σκο­πός της. Αφού:
Να εί­στε η άμ­μος και όχι το λά­δι στα γρα­νά­ζια του κό­σμου προ­τρέ­πει ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της.

Και απα­ντά ο Γιάν­νης Κο­ντός: Του άρε­σε να κά­θε­ται πλάι σε μια κρή­νη και να μι­μεί­ται το νε­ρό, με κι­νή­σεις, με ψι­θύ­ρους. Μια από εκεί­νες τις μέ­ρες έγι­νε δέ­ντρο στο πα­ρα­μι­λη­τό του και έζη­σε. (Ο πα­λαι­στής-μο­να­χός)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: