Ο μελομάγος που έγινε αρκούδα

Λεπτομέρεια από έργο του Μιχάλη Μανουσάκη για την «Υποτείνουσα της σελήνης»
Λεπτομέρεια από έργο του Μιχάλη Μανουσάκη για την «Υποτείνουσα της σελήνης»


Για τον Γιάν­νη Κο­ντό

Ο με­λο­μά­γος γεν­νή­θη­κε χο­ντρού­λης. Αυ­τό ήταν το ντα­μά­ρι του –έτσι λέ­νε στα χω­ριά, και η μά­να του, στην οποία έμοια­ζε εξαι­ρε­τι­κά, ήταν κι αυ­τή σχε­τι­κά ψη­λή και στρου­μπου­λή και εί­χε χιού­μορ.
Τις λέ­ξεις απ’ το στό­μα της πή­ρε ο με­λο­μά­γος και το χιού­μορ της.
Στον πα­τέ­ρα του δεν έμοια­ζε. Ο πα­τέ­ρας του ήταν κο­ντός και τσι­λι­βί­θρας.
Ο με­λο­μά­γος ήταν φτυ­στός η μά­να του. Τα δι­κά της τα σου­σού­μια εί­χε πά­ρει.
Το μέ­λι που του έπε­σε απ’ τον ου­ρα­νό το έφα­γε αμέ­σως. Κι αμέ­σως άρ­χι­σε να γρά­φει ενα­ντί­ον του τέ­λους. Έγρα­φε όλο για το θά­να­το σαν να ήθε­λε να τον ξορ­κί­σει.
Φο­βό­ταν τις γυ­ναί­κες; Την ίδια στιγ­μή τις θαύ­μα­ζε. Κι αυ­τές και κά­θε τι ωραίο.
Πα­ρέ­μει­νε σ’ όλη του τη ζωή ένα ιδιό­μορ­φο παι­δί που έπαι­ζε με τους άλ­λους, έκα­νε σκα­ντα­λιές, εκνεύ­ρι­ζε τους φί­λους του –κι εί­χε πολ­λούς–, έπι­νε, κά­πνι­ζε κι έτρω­γε με­γά­λες πο­σό­τη­τες μέ­λι.
Μία απ’ αυ­τές τις με­γά­λες στα­γό­νες μέ­λι που του έπε­σε από ψη­λά από τον ου­ρα­νό, τον έπνι­ξε. Δεν τον πέ­θα­νε όμως. Τον έκα­νε να νιώ­σει το από­λυ­το κε­νό και τον με­τα­μόρ­φω­σε σε αρ­κού­δα.
Από τό­τε ο με­λο­μά­γος έζη­σε στην Πίν­δο σαν αρ­κού­δα. Κι ως γνω­στόν οι ξε­ρι­ζω­μέ­νες αρ­κού­δες δεν ζευ­γα­ρώ­νουν και δεν κά­νουν αρ­κου­δά­κια.
Έγρα­φε ποι­ή­μα­τα μέ­σα στο κε­φά­λι του και δεν έβλε­πε κα­νέ­ναν. Άλ­λω­στε τους αν­θρώ­πους τους απέ­φευ­γε για­τί τους μύ­ρι­ζε από μα­κριά, του­λά­χι­στον από τρια­κό­σια μέ­τρα.
Έτρω­γε μό­νο μέ­λι και καρ­πούς. Ήταν μια αρ­κού­δα φυ­το­φά­γος, πράγ­μα σπά­νιο.
Εκεί­νη τη χρο­νιά χιό­νι­σε και χιό­νι­σε, χιό­νι­σε πο­λύ κι ο με­λο­μά­γος δεν έβρι­σκε τρο­φή. Απο­φά­σι­σε λοι­πόν να κα­τε­βεί στο πιο κο­ντι­νό χω­ριό που εί­χε ει­κο­νο­στά­σι μπας και κά­τι έβρι­σκε, έστω και λι­γου­λά­κι λά­δι.
Στην κά­θο­δό του έβλε­πε τις κο­ρυ­φές από τα ψη­λά δέ­ντρα. Άλ­λα με φύλ­λω­μα και άλ­λα –λό­γω χει­μώ­να- χω­ρίς. Την πα­γω­μέ­νη μου­σι­κή των δέ­ντρων την ακού­νε όλα τα ζώα του δά­σους, άρα και οι αρ­κού­δες. Ο με­λο­μά­γος πή­γαι­νε στα τέσ­σε­ρα. Πού και πού στα­μα­τού­σε κι έτρι­βε την άδεια αρ­κου­δί­σια κοι­λιά του.
Κοί­τα­ξε τα νύ­χια του. Εί­χαν με­γα­λώ­σει πο­λύ. Ήταν έτοι­μα για μά­χη.
Ονει­ρο­πό­λη­σε για λί­γο. Στα­μά­τη­σε να τρέ­χει και ονει­ρο­πό­λη­σε. Το μυα­λό του ζώ­ου τον βο­ή­θη­σε πρα­κτι­κά να το χω­νέ­ψει: φό­βος του θα­νά­του υπήρ­χε. Όπως ο φό­βος της πεί­νας. Όμως θά­να­τος δεν υπήρ­χε. Δεν θα ήταν εκεί για να δει να του συμ­βαί­νει.
Ένα βά­ρος έφυ­γε από τον με­λο­μά­γο. Άρ­χι­σε να τρέ­χει. Κι όσο έτρε­χε το χνό­το του ήταν μέ­σα στο κρύο σαν να έβγαι­νε από φου­γά­ρο. Φέγ­γι­ζε μέ­σα στο χιό­νι.
Η ώρα ήταν μα­γι­κή. Σου­ρού­πω­νε.
Το εκ­κλη­σά­κι μπρο­στά του. Μύ­ρι­σε το λά­δι.
Η γριά άνα­βε το κα­ντή­λι. Ήταν σαν μαύ­ρο ξε­ρα­μέ­νο λου­λού­δι.
Γύ­ρι­σε και τον αντί­κρι­σε έτσι όπως του έτρε­χαν τα σά­λια από την πεί­να.
Έβγα­λε μια τσι­ρί­δα. Η γριά τρό­μα­ξε κι έβγα­λε μια τσι­ρί­δα:
«Άι­ι­ι­ι­ι­ι­ιι!»
Κι ο με­λο­μά­γος τρό­μα­ξε κι αυ­τός. Ύψω­σε το χέ­ρι και μ’ αυ­τά τα νύ­χια της έδω­σε μια ανά­πο­δη για να την κά­νει να σω­πά­σει. Και την άφη­σε ξε­ρή τη γριά.
Με­τά άρ­χι­σε να τρέ­χει. Ξέ­χα­σε το λά­δι κι άρ­χι­σε να τρέ­χει.
Ήταν ο με­λο­μά­γος που εί­χε με­τα­μορ­φω­θεί σε αρ­κού­δα.
Έπε­σε άλ­λη μια στα­γό­να μέ­λι από ψη­λά. Κι άλ­λη. Κι άλ­λη.
Τις έφα­γε με βου­λι­μία και χά­θη­κε μέ­σα στο δά­σος.
Τη για­γιά τη βρή­καν ξε­ρή.
Από πεί­να κι άθε­λά του, εί­χε δια­πρά­ξει το μο­να­δι­κό του έγκλη­μα.
Και το ανώ­τε­ρό του ποί­η­μα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: